Η ζωή του Ντίνου Σιώτη αποτελεί ένα απόσταγμα σοφίας. Ένας γεμάτος βίος και μια διαρκής μετακίνηση ανάμεσα σε τόπους, ανθρώπους και μαρτυρίες. Είναι ένας συλλέκτης εμπειριών και δεινός παρατηρητής που διαμορφώθηκε από ανεξίτηλες αφηγήσεις, διαδρομές και αναγνώσεις. Εδώ και πολλά χρόνια δημιουργεί ιστορικές εκδόσεις, γράφει δοκίμια και ανθολογίες ποίησης. Σπούδασε Νομικά στο Εθνικός και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας και Συγκριτική Λογοτεχνία στο San Francisco State University.
Στην Αμερική και στον Καναδά, όπου έζησε από το 1971 έως το 1989 και από το 1997 έως το 2004, εργάστηκε ως δημοσιογράφος και ως σύμβουλος Τύπου στην πρεσβεία της Ελλάδας στην Οτάβα και στα προξενεία της Ελλάδας στο Σαν Φρανσίσκο, στη Νέα Υόρκη και στη Βοστόνη.
Αφορμή για τη συνάντησή μας αποτελεί η κυκλοφορία του τελευταίου του βιβλίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη με τον τίτλο «Τετράδια Αμερικής. Περιπλάνηση στην Αμερική του πολιτισμού και της πολιτικής». Σ’ αυτό συμπεριλαμβάνονται άρθρα, ανταποκρίσεις, κριτικές βιβλίου, συναντήσεις με συγγραφείς, προσωπογραφίες, ταξιδιογραφήματα και ξεφυλλίσματα που καλύπτουν μια περίοδο σχεδόν πενήντα χρόνων τριβής του με το άπιαστο αμερικανικό όνειρο. Στον τόμο αυτό έχει συγκεντρώσει ουσιαστικά όλα όσα έχει γράψει από το 1979 ως σήμερα, τα οποία συνθέτουν έναν ανεκτίμητο θησαυρό πληροφοριών.
«Γράφοντας για τους άλλους γράφω (και μαθαίνω πολλά) για τον εαυτό μου. Γράφοντας γίνομαι αλιεύς άγνωστων κόσμων, ανακαλύπτω άγνωστες πτυχές του ψυχισμού μου».
Έχω μπροστά μου μια πολυσχιδή και πολυγραφότατη προσωπικότητα, μια εμβληματική μορφή των γραμμάτων και των τεχνών. Είναι ευγενής, χαμογελαστός, ακούραστος και αφοπλιστικά ειλικρινής. Καθημερινά του αρέσει να ακούει το Τρίτο Πρόγραμμα, ενώ από τη συνομιλία μας φαίνεται ξεκάθαρα ότι προτιμά να εμπνέεται από τους στοχασμούς, την ποίηση, τα ταξίδια, τις περιηγήσεις και τις αναπολήσεις. Πλέον, όπως μου λέει, μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στην Τήνο και την Αθήνα. Το σπίτι-γραφείο που διατηρεί στο Κολωνάκι είναι γεμάτο βιβλία, περιοδικά, αποκόμματα εφημερίδων, προσωπικά αντικείμενα, έργα τέχνης αλλά και παλιά σπάνια λογοτεχνικά και ποιητικά περιοδικά, όπως τα «Ρεύματα» και τα «(δε)κατα».
Στη συνέντευξη που ακολουθεί μιλά για όσα συναρπαστικά έζησε στην Αμερική, για τα πρόσωπα που τον σημάδεψαν, για τη λογοτεχνία και την ποίηση, για την αξέχαστη σύζυγό του, Μπάρμπαρα, την οποία έχασε πριν λίγο καιρό, για τη μοναξιά και τη φθορά του χρόνου αλλά και για το τι θεωρεί σημαντικό στη ζωή.
