Μια συνηθισμένη μέρα στην πόλη

Μια συνηθισμένη μέρα στην πόλη Facebook Twitter
0
ΦΩΤΗΣ ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
Απ' τον Σινάτρα στην Καραγκούνα

Αναχωρώντας από την Εκάλη λίγο μετά τις οκτώ, εκείνο το σαββατιάτικο δειλινό, υπολόγιζα ότι θα έφθανα στο κέντρο της Αθήνας περίπου μία ώρα αργότερα, δηλαδή αφού θα είχε παρέλθει το δεκαπεντάλεπτο κατά το οποίο ο δυστυχής γαμπρός περιμένει τη νύμφη με την ανθοδέσμη ανά χείρας και φέροντας το χαμόγελο της αμηχανίας, δηλωτικό του άγχους και ενίοτε του εκνευρισμού για το στήσιμο.

Οι γυναίκες είναι συνεπέστατες στα ραντεβού τους μέχρι τον υμέναιο, ακόμη και οι απειροελάχιστες για τις οποίες ο υμένας δεν είναι μόνο μια ανάμνηση... Ωστόσο, ο υπολογισμός μου απεδείχθη λανθασμένος, επειδή μου διέφυγε ότι μεσούντος του θέρους η Αθήνα είναι άδεια και, συνεπώς, άδειες είναι και οι οδοί της. Σύντομα ήμουν στον περιφερειακό του Λυκαβηττού.

Ναι, βρήκα αμέσως θέση να παρκάρω. Αύγουστος γαρ. Την αρχική ικανοποίηση ότι απέφυγα την κατεξοχήν ταλαιπωρία των εν Αθήναις οδηγών διαδέχθηκε η απογοήτευση, όταν συνειδητοποίησα ότι, για να φθάσω στον Ναό, έπρεπε να ανεβώ 99 σκαλοπάτια. Αμέσως, ανακάλεσα στη μνήμη μου τη χιτσκοκική ταινία Τα 39 Σκαλοπάτια και ο συνειρμός του θρίλερ ήταν αυτονόητος. Ωστόσο, μόλις πάτησα το τελευταίο σκαλοπάτι, οι ελκυστικές εικόνες που αντίκρισα με αντάμειψαν και ανέσυραν στην επιφάνεια τον επίδοξο ποιητή που από παιδί κρύβω εντός μου.

Ο Φαέθων, σε πείσμα του μύθου, οδηγούσε καλά το άρμα του πατέρα του Ήλιου, και το έστελνε ορμητικά εκεί στη Δύση, για να το κρύψει κάτω απ' τη γραμμή του ορίζοντα. Οι εναλλαγές των χρωμάτων στον ουράνιο θόλο μετέβαλλαν το ανθρώπινο μάτι σε ένα έκπληκτο λόγω ευχαρίστησης φασματοσκόπιο. Για έναν πιστό ακόλουθο του Βάκχου, όπως εγώ, το ηλιακό κίτρινο φάνταζε σαν το χρώμα της ξανθής μπίρας, που έδινε τη σειρά του στο κόκκινο της μοναστηριακής.

Από τη βορινή πλευρά του Ναού έβλεπα πανοραμικά το κέντρο της πόλης. Την Πανεπιστημίου, από το Σύνταγμα ως την Ομόνοια, κι από αριστερά μού φανερώνονταν, νοσταλγικά, οι συνοικίες της Αθήνας στις οποίες σύχναζα στα χρόνια τα φοιτητικά: Η περιοχή «όπισθεν Χίλτον», όπως έγραφαν παλαιότερα οι μικρές αγγελίες για να δελεάσουν τον ενοικιαστή, και το Παγκράτι. Και λίγο πιο δεξιά τους ο Ιερός Βράχος με τη λάμψη του τεχνητού φωτισμού μα κυρίως με την αυθεντική λάμψη του κάλλους και της δόξας του. Και τα τετράτροχα στους δρόμους πέρα δώθε. «Ας λένε ό,τι θέλουν για την Αθήνα», μονολόγησα και πρόσθεσα: «I love the PULSE of city life». Όπως το λέτε κι εσείς εδώ (παραφράζω τη Γεωργία Βασιλειάδου σαν Θεία απ' το Σικάγο), «αγαπώ τη ζωντάνια της πόλης». Αυτής της πόλης, που μας κρατάει εκούσιους δεσμώτες.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΔΗΜΟΥ
Είναι όμορφα εδώ στην Κυψέλη

Άλλη μια μέρα εδώ στο Βρετανικό Νησί της Κυψέλης. Μείναμε αποσβολωμένοι με το θαύμα της φύσης. Τουτέστιν, ένα σμήνος από μαύρα πουλιά που είχαν καλύψει τον ουρανό από την Κυψέλη έως το βουνό απέναντι. Πώς το λένε αυτό το βουνό δεν ξέρω. Θα ρωτήσω το Στηβάκι.

