«Ταξίδια πάντα σκέφτομαι και πλώρες φορτηγών
τους ναυτικούς που χάθηκαν με τα μεγάλα πλοία
έν' άνθος με άρωμα βαρύ που ανθεί στο Τινακόρ
τ' αβρά κορίτσια που αγαπούν τα πλοία και τα βιβλία»
Τετράστιχο σημειωμένο ως αφιέρωση στην έκδοση του Μαραμπού – Αρχείο της οικογένειας του Νικόλαου Κλεάνθους Λανίτη
Τον φαντάζεσαι ακόμα και τώρα –ίσως από τους λίγους ποιητές που φαντάζεται κανείς πάντα ζωντανούς– να σηκώνει το μανίκι και με το κεφαλλονίτικο μπρίο να δείχνει τη χαραγμένη στο μπράτσο γοργόνα του, που στους εφιάλτες του την έβλεπε να φεύγει μακριά, σαν τα μυθικά πλάσματα που τραγουδούσαν τον βασιλιά Αλέξανδρο. Στο άλλο χέρι κρυμμένη για τα καλά η άγκυρα που πάλευε, αντίθετα, να αποκτήσει μια μικρή έστω επαφή με τη γη και να αράξει στις υψηλές ιδέες που πάντα κατηύθυναν το βασανισμένο σώμα.
Ο λόγος για τις δύο πτυχές, τη μυθική και τη γήινη, του Νίκου Καββαδία, τον οποίο αγάπησε ο κόσμος φανατικά και όχι μονάχα οι λίγοι, από την πρώτη κιόλας εμφάνισή του στα γράμματα. Ίσως να είναι ο μόνος που θυμάται κανείς ως ανεπανόρθωτα βροτό, με τα παντοτινά χαραγμένα πάνω του στίγματα – το εικονοποιητικό σύστοιχο της λαβωμένης ψυχής του.
Μια συνολική και εμπεριστατωμένη εικόνα του ποιητή, λογοτέχνη και ανθρώπου Καββαδία που λαμβάνει υπόψη όλες τις πτυχές του προσώπου και του έργου του προσπαθεί να δώσει στο σχεδόν 500 σελίδων βιβλίο του –που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα– ο Μιχάλης Γελασάκης, ο οποίος υπογράφει την εισαγωγή, τα κείμενα και την έρευνα.
Ψάχνοντας αθησαύριστα κείμενα, φέρνοντας στο φως κρυφές επιστολές και σπάνιες συνεντεύξεις, ο μελετητής καταλήγει στον τίτλο Ο Αρμενιστής Ποιητής, εμπνευσμένο από μια παιγνιώδη μάλλον αναφορά του Νίκου Καββαδία στην πολύφερνη ιδιότητά του: πολύ θνητός για ποιητής, πολύ ποιητικός για ποταπές υποδηλώσεις.
Η αλήθεια είναι ότι η εμπεριστατωμένη και πολύπτυχη έρευνα του Γελασάκη αναδεικνύει όχι μόνο το πνευματικό εύρος του λογοτέχνη Καββαδία –δοκιμιακό, μεταφραστικό, κριτικό– αλλά και την ουσιαστική και αληθινή επικοινωνία που είχε με τους δημιουργούς της εποχής του, με τους οποίους συνομιλεί επί ίσοις όροις
Η αλήθεια είναι ότι η εμπεριστατωμένη και πολύπτυχη έρευνα του Γελασάκη αναδεικνύει όχι μόνο το πνευματικό εύρος του λογοτέχνη Καββαδία –δοκιμιακό, μεταφραστικό, κριτικό– αλλά και την ουσιαστική και αληθινή επικοινωνία που είχε με τους δημιουργούς της εποχής του, με τους οποίους συνομιλεί επί ίσοις όροις: τον Καζαντζάκη, τον Σεφέρη, τον Λαπαθιώτη, τον Αυγέρη, τον Σικελιανό, τον Τσαρούχη, τον Τσίρκα, τον Καραγάτση, τον Βάρναλη, τον Καρθαίο, τον Νικόλαο Καλαμάρη (Κάλας), τον Γιώργο Παπά, τη Μέλπω Αξιώτη, τη Ζωρζ Σαρή και τον Χατζηκυριάκο Γκίκα, για να αναφέρουμε μόνο μερικούς από αυτούς.
