«Στην Ελλάδα επιθυμείς να κολυμπήσεις στον ουρανό. Θέλεις να πετάξεις τα ρούχα σου, να πηδήξεις τρέχοντας και να βουτήξεις στο γαλάζιο. Θέλεις να αιωρηθείς στον αέρα σαν άγγελος, να ξαπλώσεις στο χορτάρι και να χαρείς με αυτόν τον καταπληκτικό τρόπο την έκσταση. Πέτρα και ουρανός εδώ παντρεύονται. Είναι η αέναη αυγή της αφύπνισης του ανθρώπου», έγραφε ο Χένρι Μίλερ με τον γνήσιο έρωτα που τον κατέλαβε για μια Ελλάδα απτή και αρχέγονη, προτού ο τόπος διαβρωθεί από τον τουρισμό, όταν ακόμα δεν υπήρχε ούτε καν σε καρτ ποστάλ. Ίσως μάλιστα κανείς άλλος από τον Αμερικανό συγγραφέα να μην έχει εκδηλώσει τέτοια τρυφερότητα σε συγγραφικό επίπεδο για μια χώρα που πεινούσε και πάσχιζε να επουλώσει τις πληγές της, ενώ ακόμα δεν είχε χτυπήσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Ο Χένρι Μίλερ ήρθε στη χώρα μας το 1939 ύστερα από πρόσκληση του φίλου του Ντάρελ, αλλά πιο πολύ συνδέθηκε με τους Κατσίμπαλη, Σεφέρη και Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα. Προς τιμήν τους μάλιστα έγραψε τον περίφημο Κολοσσό του Μαρουσιού (μτφρ. Ιωάννα Καρατζαφέρη, Μεταίχμιο) που είναι ίσως το πιο όμορφο ερωτικό γράμμα που έχει γραφτεί ποτέ για τη χώρα μας, τις αγνές θάλασσες, τα απάτητα βουνά, ακόμα και τα χαλάσματα που ο Μίλερ έβλεπε με την αγνή ματιά του ανθρώπου που έψαχνε το αρχετυπικό, το αληθινό και το αρχέγονο, αφού, όπως έλεγε, «στην Ελλάδα, ό,τι κι αν κοιτάξεις, είναι σαν να το βλέπεις για πρώτη φορά: δεν θα το σκάσει, δεν θα κατεδαφιστεί σε μια νύχτα, δεν θα αποσυντεθεί, ούτε θα λιώσει, ούτε θα επαναστατήσει».
Ίσως να συνομιλούσε με τον πιο γνήσιο τρόπο με την επίσης αδιαμεσολάβητη ματιά του Πάτρικ Λι Φέρμορ, ο οποίος έγραφε στη δική του Μάνη (μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος, Μεταίχμιο): «Καθετί στην Ελλάδα σε απορροφά και σε ανταμείβει. Δεν υπάρχει βράχος ή ρυάκι δίχως μια μάχη ή έναν μύθο, ένα θαύμα, μια δεισιδαιμονία και τα λόγια και τα συμβάντα, σχεδόν όλα παράξενα ή αξιομνημόνευτα, πυκνώνουν γύρω από τη στράτα του ταξιδιώτη, σε κάθε του βήμα».
Όλα αυτά τα μετέφερε με ενάργεια στο χαρτί, βιώνοντάς τα από πρώτο χέρι και βλέποντας να αναβιώνει στην Πελοπόννησο η προσωπική του μυθιστορία αλλά και όλα όσα είχε φανταστεί για έναν τόπο που δεν είχε αλλοτριωθεί, ούτε μετατοπιστεί σε σχέση με τις αρχαίες του καταβολές, διατηρώντας παράλληλα αυτούσια όλη την ομορφιά του.
Πριν από τη Μάνη και την Καρδαμύλη, την οποία ο Πάντι ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά και αποφάσισε να ζήσει εκεί μέχρι τον θάνατό του, προηγουμένως είχε ζήσει για μήνες στα βουνά μαζί με τους Σαρακατσάνους, γράφοντας τη Ρούμελη, ενώ είχε περπατήσει σχεδόν όλη την ηπειρωτική Ελλάδα. Έγραψε με απαράμιλλο τρόπο για μια άλλη Ελλάδα που έχουμε πάντα ανάγκη να θυμόμαστε, και κυρίως να αγαπάμε.
Φίλος με τον Χένρι Μίλερ, ο Λόρενς Ντάρελ τον είχε προσκαλέσει στην Κέρκυρα, όπου οι δυο φίλοι συζητούσαν για τη λογοτεχνία αλλά τελικά να συγκρούοστηκαν εξαιτίας της απόλυτα διαφορετικής κοσμοθεωρίας τους.
