Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε στη βαθιά μοναξιά των διαδικτυακών μας “φίλων”»

Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε σε μια εποχή βαθιάς μοναξιάς, μέσα σε μια θάλασσα διαδικτυακών “φίλων”». Facebook Twitter
Αν πέρασα κάπου τις πιο πολλές ώρες στα σχολικά μου χρόνια, ήταν σ’ αυτήν εδώ την πλατεία ꟷαλλιώτικη τότεꟷ, καθισμένος με τους φίλους σ’ ένα παγκάκι. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
0

Ο Μιχάλης Μακρόπουλος έχει γράψει διηγήματα, νουβέλες και «ιστορίες από το περασμένο μέλλον», όπως τιτλοφορείται ένα απ’ τα βιβλία του. Παράλληλα, έχει κάνει εξαιρετικές μεταφράσεις έργων του Χέμινγουεϊ, του Χένρι Τζέιμς, του Στίβεν Κινγκ, του Τσαρλς Ντίκενς, της Άγκαθα Κρίστι κ.ά. Στον λογοτεχνικό του κόσμο ήρωες πάντοτε είναι οι άνθρωποι και τα ζώα. Θεματικά, τον απασχολεί πολύ η μοναξιά, η επιβίωση αλλά και η εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Τον συναντώ ένα ηλιόλουστο μεσημέρι στην Πλατεία Μεσολογγίου στο Παγκράτι, με αφορμή την έκδοση του νέου του βιβλίου «Μαργαρίτα Ιορδανίδη» (θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κίχλη).

Όση ώρα συζητώ μαζί του αντιλαμβάνομαι ότι πρόκειται για μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Παρατηρώ ότι χρησιμοποιεί κινητό παλιάς τεχνολογίας, δεν έχει μέσα κοινωνικής δικτύωσης και όπως μου λέει είναι ευτυχής επειδή έχει καταφέρει για μεγάλα διαστήματα να κατοικεί μακριά από την Αθήνα. Αναμφίβολα, πρόκειται για έναν συλλέκτη εμπειριών που αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα σαν μια κινηματογραφική ταινία, σκηνοθετημένη από τον Μπέργκμαν ή τον Ταρκόφσκι. Είναι ένας άνθρωπος που τον γοητεύει να εξερευνά τα ενδότερα της ανθρώπινης συνύπαρξης, να κατοικεί σε πανέμορφους τόπους που σιγά σιγά ερημώνουν και που σίγουρα τον προβληματίζει η αμείλικτη κυριαρχία της εικόνας.

Στη συνέντευξη που ακολουθεί μιλά για την υλιστική εποχή μας, για τη συγγραφή και τις μεταφράσεις που έχει κάνει, περιγράφει το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε αλλά και ποια πράγματα τον ενοχλούν στις μέρες μας, ενώ μοιράζεται μαζί μας την καθημερινότητά του στη Λευκάδα και το μακρινό Πωγώνι.  

Δεν αποφάσισα ένα πρωί να γίνω συγγραφέας. Η ζωηρή μου φαντασία και η αγάπη μου για τις ιστορίες με ώθησαν λίγο λίγο προς τα εκεί.

— Τι εποχή είναι αυτή που ζούμε; Θα λέγατε ότι ζούμε σε μια αντιπνευματική περίοδο ή όχι; 
Σε μια υλιστική περίοδο, θα σας έλεγα. Αλλά αυτό είναι κάτι γενικό. Έπειτα, υπάρχει ο κάθε άνθρωπος χώρια. Και ζούμε επίσης σε μια εποχή μοναξιάς – βαθιάς μοναξιάς κάποτε, μέσα σε μια θάλασσα διαδικτυακών «φίλων».

— Σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε και τι θυμάστε περισσότερο;
Σε μικρομεσοαστικό. Και πιο πολύ θυμάμαι τα καλοκαιρινά μεσημέρια στη θερινή κατοικία που ʼχαν οι παππούδες μου στην Παλαιά Φώκαια, ψαροχώρι ακόμα τότε. Ξαπλωμένοι εγώ και η αδελφή μου στο δροσερό υπόγειο, διαβάζαμε κόμικς, βιβλία. Τον πατέρα μου να μου φέρνει το πρώτο αμερικανικό κόμικς της Marvel, αγορασμένο από ένα περίπτερο στο Σύνταγμα, τη μητέρα μου να μου διαβάζει ένα βιβλίο για τα αφρικανικά ποτάμια και ν’ αποφασίζω να γίνω βιολόγος. Να παίζω με την αδελφή μου: είχα έναν Action Man που γινόταν μπακάλης, κι ερχόταν η Barbie της για ν’ αγοράσει φρούτα και ζαρζαβατικά: αυτά που χώριζαν στη μέση κι υπήρχε μέσα μια τσιχλόφουσκα. Θυμάμαι εκατοντάδες, χιλιάδες άλλα πράγματα, εξυπακούεται, αλλά αυτά μου έρχονται στο μυαλό πρώτα. 

Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε σε μια εποχή βαθιάς μοναξιάς, μέσα σε μια θάλασσα διαδικτυακών “φίλων”». Facebook Twitter
Μ’ ενοχλεί η τσιμεντένια ασχήμια της Αθήνας. Δεν δραπέτευσα απ’ αυτήν γιατί δεν την αγάπησα, μα για τον αντίθετο λόγο. Ωστόσο, θα τύχει ακόμα να βρω ό,τι αθηναϊκό ήταν στα παιδικά και τα εφηβικά μου χρόνια δικό μου. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Τι άνθρωποι ήταν οι γονείς σας και τι κρατάτε απ’ αυτούς; 
Ο πατέρας μου ήταν απαιτητικός, η σχέση μας ήταν πολύ στενή μέχρι το τέλος του δημοτικού αλλά τεταμένη στην εφηβεία μου. Πέθανε στα πενήντα του χρόνια, όταν εγώ ήμουν είκοσι ενός. Όσο μεγαλώνω γίνομαι όλο και περισσότερο φίλος μαζί του. Η μητέρα μου ήταν… η μητέρα μου. Την αγαπούσα, όσο κι αν τσακωνόμασταν ενίοτε. 

— Πώς ανακαλύπτει ένας άνθρωπος τον δρόμο του; Εσείς ποια θεωρείτε τη δική σας καθοριστική στιγμή; 
Φαντάζομαι, ο καθένας τον ανακαλύπτει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο. Για μένα δεν υπήρξε μια στιγμή αλλά μια πορεία, άλλοτε περισσότερο τυφλή κι άλλοτε λιγότερο. Δεν αποφάσισα ένα πρωί να γίνω συγγραφέας. Η ζωηρή μου φαντασία και η αγάπη μου για τις ιστορίες με ώθησαν λίγο λίγο προς τα εκεί.

— Τι ορισμό θα δίνατε στη λογοτεχνία;
Είναι ένας τρόπος να ξαναδίνεις στις λέξεις ό,τι μαγικό έχουν χάσει, και χάνουν, από την πρόχειρη καθημερινή τους χρήση. 

— Μάθατε πράγματα που δεν γνωρίζατε για τον εαυτό σας από τη συγγραφή;
Να μάθω πράγματα που δεν γνώριζα, όχι. Να ρωτήσω, όμως, πράγματα στα οποία δεν απάντησα, αυτό ναι.

— Ποιες είναι οι μεγαλύτερες δυσκολίες που συναντήσατε στις μεταφράσεις σας; 
Πολλές, αλλά η πιο μεγάλη είναι πάντοτε ο χρόνος που πιέζει. 

— Είναι καλύτερες οι μεταφράσεις που γίνονται τώρα από εκείνες της δεκαετίας του ’70; Και γιατί; 
Θα σας έλεγα ναι. Υπάρχουν τόσοι άξιοι συνάδελφοι, μα και οι επιμέλειες ως επί το πλείστον είναι προσεχτικές.

Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε σε μια εποχή βαθιάς μοναξιάς, μέσα σε μια θάλασσα διαδικτυακών “φίλων”». Facebook Twitter
Το βέβαιο είναι ότι μπαίνοντας στο μετρό, σ’ ένα λεωφορείο, οπουδήποτε, δεν βλέπεις τους ανθρώπους γύρω σου με τη μύτη χωμένη σ’ ένα βιβλίο. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Από τις μεταφράσεις που έχετε κάνει, ποιες ξεχωρίζετε και γιατί;
Τα διηγήματα του Χέμινγουεϊ, συγκεντρωμένα σ’ ένα βιβλίο με τίτλο «Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο». Κάποια απ’ αυτά είναι, ίσως, από τα ωραιότερα αμερικανικά διηγήματα που γράφτηκαν μέσα στον 20ό αιώνα. Τη «Χρυσή κούπα» του Χένρι Τζέιμς, που με το περίπλοκο ύφος της στάθηκε για μένα η μεγαλύτερη μεταφραστική πρόκληση. Το «Κωδωνοστάσιο» του Ουίλιαμ Γκόλντινγκ, που θα κυκλοφορήσει εφέτος – γιατί ο Γκόλντινγκ είναι από τους συγγραφείς που αγαπώ περισσότερο και μια εποχή διάβασα, στη σειρά, πόσα βιβλία του; Έξι; Εφτά; Σίγουρα, τα «Σταφύλια της οργής» του Στάινμπεκ, για τη δύναμη της ιστορίας τους. Κι άλλες, αλλά θα σταματήσω εδώ.

— Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;–
Όταν έχεις πια διαβάσει μερικές χιλιάδες βιβλία, δεν ξέρεις ποιοι ακριβώς είναι οι «αγαπημένοι συγγραφείς» σου. Ωστόσο, αν όχι κάθε χρόνο, σχεδόν κάθε χρόνο, αφιερώνω κάποιο διάστημα σ’ έναν ή μια συγγραφέα, διαβάζοντας στη σειρά πολλά βιβλία του/-ης κι αφήνοντας να περάσει μέσα μου, να με «διαποτίσει», ο λόγος, ο τρόπος, η σκέψη του/-ης. Σίγουρα, ο Ντοστογιέφσκι. Ένα καλοκαίρι ήταν ο Γιασουνάρι Καουαμπάτα – διάβασα τέσσερα μυθιστορήματά του στη σειρά. Ένα άλλο, πάλι, η Κλαρίσε Λισπέκτορ, με πέντε βιβλία της. Ο Άλαν Γκάρνερ, με πέντε βιβλία πάλι, αν θυμάμαι καλά. Σε τούτη την επιλογή αφήνομαι στη διάθεσή μου, δεν υπάρχει σ’ αυτήν κανένα «πρέπει», και σίγουρα ουδέποτε κάτι «επικαιρικό». Η αναγνωστική μου σχέση με τα βιβλία σε γενικές γραμμές δεν έχει να κάνει με ό,τι βγαίνει στο εκάστοτε «σήμερα», ό,τι «συζητιέται». Είναι ένα ταξίδι σε μια χώρα που ξεδιπλώνεται διαρκώς άγνωστη μπροστά μου, όσο κι αν τη μαθαίνω, και που ο χάρτης της ολοένα φτιάχνεται ξανά και ξανά.  

— Και ποιοι συγγραφείς σάς διαμόρφωσαν;
Δεν ξέρω αν με διαμόρφωσαν, αλλά πάντως διαμόρφωσαν τη σχέση μου με τη μυθοπλασία, την αγάπη μου γι’ αυτήν. Στην εφηβεία μου, ως επί το πλείστον ήταν συγγραφείς του φανταστικού, του τρόμου. Μου ‘δωσαν έναν «τρόπο», που υπάρχει ακόμα μέσα μου κι ας μην έχουν πάντα άμεση σχέση μ’ αυτόν τα κείμενά μου. Κι ούτε θα μπορούσαν τα βιβλία να με «διαμορφώσουν», αισθάνομαι, αν δεν υπήρχε μια ζωή που αυτή διαμόρφωσε τον τρόπο που νιώθω ένα βιβλίο.

