Από όποια πλευρά του λογοτεχνικού ορίζοντα και αν κοιτάξει κανείς, Ευρώπη ή Αμερική, η γοτθική παράδοση απέκτησε δεσπόζοντα ρόλο στην καρδιά του 19ου αιώνα. Εύστοχα ο Μισέλ Φουκώ είχε επισημάνει πως η γοτθική αφήγηση τόλμησε τα επαναστατικά ρήγματα διατηρώντας τις σταθερές αρχές της διάρκειας: «Τα φρούρια της αφήγησης λειτούργησαν σαν μια μεγάλη μνήμη, που για καιρό έμεινε σιωπηλή: μέσα στη σκιά διατήρησαν μια φανταστική δύναμη που θα μπορούσε να νομίσει κανείς ξορκισμένη τώρα πια. Αναστημένες από τη νέα τάξη πραγμάτων της κλασικής εποχής, διατηρούσαν, ενάντια σ' αυτήν κι ενάντια στον χρόνο, τις απαγορευμένες μορφές, που μπόρεσαν να μεταδοθούν ανέπαφες από τον 16ο και 18ο αιώνα». Και κάπως έτσι, έχοντας στον νου τις στοιχειωμένες αυτές μορφές, πρέπει ν' αρχίσει να ξεφυλλίζει κανείς το Σπίτι με τα εφτά αετώματα που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg και τη σειρά Orbis Literae, σε ακριβή απόδοση Έφης Καλλιφατίδη και προλεγόμενα Α.Κ. Χριστοδούλου – το πιο σκοτεινό, ρομαντικό και γοτθικό βιβλίο του Ναθάνιελ Χόθορν. Εδώ, στο εσωτερικό του σπιτιού, αντηχούν συμβολικά οι νεκροζώντανες φωνές των μαγισσών του Σάλεμ τις οποίες καταδίκαζε ο ίδιος ο πρόγονος του Χόθορν στις περίφημες δίκες του 1692 – κι ήταν ο λόγος που ο ίδιος πρόσθεσε το w στο επώνυμό του, ώστε να μην ταυτίζεται με εκείνον. Εδώ διαφαίνεται η ασφυκτική διάσταση της πουριτανικής υποκρισίας, που κάνει το σπίτι εξίσου ασφυκτικό, αλλά και οι συγκρούσεις των κοινωνικών ρόλων, ο ρατσισμός και η φτώχεια. Ακόμα κι η ελάχιστη αχτίδα φωτός που μπορεί να καταυγάζει το γοτθικό σύμπαν του σπιτιού μοιάζει με ειρωνική νότα σε μια αφήγηση όπου τα πάντα λειτουργούν αλληγορικά, συμβολικά και βαρυσήμαντα: οι βαριές και φθαρμένες πλέον βελούδινες κουρτίνες, οι παλιές πορσελάνες, οι μπερζέρες με τις ξεχαρβαλωμένες στόφες ακολουθούν τη φθίνουσα πορεία των ανθρώπων. Το είχε επισημάνει ο πιο στενός φίλος και θαυμαστής του Σπιτιού με τα εφτά αετώματα Χέρμαν Μέλβιλ στην κριτική του, το ίδιο τονίζει ως αδιάσειστο σημείο της αφήγησης και ο Α.Κ. Χριστοδούλου στα προλεγόμενά του: το Σπίτι δεν πρέπει επ' ουδενί να εκλαμβάνεται ως ρεαλιστικό αφήγημα αλλά ως μια ρομαντική αλληγορία για τις ασφυκτικές συνιστώσες της Νέας Αγγλίας, μια ανατομία στις πιο βαθιές πληγές της. Ακόμα κι όταν ο Χόθορν αναγκάζεται να καταλήξει σε χάπι-εντ ή να παρασυρθεί από τις ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις του βιβλίου του, το κάνει μόνο και μόνο για να μην τρομάξει τον αναγνώστη. Ξέρει, άλλωστε, καλά ότι γράφοντας το Σπίτι ουσιαστικά εισβάλλει στα σκοτάδια όχι μόνο της αμερικανικής κοινωνίας αλλά και της ψυχής του. Ο ίδιος εξομολογείται σε κάποιον φίλο του ότι το Σπίτι είναι το πιο «φυσικό και υγιές προϊόν του μυαλού του», αλλά όπως επισημαίνει και ο Χριστοδούλου: «Ο Χόθορν δεν εννοεί πως το έργο τούτο είναι απαλλαγμένο από την αρρωστημένη ατμόσφαιρα των υπόλοιπων έργων του αλλά πως αποτελεί την κορυφαία έκφραση των "φυσικών" λειτουργιών της ψυχής του. Η "φύση" και η "υγεία" αυτής της αινιγματικής ψυχής δεν είναι τίποτε άλλο από μια αθεράπευτη αρρώστια».
