Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ δεν έχει περιορισμούς στο γράψιμό του: έχει γράψει από διηγήματα και μυθιστορήματα (το πιο πρόσφατο ήταν το άκρως επιτυχημένο Τι ζητούν οι βάρβαροι), μέχρι δοκίμια, μελέτες και μεταφράσεις. Είναι εξίσου γνωστός για τις κριτικές βιβλίου του που γράφει στα «Νέα», στις οποίες εκφράζει την άποψή του χωρίς να τον ενδιαφέρει ποιον θα δυσαρεστήσει· από τη διαμάχη του με τα ιερά τέρατα της ροζ λογοτεχνίας μέχρι μια πρόσφατη αντιπαράθεσή του με άλλους βιβλιοκριτικούς, ο Κούρτοβικ μοιάζει απρόθυμος να αυτολογοκριθεί. Τώρα επιστρέφει με μια επανέκδοση της μελέτης του Η εξέλιξη της ανθρώπινης σεξουαλικότητας.
Πάνω στην ανθρώπινη σεξουαλικότητα γράψατε τη διδακτορική σας διατριβή, ενώ διδάσκατε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '90 στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης Ιστορία της Ανθρώπινης Σεξουαλικότητας και Σεξουαλική Σημειολογία στην Τέχνη. Παρά τα χρόνια που περνούν, το θέμα εξακολουθεί να σας ενδιαφέρει. Τι είναι αυτό που σας κάνει να επιστρέφετε ξανά και ξανά στο συγκεκριμένο θέμα;
Υπάρχει πιο διαχρονικό θέμα από τον έρωτα; Οι χαρές και οι λύπες του απασχολούν κάθε άνθρωπο ως το τέλος της ζωής του, έστω ως αναμνήσεις, τα μυστήριά του δεν τελειώνουν ποτέ. Προσπαθώ να δοκιμάσω την αντοχή στον χρόνο αυτών που έγραψα πριν από περίπου μια εικοσαετία και θεωρήθηκαν τότε πρωτότυπα (και βαθιά φεμινιστικά) στο εξωτερικό, ενώ στην Ελλάδα εκείνης της εποχής ίσως λιγάκι περίεργα.
Πιστεύετε ότι ταιριάζει η ιδιότητα του κριτικού με αυτήν του συγγραφέα; Θεωρείτε ότι οι δυο ιδιότητες σάς βοηθούν να είστε καλύτερος κριτικός και συγγραφέας ή υπάρχουν στιγμές που η μία εμποδίζει την άλλη;
Θα ήταν αφύσικο να μην ταίριαζαν αυτές οι δύο ιδιότητες. Οι καλύτερες κριτικές γράφονταν πάντοτε από ανθρώπους που ήταν και καλοί συγγραφείς. Ο συγγραφέας μπορεί να καταλάβει τη δουλειά ενός άλλου συγγραφέα σε μεγαλύτερο βάθος από έναν «βέρο» κριτικό, γιατί πίσω από την τεχνική, το άμεσο θέμα κ.λπ., διακρίνει την ποιότητα, το εύρος της συγγραφικής συνείδησης, που για τον απλό κριτικό μπορεί να είναι κάτι ασύλληπτο, ιδίως όταν ξεφεύγει από τα γνωστά του καλούπια. Τώρα, σχετικά με το αν η κριτική ιδιότητά μου με βοηθάει ή όχι να είμαι καλύτερος συγγραφέας, στην ηλικία που βρίσκομαι την απάντηση τη δίνουν τα βιβλία μου - ό,τι άλλο κι αν πω εγώ είναι εκ του περισσού.
Ως κριτικός θεωρείτε ότι χάνετε μέρος από τη χαρά της ανάγνωσης;
Ναι, γι' αυτό όμως δεν φταίει η ίδια η κριτική, αλλά ο όγκος των βιβλίων που είμαι αναγκασμένος να παρακολουθώ.
Πιστεύετε ότι τα βιβλία χωρίζονται σε καλά και κακά;
Όχι. Πριν από λίγα χρόνια, μάλιστα, δημοσίευσα στη στήλη μου στα «Νέα» ένα άρθρο με τον προβοκατόρικο τίτλο «Κάτω τα καλά βιβλία!». Οι ηθικοπλαστικές, γλυκερές κουβέντες για καλά και κακά βιβλία συσκοτίζουν το γεγονός ότι πολλά «καλά» βιβλία είναι συμβατικά, πληκτικά και αδιάφορα, ενώ όχι λίγα «κακά» βιβλία περιέχουν γόνιμα ερεθίσματα για τη σκέψη μας.
