Ο ΙΒΛΙΝ ΓΟΥΟ (1903-1966) είναι από τους πιο ενδιαφέροντες και πολύπλευρους Βρετανούς συγγραφείς των δεκαετιών 1930, ’40 και ’50. Το αναγνωστικό ενδιαφέρον δεν έγκειται μόνο στις πολλές πτυχές του έργου του (μυθιστόρημα, διήγημα, βιογραφία, ημερολόγιο, απομνημονεύματα, ταξιδιωτικά) αλλά και στο ύφος του, όπου κυριαρχεί ένα σκοτεινό χιούμορ.
Πολλές φορές τα έργα του μοιάζουν με σπαρακτικές τραγικωμωδίες. Η προσχώρησή του στον αγγλικό ρωμαιοκαθολικισμό προσδίδει στη λογοτεχνία του και μια ιδιαίτερη ιδεολογική χροιά. Ο ρωμαιοκαθολικισμός επηρεάζει και τη θεματολογία του και τον κάνει να συγγενεύει με ρωμαιοκαθολικούς συγγραφείς και ποιητές, όπως για παράδειγμα ο Τ.Σ. Έλιοτ.
Ο Γουό δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός στην Ελλάδα, παρόλο που αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της βρετανικής λογοτεχνίας. Αν εξαιρέσουμε το μυθιστόρημά του Επιστροφή στο Μπράιντσχεντ (1945), τα Πρόστυχα κορμιά (1930) και το Λαβράκι (1938), το μεγαλύτερο μέρος του έργου του παραμένει αμετάφραστο.
Το κενό μπορεί να έχει σχέση με εκδοτικές πολιτικές ή με την εκδοτική τυχαιότητα. Μπορεί να έχει σχέση και με το αναγνωστικό γούστο, καθώς οι Έλληνες δεν αγαπούν και δεν καταλαβαίνουν αυτό που ονομάζουμε αγγλικό χιούμορ.
Το Μια χούφτα σκόνη έχει, πέρα από την ποιότητά του, και τον μύθο του. Για λόγους εκδοτικούς και παραχώρησης εκδοτικών δικαιωμάτων ο Ίβλιν Γουό έγραψε και μια δεύτερη εκδοχή τέλους, ένα «εναλλακτικό» τέλος, το οποίο περιλαμβάνεται και στην ελληνική έκδοση ως επίμετρο.
Οι δημοσιογράφοι αγαπάμε βέβαια τον Ίβλιν Γουό γιατί είναι ο συγγραφέας του πιο δημοσιογραφικού μυθιστορήματος του εικοστού αιώνα, που δεν είναι άλλο από το Scoop. Το μυθιστόρημα είχε κυκλοφορήσει πολλά χρόνια πριν σε ελληνική μετάφραση από τον εκδοτικό οίκο Ερμείας με τίτλο Λαβράκι, όπως αποδίδεται στην ελληνική δημοσιογραφική αργκό το «scoop».
Πρόκειται για μια κωμική εξτραβαγκάντσα με θέμα το μεγαλείο και την αθλιότητα του κόσμου της οδού Φλιτ, δηλαδή του δρόμου όπου παραδοσιακά ήταν τα γραφεία των βρετανικών εφημερίδων και που αποτελεί μετωνυμία του Τύπου. Ο Γουό προσωποποίησε αυτόν τον κόσμο μέσα από τον χαρακτήρα ενός δημοσιογράφου-υπερήρωα, του Ουίλιαμ Μπουτ, και την εφημερίδα όπου εργαζόταν, την «Daily Beast».
Φαίνεται όμως ότι θέλουμε να γνωρίσουμε καλύτερα τον Ίβλιν Γουό. Αυτό δείχνει η πρόσφατη έκδοση του μυθιστορήματός του Μια χούφτα σκόνη (A handful of dust) σε εξαιρετική μετάφραση της Παλμύρας Ισμυρίδου.