— Διαβάζει σήμερα ο κόσμος; Τι πιστεύετε;
Κάποιοι, σίγουρα. Αναντίστοιχοι, ως αριθμός αναγνωστών, μ’ αυτούς που γράφουν – επίσης σίγουρα. Το βέβαιο είναι ότι μπαίνοντας στο μετρό, σ’ ένα λεωφορείο, οπουδήποτε, δεν βλέπεις τους ανθρώπους γύρω σου με τη μύτη χωμένη σ’ ένα βιβλίο. (Κάτι, ωστόσο, που ούτε εμένα μ’ αρέσει απαραίτητα να κάνω, μα ούτε έχω τη μύτη μου χωμένη σ’ ένα κινητό, γιατί θέλω να παρατηρώ τους ανθρώπους γύρω μου, την όψη, τη στάση τους, τις σκέψεις τους, ίσως, όπως αποτυπώνονται στην έκφρασή τους).

— Η «Θάλασσα» ήταν ένα βιβλίο σας για το τέλος της ανθρωπότητας. Τι αποτελεί για σας σήμερα πηγή ζωής και αναζωογόνησης;
Τα παιδιά μου. Η σύντροφός μου. Τα ζώα. Η φύση – η θάλασσα, το βουνό. Όλα τα μικρά κι όμορφα πράγματα, όποτε τύχει να σταθώ και να τα προσέξω.

Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε σε μια εποχή βαθιάς μοναξιάς, μέσα σε μια θάλασσα διαδικτυακών “φίλων”». Facebook Twitter
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Επίσης, στο «Ποτάμι του Χρόνου», γράφετε μια ερωτική επιστολή προς την τέχνη του κινηματογράφου. Τι είναι αυτό που σας αρέσει στο σινεμά;
Μεγάλωσα με το σινεμά, τόσο όσο με τα βιβλία. Από πολύ μικρός πήγαινα κάθε Κυριακή στο Παλάς στο Παγκράτι, 11-2. Το πρόγραμμα είχε επίκαιρα από το πάλαι ποτέ, μικρού μήκους ταινία με τον Χοντρό και τον Λιγνό –ή κάποια αντίστοιχη–, μικιμάους κι ύστερα την κανονική ταινία: πιο συχνά, της Τόχο, με γιαπωνέζικα τέρατα που τσαλαπατούσαν ιαπωνικές πόλεις, ή Ταρζάν, μπορεί. Ήταν αδιανόητο να περάσει εβδομάδα χωρίς να πάω σινεμά, ως και δύο και τρεις φορές, ίσως, όσο μεγάλωνα. Στο Παγκράτι είχαμε τόσες αίθουσες: το Κόρονετ, το Μετάλλειον, τη Ρέα, το Παλάς, το Πτι Παλαί, το Λητώ… Και καλοκαίρι χωρίς θερινούς σινεμάδες δεν ήταν καλοκαίρι: στην Αθήνα, μα και στη Φώκαια. Υπήρχαν ταινίες που τις έβλεπα κάθε καλοκαίρι, σχεδόν, με την παρέα μου – κωμωδίες πιο πολύ: του Μελ Μπρουκς (τον «Φρανκενστάιν τζούνιορ», το «Μπότες, σπιρούνια…»), τις πρώτες του Άλεν, το «Blues Brothers» ούτε που ξέρω πόσες φορές. Τις ξέραμε όλες απέξω κι ανακατωτά, και η χαρά ήταν αυτή: να περιμένουμε το αστείο που ξέραμε πως θα συμβεί, γελώντας μια φορά εκ των προτέρων και μια όταν συνέβαινε. Κι ύστερα, καθώς μεγάλωνα και το γούστο μου λίγο λίγο πλάταινε και βάθαινε (χωρίς να χάσω ποτέ την αγάπη μου για ό,τι αγάπησα πιτσιρικάς), ο κινηματογράφος έγινε για μένα σχολείο όπου συχνά «φοίτησαν», και «φοιτούν» ενίοτε, οι δικές μου ιστορίες – στον τρόπο που θα πλάσω μια σκηνή, θα τη «φωτίσω», θα τη «μοντάρω». Το βάθος και η γεωμετρία που ʼχει το πρόσωπο στον Μπέργκμαν, οι αλλαγές στη γωνία λήψης, που γεννούν την ένταση, στον Χίτσκοκ, η μεταφυσική του Ταρκόφσκι κωδικοποιημένη σ’ εικόνα, και πόσα άλλα.