Το Στηβάκι ξέρει όλα τα βουνά της Αθήνας με τ' όνομα τους και όχι μόνο. Ξέρει πού είναι ακριβώς. Εγώ πριν χρόνια νόμιζα ότι η Πεντέλη ήταν η Πάρνηθα και ο Υμηττός, μισός Υμηττός και μισός Πεντέλη. Νόμιζε ο άθεος προτεστάντης ότι θα μάθει από μένα τα τοπογραφικά χαρακτηριστικά της Αττικής!

Ευτυχώς το κατάλαβε γρήγορα και χωρίς να με προσβάλλει, γιατί είναι τζέντλεμαν, άρχισε να με ξεναγεί στις ομορφιές του τόπου. Είδα ξανά το Πεδίο του Άρεως, το Ζάππειο, τον Εθνικό Κήπο. Αν και το Στηβάκι φοβάται να περνάει από εκεί όταν σκοτεινιάζει, γιατί μαζεύονται, λέει, πολλοί αστυνομικοί.

«Τι κάνουν εκεί οι αστυνομικοί, μωρό;» με ρωτάει. «Κανά τσιγάρο θα κάνουν ρε μωρό μου» του απαντάω για να τον καθησυχάσω. Γιατί το Στηβάκι έχει ακούσει πολλές ιστορίες για την Ελληνική Αστυνομία απ' τους αριστερούς φίλους μας και αγριεύεται άμα τους βλέπει.

Έλεγα, λοιπόν, ότι θαυμάζαμε το σμήνος με τα μαύρα πουλιά που πετούσαν πάνω από την Αθήνα. Εγώ και το Στηβάκι μόνοι στην ταράτσα του Βρετανικού Νησιού. Ποτέ δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο. Και δεν θα το έβλεπα, αν δεν είχα το φιλοπερίεργο μικρό εξερευνητή, να με πάρει σηκωτή και να με ανεβάσει επάνω.

DANASEMITECOLO
Είμαι ο Τάκης και είμαι ποδήλατο

Είμαι ο Τάκης και είμαι ποδήλατο. Μην απορείς, δεν είμαι ένα τυχαίο ποδήλατο. Είμαι το ποδήλατο του Νίκου. Γι' αυτόν και για την παρέα του μιλάει αυτή η ιστορία που θα σου διηγηθώ και κάθε λέξη της είναι αληθινή.

Το βρίσκεις παράλογο που μπορώ και σου γράφω; Δεν είναι! Απλά εσύ τα τελευταία χρόνια έχεις το πρόβλημα που ονομάζω «υπερβολική λογική» και ό,τι δεν εντάσσεται σε αυτήν το θεωρείς «παραμύθια της Χαλιμάς».

Ξεπέρασε λοιπόν γρήγορα το όποιο σοκ και πάμε παρακάτω. Άλλωστε, κανείς γύρω σου δεν μπορεί να ξέρει πως αυτό που διαβάζεις είναι γραμμένο από ένα ποδήλατο. Αντιθέτως, εγώ ξέρω τα πάντα για το αφεντικό μου, τον Νίκο, και τους φίλους του. Τον ακολουθούσα και τον ακολουθώ σχεδόν παντού και έχω ακούσει πολλά πράγματα. Όσα δεν ξέρω μου τα έχουν πει τα άλλα ποδήλατα, των φίλων του, με το νι και με το σίγμα, που λέτε κι εσείς.