Φίλος με τον Χένρι Μίλερ, ο Λόρενς Ντάρελ τον είχε προσκαλέσει στην Κέρκυρα, όπου οι δυο φίλοι συζητούσαν για τη λογοτεχνία αλλά τελικά να συγκρούοστηκαν εξαιτίας της απόλυτα διαφορετικής κοσμοθεωρίας τους. Αμερικανός με αγάπη για την περιπλάνηση και απέχθεια για τις αστικές συμπεριφορές, ο Μίλερ αγάπησε τις αδυναμίες των Ελλήνων, σε αντίθεση με το αρκετά πιο αδιάφορο Βρετανό Ντάρελ, ο οποίος ποτέ δεν έδειξε να εναρμονίζεται με τα προπολεμικά ήθη της Κέρκυρας.
Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που η οικογένεια Ντάρελ διατηρούσε συγκρουσιακή σχέση με το περιβάλλον της Κέρκυρας, όπου έζησε για αρκετά χρόνια προτού ξεσπάσει ο πόλεμος, σε ένα σπίτι που έμοιαζε με επίγειο παράδεισο.
Τουλάχιστον κάπως έτσι φάνταζε στα μάτια του βενιαμίν φυσιοδίφη της οικογένειας και δεινό συγγραφέα Τζέραλντ Ντάρελ, ο οποίος στο βιβλίο του Η οικογένειά μου και άλλα ζώα (μτφρ. Δήμητρα Μαρίνα, Δήμητρα Σίμου, Καλειδοσκόπιο) περιγράφει με άφθονο χιούμορ και ευρηματικότητα εκείνα τα αμέριμνα χρόνια που έζησε ανάμεσα στις καρακάξες, στις κουκουβάγιες, στις χελώνες και έναν οικόσιτο γλάρο, δηλαδή ανάμεσα στα ζώα που δεν έπαψε να κουβαλάει στο σπίτι μαζί με όλα τα είδη εντόμων που μπορεί να φανταστεί κανείς. Ένα βιβλίο ιδιαίτερα δημοφιλές στους Βρετανούς αναγνώστες ακόμα και σήμερα, στο οποίο βασίστηκε η σειρά «Οι Ντάρελ» που προβλήθηκε με επιτυχία στη βρετανική τηλεόραση.
Ίσως να μην είναι τόσο γνωστό, αλλά ο Γκιστάβ Φλομπέρ είχε έρθει στην Ελλάδα σε νεαρή ηλικία (γεννήθηκε τη χρονιά που ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση), έχοντας προβληματική ήδη υγεία, αφού τον βασάνιζαν συχνές επιληπτικές κρίσεις και κατάθλιψη. Προφανώς η κακή του διάθεση είχε να κάνει με το γεγονός ότι προτιμούσε, αντί για τις σπουδές του να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία, κάτι που έκανε με το που επέστρεψε από αυτό το αποκαλυπτικό για εκείνον ταξίδι στο Παρίσι.
Ερχόμενος στην Ελλάδα, που τελούσε ακόμα υπό την έντονη επίδραση του ρομαντισμού, αναζητούσε τα ίχνη της ένδοξης αρχαίας Ελλάδας αλλά και του παράξενου λυρισμού που έβρισκε στα κείμενα του Παυσανία, τα οποία διάβαζε μανιωδώς. Αντ’ αυτών, όμως, ήρθε όμως αντιμέτωπος με την εξαθλίωση και την πολεμική κατάσταση που επικρατούσε στα περισσότερα μέρη από τα οποία διήλθε.
Ωστόσο η γνωριμία του με την Ακρόπολη κάτω από το περίεργο χειμερινό φως υπήρξε για εκείνον σημείο αναφοράς και περιγράφεται ανάγλυφα στο Ταξίδι στην Ελλάδα (μτφρ. Παύλος Α. Ζάννας, Ολκός). «Σήμερα, 23 Ιανουαρίου, Πέμπτη πήγα να αποχαιρετήσω την Ακρόπολη. Μέσα στον Παρθενώνα, στη βάση μιας πλάκας, ένας μηρός φαγωμένος, εντελώς γκρίζος. Φυσούσε δυνατά, ο ήλιος βασίλευε, ο ουρανός ήταν κατακόκκινος πάνω από την Αίγινα, πίσω από τους κίονες των Προπυλαίων, ο ουρανός απλωνόταν με χρώμα κίτρινο κροκάτο»: αυτή είναι μόνο η αρχή μιας άκρως αισθησιακής στιγμής, μιας συνάντησης που θα χαραχτεί βαθιά στη μνήμη του.