μακροπουλος
KANTE ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: Μιχάλης Μακρόπουλος, Μαργαρίτα Ιορδανίδη, εκδόσεις Κίχλη

— Πείτε μας λίγα λόγια για το νέο σας βιβλίο με τίτλο «Μαργαρίτα Ιορδανίδη» που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες. 
Εκτυλίσσεται στην Αθήνα τη δεκαετία του 1990 και μέχρι τα μέσα της επόμενης, στη γειτονιά όπου μεγάλωσα, ανάμεσα στο Παγκράτι και την Καισαριανή, κοντά στα ΜΑΤ. Η Μαργαρίτα είναι υπάλληλος σε διαφημιστικό γραφείο, σύζυγος λογιστή, μητέρα δυο κοριτσιών. Ό,τι άλλο πω, θα ‘ναι «spoiler» – απ’ όλα μου τα βιβλία, νιώθω πως είναι αυτό που πιο πολύ πατά στο αναπάντεχο της ιστορίας του, που είναι μάλλον τρομαχτική, μες στην κοινοτοπία ενός μικροαστικού περιβάλλοντος, και χτίζεται με πολλές, πολλές μικρές λεπτομέρειες και μ’ ένα κινηματογραφικό μοντάζ σε δύο παράλληλους χρόνους. 

— Τι σας ενοχλεί στις μέρες μας;
Πιθανώς, περισσότερο από άλλα πράγματα, η αυτοπροσωπολατρία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μα ξέρω ότι αρκετές φορές από πίσω της υπάρχει κάτι πληγωμένο και πολύ μοναχικό. 

— Ποια πιστεύετε ότι είναι η μεγαλύτερη ελληνική παθογένεια; 
Η σχέση αλληλοεκδουλεύσεων που έχει δομηθεί ανάμεσα στο κράτος και στους πολίτες του; Η απουσία πραγματικής κοινωνικής συνείδησης; Η αδιαφορία απέναντι στον περιβάλλοντα χώρο – τον φυσικό, τον οικιστικό; Ποια;

— Τι είναι αυτό που αγαπάτε στην Αθήνα και τι σας ενοχλεί; 
Να περπατάω σε δρόμους που τους έχω περπατήσει χιλιάδες φορές. Ένας χώρος δεν είναι «άδειος», φέρει στο σώμα του μνήμες, και η περιδιάβαση μέσα του είναι για τον άνθρωπο περιδιάβαση στο παρελθόν και συνάντηση με τους προηγούμενούς του εαυτούς. Κι ίσως γι’ αυτό να μ’ ενοχλεί το συστηματικό σβήσιμο αυτής της μνήμης, που συνέβη τη δεκαετία του ʼ60, τη δεκαετία του ʼ70, και συνεχίστηκε τη δεκαετία του ʼ80. Στη γειτονιά του πατρικού μου, ξέρετε, όταν ήμουν πιτσιρικάς, όλα τα σπίτια ήταν μονοκατοικίες με κήπους. Μ’ ενοχλεί η τσιμεντένια ασχήμια της Αθήνας. Δεν δραπέτευσα απ’ αυτήν γιατί δεν την αγάπησα, μα για τον αντίθετο λόγο. Ωστόσο, θα τύχει ακόμα να βρω ό,τι αθηναϊκό ήταν στα παιδικά και τα εφηβικά μου χρόνια δικό μου. Σήμερα είμαστε εδώ, στην πλατεία Μεσολογγίου, και για μένα δεν είναι ένα τυχαίο σημείο συνάντησης. Αν πέρασα κάπου τις πιο πολλές ώρες στα σχολικά μου χρόνια, ήταν σ’ αυτήν εδώ την πλατεία –αλλιώτικη τότε–, καθισμένος με τους φίλους σ’ ένα παγκάκι.

— Μπορεί σήμερα να χαρεί ένας άνθρωπος και αν ναι, με τι;
Ουαί κι αλίμονο, αν δεν μπορούσε να χαρεί! Όσο για το «με τι», είναι προσωπικό. Να, μπορεί να περπατάω στην εξοχή, να προσέξω μια ελιά ανάμεσα στις άλλες, ένα κατσίκι ανάμεσα στα υπόλοιπα ζώα, ή δεν ξέρω τι άλλο, και να χαρώ. Να μου πουν κάτι η Αναστασία, ο γιος μου, η κόρη μου, και να χαρώ. Να δω μια ταινία, να διαβάσω ένα βιβλίο, ν’ ακούσω μια μουσική. Να βουτήξω στη θάλασσα και να νιώθω έπειτα τον ήλιο. Η απαρίθμηση θα μπορούσε να συνεχίζεται για πολύ. 