Εκείνη την περίοδο λοιπόν, πριν λίγα μόλις χρόνια, ήταν όλοι στην παρέα ενθουσιασμένοι με τη νέα αγαπημένη τους συνήθεια που είχε έρθει να γεμίσει τις ώρες της βαρεμάρας τους: τα ταράτσα-πάρτι. Η ιδέα ενός τέτοιου πάρτι είχε έρθει με απευθείας πτήση από το πουθενά, όταν ένα απογευματάκι απολάμβαναν τον καφέ τους και παραφιλοσοφούσαν στο σπίτι του αφεντικού μου, στα Εξάρχεια. Εκεί που ακούγανε στο ραδιόφωνο ζωηρές μουσικές και χωρίς να το πολυκαταλάβουν βρέθηκαν στην ταράτσα της πολυκατοικίας αγκαλιά με το ραδιόφωνο, να χορεύουν ξέφρενα και να πίνουν μπίρες. Αυτά τα πάρτι συνήθως κρατούσαν ένα δίωρο κι έτσι ξαφνικά όπως άρχιζαν, έτσι κι απότομα σταμάταγαν και όλοι επέστρεφαν στις υποχρεώσεις τους.

Οι πιο σταθεροί θαμώνες στα ταράτσα-πάρτι ήταν ο Νίκος, ο Γιάννης, η Άννα, η Σόνια, η Μαρία, ο Άλεξ, η Φωτεινή και ο Αντώνης, όποτε ερχόταν από το νησί για να τους δει. Όλοι από το ίδιο νησί προερχόμενοι κυνηγούσαν το μεγάλο τους όνειρο στις γειτονιές της Αθήνας. Ο καθένας με τον τρόπο του και με σταθερό μέσο το ποδήλατό του. Άλλοι στα [ανεπιστήμια, άλλοι στα ΙΕΚ, άλλοι σε ιδιωτικές σχολές. Όλοι όμως στο δρόμο για την απόκτηση «ενός χαρτιού», που έλεγαν κι οι γονείς τους, ώστε να μπορέσουν να διεκδικήσουν στο μέλλον μια δουλειά της προκοπής. Και πράγματι, στο μέλλον βρέθηκε η «δουλειά της προκοπής» για τον καθένα, ανεξάρτητα από το πτυχίο, το δίπλωμα και το degree. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο, διαφορετικό κεφάλαιο.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Το σπίτι και ο χρόνος

Η γειτονιά «καλλιτέχνιζε». Αρκετοί γνωστοί των Γραμμάτων και Τεχνών ζούσαν στα πέριξ. Συχνά, ανεβαίνοντας την οδό Ροβέρτου Γκάλι, λίγο πριν την ανοιχτωσιά του «Διόνυσου», γωνία με την οδό Ουέμπστερ, στο ισόγειο έμενε ο Μποστ. Εάν το παράθυρο του γραφείου του, που έβλεπε τη Ροβέρτου Γκάλι, ήταν ανοικτό, σταματούσα προς στιγμή να κοιτάξω κλεφτά μέσα γιατί είχε πολλά έργα του αναρτημένα στον απέναντι του παραθύρου τοίχο. Θυμάμαι το ανάπτυγμα, σε κατά μήκος τομή, ενός πλοίου μέσα στο οποίο μάλλον περίεργα πράγματα γινόντουσαν, αλλά η απόσταση και το μέγεθος δεν μου τα μαρτυρούσε. Από την κουνιάδα του, με την οποία έτυχε να παίρνουμε μαθήματα αγγλικών από την ίδια δασκάλα, έμαθα ότι ήταν η «Χριστίνα» του Ωνάση. Του το είπα όταν τον γνώρισα στη Θεσσαλονίκη το '75, σε προεκλογική παρουσία του ΚΚΕ με το οποίο κατέβαινε υποψήφιος. Μαζί του ήταν και ο συνυποψήφιός του, ο εκλιπών πλέον καθηγητής του ΑΠΘ Παύλος Πετρίδης.

Στην οδό Ουέμπστερ κατοικούσε και ο Σπύρος Βασιλείου. Το σπίτι ήταν όψιμου νεοκλασικισμού, στο οποίο είχαν κάνει προσθήκη δύο ορόφων, όπου βρισκόταν το διαμέρισμα και το ατελιέ. Λόγω της γνωριμίας μου με τις δύο θυγατέρες του, επισκεπτόμουν το σπίτι όπου και με εντυπωσίαζε ο μεγάλος πίνακας αναπαράστασης της θέας που είχε από την πίσω πλευρά, προς την Ανατολή.

Η εικόνα ξεκινούσε από τα Προπύλαια της Ακρόπολης και έφτανε στη νότια κορυφογραμμή του Υμηττού. Σχεδόν στη μέση, στο κάτω μέρος, έβλεπα το σπίτι του αγαπημένου φίλου Γιώργου Π. Η αυλή του οποίου είχε μεσοτοιχία με το σπίτι των Βασιλείου και ήταν και ο λόγος γνωριμίας μας με τα κορίτσια. Όχι πολύ μακριά από τον Σπύρο Βασιλείου, μένει ακόμη ο Μίκης Θεοδωράκης.