Βγαλμένος από τα σπάργανα του καρυωτακισμού, όντας ένα ανήσυχο παιδί με επίσης λαβωμένη καρδιά και ανεστραμμένο βλέμμα, ο Καββαδίας –Κόλιας για τους φίλους και Μαραμπού για το σινάφι– έγραφε ρίμες και ονειρευόταν μποντλερικά σύμπαντα: αισθητισμό, ανόρθωση του ευτελούς, ένα ατελείωτο θέατρο όλων των εκδοχών του πάθους.
Σε μια εποχή που το πεδίο μοιραζόταν ανάμεσα στους επίσης θαλασσινούς αλλά απόλυτα ελεγχόμενους στίχους του Κώστα Ουράνη και τα μοντερνιστικά παιχνίδια της γενιάς του '30, ο νεαρός Καββαδίας κάνει το μεγάλο βήμα: εγκολπώνεται τα κλασικότροπα εργαλεία για να αντιστρέψει τους όρους της ποιητικής, υιοθετεί την αυστηρότητα του στίχου για να ρημάξει τις προκαταλήψεις.
Έχει μάθει ήδη από τον Παλαμά τι σημαίνει οικειοποίηση ενός μεγάλου πλήθους αναγνωστών, ενώ θαυμάζει τον ρηξικέλευθο και άκρως πολιτικό τρόπο με τον οποίο ο προσφιλής του Καρυωτάκης συμβολοποιεί ακόμα και το καθημερινό ή το αντίστροφο.
Όχι τυχαία, στα πρώτα του, εντελώς καρυωτακικά ως προς το ύφος ποιήματα, τα οποία παρατίθενται στο βιβλίο, ο Καββαδίας υπογράφει ως Πέτρος Βαλχάλας, ένα ψευδώνυμο που εμπνεύστηκε, όπως μας επισημαίνει ο επιμελητής, από το ιερό βουνό των Βίκινγκ, Βαλχάλα, που εμφανιζόταν στο ποίημα του Φορντ Μάντοξ Φορντ «Gloom». Οι φρενήρεις συμβολισμοί του Φορντ βρίσκουν εδώ το ιδανικό ανάλογο, αφού η μέριμνα του ποιητή και θεωρητικού Καββαδία ήταν κυρίως η ανάδειξη όλων των αντιθέσεων της τέχνης του και κυρίως η θρησκευτική, σχεδόν, προσκόλληση στον ιδιότυπο ρομαντισμό του.
Είναι χαρακτηριστικό, όπως τονίζει σε κάποιο από τα κριτικά του κείμενα –μια άγνωστη ιδιότητα του Καββαδία που μας αποκαλύπτει ο Γελασάκης στο βιβλίο–, ότι τον ενοχλεί πολύ «η έλλειψη αισθητικής στον στίχο», επιδεικνύοντας μια αυστηρότητα που δεν θα περίμενε κανείς από τον περιπλανώμενο ποιητή της γραμμής των οριζόντων. Και όμως, παρότι ο ποιητής τις αβύσσους δεν τις αγνοούσε, σε καμία περίπτωση δεν ασπαζόταν το προφίλ του καταραμένου: δεν περιφρονούσε το απειθάρχητο και το παράλογο της μοίρας, τα έντονα και δίχως νόημα χτυπήματά της, όπως η απόφαση του αδελφού του να αυτοκτονήσει μέσα στην καμπίνα του, κάτι που τον έκανε να μην μπορεί να γράψει ποίηση για χρόνια – αλλά δεν μεθούσε από αυτήν.
