ΚΑΘΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ μ’ ένα πούρο καρφωμένο στο στόμα κι ένα μπουκάλι ουίσκι στο πλάι, με την κύστη του φραγμένη από προστάτη και με τη νόσο του Αλτσχάιμερ αμείλικτη να του επιτίθεται, παρατημένος από τη λατρεμένη τρίτη σύζυγό του και με την υποψία μιας ανθρωποκτονίας να τον ακολουθεί σαν ρετσινιά, ο εξηνταεπτάχρονος Καναδοεβραίος κι επιτυχημένος παραγωγός τηλεοπτικών σκουπιδιών Μπάρνεϋ Πανόφσκι πασχίζει ν’ αποκρυπτογραφήσει την καθημαγμένη ζωή του.
Έξαλλος από τις χυδαίες επιθέσεις που του επιφύλαξε με την αυτοβιογραφία του ένας αρχαίος φίλος του και διάσημος πλέον συγγραφέας, ο Πανόφσκι είναι αποφασισμένος να μην εγκαταλείψει τα εγκόσμια αν δεν παρουσιάσει –γραπτώς κι εκείνος– την εκδοχή του.
Από τις σημαντικότερες πένες του Καναδά, ο πολυβραβευμένος Μορντεκάι Ρίχλερ (1931- 2001) άφησε πίσω του μια σειρά από μυθιστορήματα, διηγήματα, σενάρια, θεατρικά έργα, βιβλία για παιδιά και δεκάδες ενοχλητικά πολιτικά άρθρα με τα οποία καυτηρίαζε τον ρατσισμό, τον εθνικισμό, την πολιτική διαφθορά, τις αποσχιστικές τάσεις των γαλλόφωνων του Κεμπέκ και τις θηριώδεις υπερβολές του πολιτικά ορθού.
Ο σαρκαστικός, απρόβλεπτος και κατά βάθος απίστευτα τρυφερός κύριος Πανόφσκι είναι ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής του μυθιστορήματος «Ο κόσμος του Μπάρνεϋ» του Μορντεκάι Ρίχλερ (μετ. Γ-Ι. Μπαμπασάκης, Πόλις, 2003).
Από τις σημαντικότερες πένες του Καναδά, ο πολυβραβευμένος Μορντεκάι Ρίχλερ (1931- 2001) άφησε πίσω του μια σειρά από μυθιστορήματα, διηγήματα, σενάρια, θεατρικά έργα, βιβλία για παιδιά και δεκάδες ενοχλητικά πολιτικά άρθρα με τα οποία καυτηρίαζε τον ρατσισμό, τον εθνικισμό, την πολιτική διαφθορά, τις αποσχιστικές τάσεις των γαλλόφωνων του Κεμπέκ και τις θηριώδεις υπερβολές του πολιτικά ορθού.
Το «Ο κόσμος του Μπάρνεϋ» είναι δομημένο σε τρεις ενότητες, μία για κάθε σύζυγο του πληθωρικού αφηγητή, μολονότι δεσπόζουν με την παρουσία τους σ’ όλη την έκταση του βιβλίου: Κλάρα (1950-1952), Η δεύτερη κυρία Πανόφσκι (1958-1960), Μίριαμ (1960-…).
Την πρώτη, μια νυμφομανή μποέμισσα που έδωσε τέλος στη ζωή της και στη συνέχεια έγινε ίνδαλμα των όπου γης φεμινιστριών, ο Πανόσφκι την είχε γνωρίσει στο Παρίσι, μαζί με μια χούφτα από «απένταρους, καυλωμένους νεαρούς συγγραφείς, που έτρωγαν τη μια απόρριψη μετά την άλλη κι ωστόσο πίστευαν πεισματικά πως η φήμη, τα θελκτικά θηλυκά και το χρήμα τους περίμεναν στη γωνία…».
Τη δεύτερη γυναίκα του, την …ακατανόμαστη, αυτή που επιμένει να τον κατηγορεί για μια δολοφονία που ίδιος αρνείται, ούτε κατάλαβε ο Μπάρνεϋ πώς την παντρεύτηκε. Ήταν το απαραίτητο αξεσουάρ για το επαγγελματικό του ξεκίνημα πίσω στην πατρίδα, όταν καταχωνιάζοντας μέσα του κάθε λογοτεχνική φιλοδοξία, άφηνε το εμπόριο γαλλικών τυριών κι αναρριχόταν ως δημιουργός των… «Παντελώς Ανώφελων Παραγωγών».
Όσο για την τρίτη, τον «πόθο της καρδιάς του» και μάνα των παιδιών του, έπειτα από τριάντα χρόνια έγγαμου βίου, την είδε να ξανανιώνει στην αγκαλιά ενός καθώς πρέπει πανεπιστημιακού.
Ας μην αποκαλύψουμε το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται ο Πανόφσκι. Κάθε απόπειρα άλλωστε να συνοψιστεί το εκρηκτικό του παραλήρημα, το δαιδαλώδες όσο και συναρπαστικό οικοδόμημα των πεπραγμένων που επινόησε για χάρη του ο Μορντεκάι Ρίχλερ είναι καταδικασμένη.
Το σίγουρο είναι πως, ο δυστυχής Μπάρνεϋ, ο γιος ενός εβραίου παγαπόντη μπάτσου και μιας νοικοκυράς που καταβρόχθιζε σαπουνόπερες, ο έφηβος που χόρευε στον καθρέφτη κλακέτες, το επαρχιωτάκι από το Μόντρεαλ που ευλογήθηκε με μια γεύση από την παρισινή αριστερή όχθη, αυτός που είδε τους πιο ατάλαντους από τους φίλους του να καταξιώνονται και τον πιο προικισμένο να τρυπιέται με ηρωίνη, σπαραξικάρδιος καθώς παλεύει να διατηρήσει τη μνήμη του και απολαυστικός καθώς επιμένει να επιτίθεται στους υποκριτές και να κάνει στους εχθρούς του φάρσες, είναι ένας ήρωας που δεν πρόκειται να ξεχάσεις ποτέ.
*Το «Ο Κόσμος του Μπάρνεϊ» μεταφέρθηκε τo 2010 στον κινηματογράφο από τον Ρίτσαρντ Τζ. Λιούις, με πρωταγωνιστές τους Πολ Τζιαμάτι, Ντάστιν Χόφμαν, Ρόζαμουντ Πάικ και Μίμι Ντράιβερ. Από τις εκδ. Πόλις έχουν κυκλοφορήσει δύο ακόμη μυθιστορήματα του Ρίχλερ: «Ο Σάλομον Γκάρσκι ήταν εδώ» (μετ. Κ. Γεωργαλλίδη- Σ. Μπουρνάζος) και «Ο Τζόσουα τότε και τώρα» (μετ. Γ. Ι. Μπαμπασάκης).