Στη συμβολή των οδών Μισαραλιώτου και Βεΐκου ήταν μέχρι τα μέσα του '60 και η διώροφη κατοικία της οικογένειας του ζωγράφου Αλ. Αλεξανδράκη. Από τα ωραιότερα εκλεκτιστικά κτίρια της παλιάς Αθήνας με μεγάλο κήπο και με κάποια, απ' ό,τι θυμάμαι, «ντροπαλά» στοιχεία Αρ Νουβώ.

Δίπλα στο σπίτι μας, από δεξιά, σε μία διώροφη οικοδομή έμενε το ζεύγος Φραντζεσκάκη του «Ζυγού». Όταν το σπίτι έγινε πολυκατοικία (η πρώτη της γειτονιάς), έφυγαν. Δεν έτυχε να ξανασυναντηθούμε.

Τους κτυπούσα το κουδούνι, παιδί τότε, για μία καλημέρα, με την ελπίδα όμως να μπω για λίγο στο διαμέρισμα, όπου θαύμαζα στους τοίχους ωραία έργα ζωγραφικής και χαρακτικά. Μου προκαλούσαν γοητεία οι πρωτότυπες μήτρες για ακουαφόρτε και ξυλογραφία, που αναρτούσαν μαζί με άλλα έργα. Αρκετά χρόνια μετά, ένας Αμερικανός φίλος χαράκτης με έβαλε στα μυστήρια αυτής της τέχνης, κάνοντας μαζί του τα πρώτα βήματα στη χάραξη του χαλκού και του τσίγκου.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΡΓΑΡΗΣ
Η μεγάλη απόφαση

«Τον θυμάσαι τον Γιώργο, το γιο της Ασπασίας, από την απέναντι πολυκατοικία; Για δυο χρόνια είπε ότι θα πήγαινε στην Αθήνα, μόνο για όσο θα διαρκούσε η φοίτησή του σε εκείνο το ΙΕΚ, και μετά θα επέστρεφε. Έξι χρόνια έχουν περάσει και ακόμα τον περιμένει η μάνα του, για να αναλάβει το ψιλικατζίδικο.
Της έχει πέσει η μέση της κακομοίρας της Ασπασίας να κουβαλάει όλη τη μέρα τα καφάσια με τις Amstel για να γεμίζει τα ψυγεία και ο κανακάρης της ακόμα να φανεί. Δεν την αλλάζει, λέει, με τίποτα την Αθήνα, τώρα που την έζησε. Τη λάτρεψε, λέει, και δεν θέλει να γυρίσει στο νησί. Ακούς καμώματα ο Γιωργάκης; Και εσύ μου λες πως θες να σπουδάσεις εκεί; Θέλεις δηλαδή να πάθεις κι εσύ τα ίδια; Να σου ρίξουν τίποτα στο ποτό σου, κανένα βράδυ, και να μην μπορείς να φύγεις ποτέ από εκεί;
Γιατί δηλαδή, κακή είναι η Πάτρα, που είναι και σχεδόν δίπλα μας; Μια ώρα με το καράβι, άλλη μια με το λεωφορείο και έφτασες. Θα πηγαίνεις την Κυριακή το βράδυ και το μεσημέρι της Παρασκευής θα μπαίνεις στο λεωφορείο και θα έρχεσαι να σε βλέπουμε λίγο και εμείς.
Τι τη θες την πρωτεύουσα; Τόσα χρόνια στην πρωτεύουσα του νησιού δεν μένουμε; Σου έλειψε ποτέ ο πρωτευουσιάνικος αέρας; Όχι πες μου, σου έλειψε;»
Η διαπεραστική φωνή της κυρά Βασιλικής, αψηφώντας τα ωράρια κοινής ησυχίας και τα ευαίσθητα νεύρα της γειτονιάς, εκείνο το κυριακάτικο μεσημέρι ακουγόταν πιο αγχωμένη από ποτέ. Ανεβασμένη πάνω στη «Σκάλα του Μιλάνο», έτσι είχε βαπτίσει ο άντρας της τη σιδερένια σκάλα που οδηγούσε στην ταράτσα, έδινε για μια ακόμη φορά τη δική της παράσταση, έξω από το παράθυρο του Περικλή, αφού για κακή του τύχη η συγκεκριμένη σκάλα περνούσε ακριβώς μπροστά από το δωμάτιό του.