Η βαθιά του απέχθεια για τον πουριτανισμό, τον φαρισαϊσμό και την υποκρισία της αστικής τάξης –που είχε αρχίσει τότε να αποκτά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά– καταδεικνύονται με ύψιστη προφάνεια στις σελίδες του βιβλίου του.
«Στην κοινή αλυσίδα της ανθρώπινης ζωής», όπως ο ίδιος την αποκαλεί, τα πάντα έτσι καταλήγουν, στο ότι ο βίος ου βιωτός εστίν, παρά μόνο τις ώρες της γραφής και της απομόνωσης. Γνωρίζοντας εξαρχής ότι αυτή είναι η μόνη παρηγορητική διάσταση για τον συγγραφέα, ο αναγνώστης αντίστοιχα διαπιστώνει ότι τα ευφρόσυνα σημεία υπάρχουν μόνο και μόνο για να προσφέρουν μια φαινομενική παρηγοριά. Δεν εκφράζουν την αλήθεια του δημιουργού του αλλά την αναγκαστική σύμβαση που πρέπει να υπογράψει με το μαζικό κοινό του ώστε να είναι αρεστός. «Γιατί οι ποιητές διαλέγουν τόσο συχνά τα ταίρια τους, όχι με κριτήριο κάποια κοινά ποιητικά χαρίσματα αλλά αρετές που θα πρόσφεραν ευτυχία τόσο στον πιο άξεστο χειρώνακτα όσο και στον πιο ιδεαλιστή του πνεύματος;» αναρωτιέται χαρακτηριστικά ο Χόθορν σε απόσπασμα από το Σπίτι. «Ίσως επειδή στα υψηλότερα πετάγματά του ο ποιητής δεν χρειάζεται ανθρώπινες επαφές – αλλά είναι τρομερό να προσγειώνεται και να βρίσκεται αποξενωμένος». Μοναχικός και πάντα αποξενωμένος από τον κόσμο, ο ίδιος βίωσε την πραγματικότητα ως ασφυκτική, χαίνουσα, γεμάτη αντιξοότητες. Σίγουρα, λοιπόν, το περίκλειστο περιβάλλον, η απομόνωση, η ασφυκτική συνθήκη που διαγράφονται στο Σπίτι με τα εφτά αετώματα αντικατοπτρίζουν όχι μόνο τη ρεαλιστική κατάσταση της Νέας Αγγλίας αλλά και τον εσωτερικό κόσμο του πάντοτε εσωστρεφούς Ναθάνιελ Χόθορν. Μοναδικό του όπλο τα χρόνια αυτά ήταν η φαντασία που σχεδόν ταυτόχρονα εξύφανε το Άλικο Γράμμα και πρόσθεσε τη ρομαντική πινελιά στο άχρωμο σύμπαν των Αμερικανών υπερβατιστών. Βγαίνοντας από το σπίτι ύστερα από δώδεκα χρόνια εγκλεισμού στο δωμάτιό του, ο Αμερικανός συγγραφέας θα ταξιδέψει ως πρόξενος στην Ευρώπη, όπου θα αφουγκραστεί τα νέα ρεύματα, και θα τα μετοικίσει στη Νέα Αγγλία. Η βαθιά του απέχθεια για τον πουριτανισμό, τον φαρισαϊσμό και την υποκρισία της αστικής τάξης –που είχε αρχίσει τότε να αποκτά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά– καταδεικνύονται με ύψιστη προφάνεια στις σελίδες του βιβλίου του. Εξού και το ότι ο πιο αντιπαθητικός χαρακτήρας του Σπιτιού είναι αναμφίβολα ο φανατικός και αμείλικτος πρόγονος της οικογένειας