— Πώς είναι η καθημερινότητά σας στην Τήνο;
Σχεδόν μαγική, σίγουρα τριφασική. Ζω στην εξοχή, στη φύση, στην πλαγιά ενός βουνού. Διαβάζω, γράφω ποιήματα, διηγήματα, κριτικές, στίχους-πολιτικά σχόλια, μεταφράζω, φτιάχνω κολάζ, ετοιμάζω δύο ετήσια διεθνή λογοτεχνικά φεστιβάλ, ένα στην Τήνο κι ένα στην Αθήνα, εκδίδω δύο λογοτεχνικά περιοδικά, ένα εξαμηνιαίο κι ένα τριμηνιαίο. Παράλληλα διευθύνω έναν μικρό μη κερδοσκοπικό εκδοτικό οίκο και ηγούμαι του Κύκλου Ποιητών, ενώ βρίσκω χρόνο για βόλτες στα χωριά, περιπάτους στις παραλίες, σκαψίματα στα παλιά λημέρια, στα σοκάκια της Χώρας.
Φροντίζω κάτι αμπέλια που φύτεψα και απολαμβάνω τη θέα του Αιγαίου – από εκεί που είναι το κτήμα βλέπω πολλά νησιά και πολλά βαπόρια ανά πάσα στιγμή, ενώ ακούγονται γάιδαροι, πρόβατα, κατσίκες, γλάροι, κοράκια, γάτες και καμιά αγελάδα. Ο θόρυβος των αυτοκινήτων δεν φτάνει ως εκεί που μένω. Η καθημερινότητα στην Τήνο είναι αρκετά ευχάριστη και αρκούντως υποφερτή, παρά τις ελλείψεις και τα μειονεκτήματα ενός μικρού νησιού.
— Τι εποχή είναι αυτή που ζούμε;
Μεγάλος μπελάς η εποχή που ζούμε, αλλοπρόσαλλη, αδιευκρίνιστη, περίεργη, τοξική, κατευθυνόμενη από συμπαντική δυσαρμονία, απευθυνόμενη στην ανθρώπινη αυταρέσκεια, τον ναρκισσισμό και τον εξατομικευμένο ωφελιμιστικό σεισμό. Είναι μια εποχή που πετάει σκοτεινές σπίθες που ίσως μας κάψουν. Γίνονται πόλεμοι πραγματικοί, ιδεολογικοί, εμφύλιοι, γεωπολιτικοί. Αν και οι εμπλεκόμενοι λαοί γνωρίζονται πολύ καλά μεταξύ τους, απλώς βαριούνται να συνομιλήσουν (αυτό θα πει πολιτισμός: διαπραγματεύσεις) και κάνουν πόλεμο και σκοτώνονται, επειδή αυτό επιτάσσουν τα γεωστρατηγικά συμφέροντα των ισχυρών του πλανήτη.
— Ποια θα λέγατε ότι είναι σήμερα η μεγαλύτερη ελληνική παθογένεια;
Η διχόνοια, η ατιμωρησία, η αντιφατικότητα, η διαφθορά και η έλλειψη οράματος και ηθικών κανόνων. Ξέρετε, είμαστε από τους πιο ανήθικους λαούς διεθνώς, κοντά στη Νιγηρία, αλλά αυτή η είδηση δεν θα γίνει ποτέ πρωτοσέλιδο ή πρώτο θέμα στις βραδινές ειδήσεις για να μας συνταράξει. Η ηθική θεωρείται ταμπού, δεν συζητάμε τέτοια θέματα, δεν μας απασχολούν, είμαστε υπεράνω, δεν είμαστε ηθικολόγοι. Την έχουμε αποκλείσει στο κέλυφός της και περιοριζόμαστε σε ελαφρύ φλερτ μαζί της, τη θεωρούμε ασθένεια. Έχουμε μπερδέψει την ηθική με την ηθικολογία. Αντί η αριστερά να είναι πρωτοπόρος στους κοινωνικούς αγώνες για το δημόσιο καλό, διακατέχεται από έναν τεχνοφοβισμό μήπως και ξυπνήσει το μέλλον.