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΑΛΜΟΥ
Αγαπούσε τον άνεμο

Αγαπούσε τον άνεμο. Αγαπούσε τις συμμαχίες του μ' εκείνο το φως των Εξαρχείων που περνούσε τα κυριακάτικα πρωινά ανάμεσα απ' τις σκισμένες αφίσες, απλώνοντας σκιές στους τοίχους της αφθονίας. Αγαπούσε τις μυρωδιές του τριμμένου καφέ καθισμένος στα κατακάθια των πρωινών ονείρων των χνότων και των ελπίδων που λιάζονταν στις καφετέριες της πλατείας. Αγαπούσε εκείνες τις μυρωδιές που σκαρφάλωναν ως το Λόφο. Τη μεθούσαν καθώς τα μυριάδες φωτάκια της πόλης χόρευαν στα μάτια της. Αγαπούσε το φως και το γλυπτικό άγγιγμα του εκείνο που ζωγράφιζε το κορμί της. Απ' το φως αναδυόταν η αγάπη της για τα λάθη κι εκείνη η παράλληλη σχέση της με το θρόισμα των φύλων, το άγγιγμα της βροχής, τις χοντρές ψιχάλες που έσταζαν απ' τις σκισμένες σημαίες στα μπαλκόνια της επανάστασης.

Περπατούσε ανηφορικά στη Θεμιστοκλέους. Η γραφικότητα των χρόνων υψώνονταν στο τρίξιμο των κλειδώσεων στα παράθυρα των κτιρίων. Ζωγράφιζε την αρμονία στο περπάτημά της, μα στα μάτια της βυθιζόταν η διαστροφή της αλήθειας. Κοίταξε αθόρυβα τις πλάκες του βρεγμένου δρόμου, το βλέμμα της σκαρφάλωνε στους γκριζαρισμένους τοίχους, στα ματωμένα τους γράμματα, στα συνθήματα που μοιάζουν να ζωντανεύουν στο χρόνο, στα χρώματα πινακίδων, στους περαστικούς. Ένας νέος κατέβαινε το δρόμο, τον κοίταξε επίμονα. Την κοίταξε κι εκείνος, χαμογέλασε, του χαμογέλασε και εκείνη. Απόλαυσε για μια στιγμή την ασφάλεια της μυστικής τους συνεννόησης και συνέχισε τον ασυλλόγιστο βηματισμό της.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Βιογραφίες: Aπό τον Γκαρσία Μάρκες στην Άγκελα Μέρκελ

Βιβλίο / Πώς οι βιογραφίες, ένα όχι και τόσο δημοφιλές είδος στη χώρα μας, κατάφεραν να κερδίσουν έδαφος

Η απόλυτη επικράτηση των βιογραφιών στη φετινή εκδοτική σοδειά φαίνεται από την πληθώρα των τίτλων και το εύρος των αφηγήσεων που κινούνται μεταξύ του autofiction και των βιωματικών «ιστορημάτων».
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
ΕΠΕΞ Λευτέρης Αναγνώστου, ένας μεταφραστής

Λοξή Ματιά / Λευτέρης Αναγνώστου (1941-2024): Ένας ορατός και συγχρόνως αόρατος πνευματικός μεσολαβητής

Ο Λευτέρης Αναγνώστου, που έτυχε να πεθάνει την ίδια μέρα με τον Θανάση Βαλτινό, ήταν μεταφραστής δύσκολων και σημαντικών κειμένων από τη γερμανική και αυστριακή παράδοση.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Κυκλοφόρησε η πιο διεξοδική μελέτη της δεκαετίας 1910-1920, μια τρίτομη επανεκτίμηση της «μεγαλοϊδεατικής» πολιτικής του Βενιζέλου

Βιβλίο / Κυκλοφόρησε η πιο διεξοδική μελέτη της δεκαετίας 1910-1920, μια τρίτομη επανεκτίμηση της «μεγαλοϊδεατικής» πολιτικής του Βενιζέλου

Ο Ιωάννης Στεφανίδης, καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική του ΑΠΘ και επιμελητής του τρίτομου έργου του ιστορικού Νίκου Πετσάλη-Διομήδη, εξηγεί γιατί πρόκειται για ένα κορυφαίο σύγγραμμα για την εποχή που καθόρισε την πορεία του έθνους.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μανώλης Ανδριωτάκης: «Δεν φοβάμαι τις μηχανές, τους ανθρώπους φοβάμαι»

