ΝΟΜΠΕΛ ΣΕ ΕΝΑΝ ΠΑΛΙΑΤΣΟ; Σ' έναν παλιάτσο και μάλιστα αριστερό;
Το 1997, όταν ο Ντάριο Φο τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, ένα μεγάλο μέρος των Ιταλών διανοουμένων στραβομουτσούνιασε. Ενώ ο υπόλοιπος κόσμος χειροκροτούσε την τολμηρή επιλογή της Σουηδικής Ακαδημίας, στην Ιταλία περίσσευαν τα υβριστικά άρθρα και τ’ αναθέματα.
Μία δεκαετία αργότερα, έχοντας απέναντί του την Τζουζεπίνα Μανίν, πολιτιστική συντάκτρια της Corriere della sera, για μια σειρά συνομιλιών που απλώθηκαν στο «Ο κόσμος μου» (μτφρ. Α. Χρυστοστομίδης, Καστανιώτης, 2013), o Nτάριο Φο θ’ ανακαλούσε εκείνες τις μέρες και, με το πληθωρικό του ύφος, θα σχολίαζε:
«Στο κατώφλι της δεύτερης χιλιετηρίδας, όλοι συζητούσαν ακόμα το πιο απαρχαιωμένο από τα προβλήματα της λογοτεχνίας μας: αν επρόκειτο για "υψηλή" ή για "χαμηλή" κουλτούρα. Μουχλιασμένες θεωρητικούρες, άξιες μονάχα για επαρχιακούς διανοουμενίσκους – οι οποίοι, εμπαθείς όπως είναι, καθόντουσαν και κρυφοπαρατηρούσαν ο ένας τον άλλον, παίρνοντας το μέρος της μιας ή της άλλης παρέας. Κι όταν από τις πάχνες του Βορρά έρχεται ως κεραυνός εν αιθρία μια απόφαση που τους ξενίζει, νιώθουν το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια τους...».
Σ’ αυτήν τη μακρά εξομολόγησή του, ο Φο μιλάει για τις ρίζες του και για τους αδιόρθωτους παραμυθάδες προγόνους του, για τα φοιτητικά του χρόνια στο Μιλάνο, για το εναλλακτικό πολιτικό θέατρο που υπηρέτησε σε πλατείες κι εργοστάσια, για τις επιτυχίες που τον έκαναν διάσημο, για το θανατηφόρο όπλο του γέλιου και για τη μέθη της ελευθερίας που εξακολουθούσε να διεκδικεί.
Γνήσιος απόγονος των μεσαιωνικών παλιάτσων και τροβαδούρων, ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας, γελωτοποιός, ζωγράφος, ιστορικός της Τέχνης, επαναστάτης, πολιτικός, ο Ντάριο Φο (1926-2016) έπιασε να ξετυλίξει τη ζωή του σε μια περίοδο που η αγαπημένη του Φράνκα Ράμε στεκόταν ακόμη σαν βράχος πλάι του, όταν ο ίδιος είχε μόλις συμπληρώσει τα ογδόντα και το καρνέ του ξεχείλιζε από υποχρεώσεις για έναν καλύτερο κόσμο, για έναν πλανήτη λιγότερο βίαιο.
Σ’ αυτήν τη μακρά εξομολόγησή του, ο Φο μιλάει για τις ρίζες του και για τους αδιόρθωτους παραμυθάδες προγόνους του, για τα φοιτητικά του χρόνια στο Μιλάνο, για το εναλλακτικό πολιτικό θέατρο που υπηρέτησε σε πλατείες κι εργοστάσια, για τις επιτυχίες που τον έκαναν διάσημο, για το θανατηφόρο όπλο του γέλιου και για τη μέθη της ελευθερίας που εξακολουθούσε να διεκδικεί.
