«ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΟΡΝΕΣ ΜΟΥ», λέει ο ήρωας-φιλόσοφος στο έργο του Ντενί Ντιντερό Ο ανιψιός του Ραμώ στην πρώτη κιόλας σελίδα του βιβλίου. Όπως οι νέοι παίρνουν από πίσω μια εταίρα στο πάρκο του Παλαί Ρουαγιάλ και μετά την παρατούν για μιαν άλλη, έτσι και οι δικές του ιδέες πετούν από την πολιτική στον έρωτα, από το γούστο στη φιλοσοφία. Δυόμισι αιώνες μάς χωρίζουν από τότε που ο Ντενί Ντιντερό, ο φιλόσοφος και ο συγγραφέας του Διαφωτισμού, έγραψε τον Ανιψιό του Ραμώ, ένα ακατάτακτο, υβριδικό έργο, πιο κοντά ίσως σε διαλογικό μυθιστόρημα, με το οποίο άνοιξε διάπλατα την πόρτα προς τη νεωτερικότητα. Ένας φιλόσοφος, που στον διάλογο δηλώνεται ως «Εγώ», προφανώς ο ίδιος ο Ντιντερό, ιδεολόγος και ορθολογιστής, συναντά τυχαία σ’ ένα παρισινό καφενείο τον ανιψιό του Ραμώ, υπαρκτό πρόσωπο, ανιψιό του διάσημου συνθέτη της εποχής, έναν μποέμ, έναν κυνικό, ακόμη και κοινωνικό παράσιτο, που στον διάλογο δηλώνεται ως «Αυτός». Αρχίζει μεταξύ τους μια συναρπαστική συζήτηση που κινείται από το ένα άκρο στο αντίθετο άλλο· φτάνει, θα λέγαμε, στα όρια του εξτρεμισμού, αλλά πουθενά δεν χάνεται η διαλεκτική σχέση. Από τη μια η στιβαρότητα των ιδεών του «Εγώ» και από την άλλη το ευκαιριακό στοιχείο της ζωής του «Αυτός». Από τη μια οι πνευματικοί άνθρωποι, το κοινωνικό στάτους και η ηθική του συγγραφέα και από την άλλη ο νοθευμένος κόσμος της καθημερινής ζωής. Από τη μια η ορθόδοξη εκπαίδευση και από την άλλη η αιρετική αισθητική.
Μπορούμε να φανταστούμε τη μορφή του Ντιντερό από τα γνωστά πορτρέτα που τον απεικονίζουν, όπως αυτό από τον ζωγράφο Λουί-Μισέλ βαν Λο, που φιλοτεχνήθηκε το 1767, δηλαδή πάνω-κάτω την ίδια εποχή που γράφεται ο Ανιψιός. Αλλά ποια είναι η μορφή του ανιψιού; Μας τη δίνει ο ίδιος ο φιλόσοφος, ο «Εγώ», στις πρώτες σελίδες του βιβλίου: «Τη μια μέρα με ρούχα πενταβρόμικα, με παντελόνι σκισμένο, ντυμένος με κουρέλια από πάνω μέχρι κάτω, σχεδόν ξυπόλυτος, προχωράει σκυφτός, σαν να κρύβεται – νιώθεις την ανάγκη να τον φωνάξεις για να του δώσεις ελεημοσύνη. Και την επομένη, πουδραρισμένος, ποδημένος, κατσαρωμένος, καλοντυμένος, βαδίζει με το κεφάλι ψηλά, επιδεικνύεται, και όσο πιο καλά τον κοιτάς τόσο τον περνάς για αριστοκράτη. Ζει κάθε μέρα όπως του έρθει».
Ο Ανιψιός του Ραμώ είναι μια σάτιρα ή μια κωμωδία για την αυτογνωσία, όπου το «Εγώ» του φιλοσόφου βρίσκει το «Αυτός» του κυνικού και του απερίσκεπτου, όπου οι υψηλές ιδέες βρίσκουν τη χαρά της καθημερινής ζωής, όπου η υψηλή τέχνη βρίσκει την τέχνη των μαγείρων, των ζαχαροπλαστών, των ψηστών, των προμηθευτών, των φουρνάρηδων.
Αυτό το έργο που μας έρχεται από τα 1760 τόσο μοιάζει να γράφτηκε για τους ανθρώπους του μέλλοντος. Το διαβάζουμε σήμερα και νιώθουμε ότι ταιριάζει απόλυτα στη δική μας συνθήκη, τη συνθήκη της διαφορετικότητας, της ρευστής ταυτότητας και της ρευστότητας των ιδεών. Από πρώτη άποψη, ίσως επιφανειακή, ο Ντιντερό μας βάζει ένα δίλημμα, να πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στον «Εγώ» και στον «Αυτό». Αλλά καθώς φτάνουμε στην τελευταία φράση του βιβλίου, «γελά καλύτερα όποιος γελά τελευταίος», φράση που τη λέει ο «Αυτός», καταλαβαίνουμε ότι δεν είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέξουμε έναν από τους δύο. Άλλωστε, σε πολλά σημεία του διαλόγου ο «Αυτός» δηλώνει ότι πολύ θα ήθελε να είναι ένας άλλος, προσθέτοντας ειρωνικά «έστω και με κίνδυνο να είμαι μια ιδιοφυΐα, ένας μεγάλος άνδρας». Σκεφτόμαστε, λοιπόν, ότι το «Εγώ» και το «Αυτός» μπορεί να συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο, να είναι οι ποικίλες όψεις της ίδιας ταυτότητας. Έτσι, ο Ανιψιός του Ραμώ είναι μια σάτιρα ή μια κωμωδία για την αυτογνωσία, όπου το «Εγώ» του φιλοσόφου βρίσκει το «Αυτός» του κυνικού και του απερίσκεπτου, όπου οι υψηλές ιδέες βρίσκουν τη χαρά της καθημερινής ζωής, όπου η υψηλή τέχνη βρίσκει την τέχνη των μαγείρων, των ζαχαροπλαστών, των ψηστών, των προμηθευτών, των φουρνάρηδων. Όλοι είμαστε «εγώ» και «αυτός».