— Έχετε ανακαλύψει τι είναι η ευτυχία; 
Όχι. Έτσι και κάνω την ανοησία να προσπαθήσω να την ανακαλύψω, θα την έχω διαμιάς χάσει. 

Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε σε μια εποχή βαθιάς μοναξιάς, μέσα σε μια θάλασσα διαδικτυακών “φίλων”». Facebook Twitter
Προσπαθώ να μη βιώνω τον βίο μου ως τραγωδία. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Ένα μεγάλο σας λάθος; 
Θα σας απαντούσα, αν ήξερα γιατί το αντίθετο απ’ αυτό που έκανα ή διάλεξα ήταν το σωστό. Αλλά κάθε φορά ο δρόμος είναι ένας μόνο, γι’ αυτόν που δεν επέλεξες δεν μπορείς να ξέρεις τίποτα. Λέγοντας όμως κάτι τέτοια, νιώθω λιγάκι σαν fake Κινέζος φιλόσοφος της κακιάς ώρας. 

— Μια πληγή που σας ακολουθεί ακόμη; 
Προσπαθώ να μη βιώνω τον βίο μου ως τραγωδία. 

— Ποιος είναι ο μεγαλύτερός σας φόβος; 
Ο θάνατος ίσως; Ώσπου να τον δω ξεκάθαρα μπροστά μου και να το πάρω απόφαση, ελπίζω. Κι ο φόβος μη συμβεί κάτι στα παιδιά μου – τον απωθώ βέβαια, μα δεν σημαίνει αυτό ότι δεν υπάρχει.

— Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή; 
Από τη μια, τη ζωή την ίδια. Από την άλλη, όλους τους ανθρώπους κι όλα τα πράγματα που αγαπώ. Αν το καλοσκεφτείτε, σας λέω το ίδιο πράγμα με δυο διαφορετικούς τρόπους. 

— Κλείνοντας, ξέρω ότι για μεγάλο διάστημα κατοικείτε και εκτός Αθηνών π.χ. στη Λευκάδα ή στο Πωγώνι. Πείτε μας για τη ζωή εκεί.
Στο Δελβινάκι στο Πωγώνι καθώς και στο Γρεβενίτι στο Ανατολικό Ζαγόρι περνάω συνολικά κάνα δίμηνο κάθε χρόνο, δουλεύοντας και πεζοπορώντας στα γύρω βουνά, μα δεν παύω να ʼμαι ένας επισκέπτης απλώς, κι ας βρήκα για πολλά χρόνια στο Πωγώνι έναν τόπο για τη μυθοπλασία μου, μια «Γιοκναπατάουφα» σαν του Φόκνερ. Όσο για τη Λευκάδα, όπου κατοικώ εδώ και μερικά χρόνια, αφού εγκαταλείψαμε το τελευταίο μας νοικιασμένο σπίτι στη Γούβα, στο σύνορο με το Μετς, είναι ένας τόπος ανισόρροπα μοιρασμένος ανάμεσα στο φρενήρες τουριστικό καλοκαίρι και στην ερημιά του χειμώνα. Μένουμε έξω απ’ την πόλη, και η κύρια ψυχαγωγία μας τα βράδια είναι να βγαίνουμε με τον σκύλο βόλτα στον παλιό ελαιώνα (ή ό,τι έχει απομείνει, έχοντας ο υπόλοιπος φαγωθεί από τουριστικά καταλύματα) και να μη συναντάμε ψυχή, αλλά μόνο ν’ ακούμε τη βοή της θάλασσας. Η κοινωνικότητά μου στο νησί είναι μάλλον λιγοστή, ως και ανύπαρκτη συχνά. Την ξαναβρίσκω στα σύντομα διαστήματα που ξανάρχομαι στην Αθήνα. 