Δεν έκλεινε τα μάτια του μπροστά στην τραγωδία, γι' αυτό αποφάσισε να γίνει ναυτικός, αρνιόταν όμως να υποταχθεί στην τυπολογία της και απέρριπτε εκείνη τη λατρεία του τραγικού και του αφύσικου που έβλεπε να απλώνεται σαν ίωση στους κόλπους των ομοτέχνων του. Στα ποιήματά του υπάρχουν η μελαγχολία, το πένθος και η μοναξιά, αλλά κυρίως υπάρχει η πεισματική καταδίκη του καταραμένου. Δεν κάνουμε ποίηση από μοιρολατρία παρά από μια αναζήτηση του δραματικού που ονειρεύονται όσοι ποθούν ένα πεπρωμένο και έναν τόνο έξω από τα κοινά μέτρα, αυτόν των ναυτικών, των ποιητών και των ζωγράφων.
Ως εκ τούτου, είναι πάντα ανωφερής η ματιά του Καββαδία και ποτέ στατική. Όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο Βάρναλης για τον ποιητή στην «Πρωία» το 1943, σε ένα απόσπασμα που παρατίθεται στο βιβλίο: «Όλες οι πτώσεις του Καββαδία είναι αγγελικές. Δεν έχουν τίποτα από τον κυνισμό των χαλασμένων συνειδήσεων. Γιατί πάντα σχεδόν από τη λάσπη του ξεπεσμού πετιέται ο πόθος των αγνών πραγμάτων, ο καημός του ιδανικού».
Από τις μεταφράσεις θεατρικών έως τα κριτικά δοκίμια και από τις επιστολές έως τις ιστορίες και την ποίηση, το εύρος της μεταμόρφωσης του Καββαδία είναι τεράστιο: η μία περσόνα διαδέχεται την άλλη και το δημόσιο πρόσωπο επικοινωνεί απόλυτα με το ιδιωτικό. Πολύ παιγνιώδης στα γράμματά του προς τον Καραγάτση, σοβαρός στις αναφορές του προς τον Σεφέρη, ερμητικός στον Σικελιανό, αναδεικνύει στο ακέραιο την τέχνη της επιστολογραφίας, με τα διαφορετικά προσωπεία να διεκδικούν το δικό τους μερτικό σε αυτό το ατελείωτο μεταμορφωτικό παιχνίδι.
Όλες οι αντιφατικές πλευρές είναι εξίσου ισχυρές για τον Κόλια και δηλωτικές των ετερόκλητων επιλογών του: παραμένει ένας ασήμαντος εραστής ή, καλύτερα, ασυρματιστής των οριζόντων και την ίδια στιγμή διεκδικεί τα πρωτεία στον έπαινο του δήμου και των σοφιστών (ήταν από τους πρώτους που μπήκαν στην Εταιρεία Συγγραφέων το 1943, πολύ πριν από τον Ελύτη, έχοντας στο ενεργητικό του μία μόλις ποιητική συλλογή, το Μαραμπού). Σαν τον Αχαάβ του Μόμπι Ντικ, έμοιαζε οι τρόποι του να είναι λογικοί, αλλά τα κίνητρα και ο αντικειμενικός σκοπός παράλογα: έγινε ασυρματιστής από επιλογή και ποιητής από συναίσθηση. Το άσπιλο μυστήριο είναι στα μάτια του πάντα ζωντανό και τα απόκρημνα πάθη της ανθρώπινης φύσης μνημειώδη.
Ήξερε τι πάει να πει αγωνία, τι σημαίνει ανθρώπινη έκφραση και τι περιπέτεια. «Ταξιδεύει ο Καββαδίας, όχι σαν τον Κνουτ Χάμσουν ή τον Κόνραντ, τα ταξίδια του είναι ανθυγιεινότερα» γράφει γι' αυτόν ο Νικήτας Ράντος, τονίζοντας πως είναι «ταξίδια, που συχνά ματαιούνται, ποίηση των αναχωρήσεων που πολλές φορές δεν πραγματοποιούνται, ποίηση des trains manqués, όπως λέει κάποιος, ποίηση των mal du depart, όπως ονομάζει ένα ποίημά του ο Καββαδίας».