Κι ακόμη, μιλούσε για τη σχέση του με τη θρησκεία, για τις περιπέτειές του με τη λογοκρισία, για τις ηδονές του συζυγικού του βίου, για το μεγαλείο του Λεονάρντο και του Καραβάτζο, που τον ενέπνευσαν σε δύο μεγάλα θεάματα, για τα διδάγματα που άντλησε από τον Τζόρτζιο Στρέλερ, όπως και για τη συνεργασία του, στο σενάριο μιας ταινίας που δεν γυρίστηκε ποτέ, με τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι – «έναν άνθρωπο πολύ μετρημένο με τον οποίο δύσκολα ερχόσουν σ’ επαφή, την ευφυΐα όμως και την κουλτούρα του οποίου διαισθανόσουν αμέσως».
Πώς ήταν ο Ντάριο Φο ως παιδί; «Ένας κατεργάρης φυσικά. Πάντα έτοιμος να παραβώ τους κανόνες, να επινοήσω από την αρχή την πραγματικότητα… Η μεγάλη τύχη που εύχομαι σε κάθε παιδί είναι να έχει μια θαυμάσια οικογένεια. Όπως η δική μου. Όπου τα χρήματα δεν περίσσευαν μεν, αλλά η τρυφερότητα, η καλή διάθεση, η φιλοξενία, ναι».
Μεγαλωμένος στην εξοχή, στο χωριό Σαν Τζάνο της επαρχίας Βαρέζε, κάτω «από τον αστερισμό της ελευθερίας και της ειρωνείας», ο Φο ουδέποτε απέκτησε κομματική ταυτότητα. «Οι εκκλησίες δεν είναι για μένα, ούτε εκείνες της Δεξιάς ούτε εκείνες της Αριστεράς... Ένα κόμμα έχει πάντα ηγεσίες κι εμένα οι ηγεσίες, τα διευθυντήρια, οι κορυφές, δεν μου αρέσουν. Όταν βρίσκεσαι εκεί ψηλά, δεν είναι εύκολο να δεις καλά όσα συμβαίνουν στα χαμηλά, καλύτερα επομένως να μένεις στην πεδιάδα, στη βάση, ανάμεσα στους κοινούς ανθρώπους».
Ακόμα μεγαλύτερη, όμως, ήταν η αποστροφή του για «τις τρομερές παρεκκλίσεις της τρομοκρατίας», που τα μολυβένια χρόνια του '70 έβαψαν με αίμα τις ελπίδες για μια πολιτισμική και αναπτυξιακή αναγέννηση της Ιταλίας, πλήττοντας καταστρεπτικά και την ταυτότητα της Αριστεράς.
Ανάμεσα, άλλωστε, στους νέους που έπεσαν στην παγίδα του ένοπλου αγώνα ήταν κι ο γιος του ο Γιάκομπο. «Ευτυχώς κατάφερε ν’απεμπλακεί. Ο κίνδυνος όμως υπήρξε. Πόσω μάλλον που έχοντας δυο γονείς ήδη στρατευμένους στην άκρα αριστερά, ο Γιάκομπο, όπως συμβαίνει συχνά στα παιδιά, για να τους ξεπεράσει και να επιβεβαιώσει την ταυτότητά του, έπρεπε να πάει “παραπέρα”».
Αυτό που ήρθε να ολοκληρώσει το έργο της ανατροπής αξιών, ιδανικών και ηθικής, «ήταν η πολιτική διαφθορά», θυμίζει ο Φο, «η οποία φυτεύτηκε, μεγάλωσε και μπολιάστηκε με βάση τις μίζες από τον Κράξι και τους Χριστιανοδημοκράτες, και η οποία στη συνέχεια θα βρεθεί στο απόγειό της στην μπερλουσκονική εποχή. Η ακαταμάχητη άνοδος του Σίλβιο Μπερλουσκόνι εκεί έχει τις ρίζες της... Στο Μιλάνο της χρυσής εποχής του Πίκολο Τεάτρο και της Σκάλας, ο κύριος Μπερλουσκόνι δεν θα είχε καμία τύχη».