«ΤΟ ΠΡΩΙΝΟ ΠΟΥ ΕΝΤΟΠΙΣΑ τον Τόνι Γκάρντνερ να κάθεται ανάμεσα στους τουρίστες, η άνοιξη μόλις είχε έρθει εδώ, στη Βενετία. Είχαμε ολοκληρώσει την πρώτη μας βδομάδα έξω, στην πλατεία – μεγάλη ανακούφιση, ομολογουμένως, ύστερα από τόσες ώρες δουλειάς στην πνιγηρή ατμόσφαιρα στο πίσω μέρος της καφετέριας, παρεμποδίζοντας τους πελάτες που ήθελαν να ανέβουν τη σκάλα. Εκείνο το πρωί φυσούσε και η καινούρια τέντα για την μπάντα χτυπούσε γύρω μας, αλλά όλοι νιώθαμε λίγο πιο αναζωογονημένοι και ξεκούραστοι, και υποθέτω ότι αυτή η διάθεση ήταν έκδηλη στο παίξιμό μας».
Ο νεαρός Γιάνεκ, με την αφήγηση του οποίου ανοίγουν οι «Νυχτωδίες» του Καζούο Ισιγκούρο (μετ. Α. Μαντόγλου, Ψυχογιός), είναι ένας πολωνικής καταγωγής «τσιγγάνος», ένας κιθαρίστας που περιπλανιέται στην Πιάτσα Σαν Μάρκο, εξυπηρετώντας όποια ορχήστρα τον χρειάζεται. Ο δε Τόνι Γκάρντνερ είναι ένας εξηντάρης Αμερικανός τροβαδούρος, τους δυσεύρετους δίσκους του οποίου αναζητούσε με πάθος και τους έλιωνε ακούγοντάς τους η μητέρα του Γιάνεκ «παλιά, στην πατρίδα, στα χρόνια του κομμουνισμού».
Οι πέντε ιστορίες που περιλαμβάνει άλλοτε εκτυλίσσονται στη φημισμένη ιταλική πλατεία, άλλοτε στην ανώνυμη αγγλική ύπαιθρο ή στο Χόλιγουντ, κι έχουν για πρωταγωνιστές μουσικούς, κυρίως, πλανόδιους μουσικούς, ξεπεσμένους, αφανείς. Ανθρώπους που βιώνουν μια ματαίωση, αλλά συνεχίζουν να ονειρεύονται, ισορροπώντας ανάμεσα στη μαγεία που υπόσχεται η τέχνη τους και στα εμπόδια που τους έβαλε η ζωή.
Το άστρο του τροβαδούρου έχει θαμπώσει πλέον, αλλά στα μάτια του νεαρού εξακολουθεί να λάμπει σαν χρυσός. Σπεύδει, λοιπόν, να του πιάσει κουβέντα, κι όταν εκείνος του προτείνει να κάνουν μαζί «μια γνήσια βενετσιάνικη καντάδα» στην κυρία Γκάρντνερ, ο Γιάνεκ, κολακευμένος, δέχεται μ’ ενθουσιασμό.
Είναι ανύποπτος για τη θλίψη που θα τον κυριεύσει το ίδιο βράδυ, όταν όλες οι ρομαντικές του εικασίες θα διαψευστούν. Κι είναι μια θλίψη που ο Ισιγκούρο δεν εξαντλεί στην περίπτωσή του και μόνο, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης των «Νυχτωδιών».
Πρόκειται για την πρώτη συλλογή διηγημάτων που δημοσίευσε ο Βρετανός νομπελίστας με τις γιαπωνέζικες ρίζες («Νocturnes, 2009) έπειτα από έξι μυθιστορήματα, ανάμεσα στα οποία και το βραβευμένο με Booker «Τ’ απομεινάρια μιας μέρας». Την ίδια χρονιά με την αγγλική έκδοσή της, η συλλογή κυκλοφόρησε και στα ελληνικά (βλ. «Νυχτερινά», μετ. Τ. Κοβαλένκο, Καστανιώτης) ενώ πρόσφατα επανεκδόθηκε σε νέα μετάφραση της Α. Μαντόγλου από τον Ψυχογιό.