Την ίδια περίοδο επισκέφθηκε την Ελλάδα ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, ο οποίος περιέγραφε στις σημειώσεις του τις περιπλανήσεις του όχι μόνο από το κέντρο της Αθήνας αλλά και από την κορφή του Ολύμπου με τα πευκόφυτα δάση, τα ζαρκάδια και τον απίστευτο φυσικό πλούτο. Μάλιστα, αγάπησε τόσο την Ελλάδα, που τη μέρα που θα αποχωρούσε από τη χώρα μας έγραφε πως ήταν πολύ λυπημένος, αφού την ένιωθε σαν το σπίτι του.
Γράφει μάλιστα για την Αθήνα: «Το πιο πυκνοκατοικημένο μέρος της Αθήνας απλώνεται κάτω από την Ακρόπολη και γύρω χτίζεται μια καινούργια πόλη. Ο ξένος μπορεί να δει την Αθήνα να μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Το καινούργιο παλάτι του βασιλιά χτίζεται ανάμεσα στην πόλη και στον Υμηττό. Είναι ένα μαρμάρινο κτίριο που κάθε πέτρα του είναι ένα κομμάτι πεντελικό μάρμαρο. Ο προθάλαμος είναι κιόλας στολισμένος με τρόπαια των Ελλήνων ηρώων της Επανάστασης. Το Πανεπιστήμιο χτίζεται τώρα και μάλιστα από έναν Δανό».
Τα κείμενα για την Ελλάδα περιλαμβάνονται στα Άπαντα του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν των εκδόσεων Ι.Δ. Αρσενίδη αλλά και στο Οδοιπορικό στην Ελλάδα (μτφρ. Άλαν Λουντ, Εκδόσεις της Εστίας).
Μπορεί η σχέση του Τζον Φόουλς με την Ελλάδα να μην ήταν ακριβώς ιδανική ‒μάλλον τραυματική‒, μας έδωσε όμως ένα από τα πιο συγκλονιστικά μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί με φόντο τη χώρα μας, τον υποβλητικό, ατμοσφαιρικό Μάγο (μτφρ. Φαίδων Ταμβακάκης, Εκδόσεις της Εστίας).
Παρότι το ασφυχτικό περιβάλλον της Αναργυρείου Σχολής λειτούργησε μάλλον καταπιεστικά για τον Βρετανό συγγραφέα, η θερινή ραστώνη, το πανέμορφο τοπίο και η θάλασσα ενίσχυσαν κάθε είδους φαντασιώσεις που περιγράφονται με τον πιο παραστατικό τρόπο στις χορταστικές σελίδες του Μάγου: «Ο Ποσειδών, απόλυτη μεγαλειότητα γιατί είχε απόλυτο έλεγχο, απόλυτη υγεία, απόλυτη προσαρμογή, έστεκε γερμένος προς τη θεϊκή θάλασσά του: η αιώνια Ελλάδα απύθμενη, η πιο γενναία, γιατί είναι η πιο καθαρή, η γη του μυστηριώδους μεσημεριού. Ίσως αυτό το άγαλμα να ήταν το κέντρο του Μπουρανιού, ο ομφαλός του, όχι το σπίτι, ή η Γη, ή ο Κόγχις, ή η Λίλη, αλλά αυτή η ακίνητη φιγούρα, η ευλογημένη, η παντοδύναμη, κι όμως ανίκανη να παρέμβει ή να μιλήσει: ικανή απλώς να υπάρχει και να ορίζει».
Οι ημερολογιακές καταχωρίσεις της Πατρίτσια Χάισμιθ σίγουρα δεν θα μπορούσαν να βρουν καλύτερη μυθιστορηματική έκφραση απ’ ό,τι στις περιγραφές της Αθήνας που περιέχονται στα Δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου (μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδης, Άγρα), με το Κινγκ’ς Πάλας, το καφέ Μπραζίλιαν, τη Μεγάλη Βρετανία αλλά και το Μουσείο Μπενάκη και τα φτηνά ξενοδοχεία της Ομόνοιας να μετατρέπονται στο ιδανικό ταμπλό βιβάν για τις περιπλανήσεις του Τσέστερ Μακφάρλαντ και της γυναίκας του Κολέτ.