Το ότι ο Ανιψιός του Ραμώ είναι ένα λογοτέχνημα του μέλλοντος φαίνεται και από το πώς το υποδέχτηκαν μέσα στον χρόνο. Ο Γκαίτε το χαρακτήρισε «ανήθικη ηθική» σάτιρα, «έλεγε αυτά που σκεπτόμαστε, αλλά δεν τα λέμε», «με μια φρεσκάδα εντελώς αναντίστοιχη με τη συγκυρία που περιγράφει, έτσι ώστε (να) μοιάζει παράδοξα επίκαιρο σε όλες τις εποχές», όπως σημειώνει η Μαριλίζα Μητσού στο επίμετρό της. Σ’ αυτό το πλούσιο επίμετρο για τις εκδοτικές συνθήκες, τη λογοκρισία, την προσωπικότητα του Ντιντερό, τις ιδέες και την ιδεολογία του έργου του κ.λπ. η Μαριλίζα Μητσού μας θυμίζει την περιπετειώδη τύχη του Ανιψιού του Ραμώ, από τον Μπαλζάκ μέχρι τον Φουκό, τον Λουί Αραγκόν, τον Τόμας Μπέρνχαρτ ή τον Χανς Μάγκνους Ετσενμπέργκερ. «Εξυμνήθηκε και καταδικάστηκε. Συνδέθηκε με διαμάχες για την ηθική και την πολιτική. Ερμηνεύτηκε κατά γράμμα και μεταφορικά. Αποδυναμώθηκε, διαστρεβλώθηκε και μεταμορφώθηκε παντοιοτρόπως», γράφει η Μητσού. Λέει ακόμα: «Όσο για τον διάλογο φιλοσόφου και ανιψιού, θα συνεχίσει μάλλον να αναπαράγεται απεριόριστα σαν διάλογος του Ντιντερό με τον αναγνώστη του». Και με τον κάθε δημιουργό, θα προσέθετα εγώ, σκέψη που τη δημιούργησε η ανάγνωση του τελευταίου βιβλίου της Ρέιτσελ Κασκ (αμετάφραστο στα ελληνικά), Parade, ενός μυθιστορήματος για την ανθρώπινη (γυναικεία) συνθήκη, που συνειρμικά με πήγε στον Ραμώ.
Ο Ντενί Ντιντερό έγραψε το έργο αυτό μεταξύ του 1762, όταν έφτανε στην ηλικία των πενήντα ετών, και του 1773. Η εκδοτική του τύχη και η εκδοτική ιστορία του συνιστούν από μόνες τους μυθιστόρημα. Η πρώτη έκδοση έγινε το 1805, όχι στα γαλλικά αλλά στα γερμανικά, σε μετάφραση του Γκαίτε. Ο συγγραφέας του Φάουστ είχε πει ότι αυτό το έργο του Ντιντερό ήταν σαν βόμβα που έσκασε μέσα στους κύκλους της γαλλικής λογοτεχνίας. Η γαλλική έκδοση έγινε το 1821 με βάση ένα αντίγραφο που διατηρούσε η κόρη του Ντιντερό. Η οριστική έκδοση έγινε εβδομήντα χρόνια αργότερα, όταν ο Ζορζ Μονβάλ, βιβλιοθηκάριος της Κομεντί Φρανσέζ, ανακάλυψε το αυτόγραφο χειρόγραφο του έργου στο κουτί ενός παλαιοβιβλιοπώλη στο Κε Βολτέρ του Σηκουάνα.
Η πολύ καλή μετάφραση του Γιώργου Καράμπελα, έμπειρου μεταφραστή έργων του Βολτέρου, του Φουκό αλλά και του Μισέλ Ουελμπέκ, μεταξύ πολλών άλλων, είναι η τέταρτη κατά σειρά, απ’ όσο γνωρίζουμε, του διαλογικού μυθιστορήματος του Ντιντερό. Έχουν προηγηθεί οι μεταφράσεις της Ελένης Μπόλλη, της Σάσας Τσακίρη-Νικητοπούλου και της Εύης Βαγγελάτου.
Ο Ανιψιός του Ραμώ είναι ο εκατοστός τίτλος στον κατάλογο των εκδόσεων Αντίποδες, ενός εκδοτικού οίκου που δημιουργήθηκε πριν από δέκα χρόνια (2014) και το αποτύπωμά του είναι πλέον ορατό και αναγνωρίσιμο. Η επιλογή του έργου του Ντενί Ντιντερό γι’ αυτή την επετειακή έκδοση δείχνει την εκδοτική φιλοσοφία των Αντιπόδων αλλά και την εκδοτική αισθητική. Πρόσεξα ιδιαίτερα την εικόνα του εξωφύλλου: τρεις περούκες που μοιάζουν με παράξενα θαλάσσια μαλάκια. Προέρχονται από την εικονογράφηση (χαρακτικό) του σχετικού λήμματος («perruquier barbier», δηλαδή «φενακοποιός κουρεύς») στην Encyclopédie, το έργο ζωής του Ντενί Ντιντερό που σφράγισε τον γαλλικό 18ο αιώνα, τον αιώνα των φιλοσόφων, τον αιώνα των Φώτων.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.