Οι πέντε ιστορίες που περιλαμβάνει άλλοτε εκτυλίσσονται στη φημισμένη ιταλική πλατεία, άλλοτε στην ανώνυμη αγγλική ύπαιθρο ή στο Χόλιγουντ, κι έχουν για πρωταγωνιστές μουσικούς, κυρίως, πλανόδιους μουσικούς, ξεπεσμένους, αφανείς. Ανθρώπους που βιώνουν μια ματαίωση, αλλά συνεχίζουν να ονειρεύονται, ισορροπώντας ανάμεσα στη μαγεία που υπόσχεται η τέχνη τους και στα εμπόδια που τους έβαλε η ζωή.
Η σχέση του ίδιου του Ισιγκούρο με τη μουσική κρατάει από την εφηβεία του, από τότε που άρχισε να μαθαίνει κιθάρα. Γεννημένος το ΄54 στο Ναγκασάκι και προσγειωμένος απότομα στη νοτιοανατολική Αγγλία, όπου και το πόστο του ωκεανογράφου πατέρα του, άργησε ν’ ανακαλύψει το συγγραφικό του ταλέντο.
Μέχρι τα εικοσιδύο του, άλλωστε, μόνο περιστασιακά ασχολούνταν με την λογοτεχνία. Τα διαβάσματά του περιορίζονταν στις περιπέτειες του Σέρλοκ Χολμς και στα μυθιστορήματα της Αγκάθα Κρίστι κι ομολογημένη φιλοδοξία του ήταν να γίνει επαγγελματίας τραγουδοποιός.
Έχοντας για πρότυπα τροβαδούρους σαν τον Μπομπ Ντίλαν, τον Λέοναρντ Κοέν, τον Νιλ Γιανγκ και τον Τζάκσον Μπράουν, έγραψε πάνω από εκατό τραγούδια, στους στίχους των οποίων πέρασε όλες τις αυτοβιογραφικές πληροφορίες που θα στερούσε έπειτα από τα βιβλία του.
Ως και στο μετρό του Παρισιού δοκίμασε ο Ισιγκούρο την τύχη του. Ωστόσο, δεν πρόλαβε να βιώσει απογοήτευση ή πίκρα ανάλογη με των ηρώων του, αφού άλλο μονοπάτι διάλεξε τελικά. Γεγονός είναι πως είδε τη συλλογή σαν ένα «άλμπουμ», έγραψε τα διηγήματα απ’ την αρχή ως το τέλος με τη σειρά που παρατίθενται, κι ήταν αποφασισμένος να μη δημοσιεύσει κανένα τους χωριστά.
Ένα από τα ωραιότερα, η «Νυχτωδία», έχει για πρωταγωνιστές έναν σαξοφωνίστα άρτι εγκαταλελειμμένο από τη γυναίκα του, και μια μεσόκοπη, κοσμική τηλεπερσόνα που δεν είναι άλλη από την τέως, πλέον, σύζυγο του Τόνι Γκάρντνερ. Και οι δυο αναρρώνουν από πλαστική εγχείρηση στο πρόσωπο.
Κι αν για την κυρία Γκάρντνερ οι λόγοι της επέμβασης είναι προφανείς, για τον προικισμένο μεν αλλά άσημο τζαζίστα είναι κάτι που σχεδόν του επιβλήθηκε από τον ατζέντη του, προκειμένου ν’ απαλλαγεί από την ασχήμια του «βαρετού». Κάτι που, επιπλέον, χρηματοδοτείται από τον ζάμπλουτο εραστή της πρώην συντρόφου του – εν είδει αποζημίωσης και παρηγοριάς.
Μολονότι προέρχονται από διαφορετικούς κόσμους, αυτοί οι δύο άνθρωποι θα διασκεδάσουν μαζί την πλήξη τους, θα ανταλλάξουν τις ιστορίες τους και τις… κακίες τους, κι η ελαφρότητα του ενός θα παρηγορήσει έστω και στιγμιαία την τσακισμένη ματαιοδοξία του άλλου.
«Ίσως η Λίντι να έχει δίκιο. Ίσως, όπως είπε κι αυτή, χρειάζομαι κάποια προοπτική, και η ζωή ίσως να είναι πολύ περισσότερα πράγματα από το να αγαπάς ένα άτομο…», σκέφτεται ο σαξοφωνίστας, την ώρα που τον εγκαταλείπει και ο Ισιγκούρο, αφήνοντας εμάς να μαντέψουμε αν με το καινούριο του πρόσωπο θα του πάνε όλα καλά.