— Το βιβλίο σας «Τετράδια Αμερικής» είναι μια προσωπογραφία της Αμερικής, γράφει ο αείμνηστος Ν. Βαλαωρίτης. Τι σηματοδοτεί αυτή η χώρα για σας;
Έζησα πολλά χρόνια στη Βόρειο Αμερική, πήγα σε μια ηλικία που καθόρισε την πορεία μου στη ζωή. Έζησα σε κοινόβιο, που ήταν το καλύτερο σχολείο. Φανταστείτε ότι από το 1973 απαγορευόταν το κάπνισμα, εκτός από το χόρτο, μέσα στο κοινόβιο, ενώ κάναμε και ανακύκλωση. Το 1973. Μετά από πολλά χρόνια ξύπνησε το παγκόσμιο ενδιαφέρον για το περιβάλλον.
Η Καλιφόρνια ήταν, και εξακολουθεί να είναι, είκοσι χρόνια μπροστά από τον υπόλοιπο κόσμο και δέκα χρόνια μπροστά από την υπόλοιπη Αμερική. Η αμερικανικότητα είναι ένας τρόπος ζωής με βάση την εργασία, τη χαρά, την προσφορά, την αισιοδοξία, την ανεξαρτησία. Μακριά από εμένα το κράτος. Επίσης, ο προσωπικός πλούτος, οι πολλές αγγλοσαξονικές αρετές, οι ιδιομορφίες και ιδιοτροπίες που τα τελευταία χρόνια έχουν αμαυρωθεί και ίσως συκοφαντηθεί από αλλοπρόσαλλους μισάνθρωπους πολιτικούς όπως ο Τραμπ.
— Γιατί αποφασίσατε να δημιουργήσετε αυτόν τον τόμο;
Είναι ένα έργο ζωής και είπα να μην πάνε χαμένα τόσα πολλά που είχα γράψει για την Αμερική, τα οποία ήταν διάσπαρτα σε εφημερίδες και περιοδικά, από το 1973 μέχρι το 2022. Κοντά πενήντα χρόνια τριβής με την Αμερική. Τα συγκέντρωσα και τώρα υπάρχουν σε έναν τόμο. Μου πήρε επτά χρόνια να τα συμμαζέψω. Όσο τα συμμάζευα ήταν σαν να δημιουργούσα χειροποίητες αναμνήσεις. Είναι ένας φακός που εστιάζει στο αμερικανικό μου σώμα, ένας κόσμος όπου συνοψίζεται ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου.
— Περιγράψτε μας μια εικόνα που δεν θα ξεχάσετε ποτέ από κείνα τα χρόνια στην Αμερική. Επίσης, θα ήθελα να μας μιλήσετε για μια ανεξίτηλη συνάντηση από τις τόσες προσωπικότητες που γνωρίσατε.
Ήταν η συνάντηση με τον Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ. Σε μια δεξίωση στη Βοστόνη το 1997 (τότε ήμουν σύμβουλος Τύπου στο προξενείο μας εκεί). Μου έγνεψε να πάω να καθίσω στο τραπεζάκι που καθόταν με τη γυναίκα του. Τον προσπέρασα. Σχεδόν τον αγνόησα. Νόμιζα ότι έγνεφε σε κάποιον άλλον δίπλα μου ή πίσω μου. Σε πέντε λεπτά μού γνέφει ξανά θυμωμένος, σχεδόν εξαγριωμένος. Είχα βρεθεί ξανά στο ίδιο σημείο του οπτικού του ενδιαφέροντος. Πλησιάζω και του λέω: «Σε μένα απευθύνεστε;» και μου απαντά: «Ναι», ενώ ταυτόχρονα μου λέει: «When you see an empty seat, take it».
Ήρθε κι ο γιος του σε λίγο. Είχαμε μια απίθανη κουβέντα, λες και γνωριζόμασταν χρόνια. Μου μίλησε για τους Κένεντι, τον Τζόνσον, τον Χρουστσόφ, τον Κάστρο, τον Τίτο, τον Γκάντι, τον Μακάριο, τον Τριντό, τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Νίξον, τον Κλίντον. Τους ήξερε όλους. Κάνα δυο από τις ιστορίες που μου έλεγε τις ήξερα, αλλά τον άφηνα να τις λέει διότι το απολάμβανε. Όταν στο τέλος τον ρώτησα γιατί έγνεψε σε εμένα να καθίσω δίπλα του, μου είπε «I knew something was going on with you. You are a poet, not a bureaucrat». Ίσως επειδή ήμουν ο πιο σκούρος από όλους εκεί.