Οι πίνακες του Γκόγια και του Τισιανό που είχε κρεμασμένους στην καμπίνα ή εκείνα τα σπαράγματα από τους Ατζέκους που πρόσφερε στα αγαπημένα πρόσωπα, όπως η ανιψιά του –το αναφέρει η αδελφή του Ζένια, εξηγώντας πώς γράφτηκε ο «Λύχνος του Αλαντίνου»–, ήταν αποσπάσματα ενός άχραντου κόσμου που όσο πιο πολύ βυθιζόταν στον βούρκο, τόσο περισσότερο αθώος ήταν.
Τον ποιητή έθελγαν τα στολισμένα πάνω από την κουκέτα του χέρια του Πικάσο, η γυμνή μάχα του Γκόγια, τα εξπρεσιονιστικά σύμπαντα που αναζητούσε στη ζωή και στην τέχνη, ειδικά από τότε που ανακάλυψε τους αλλόκοτους Γερμανούς ζωγράφους. Τα πάντα θαρρείς πως έπαιρναν διαστάσεις παραστατικές, όπου κάθε λεπτομέρεια μετρούσε ως συμβολικό κομμάτι ενός πίνακα: σαν το μαύρο φόντο του Καραβάτζιο ή «κείνο το ροζ αρρωστημένο χρώμα που 'βαζε ο George Grosz στα μάγουλα των πορνών», όπως έλεγε ο ίδιος.
Λίγοι ήταν οι ζωγράφοι που αγνοούσε και, ως γνωστόν, συνδεόταν με φιλική σχέση με αρκετούς από αυτούς. Για χάρη του Λούσιαν Φρόιντ μπορούσε να αφήσει τα πάντα – οι δυο τους μάλιστα είχαν συναντηθεί κάποιες φορές στην Αθήνα. Επίσης, υπήρξε συμμαθητής με τον Τσαρούχη και φίλος με τον Μόραλη, ενώ αγαπούσε ιδιαίτερα τον Αριστομένη Αγγελόπουλο.
Η γοητεία που του ασκούσαν τα έργα τέχνης είναι ενδεικτική της ανάγκης του να προστρέχει πάντα στη ζωγραφική ως πηγή φαντασίας και αιτία φωτός. Οι συστατικές αξίες και οι συνήθειες της αισθαντικότητας είναι κατάδηλες στα μεγάλα έργα αλλά και στην οργιαστική φαντασία του Καββαδία ως ναυτικού.
Σε κάποιες από τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις του και τις περιπλανήσεις του στον κόσμο έρχεται σε επαφή με το έργο του ζωγράφου Τζον Κόρμπιτζ, που τότε ζούσε στην Κύπρο, παντρεμένος με τη Μάρλεν Πίττα, για τον οποίο γράφει ένα κριτικό κείμενο επιβεβαιωτικό αυτής της καλλιτεχνικής θεώρησής του, που παρατίθεται αυτούσιο στο βιβλίο: «Τα μάτια των παιδιών βλέπουν εικόνες μόνο, κι αυτές από την ανάποδη. Των εφήβων ως ένα σημείο, και δεν ξεχωρίζουν. Όσο κανένας μεγαλώνει βλέπει μέσα κι απ' έξω. Οι γέροι σπάνε το σκοτάδι. Οι μεσόκοποι ναυτικοί, όταν θέλουν να φτάσουν κάτι πέρ' από την όραση, κλείνουν τα μάτια για λίγο και κατόπιν τα ξανανοίγουν. Έτσι, μπορεί να ξεχωρίσεις ανθρώπους, ζώα, τοπία. Τοποθετείς, άλλα τα κρεμάς, άλλα τα ποστιάζεις στο πάτωμα. Αυτό δεν βλάπτει». Το κείμενο κλείνει με μια διαπίστωση που μάλλον αφορά τον ίδιο τον ποιητή παρά τον ζωγράφο: «Η μεγάλη του επιθυμία! (σ.σ. εννοεί τον Κόρμπιτζ) Να 'ρθει στην Αθήνα τον χειμώνα να δείξει έργα του και να μείνει για πάντα. Να γνωρίσει τους ανθρώπους που αγαπάει. Όπως στα περσικά παραμύθια, τίποτε δεν νομίζουμε πιο δύσκολο από την απόσταση. Λάθος. Το Sheffield πέφτει κοντά στο Matadi. Το Φισκάρδο συνορεύει με το Munden. Η τέχνη μ' όλο τον κόσμο».