Το μυθιστόρημα είχε εκδοθεί το 1934 και ο τίτλος του παραπέμπει σε έναν στίχο του Τ.Σ. Έλιοτ από το ποίημά του Η έρημη χώρα που είχε εκδοθεί το 1922 και είχε επιβληθεί αμέσως: «Μέσα σε μια φούχτα σκόνη θα σου δείξω το φόβο».
Έτσι κι αλλιώς στίχοι από το ποίημα του Έλιοτ έχουν επιλεγεί από τον Γουό ως μότο του μυθιστορήματος, ίσως για να δείξουν ότι ακόμη και σε μια κοινωνική σάτιρα, όπως ταξινομείται το Μια χούφτα σκόνη, υπάρχει και η σκοτεινή πλευρά.
Το μυθιστόρημα άρεσε. Μάλιστα ο ίδιος ο Γουό έγραψε με πολλή ειρωνεία στον πρόλογό του που συνόδευε τη γαλλική έκδοση του μυθιστορήματος το 1963 ότι «το παρόν βιβλίο έτυχε ευμενούς υποδοχής από τους κριτικούς, οι οποίοι πιστεύουν ότι έκτοτε δεν έγραψα τίποτα καλύτερο».
Το Μια χούφτα σκόνη έχει, πέρα από την ποιότητά του, και τον μύθο του. Για λόγους εκδοτικούς και παραχώρησης εκδοτικών δικαιωμάτων ο Ίβλιν Γουό έγραψε και μια δεύτερη εκδοχή τέλους, ένα «εναλλακτικό» τέλος, το οποίο περιλαμβάνεται και στην ελληνική έκδοση ως επίμετρο. Το ένα τέλος είναι τραγικωμικό, ενώ το άλλο, το εναλλακτικό, μοιάζει με χάπι έντ ενός ρομαντικού μυθιστορήματος.
Το βιβλίο είναι οπωσδήποτε μια κοινωνική σάτιρα και σάτιρα ηθών, στο κέντρο του οποίου υπάρχει το μοτίβο της προδοσίας. Προσωπικά το διαβάζω σαν να πρόκειται για τις Μεγάλες Προσδοκίες του εικοστού αιώνα.
Στο κέντρο του μυθιστορήματος είναι ένα ζευγάρι, ο Τόνι Λαστ και η σύζυγός του Μπρέντα, που ζουν με τον γιο τους Τζον Άντριου σ’ έναν πύργο, στο Χέτον. Αυτός ο πύργος ήταν ένα νεογοτθικό παστίς που συμβόλιζε όμως τη σχέση του ήρωα, του Τόνι, με τη γη, την παράδοση, την οικογένεια, την καταγωγή.
Ο Τόνι ζούσε μια γκόθικ φαντασίωση, όπως έδειχναν και τα ονόματα που είχε δώσει στις κρεβατοκάμαρες του πύργου με τα μπρούντζινα κρεβάτια: Μάλορι, Ιζόλδη, Ιλέιν, Μόρντρεντ και Μέρλιν, Γκάουιν και Μπέντιβερ, Λάνσελοτ, Πέρσιβαλ, Τριστάνος, Γκάλαχαντ.
Η δική του κρεβατοκάμαρα ονομαζόταν Φάτα Μοργκάνα, ενώ η κρεβατοκάμαρα της Μπρέντα, Γκουίνεβερ. Σ’ αυτή την κάμαρα «το κρεβάτι πατούσε πάνω σε βάθρο, οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με ταπετσαρία και το τζάκι θύμιζε τάφο του δέκατου τρίτου αιώνα, ενώ από το προεξέχον παράθυρο, εάν η μέρα ήταν εξόχως διαυγής, μπορούσες να μετρήσεις τα καμπαναριά έξι εκκλησιών».