— Σήμερα, πώς βλέπετε την κατάσταση στις ΗΠΑ και τι έχει αλλάξει από την εποχή που ζούσατε εσείς εκεί;
Πολλά, πάρα πολλά, είναι μια άλλη χώρα. Σαν να έχει αδειάσει απ’ τον κόσμο της και ένας άλλος κόσμος να έχει μετοικήσει εκεί. Η Αμερική που διαβάζουμε στα μυθιστορήματα του Ντον ντε Λίλο, του Κουρτ Βόνεγκατ, του Τομ Γουλφ, του Τόμας Πίντσον, του Νόρμαν Μέιλερ, του Γκορ Βιντάλ, δεν υπάρχει πια. Κάτι συνέβη μετά την τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους τον Σεπτέμβριο του 2001 και η Αμερική κουμπώθηκε. Η αμερικανικότητα άλλαξε, παραμορφώθηκε. Έχει γίνει έθνος ατομιστών.
Δεν ήταν ποτέ μια τέλεια χώρα, αλλά ήταν πολύ καλύτερη από αυτή που είναι σήμερα. Έχει αποσαρθρωθεί η μεσαία τάξη. Υπάρχει μεγάλη φτώχεια και πολλοί σούπερ πλούσιοι. Είναι μια διχασμένη χώρα. Κυριαρχούν οι αγορές. Υπάρχει μια απότομη στροφή προς τον υπερσυντηρητισμό, την οπλοκατοχή, την ξενοφοβία, το μίσος για το διαφορετικό. Τοξικότητα, ελιτισμός και λαϊκισμός μάχονται για την κατάκτηση του μέσου Αμερικανού. Οι δημοκρατικές αξίες σε οπισθοχώρηση, σε άτακτη φυγή.
— Έχετε ζήσει στην Καλιφόρνια, στη Νέα Υόρκη, στο Οντάριο, στη Βοστόνη, στην Αθήνα και στην Τήνο. Ποιον προορισμό λατρέψατε περισσότερο και γιατί;
Το Σαν Φρανσίσκο, τη χρυσή δεκαετία του ’70. Έμεινα εκεί, όπου και σπούδασα, από το 1971 έως το 1982. Έγραψα το μυθιστόρημα «Δέκα χρόνια κάπου». Υπήρχαν ακόμη γνήσιοι χίπηδες, παιδιά των λουλουδιών, ειλικρίνεια, συντροφικότητα, ανοιχτότητα, ανεκτικότητα, κοινοβιακή ζωή, ορμή για ουτοπία, τίποτε ψεύτικο, βαρβάτο αντιπολεμικό κλίμα λόγω Βιετνάμ, πορείες ειρήνης, διαδηλώσεις υπέρ των «εισαγόμενων» Λατινοαμερικανών εργατών γης, υπήρχαν μπιτ ποιητές, υπήρχαν language poets, ο Σαντάνα, ο Κόπολα, ο Γκίνσμπεργκ, η Μάγια Αγγέλου, ο Χάρβεϊ Μιλκ, ο Αμίρι Μπαράκα, ο Τεντ Τζόουνς, υπήρχε πλήθος Λατινοαμερικανών αντικαθεστωτικών που μάχονταν να ανατρέψουν τις αμερικανοκίνητες δικτατορίες στη Χιλή, το Ελ Σαλβαδόρ, τη Γουατεμάλα, την Αργεντινή, τη Νικαράγουα, υπήρχε αύρα γκέι και ατμόσφαιρα ροκ με τον απόηχο του Γούντστοκ, του «Ζαμπρίσνκι Πόιντ», του «Φράουλες και αίμα», των Επτά του Σικάγο και των Μαύρων Πανθήρων του Όκλαντ.