Πολύγλωσσος και με αριστοκρατική καταγωγή, σε αντίθεση με ό,τι εικάζεται –αξιωματικός του ρωσικού στρατού ο πατέρας, γόνος εφοπλιστών η μητέρα–, ο Νίκος Καββαδίας ξεκινάει από νωρίς, σαν τον παιδικό του ήρωα Φιλέα Φογκ, την ατελείωτη περιπέτεια στην αχανή επικράτεια της έκφρασης και στην άβυσσο του λόγου.
Γράφει, φαντάζεται, προσποιείται: «Δεν χαράζω πάνω στην άμμο, αλλά πάνω στο χαρτί τα ανώφελα παραλληλόγραμμά μου. Δεν είναι έρημος, είναι χαρτί, δεν είναι βήματα, είναι στίχοι. Τι σημασία έχει; Η μοναξιά είναι παντού η ίδια. Παντού τριγύρω μας, το σκοτάδι των Πυραμίδων, το αίνιγμα της Σφίγγας, η κακία του σκορπιού. Ιξίονες είμαστε όλοι... Ιξίονες που αγκαλιάσαμε ένα σύννεφο, νομίζοντας ότι κρατούσαμε τ' όνειρό μας...» ομολογεί λίγο πριν από τον θάνατό του σε μια συνέντευξη στη Φλέρρυ Κούβελα-Τασιάκου (προφανώς πρόκειται για λογοτεχνικό ψευδώνυμο), που, ωστόσο, θα δημοσιευτεί τρία χρόνια μετά στο περιοδικό «Γυναίκα».
Γιατί, όμως, σε ένα περιοδικό lifestyle; Επίσης, γιατί οι συνεντεύξεις που θησαυρίζει για πρώτη φορά ο Γελασάκης δεν είναι σε φιλολογικές επιθεωρήσεις ή, έστω, σε έντυπα πρώτης γραμμής; Προφανώς, στον πάντοτε αποσυνάγωγο Καββαδία δεν θα ταίριαζε ένα περισπούδαστο και απόλυτα ελεγχόμενο από τις πολιτικές αρχές μέσο, ούτε καν μια καθοδηγούμενη πολιτικά επιθεώρηση, αλλά κάτι που θα του επέτρεπε τέτοιες μύχιες εξομολογήσεις. Βέβαια, οι συγκεκριμένες συνεντεύξεις καταρρίπτουν τον μύθο του ποιητή που αρνιόταν να μιλήσει δημόσια.
Όχι τυχαία η πιο πετυχημένη συνέντευξη της εποχής παραχωρείται στο περιοδικό «Εικόνες» το 1962 και στον φέρελπι τότε εκπρόσωπο της δημοσιογραφίας Φρέντυ Γερμανό. Η εμβληματική εκδότρια Ελένη Βλάχου πίστευε ότι η εν λόγω συνέντευξη όχι μόνο θα στοιχειοθετούσε ένα πλήρες προφίλ του ποιητή αλλά ότι θα επανέφερε το όνομα του Καββαδία δυναμικά στο προσκήνιο. Άλλωστε, είχε φροντίσει ήδη να επανεκδώσει στις εκδόσεις Γαλαξίας, σε έναν τόμο αυτήν τη φορά, τις δύο του συλλογές Μαραμπού και Πούσι.