Ο Τόνι σπανίως εγκατέλειπε τον πύργο του, σε αντίθεση με την Μπρέντα, που ταξίδευε τακτικά στο Λονδίνο. Κάποια στιγμή ο γάμος του Τόνι και της Μπρέντα αρχίζει να εμφανίζει ρωγμές. Η Μπρέντα εγκαθίσταται οριστικά στο Λονδίνο, νοικιάζει διαμέρισμα και δημιουργεί μια παράλληλη σχέση με έναν τύπο που ζει στο περιθώριο της κοσμικής κοινωνίας της πρωτεύουσας. Ο γάμος διαρρηγνύεται οριστικά όταν ο γιος τους Τζον Άντριου σκοτώνεται σε ατύχημα, ενώ έκανε ιππασία. Το συναινετικό διαζύγιο απαγορευόταν τότε στη Βρετανία, όπως και σε άλλες έννομες τάξεις. Για να χωρίσει ένα ζευγάρι έπρεπε κάποιος από τους δύο να συλληφθεί σε στιγμή μοιχείας.
Σκηνοθετούσαν λοιπόν μοιχείες με πληρωμένους παρτενέρ σε κάποιο ξενοδοχείο της λουτρόπολης του Μπράιτον, ώστε ο σύζυγος να συλληφθεί επ’ αυτοφώρω. Ο Τόνι είχε πληρώσει μια πόρνη για τη μοιχεία, η οποία κατέφθασε στο Μπράιτον με το παιδί της. Η μοιχεία δεν μπορούσε τελικά να στοιχειοθετηθεί με την παρουσία του παιδιού. Ο Τόνι αποφασίζει τότε να εγκαταλείψει τον πύργο του και την Αγγλία και να αναζητήσει το καθαρτήριό του στη ζούγκλα του Αμαζονίου.
Το ταξίδι όμως δεν είναι καλά οργανωμένο. Ο Τόνι αρρωσταίνει έως θανάτου, αλλά σώζεται από έναν παράξενο άνθρωπο, τον κύριο Τοντ, έναν μιγάδα που ζει μέσα στη ζούγκλα ως επικεφαλής καταυλισμού ιθαγενών. Ο κύριος Τοντ, που έχει μια εμμονή με τον Ντίκενς, αναγκάζει τον Τόνι, ως αντάλλαγμα για τη σωτηρία του, να του διαβάζει κάθε μέρα Όλιβερ Τουίστ και Μικρή Ντόριτ και Νίκολας Νίκλεμπι και Ζοφερό Οίκο.
Αρχίζει έτσι μια ισόβια εξορία στη ζούγκλα της Βραζιλίας και παράλληλα –τι ειρωνεία!– μέσα στον κόσμο του Ντίκενς. Πίσω στην Αγγλία ο πύργος έχει περάσει στους πλησιέστερους συγγενείς του Τόνι, που φρόντισαν να στήσουν μια επιτύμβια στήλη στη μνήμη του: «Άντονι Λαστ του Χέτον, Εξερευνητής. Γεννήθηκε στο Χέτον το 1902. Πέθανε στη Βραζιλία το 1934».
Η αυτοβιογραφία βαραίνει στο μυθιστόρημα αυτό. Ο Ίβλιν Γουό είχε ήδη την εμπειρία του δικού του διαζυγίου. Είχε επίσης ταξιδέψει στη Βρετανική Γουιάνα και στη Βραζιλία. Και είχε διανυκτερεύσει σε ένα καταυλισμό ιθαγενών όπου αρχηγός ήταν ένας ευαγγελιστής μιγάς. Το 1933 είχε δημοσιεύσει το διήγημά του
Ο άνθρωπος που αγαπούσε τον Ντίκενς, το οποίο ενσωμάτωσε στο Μια χούφτα σκόνη και στο κεφάλαιο για την περιπέτεια του ήρωα στη Βραζιλία. Επειδή όμως ο Γουό είχε παραχωρήσει τα δικαιώματα του διηγήματος, έγραψε το εναλλακτικό τέλος για τη δημοσίευση μιας άλλης εκδοχής του μυθιστορήματος, παραλείποντας την περιπέτεια της Βραζιλίας. Δεν αποκαλύπτουμε αυτό το δεύτερο τέλος.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.