Όλα αυτά έδεναν σφιχτά σε μια γνήσια πανανθρώπινη έκφραση κατανόησης και αλληλεγγύης. Αλλά τίποτε από αυτά δεν έδινε σημεία ζωής το 2019 που πήγα ξανά στο Σαν Φρανσίσκο, έπειτα από πολλά χρόνια. Ο διεθνισμός και το επαναστατικό πνεύμα της δεκαετίας του ’70 είχαν εξαϋλωθεί. Η πόλη μού θύμιζε μια απέραντη, ακριβή μπουτίκ, ένεκα και της επέλασης της Σίλικον Βάλεϊ.
— Ως μαθητής γυμνασίου γράφετε τα πρώτα σας κείμενα στην τοπική εφημερίδα, τον «Φάρο της Τήνου». Πώς ένα παιδί ανακαλύπτει τον κόσμο της ανάγνωσης και των βιβλίων;
Ένα παιδί σαν εμένα, που μεγάλωσε σε ένα σπίτι χωρίς κανένα βιβλίο εκτός από εκκλησιαστικά και πατερικά κείμενα, διάβαζε κάθε βράδυ την εφημερίδα «Ελευθερία» που αγόραζε ένας παπάς στη γειτονιά. Αυτή ήταν μια εξοικείωση με τη μελέτη. Επίσης, χάζευε στο μικρό τυπογραφείο όπου τυπωνόταν η τοπική εφημερίδα γιατί του άρεσε η μυρωδιά της μελάνης και η διαδικασία της εκτύπωσης, ο θόρυβος των μηχανημάτων, η μαγεία να βλέπεις κάτι να τυπώνεται. Τα βιβλία ήρθαν πολύ αργότερα, δεν ήμουν πια παιδί αλλά έφηβος. Το πρώτο ποίημα, δεκατεσσάρων ετών, λέει «Πετούν εδώ, / πετούν εκεί / αδιάκοπα οι γλάροι, / αύριο θα ’ρθει η θεια Μαρούλα να με πάρει», με αφορμή το τέλος της κατασκήνωσης. Βιβλία ως παιδί ήξερα μόνο τα σχολικά.
— Πείτε μας μια ανάμνηση από την παιδική σας ηλικία που ακόμα κυριαρχεί στη μνήμη σας.
Θα ήμουν τεσσάρων με πέντε χρόνων στην Τήνο. Δεκαπενταύγουστος. Είχα χωθεί για πολλές ώρες κάτω απ’ το πανί που κάλυπτε τη λατέρνα του λατερνατζή. Τον ακολουθούσα κρυμμένος εκεί. Με είχε πάρει χαμπάρι αλλά δεν τον ένοιαζε. Η μουσική της λατέρνας με είχε μαγέψει. Έπλεα σε έναν κόσμο φωτεινό, μυθικό, μαγικό, μελωδικό. Ήθελα αυτό ποτέ να μην τελειώσει. Στο σπίτι με θεωρούσαν εξαφανισμένο, η Χωροφυλακή και το Λιμενικό με αναζητούσαν. Όταν το απόγευμα πείνασα και εμφανίστηκα, έφαγα το ξύλο της χρονιάς μου. Αξέχαστη η μουσική, με σημάδεψε βαθιά. Ξεχασμένο το ξύλο.
— Ποια είναι η σημασία της λογοτεχνίας στη ζωή μας;
Νομίζω η λογοτεχνία ανοίγει δρόμους που δίνουν νόημα στη ζωή μας, μας ταξιδεύει, μας ωριμάζει, μας ανοίγει ορίζοντες, μας εκθέτει σε αλήθειες που φέρνουν ανατροπές, δεν μας αφήνει να εφησυχάζουμε στα κεκτημένα αλλά μας δείχνει την υπέρβαση και μας προκαλεί να τολμήσουμε το άλμα προς το μέρος της. Η λογοτεχνία δεν έχει έτοιμες λύσεις και απαντήσεις, θέτει όμως καίρια ερωτήματα και αιτήματα. Ναι, λογοτεχνία σημαίνει υπέρβαση, αμφισβήτηση, σύγκρουση με την επανάπαυση, τη συντήρηση και αναζήτηση του νέου.