Ας μην ξεχνάμε ότι τα χαρτόδετα βιβλιαράκια του Γαλαξία, που εξέφραζαν το πρωτοποριακό βλέμμα της εκδότριας Βλάχου, φιλοξενώντας ταυτόχρονα τίτλους όπως η Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη και το Μηδέν και Άπειρον του Καίσλερ, σκοπό είχαν να συνδυάσουν το έργο κορυφαίων ποιητών, όπως ο Σεφέρης ή ο Ελύτης, με τις μαζικές εκδόσεις, ακολουθώντας, εν πολλοίς, το παράδειγμα του αγγλικού Penguin.
Για πρώτη φορά εκλεκτοί ποιητές, που ως τότε φιλοξενούνταν σε ακριβούς τόμους και στα υψηλά σαλόνια, μπορούσαν κυριολεκτικά να υπάρξουν στα περίπτερα – ακόμα και σε αυτόματο πωλητή, που για πρώτη φορά υιοθετήθηκε στον ελληνικό χώρο μόλις στις αρχές της δεκαετίας του '60!
Με τα φιλοτεχνημένα από τον Μόραλη εξώφυλλα και με μια κοινή αισθητική για όλα σχεδόν τα βιβλία, οι εκδόσεις Γαλαξίας επανέφεραν ουσιαστικά τον Καββαδία στην επικαιρότητα, μετά την πρώτη έκδοσή του, και σε συνδυασμό με τη συνέντευξη στον Φρέντυ Γερμανό έκαναν το περιβόητο Μαραμπού κυριολεκτικά πρωταγωνιστή των ημερών.
Πάντως, ο Καββαδίας έχει κατά νου ότι τα φώτα της δημοσιότητας δεν πρέπει να απομακρύνουν τη ματιά του από το ουσιώδες, που είναι η τέχνη του.
Ωστόσο, τον βοηθούν να ανιχνεύσει και ο ίδιος την έντονη αποτύπωση που είχε το προσωπικό του βίωμα στα ποιήματά του: «Βέβαια, όταν έχεις αντικρίσει το πρώτο φως στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας, τα πράγματα πρέπει να σου έρχονται κάπως αλλιώτικα στη ζωή. Είσαι από γεννησιμιού σου σφραγισμένος μ' ένα μακρινό όνειρο που απλώνει στην οθόνη της φαντασίας σου πέρα από το Φισκάρδο της Κεφαλλονιάς, πέρα από τα νοικοκυριά του Πειραιά» (από συνέντευξη στο περιοδικό «Τετράδιο» του Φώντα Λάδη και του Δημήτρη Γκιώνη).
Συγκλονιστική, φέρ' ειπείν, είναι η περιγραφή, στη συνέντευξη στη Φλέρρυ Κούβελα-Τασιάκου που δημοσιεύτηκε μετά θάνατον, της σχέσης που έχει με τις γυναίκες, αφού παντρεμένος ήταν μόνο με τη θάλασσα: «Πολλές ήρθαν γιατί τις κολάκευε η συντροφιά μου, άλλες για να δοκιμάσουν κάτι παραπάνω απ' όσα έγραφα. Κάποιες επειδή πλήττανε, μερικές τυχαία, κι άλλες για τις "ζωγραφιές" μου. Αν τις άφηνα, θα κόβανε με ξυράφι ή τα δόντια τους ένα κομμάτι για να το πάρουνε μαζί τους. Μα, υπάρχουν και "ζωγραφιές" που καμία δεν είδε. Όταν πεθάνω, θέλω αυτές οι ζωγραφιές να μη σαπίσουν, να γίνουν αμπαζούρ, να φωτίσουν τα όνειρα των στερημένων».
Τότε είναι που μεταφράζεται και στο εξωτερικό –στα γαλλικά από τον Μισέλ Σονιέ, που είχε μεταφράσει και Σεφέρη–, ενώ η Βάρδια εκδόθηκε το 1969, η οποία, όπως τονίζει ο Γελασάκης σε υποσημείωση στο βιβλίο: «Επανεκδόθηκε το 1989 από τις εκδόσεις Climats με τον τίτλο Le Quart και συμπεριελήφθη στο αφιερωματικό τεύχος της "Libération" με τα εκατό σημαντικότερα βιβλία της χρονιάς, δίπλα σε βιβλία του Μπέκετ, του Φίλιπ Ροθ, του Mίλαν Κούντερα. Η Βάρδια του Καββαδία είναι από τα ελάχιστα ελληνικά βιβλία που κυκλοφόρησαν στη Γαλλία σε έκδοση τσέπης».