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ LIFO SHOP

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το ηθικό ζήτημα με τις μεταθανάτιες εκδόσεις με αφορμή το ημερολόγιο της Τζόαν Ντίντιον

Βιβλίο / Μεταθανάτιες εκδόσεις και ηθικά διλήμματα: Η Τζόαν Ντίντιον στο επίκεντρο

Σύντομα θα κυκλοφορήσει ένα βιβλίο με τις προσφάτως ανακαλυφθείσες «ψυχιατρικές» σημειώσεις της αείμνηστης συγγραφέως, προκαλώντας ερωτήματα σχετικά με τη δεοντολογία της μεταθανάτιας δημοσίευσης έργων ενός συγγραφέα χωρίς την επίσημη έγκρισή του.
THE LIFO TEAM
Στα «Μαθήματα Ζωγραφικής» του Τσαρούχη αποκαλύπτεται όλος ο ελληνικός κόσμος

Ηχητικά Άρθρα / Γιάννης Τσαρούχης: «Η ζωγραφική μου θρέφεται από τη μοναξιά και τη σιωπή»

Στα εκπληκτικά «Μαθήματα Ζωγραφικής» του Γιάννη Τσαρούχη αποκαλύπτεται όλος ο ελληνικός κόσμος, από τις μινωικές τοιχογραφίες έως τα λαϊκά δημιουργήματα του Θεόφιλου.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
George Le Nonce: «Εκτός από τα φέικ νιουζ, υπάρχει η φέικ λογοτεχνία και η φέικ ποίηση»

Ποίηση / George Le Nonce: «Εκτός από τα fake news, υπάρχει η fake λογοτεχνία και ποίηση»

Με αφορμή την έκδοση του τέταρτου ποιητικού του βιβλίου, με τίτλο «Μαντείο», ο Εξαρχειώτης ποιητής μιλά για την πορεία του, την ποίηση –queer και μη–, και για την εποχή του Web 2.0, αποφεύγοντας την boomer-ίστικη νοοτροπία.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Χατζιδάκις, Ιωάννου, Χιόνης, Βακαλόπουλος, Κοντός: 5 βιβλία τους κυκλοφορούν ξανά

Βιβλίο / Χατζιδάκις, Ιωάννου, Χιόνης, Βακαλόπουλος, Κοντός: 5 βιβλία τους κυκλοφορούν ξανά

Μια σειρά από επανεκδόσεις αλλά και νέες εκδόσεις, που αφορούν ποιητές και λογοτέχνες που έχουν φύγει από τη ζωή μάς θυμίζουν γιατί επιστρέφουμε σε αυτούς, διαπιστώνοντας ότι παραμένουν, εν πολλοίς, αναντικατάστατοι.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Η νέα μετάφραση των «Μεταμορφώσεων» είναι ένας άθλος και εκδοτικό γεγονός.

Βιβλίο / Οβίδιος: Η νέα μετάφραση των «Μεταμορφώσεων» είναι ένας άθλος και εκδοτικό γεγονός

Ο κορυφαίος μελετητής του ρωμαϊκού κόσμου Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής ολοκλήρωσε την απόδοση στα ελληνικά των 12.000 στίχων του έργου του Οβίδιου, εκφράζοντας ταυτόχρονα τον άκρως μοντέρνο χαρακτήρα του ποιητή.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Τροχιές»: Η Samantha Harvey κέρδισε πανάξια το Booker

Βιβλίο / «Τροχιές»: Η Samantha Harvey κέρδισε πανάξια το Booker

Με θέμα την καθημερινότητα έξι αστροναυτών σε έναν διεθνή διαστημικό σταθμό, το μυθιστόρημα που κέρδισε το Booker 2024 μόλις μεταφράστηκε στα ελληνικά, είναι ένα ποίημα για τον πλανήτη Γη και μας καλεί να τον εκτιμήσουμε ξανά.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
2000 χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του, ένα βιβλίο για τους Ρωμαίους αυτοκράτορες γίνεται μπεστ-σέλερ