Μπορεί όσα έζησε στην Ελλάδα η Χάισμιθ μόνο ειδυλλιακά να μην ήταν, αλλά σίγουρα η πένα της τα καταγράφει με περισσή παραστατικότητα. Ίσως να ήταν μοιραίο να πληροφορηθεί κατά τη διάρκεια των διακοπών της στην Κρήτη με την τότε ερωμένη της, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’50, τον θάνατο ενός μεγάλου της έρωτα και έτσι να αποφάσισε να «σκοτώσει» τον αστυνομικό επιθεωρητή στον 6ο όροφο του Κινγκ’ς Πάλας και να γράψει, μία δεκαετία αργότερα, τα Δύο Πρόσωπα του Ιανουαρίου, για τα οποία κέρδισε το βραβείο του Ασημένιου Στιλέτου της Ένωσης Αστυνομικών Συγγραφέων της Αγγλίας.
Σίγουρα όμως η Χάισμιθ δεν είναι η μόνη συγγραφέας που έχει εμπνευστεί από τις περιπέτειες της Ελλάδας για να συντάξει μια ιστορία εξαφάνισης ή φόνου. Ο Τζο Νέσμπο, ύστερα από τόσα βιβλία που έχει γράψει κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κάλυμνο, δεν θα μπορούσε να μην εμπνευστεί από το νησί και να το μετατρέψει σε μοναδικό φόντο για το τελευταίο του βιβλίο Ο Άρχοντας της Ζήλιας (μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Μεταίχμιο).
«Όταν κατεβήκαμε απ’ το αεροσκάφος, είδα τη γαλανόλευκη να σχηματίζει ορθή γωνία με τον στύλο της, πάνω στο μικρό κτίριο του αεροδρομίου. Λίγο πριν, περνώντας από την πόρτα του πιλοτηρίου, άκουσα τον έναν πιλότο να εξηγεί σε μια αεροσυνοδό ότι το αεροδρόμιο μόλις έβγαλε απαγορευτικό και ότι ήταν μάλλον απίθανο να επιστρέψουν στην Αθήνα»: με αυτή την παράγραφο εισάγει τον αναγνώστη στο ελληνικό περιβάλλον.
Γράφει χαρακτηριστικά διά στόματος του Έλληνα πρωταγωνιστή του, τον οποίο φαίνεται να έχει μελετήσει από πρώτο χέρι: «Η Ελλάδα είναι μια χώρα με χαμηλό ποσοστό αυτοκτονιών. Τόσο χαμηλό, που πολλοί αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο σε μια χώρα που βρίσκεται σε κρίση, με τόσο υψηλά ποσοστά ανεργίας, διαφθορά και κοινωνικές αναταραχές. Μια ευφυής απάντηση είναι ότι εμείς οι Έλληνες, αντί να δολοφονούμε, προτιμάμε να αφήνουμε τα θύματά μας να εξακολουθούν να ζουν στην Ελλάδα, μια άλλη είναι ότι δεν έχουμε οργανωμένο έγκλημα γιατί δεν μπορούμε να οργανωθούμε σε τίποτα. Όμως το αίμα μας βράζει. Έχουμε εγκλήματα πάθους. Και ποιον καλούν όταν υπάρχουν υποψίες ότι υφίσταται κίνητρο ζήλιας πίσω από κάποια δολοφονία; Εμένα. Λένε ότι μυρίζομαι τη ζήλια. Αλλά κάνουν λάθος. Η ζήλια δεν έχει μυρωδιά, ούτε χρώμα, ούτε ήχο. Έχει όμως μια ιστορία. Και ακούγοντας αυτή την ιστορία ‒ό,τι λέγεται και ό,τι δεν λέγεται‒ εγώ μπορώ να προσδιορίσω αν βρίσκομαι αντιμέτωπος μ’ ένα απελπισμένο, πληγωμένο ζώο. Ακούω και ξέρω. Ξέρω, γιατί ακούω εμένα, τον ίδιο τον Νίκο Μπαλή. Ξέρω, γιατί κι εγώ ένα τέτοιο πληγωμένο ζώο είμαι».
Φίλος της Βικτόρια Χίσλοπ και λάτρης της Ελλάδας, όπου διαμένει το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου, ο Άντονι Χόροβιτς είναι συγγραφέας των πιο δημοφιλών βρετανικών νουάρ που πλέον μεταφέρονται με επιτυχία και στην τηλεόραση. Ανήκοντας ξεκάθαρα στη βρετανική σχολή, τα βιβλία του, άμεσα επηρεασμένα από τη σχολή της Άγκαθα Κρίστι, εστιάζουν στην εύρεση του δολοφόνου με ευφυείς μεθόδους αναζήτησης και το γνωστό φλεγματικό πνεύμα των διαλόγων.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του βιβλίου Οι Φόνοι της Κίσσας (μτφρ. Χριστιάννα Σακελλαροπούλου, Διόπτρα) με ηρωίδα τη Σούζαν Ράιλαντ, που στο τέλος του βιβλίου τη βρίσκουμε στον Άγιο Νικολάο, στο ξενοδοχείο «Πολύδωρος», όπου ο ίδιος ο συγγραφέας συνηθίζει να περνάει τα καλοκαίρια του και να γράφει τα περισσότερα βιβλία του.