— Μέσα από το γράψιμο έχετε μάθει πράγματα για τον εαυτό σας τα οποία δεν γνωρίζατε;
Γράφοντας για τους άλλους γράφω (και μαθαίνω πολλά) για τον εαυτό μου. Γράφοντας γίνομαι αλιεύς άγνωστων κόσμων, ανακαλύπτω άγνωστες πτυχές του ψυχισμού μου. Στα εξήντα χρόνια που γράφω έχω μάθει να ανακαλώ χοντροκομμένες μνήμες και να φτιάχνω σε συνέχειες ένα ατελείωτο ποίημα. Η μνήμη γράφει την ψυχή, σαν τρωκτικό ανοίγει τρύπες πάνω της απ’ όπου φαίνεται το μάταιο του κόσμου ετούτου αλλά και το θαύμα της ζωής.
— Ποια είναι η θέση της ποίησης στη σύγχρονη εποχή;
Η ποίηση κλείνει την πόρτα της μόνωσης και διώχνει την αίσθηση της μοναξιάς. Σε παίρνει απ’ το χέρι, σε βγάζει βόλτα και σου δείχνει τις χάρες, τις χαρές και τις ομορφιές της ζωής, αλλά και τις λύπες και τις στεναχώριες. Έχει τη δυνατότητα να είναι το αντίδοτο στη βαρβαρότητα, στην κατάπτωση στα ερέβη, στην κατάθλιψη, στην καταβύθιση σε αντιφάσεις. Σου ανοίγει τον δρόμο να ξεφύγεις απ’ τον φόβο που σε πολιορκεί. Σου δίνει την ενέργεια να δώσεις στη ζωή σου νόημα και να την κάνεις όχι απλώς υποφερτή αλλά και ενδιαφέρουσα.
— Τι μας μαθαίνουν τα ταξίδια;
Πολλά, όλα χρήσιμα. Τα ταξίδια είναι ο μεγαλύτερος δάσκαλος και συλλέκτης ιστοριών, πληροφοριών, εμπειριών και γνωριμιών, αρκεί να ταξιδεύεις με το μυαλό, τα μάτια και τα αυτιά ανοιχτά για να μαθαίνεις καινούργια πράγματα και εμπειρίες, να τα αφομοιώνεις και να τα φέρνεις στον τόπο σου και όχι να ταξιδεύεις για να τρως εξωτικά φαγητά και να τραβάς σέλφι.
— Τι χρειάζεται για να γράψεις ποίηση; Ένα δυνατό συναίσθημα; Μια αξέχαστη εμπειρία;
Μια ιδέα, κάτι που άκουσες, που διάβασες, που είδες και σου προκαλεί έναν ερεθισμό, μια λάμψη, ένα πετάρισμα του νου. Χθες περπατώντας άκουσα κάποιον να λέει στον διπλανό του «Να σου πω κάτι να τρελαθείς». Μου άρεσε αυτή η κουβέντα και έγραψα ένα ποίημα ξεκινώντας με αυτήν τη φράση. Αλλά σίγουρα και μια εμπειρία. Ένα ποίημα μπορεί να είναι η απεικόνιση μιας κατάστασης, ενός συναισθήματος, μιας στιγμής ή η αναγεννητική διέγερση μιας αφύπνισης. Δεν παίρνει χρόνο. Σαν να σπας ένα αβγό. Εκτός αν είναι κάτι μακρύ, οπότε παίρνει λίγο παραπάνω.