Πολύγλωσσος, περίεργος και πολυμαθής, ο Καββαδίας διαβάζει στο πρωτότυπο Τριστάν Κορμπιέρ, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Σαρλ Μποντλέρ, Κάρσον Μακάλερς, ενώ είχε σπεύσει να αποδώσει στα ελληνικά, εκτός από τις υπόλοιπες μεταφράσεις του, και ένα απόσπασμα από τον Ευγένιο Ο'Νιλ. Όντας απομακρυσμένος από τις ποταπές επιταγές της καθημερινότητας, ήταν απόλαυση για εκείνον να εντάσσεται σε μια κατάσταση όπου η τέχνη σε κάθε της λεπτομέρεια –ποίηση, ζωγραφική– γίνεται σύμβολο απ' όπου διαφαίνεται η θεία ολότητα της ζωής.
Η θεία μετάληψη είναι το θαλασσινό νερό «στάλα τη στάλα συναγμένο από το κορμί σου» και οι υπερβατικές θεότητες δεν είναι άλλες από τα πάντοτε ανήσυχα υδάτινα στοιχειά. Η ύπαρξή του, γραμμένη πάνω στον θαλασσινό αέρα –ήθελε, αφού πεθάνει, το σώμα του να πεταχτεί στον ωκεανό–, ανοιγόταν διαρκώς στο άπειρο και γινόταν εφήμερη και αιώνια μαζί, όπως οι άγριες φιγούρες από τις ελαιογραφίες του Γκόγια.
Το γούστο του δεν είχε τον γλυκό αέρα της Μεσογείου αλλά των μακρινών ωκεανών και δεν έκλεινε ποτέ προς το καθαρό προφίλ του ελληνικού αγάλματος αλλά μάλλον προς τη σκανδαλιάρικη υπόσταση ενός μυθικού θεού, όπως ο Ποσειδώνας που σηκώνει μανιασμένος την τρίαινα. Και αυτό το νερό που τραντάζει ο θεός μανιασμένα είναι από μόνο του όριο και άπειρο, είναι η κινούμενη, αλλά λαγαρή μορφή που ζωγραφίζει το άγριο παιχνίδι των κυμάτων.
Εδώ ακριβώς έγκειται, λοιπόν, κατά τη γνώμη μας η μεγάλη διαφορά του από τον Σεφέρη: ενώ τα πάντα στον Καββαδία μεταβάλλονται ανάλογα με το σχήμα του νερού και γίνονται αγαπημένο κορμί, ζωή ή αμαρτία, για τον Σεφέρη είναι ένα άχραντο Είναι που πάνω του εγγράφονται η μοίρα και η Ιστορία. Η αγάπη τους, βέβαια, ήταν αμοιβαία –καλά κάνει και αποκαθιστά στο ειδικό παράρτημα του βιβλίου ο Μιχάλης Γελασάκης τις φήμες για διαλυμένη σχέση, κάνοντας λόγο απλώς για παρεξήγηση–, αλλά οι διαφορές τους μάλλον είχαν να κάνουν με μια διαφορετική κοσμοθεωρία.