Βιβλίο / Ο Σουητώνιος του 69 μ.Χ. γίνεται ξανά μπεστ-σέλερ

Οι «Βίοι των Καισάρων», το εξόχως κουτσομπολίστικο βιβλίο που είχε γράψει ο Σουητώνιος για τον βίο και την πολιτεία της πρώτης σειράς των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, κυκλοφόρησε σε νέα μετάφραση και μπήκε στη λίστα με τα ευπώλητα των Sunday Times.
THE LIFO TEAM
«Αν δεν μας αρέσουν οι ηγέτες που ψηφίζουμε, ας κατηγορήσουμε τον εαυτό μας»

Βιβλίο / «Αν δεν μας αρέσουν οι ηγέτες που ψηφίζουμε, ας κατηγορήσουμε τον εαυτό μας»

Ο «ροκ σταρ ιστορικός των ημερών», ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και βραβευμένος συγγραφέας Peter Frankopan, μιλά στη LIFO για τους κινδύνους που απειλούν την Ευρώπη, τη Γάζα και την άνοδο της ακροδεξιάς.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Πένθος και ανάνηψη: Ο δικός μας Σαββόπουλος

Daily / Πένθος και ανάνηψη: Ο δικός μας Σαββόπουλος

Μια εικοσαετία μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου, κυκλοφορεί ξανά σε αναθεωρημένη μορφή, η ενθουσιώδης, στοχαστική, λυρική μελέτη του έργου του σπουδαίου όσο και «πολωτικού» Έλληνα τραγουδοποιού από τον Δημήτρη Καράμπελα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Ο Γιάννης και η φασολιά

Guest Editors / Ο Γιάννης και η φασολιά

Τέλη ’70, Αθήνα. Ένας νεαρός βουτάει στην ποίηση στη βιβλιοθήκη της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης. Οι στίχοι του Γιάννη Κοντού τον αγγίζουν. Χρόνια μετά, ως συγγραφέας πια, δημιουργεί μια λογοτεχνική σχέση που κρατά δεκαετίες, ανάμεσα σε εκδοτικούς οίκους, ταβέρνες και πρωινά τηλεφωνήματα.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ευκλείδης Τσακαλώτος: Οφείλουμε να είμαστε πιο ριζοσπάστες και ταυτόχρονα πιο ρεαλιστές, ακόμα κι αν αυτό ακούγεται σαν τετραγωνισμός του κύκλου!

Βιβλίο / Ευκλείδης Τσακαλώτος: «Οφείλουμε να είμαστε πιο ριζοσπάστες και ταυτόχρονα πιο ρεαλιστές στην αριστερά»

Μια πολιτική κουβέντα «εφ’ όλης της ύλης» με τον βουλευτή της Νέας Αριστεράς, πανεπιστημιακό και πρώην υπουργό Οικονομικών στο στούντιο της LiFO με αφορμή το «Μανιφέστο για μια βιώσιμη κοινωνία», το τρίτο του συγγραφικό πόνημα τα τελευταία χρόνια.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Έχει πέσει στα χέρια σας καμπίσιο κόμικ;

Βιβλίο / Έχει πέσει στα χέρια σας καμπίσιο κόμικ;

Όταν υπάρχει θέληση, πείσμα και μεράκι, η περιφέρεια «τα σπάει». Ο Μέλανδρος Γκανάς, «ψυχή» των Εκδόσεων του Κάμπου, μιλά για το σπιρτόζικο εκδοτικό πολυ-εγχείρημα από τη Λάρισα που αγαπά τα κόμικς και ό,τι σχετίζεται με αυτά, με αφορμή την επέτειο των 15 χρόνων τους.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Λουίς Μπουνιουέλ: Οι κόντρες με τον Νταλί, η αγάπη για τον Λόρκα, η λατρεία για το σινεμά

Βιβλίο / Λουίς Μπουνιουέλ: Οι κόντρες με τον Νταλί, η αγάπη για τον Λόρκα, η λατρεία για το σινεμά

Οι συμπάθειες και οι αντιπάθειες, ο ερωτικός πόθος που διαπερνούσε κάθε του κίνηση, μια ζωή συνώνυμη με τις μεγάλες αλλαγές του 20ού αιώνα και μια συνταγή για σωστό ντράι Μαρτίνι αποτυπώνονται στην αξεπέραστη αυτοβιογραφία του Λουίς Μπουνιούελ, «Η τελευταία μου πνοή», που κυκλοφορεί σε νέα έκδοση.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