Άλλος ένας συγγραφέας νουάρ βιβλίων με πολιτικό πρόσημο είναι ο Καρύλ Φερέ, ο οποίος έχει επισκεφθεί αρκετές φορές τη χώρα μας και όλα όσα έχει βιώσει από τις βόλτες του στα Εξάρχεια, στο κέντρο της Αθήνας, και στην Αστυπάλαια περιγράφονται ανάγλυφα στο βιβλίο με τον χαρακτηριστικό τίτλο Ποτέ πια μόνος (μτφρ. Αργυρώ Μακάρωφ, Άγρα).
Έχοντας αντιληφθεί τους βαθείς κραδασμούς που βίωσε η Ελλάδα τον καιρό της κρίσης, ο Φερέ μεταφέρει αυτούσιες τις πολιτικές συγκρούσεις, λέγοντας μάλιστα ότι η Γερμανία αντιμετώπισε την Ελλάδα όπως οι Κάτω Χώρες τους Ινδιάνους ή τους Μαορί, αλλά δεν ξεχνάει, εκτός από το πολιτικό στίγμα, να περιγράψει και την αγαπημένη του Αστυπάλαια. Εκεί μάλιστα συναντάμε τον εκδότη με τον ελληνικό όνομα Σταύρο, μια σύμπτωση που προφανώς είναι παραπάνω από σατανική, αν γνωρίζει κανείς το όνομα του Έλληνα εκδότη του Φερέ.
Ωστόσο το μυθιστόρημά του με τον μονόφθαλμο πρώην αστυνομικό Μακ Κας είναι απολύτως συναρπαστικό και οι περιγραφές του από την Ελλάδα, πάντα με τις δυσάρεστες αποχρώσεις της οικονομικής κρίσης, των διακινητών που εμπορεύονται τους πρόσφυγες αλλά και ενός ανεξιχνίαστου φόνου, κόβουν σαν λεπίδα που διασχίζει τη θάλασσα του Αιγαίου.
«Για πολύ καιρό κρατήθηκα μακριά από την Ελλάδα» είναι η πρώτη φράση από τα Ονόματα του Don DeLillo, άμεσα επηρεασμένα από τα βιώματα του ίδιου του συγγραφέα στην ταραγμένη Αθήνα της δεκαετίας του ’80, όπου κυριαρχούσαν το ταραγμένο πολιτικό τοπίο, η βαθιά σύγκρουση τότε των Ελλήνων με τους Αμερικανούς αλλά και η τρομοκρατία.
Όλα αυτά, ακόμα και αν δεν περιγράφονται ξεκάθαρα, φαίνονται να υπονομεύουν την αφήγηση από μέσα, αφού οι ξένοι πρωταγωνιστές του συγγραφέα φαίνεται να επηρεάζονται άμεσα από το πολυτάραχο σκηνικό και την εκπληκτική, ενίοτε ανυπόφορη διαύγεια που έχει το μεσογειακό φως, όπως καταυγάζει τις κρυμμένες αλήθειες, ενώ το ανατολίτικο στοιχείο της Ελλάδας διαπερνά κάθε γωνιά της αφήγησης. Ο σεισμός του ’81 περιγράφεται σε μία από τις ιστορίες του, οι τρομοκρατικές επιθέσεις διατρέχουν πολλές σκηνές, ενώ δεν παραγνωρίζονται οι ελληνικές συνήθειες, όπως το πρωινό κουλούρι Θεσσαλονίκης!
Προφανώς, η φαντασία του Don DeLillo δεν εμμένει στις εξωτερικές λεπτομέρειες αλλά στα σενάρια που γεννούν συγκεκριμένα περιβάλλοντα και συνθήκες. Ίσως για πρώτη φορά ξένος συγγραφέας περιγράφει μια πραγματική Αθήνα, μακριά από το βλέμμα των τουριστών και τη φολκλόρ ωραιοποίηση που προηγήθηκε στα πιο μαζικά μυθιστορήματα των περασμένων δεκαετιών.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.