Υπάρχουν φορές που το ποίημα στριφογυρνάει στο μυαλό μου επί ώρες, το γράφω με τον νου μου, κάπου θέλει να το βολέψω αλλά δυσκολεύομαι, αλλά στο τέλος βρίσκω χώρο και τρόπο να το γράψω και η σύνθεση είναι κάπως πιο μεγάλη. Είμαι της αυτόματης, ακατέργαστης γραφής, του κολάζ των λέξεων, της σύνθεσης κατά συρροή και εξ επαφής. Είμαι σαν μια μηχανή που γράφει μη μηχανική ποίηση. Σαν να βγάζω πέτρα από το λατομείο. Γράφω καθημερινά αρκετά ποιήματα, αλλά τα περισσότερα από αυτά είναι «ποιήματα».
— Ένας έρωτας που σας σημάδεψε; Να υποθέσω η αγαπημένη σας γυναίκα, Μπάρμπαρα;
Ναι, η Μπάρμπαρα. Τρεις έρωτες με σημάδεψαν, και οι τρεις με Αμερικανίδες, οι δύο Εβραίες, η τρίτη η Μπάρμπαρα, μια WASP. Ο ένας έρωτας οδήγησε στον άλλον και ο άλλος στον επόμενο. Ο έρωτας είναι ο καταλύτης των πάντων, η κινητήριος δύναμη, χωρίς αυτόν είμαστε καρυδότσουφλα. Η ιστορία μας είναι ο έρωτάς μας, ένα γεγονός που σταθμίζει τα πάντα. Άνευ έρωτος καλαμιά στον κάμπο, ουδέν πρακτέον.
— Έχετε πει στο παρελθόν «Αν δεν μάθουμε να αγαπάμε, δεν θα ξέρουμε ποτέ πώς να ζούμε». Γιατί;
Διότι χωρίς αγάπη δεν υπάρχει ζωή. Η αγάπη μάς δίνει αυτοδυναμία, καθορίζει τους πλόες μας στον βίο και μας δίνει την ισχύ να αντιμετωπίζουμε τα πάντα με στωικότητα. Η αγάπη προσφέρει σταθερότητα, είναι μεγαλόθυμη και καλό θα ήταν να είναι διδακτέα ύλη στα δημοτικά σχολεία μαζί με τη γραμματική, την αριθμητική και τα οφέλη της φιλαναγνωσίας. Το να ξέρεις ν’ αγαπάς σημαίνει πως έχεις λύσει τα μισά από τα προβλήματα της ζωής σου.
— Έχετε βιώσει την πληρότητα;
Κατά καιρούς και σε διάφορα στάδια. Τώρα που είμαι μεγάλος όλο και πιο συχνά. Η ωριμότητα έχει πολλές πτυχές και χάρες που δεν κρύβονται. Υπάρχουν μέρες που λέω στον εαυτό μου «δεν ήθελα να είμαι κάπου αλλού από εδώ που είμαι τώρα». Αυτό είναι πληρότητα, αυτό σημαίνει πως δεν φοβάσαι τι θα σου φέρει το μέλλον.
— Τι είναι για σας ευτυχία;
Να δώσεις το ένα σου νεφρό σε κάποιον που το έχει ανάγκη, να σηκώσεις κάποιον που έχει πέσει, να πιστεύεις πως ο αγνοούμενος θα επιστρέψει κι ας έχεις πάει στην κηδεία του (δηλαδή να ελπίζεις και να είσαι αισιόδοξος), να δώσεις από εκείνο που δεν έχεις, να είσαι δοτικός και ευγενής όταν οι πάντες γύρω σου αναλώνονται στο μίσος, την αλαζονεία, την εγωπάθεια και τον ναρκισσισμό. Γενικά, να προσφέρεις όταν κανείς δεν σε βλέπει.
— Το μεγαλύτερο λάθος σας;
Πολλά μικρά λάθη, κανένα μεγάλο. Όταν δεν έστειλα στον Φερλινγκέτι τη μετάφραση του μυθιστορήματός μου «Δέκα χρόνια κάπου» που με τη Νάνσι Πίτερς μου είχε ζητήσει για πιθανή έκδοση από τον οίκο City Lights. Όταν δεν πήρα τηλέφωνο τον Τζον Άσμπερι επειδή είχα χάσει τον αριθμό ή τη Λόρι Άντερσον επειδή ήμουν αμήχανος. Γενικά είμαι απρόσεκτος, ανοργάνωτος και κάπως επιπόλαιος, αλλά πολύ τυχερός. Είχα ευκαιρίες να συνάψω φιλία με σπουδαίους των γραμμάτων, αλλά ποτέ δεν έπαιρνα τον εαυτό μου στα πολύ σοβαρά. Δεν το επεδίωξα. Τότε, τη δεκαετία του ’70, έβλεπα τον εαυτό μου λίγο ως δημοσιογράφο, λίγο ως ποιητή, λίγο ως αριστερό ακτιβιστή, λίγο ως περιθωριακό άτομο. Λίγο απ’ όλα.