Ο Καββαδίας βρίσκεται πιο κοντά στο πνεύμα του «αδελφού» του, όπως αποκαλούσε τον Καραγάτση, στον οποίο εξομολογείται χαρακτηριστικά σε ένα ανέκδοτο γράμμα που περιλαμβάνεται στο βιβλίο με τη γνωστή αφηγηματική του διάθεση, που μετέτρεπε τα πάντα σε αφορμές μυθοπλασίας: «Τα αξίζουν όλ' αυτά για μας που γεννηθήκαμε έχοντας μέσα μας τον κυκλώνα. I grow old... I grow old... θυμάμαι τη μέρα που γνωριστήκαμε. Δεν πιστεύω να 'μαστε πιο νέοι από τώρα. Είχαμε την ίδια πείρα με τη σημερινή. Μπορεί και περισσότερη. Κατόπι αλλάξαμε πορεία. Εσύ έφερες από τα ταξίδια σου ακριβές πέτρες, μόσκο και πολύχρωμα υφάσματα. Γνήσια και ακριβά. Εγώ ένα βραδύγλωσσο παπαγάλο μαδημένο και μια ψωριασμένη μαϊμού που τρίβει το πράμα της. Θαύμασα και πάντα λατρεύω αυτά που μας κόμισες. Αγάπησες τη μαϊμού και τον παπαγάλο μου. Αυτό ήταν όλο. Και γίναμε φίλοι».
Φίλος ήταν, πάντως, με τους περισσότερους λογοτέχνες της εποχής, αλλά και με γυναίκες – είναι πολύ παραστατική η περιγραφή της Άλκης Ζέη για τον Κόλια και το πώς εκείνος κατάφερε να τη «φυγαδεύσει» στη Θεσσαλονίκη, φοιτήτρια ακόμα της δραματικής σχολής, για να βρει τον μελλοντικό σύζυγό της Γιώργο Σεβαστίκογλου.
Ήταν η εποχή των διώξεων και των κατατρεγμένων και είναι γνωστές, σε πολλές περιπτώσεις, οι καίριες παρεμβάσεις του επίσης κυνηγημένου Καββαδία, καθώς μετέφερε όχι μόνο ανθρώπους ως λαθρεπιβάτες αλλά και επιστολές ή μηνύματα.
Ήταν αυτός ο λόγος που δυσκολεύτηκε να πάρει το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή –ο ναυτικός του φάκελος αποκαλύπτεται πλήρως στο βιβλίο– και που από τις επιστολές του έλειπαν εντελώς οι πολιτικές αναφορές, αφού είχε επίγνωση ότι τις παρακολουθεί η λογοκρισία. Και είναι ο Στρατής Τσίρκας, με τον οποίο είχαν μόνιμη επαφή, που τον προειδοποιούσε πάντα για τις πιθανές παγίδες, ενώ ο Καββαδίας, από την πλευρά του, τον προασπίστηκε μετά τη διαγραφή του από το ΚΚΕ και τον πόλεμο που δέχτηκε για τα κείμενά του για τον Καβάφη.
Η νεκρολογία του Νίκου Καββαδία από τον Στρατή Τσίρκα στο «Βήμα» το 1975 είναι η απόδειξη μιας ουσιαστικής φιλίας και της βαθιάς αγάπης που αξίωνε πάντα απ' όλους όσοι τον προσέγγιζαν αυτός ο αιώνιος προασπιστής της ύπαρξης, ο αμετανόητος ποιητής των οριζόντων: «Εκείνο που κατόρθωσε ο Καββαδίας και θα μείνει αιώνια κληρονομιά στα Γράμματά μας είναι τούτο: στην ελληνική δίψα της θαλασσινής αναζήτησης, για την προσέγγιση της ψυχής, με την απέραντη ομορφιά του ανθρώπου και της φύσης, για τη χαρά και τον εξευγενισμό τους, έδωσε με την ποίησή του ένα νέο ρίγος, και μια νέα διάσταση, ρωμέικη αλλά δίχως στενόκαρδα σύνορα. Κι αυτό οι νέοι του τόπου του, αγόρια και κορίτσια, που επάνω τους ακούμπησε τις ελπίδες του και που, με τη σειρά τους, αγάπησαν με πάθος το έργο του και τον άνθρωπο του έργου, θα έχουν πάντα μπρος στα μάτια τους, όπως τους φάρους που τραγούδησε: Δικαιοσύνη, έρωτα κι ελευθερία».
Το βιβλίο του Μιχάλη Γελασάκη «Νίκος Καββαδίας – Ο αρμενιστής ποιητής» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 10.2.2021
σχόλια