Βιβλίο / Μανώλης Ανδριωτάκης: «Δεν φοβάμαι τις μηχανές, τους ανθρώπους φοβάμαι»

Με αφορμή το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ο θάνατος του συγγραφέα» ο δημοσιογράφος μιλά για την τεχνητή νοημοσύνη, την εικονική πραγματικότητα και την υπαρξιακή διάσταση της τεχνολογίας.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Άλαν Χόλινγκερστ: «Η γραμμή της ομορφιάς»

Το πίσω ράφι / Η γραμμή της ομορφιάς: Η κορυφαία «γκέι λογοτεχνία» του Άλαν Χόλινγκχερστ

Ο Χόλινγκχερστ τοποθέτησε το βραβευμένο με Booker μυθιστόρημά του στα θατσερικά '80s και κατάφερε μια ολοζώντανη και μαεστρική ανασύσταση μιας αδίστακτης δεκαετίας.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Η συγγραφέας που έδωσε στον Στάινμπεκ το υλικό για «Τα σταφύλια της οργής» καταδικάζοντας το δικό της βιβλίο στην αφάνεια

Βιβλίο / Η συγγραφέας που έδωσε στον Στάινμπεκ το υλικό για «Τα σταφύλια της οργής» καταδικάζοντας το δικό της βιβλίο στην αφάνεια

Η Σανόρα Μπαρμπ είχε περάσει πολύ καιρό στους καταυλισμούς των προσφύγων από την Οκλαχόμα που είχαν πληγεί από την Μεγάλη Ύφεση και την ξηρασία, προκειμένου να γράψει το μυθιστόρημά της. Έκανε όμως το λάθος να δείξει την έρευνά της στον διάσημο συγγραφέα, ο οποίος την πρόλαβε.
THE LIFO TEAM
Μαρξ - Βάγκνερ - Νίτσε: Oι σπουδαιότερες μορφές του 19ου αιώνα

Βιβλίο / Μαρξ - Βάγκνερ - Νίτσε: Oι παρεξηγημένοι του 19ου αιώνα

Το βιβλίο του Γερμανού θεωρητικού και πανεπιστημιακού Χέρφριντ Μίνκλερ αναλαμβάνει να επαναπροσδιορίσει το έργο τους, που άλλαξε τα δεδομένα του αστικού κόσμου από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Νίκος Ψιλάκης: Mια ζωή αφιερωμένη στην καταγραφή της κρητικής παράδοσης και κουζίνας

Βιβλίο / Νίκος Ψιλάκης: Mια ζωή αφιερωμένη στην καταγραφή της κρητικής παράδοσης και κουζίνας

Ο Νίκος Ψιλάκης ερευνά και μελετά την κρητική παράδοση εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Τα βιβλία του είναι μνημειώδεις εκδόσεις για το φαγητό, τις λαϊκές τελετουργίες και τα μοναστήρια της Κρήτης που διασώζουν και προωθούν τον ελληνικό πολιτισμό.
M. HULOT
«Δυστυχώς ήταν νυμφομανής»: Ανασκευάζοντας τα στερεότυπα για τις γυναίκες της αρχαίας Ρώμης

Βιβλίο / «Δυστυχώς ήταν νυμφομανής»: Ανασκευάζοντας τα στερεότυπα για τις γυναίκες της αρχαίας Ρώμης

Ένα νέο βιβλίο επιχειρεί να καταρρίψει τους μισογυνιστικούς μύθους για τις αυτοκρατορικές γυναίκες της Ρώμης, οι οποίες απεικονίζονται μονίμως ως στρίγγλες, ραδιούργες σκύλες ή λάγνες λύκαινες.
THE LIFO TEAM
Γιώργος Συμπάρδης: «Ήθελα οι ήρωές μου να εξαφανίζονται, όπως οι άνθρωποι στη ζωή μας»

Βιβλίο / Γιώργος Συμπάρδης: «Ήθελα οι ήρωές μου να εξαφανίζονται, όπως οι άνθρωποι στη ζωή μας»

Σε όλα τα έργα του πρωταγωνιστούν οι γυναίκες και μια υπόγεια Αθήνα, ενώ ο ίδιος δεν κρίνει τους ήρωές του παρά το αφήνει σε εμάς: Μια κουβέντα με τον χαμηλόφωνο συγγραφέα του «Άχρηστου Δημήτρη» και της «Πλατείας Κλαυθμώνος».
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