Ποτέ δεν είχα την αίσθηση της ευθυνοφοβίας. Ακόμη και στη συνάντηση με τον Γκίνσμπεργκ και τον Μπάροουζ σε ξενοδοχείο στο Μπόλντερ του Κολοράντο το 1976 (που δέκα λεπτά πριν την είχα δει στον ύπνο μου ακριβώς όπως εξελίχθηκε), δεν έδειξα την απαιτούμενη τόλμη ή το θράσος να φερθώ κατά το πώς όριζαν οι περιστάσεις. Ήμουν σεμνός. Ή όταν συνάντησα τον Ελύτη στο διαμέρισμά του τον Μάιο του 1988, δεν ήθελα να δώσω συνέχεια. Με ενόχλησε κάτι που είπε για το οποίο δεν θέλω να μιλήσω και με έκανε επιφυλακτικό. Διότι τότε ήμουν ακραίος φεμινιστής. Σε αντίθεση με τον Ρίτσο που ήταν γλυκύτατος.
— Υπάρχει μια πληγή που σας ακολουθεί ακόμη;
Δεν υπάρχει. Εκτός της πληγής του πένθους. Οπότε, ναι, υπάρχει η πληγή του πένθους από αγαπημένα πρόσωπα που έχουν φύγει και είναι μια πληγή που δεν κλείνει ποτέ.
— Ποιο είναι το κέρδος και ποιο το κόστος της μοναξιάς;
Υπάρχει η γοητεία της μοναξιάς που την ανακαλύπτεις σε στιγμές δημιουργικές και που σου δίνει μια αίσθηση πληρότητας, απεριόριστης ελευθερίας και ανεμελιάς. Με κόστος τη μόνωση. Αλλά και η μόνωση είναι μια μορφή δοκιμασίας που μπορεί να γίνει απαρχή πορείας προς τον πυρήνα των πραγμάτων και της ύπαρξης.
— Σας τρομάζει η φθορά του χρόνου;
Και ποιον δεν τρομάζει, γιατί να είμαι εγώ η εξαίρεση; Αλλά όχι κάτι το συνταρακτικό, όχι ότι σκέφτομαι τις αρρώστιες ή τον θάνατο. Απλώς τα γεράματα σε φθείρουν και σε φέρνουν αντιμέτωπο με διάφορα μικροπροβλήματα. Πώς το είπε ο Φίλιπ Ροθ; «There is nothing good about being old». Αλλά απ’ την άλλη είμαι πολύ παραγωγικός. Πρόσφατες έρευνες που έρχονται από την Αμερική λένε πως η παραγωγικότερη ηλικία ενός άνδρα είναι μεταξύ 70 και 80. Το βλέπω να μου συμβαίνει, το διαπιστώνω. Στα 78 μου χρόνια υπάρχει μεγάλη εμπειρία, ωριμότητα και παραγωγικότητα, ενώ δεν έχω ανάγκη κανέναν και τίποτε και δεν χαρίζομαι πουθενά άνευ λόγου και αιτίας.
— Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Την ειλικρίνεια, την αξιοπιστία, την αλληλοβοήθεια, τη συμπαράσταση και την εξωστρέφεια. Αυτές οι πέντε στάσεις ζωής σε καθιστούν ακέραιο και ακριβή στις σχέσεις σου με τον κόσμο και με τον εαυτό σου και σε κάνουν να νιώθεις πως δεν σου λείπει τίποτε το ουσιαστικό.