Πίντσιον, ένας πουριτανός που δεν διστάζει να στείλει στην αγχόνη ως μάγο τον φτωχό ιδιοκτήτη της γης πάνω στην οποία θα χτιστεί το περίφημο σπίτι. Ο θάνατός του από ανεξήγητες αιτίες δίνει τροφή σε διάφορα σενάρια ότι το σπίτι είναι στοιχειωμένο, εκεί όπου βρίσκεται, χρόνια αργότερα, να κατοικεί η ηλικιωμένη Εψιβά, η οποία βλέπει τη μοίρα της να κατέρχεται την κοινωνική σκάλα και να καταλήγει, από εκπρόσωπος της αστικής τάξης, πάμφτωχη και παραμελημένη. Για να ζήσει αναγκάζεται να ανοίξει στο ισόγειο του σπιτιού ένα ψιλικατζίδικο – κι αυτό είναι το μοναδικό παράθυρο στον εξωτερικό κόσμο. Ενοικιαστής του σπιτιού είναι ο μοδάτος δαγκεροτύπης Χόλγκρεϊβ, ενώ φωτεινή εξαίρεση στο κατάχλωμο σύμπαν του αναδεικνύεται η ανιψιά της Εψιβά, η οποία καταφθάνει απρόσμενα στο σπίτι. Υπάρχει πάντα στα πέριξ ο υποχθόνιος εξάδελφος –και διόλου τυχαία δικαστής στο επάγγελμα– Πίντσιον και ένας μυστηριώδης επισκέπτης, ο οποίος, όταν τελικά εμφανίζεται, όλα δείχνουν, προς τέρψη του αναγνώστη, να αλλάζουν.
Φυσικά, οι κριτικοί λογοτεχνίας αλλά και οι προσεκτικότεροι αναγνώστες, όπως επισημαίνει ο Α.Κ. Χριστοδούλου, είχαν επισημάνει τη βαρύτητα αυτού του σπουδαίου έργου, τόσο συμβολικού, παράδοξου και μυστηριώδους όπως είναι το Σπίτι με τα εφτά αετώματα, διαβλέποντας άλλες περγαμηνές, πέρα από τις συμβολικές του συνθήκες. Άλλοι το αποκάλεσαν έναν ατελείωτο και άλυτο γρίφο κι άλλοι το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα του σκοτεινού ρομαντισμού τον οποίο εξέφραζε στην Αμερική ο Χόθορν. Ακόμη και αν δεν πρόκειται για την πιο «πολύτιμη συνεισφορά στην ιστορία της Νέας Αγγλίας», όπως τόνισε ο ποιητής και κριτικός Τζέιμς Ράσελ Λόουελ, τονίζοντας το πολιτικοκοινωνικό βάρος των επισημάνσεών του, είναι η λαμπρή απόδειξη ότι ο Χόθορν δεν ήταν απλώς ένας καλός αφηγητής. Ήταν και ο μέγας ανατόμος της αμερικανικής ψυχής, αυτός που ακόμη και σήμερα έρχεται συνειρμικά στον νου όταν μιλάμε για την καρδιά της αμερικανικής λογοτεχνίας. Αν ο Μέλβιλ αντηχεί τη φωνή της Αμερικής στα πιο ισχυρά κρεσέντο της, ο καλύτερός του φίλος –ίσως και μοναδικός– Χόθορν φωλιάζει στα πιο απόμακρα βάθη και στο ασυνείδητό της. Είναι ο ρομαντικός της ποιητής και ο άνθρωπος που κατέχει τα καλά κρυμμένα, ακόμη και σε ένα σπίτι, μυστικά της, εκεί όπου το «Πνεύμα σκοτεινιάζει» όπως αναγράφεται χαρακτηριστικά στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
σχόλια