Συζητήθηκε πολύ ένα άρθρο που γράψατε πριν από έναν χρόνο με τίτλο «Γλάστρες ονείρων ή τεφροδόχοι ονείρων» για τις συγγραφείς της γυναικείας παραλογοτεχνίας και τις αναγνώστριές τους. Πιο συγκεκριμένα, περιγράφατε αναγνώστριες που ανήκαν στην κατώτερη μεσαία τάξη και «έψαχναν εναγώνια να βρουν κάτι που τους είχε αρνηθεί η ζωή» με «τα ξασμένα, τα οξυζεναρισμένα ή τα σκληρά σαν πράσα μαλλιά». Θεωρείτε ότι οι αναγνώστες ενός βιβλίου μάς λένε κάποια πράγματα για το βιβλίο και για το συγγραφέα του ή ότι μπορεί κανείς να καταλάβει την αξία ενός βιβλίου από το ποιος το διαβάζει;
Οι μάζες δεν είναι το σύνολο των ατόμων τους. Κάθε άνθρωπος έχει τη δική του ψυχοσύνθεση, το δικό του υπόβαθρο εμπειριών και τους δικούς του λόγους να διαβάζει ένα βιβλίο. Όταν, όμως, ένα είδος βιβλίου γίνεται μαζικό φαινόμενο, μπορείτε να είστε βέβαιη ότι η μάζα των αναγνωστών του έχει ορισμένα κυρίαρχα κοινωνικά, ψυχολογικά, πολιτισμικά γνωρίσματα. Μια κυρία που διαβάζει ροζ λογοτεχνία δεν έχει απαραίτητα οξυζεναρισμένα ή σκληρά σαν πράσα μαλλιά και στερημένη όψη. Αν όμως βρεθείτε μπροστά σε καμιά πενηνταριά τέτοιες κυρίες, θα δείτε ότι αυτός ο «κοινωνιότυπος» επικρατεί. Τολμώ να προσθέσω ότι ακόμη και αν δεν φαίνεται στο παρουσιαστικό, μπορεί να κρύβεται στην ψυχή. Δεν τα έγραψα όλα εκείνα με απαξιωτική διάθεση, μάλλον με κριτική συμπάθεια τα έγραψα. Καταλαβαίνω, όμως, ότι από το συγκεκριμένο είδος αναγνωστριών κάθε μορφή κριτικής θεωρείται επιθετική, εχθρική και άδικη. Οι γυναίκες αυτές δεν θέλουν κριτική, θέλουν κατανόηση κι επιβεβαίωση.
Είχατε επίσης εκφραστεί το 2007 αρκετά αρνητικά για τις σύγχρονες Ελληνίδες συγγραφείς στο σύνολό τους σε ένα άρθρο με τίτλο «Η Σταχτοπούτα φοράει Πράντα», λέγοντας ότι «ότι τα χειρότερα μυθιστορήματα στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας γράφτηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια από γυναίκες και είχαν όλα φοβερή επιτυχία. Όσο χειρότερα, τόσο μεγαλύτερη η επιτυχία τους». Τρία χρόνια μετά, έχετε διαβάσει βιβλία που να σας έχουν αλλάξει γνώμη;
Η κατάσταση είναι σήμερα ακόμη χειρότερη απ' ό,τι το 2007. Το διαπιστώνουν πλέον ενυπογράφως και δημοσίως γυναίκες δημοσιογράφοι ή συγγραφείς που τότε μου είχαν επιτεθεί γι' αυτές τις θέσεις μου.
Στο ίδιο άρθρο μιλούσατε μάλλον υποτιμητικά για τις σύγχρονες Ελληνίδες γενικότερα. Υποστηρίζατε, μάλιστα, ότι η σύγχρονη Ελληνίδα έχει μεγάλη σύγχυση, ενώ περνάει κάποιου είδους μεταβατική φάση στην οποία πρέπει να δείξουμε κατανόηση. Πού ακριβώς στηρίζετε την άποψη αυτή;
Δεν βρίσκω τίποτα το υποτιμητικό στο να πω ότι η σύγχρονη Ελληνίδα διατελεί σε σύγχυση. Το παραδέχονται άλλωστε πάμπολλες Ελληνίδες. Είναι κάτι που δεν έχει να κάνει με τη φύση της Ελληνίδας, αλλά με την ιδιαιτερότητα της σημερινής θέσης της. Μέσα σε δυο τρεις δεκαετίες η Ελληνίδα μπήκε δυναμικά στη σύγχρονη αγορά εργασίας, απελευθερώθηκε από μακραίωνες σεξουαλικές απαγορεύσεις, σταδιοδρομεί σε επαγγέλματα που κάποτε ήταν ανδρικό μονοπώλιο. Όλα αυτά έγιναν όμως τόσο απότομα, ώστε δεν πρόλαβε να τα επεξεργαστεί, να τα εσωτερικεύσει. Λειτουργεί ακόμη με τα στερεότυπα της μητέρας της και της γιαγιάς της για τον γάμο, την οικογένεια, τον ιδανικό άνδρα κ.λπ. Νοσταλγεί και συχνά επιδιώκει την ασφάλεια του παλιού, παραδοσιακού ρόλου της. Θ' αλλάξει αυτή η κατάσταση, αλλά όχι πολύ σύντομα.
Σε μια παλιότερη συνέντευξή σας είχατε πει ότι το βιβλίο που σας σημάδεψε είναι ο Μόμπι Ντικ. Εξακολουθεί να ισχύει αυτό;
Ό,τι σε σημάδεψε στην εφηβεία σου δεν σε ξεσημαδεύει ποτέ. Ας πω, πάλι με κάπως προβοκατόρικη διάθεση, ότι ο Μόμπι Ντικ είναι ένα πολύ ανδρικό μυθιστόρημα. Μιλάει για την ανδρική επική αυτοκαταστροφικότητα, την ηρωική, αλλά και απελπισμένη εμμονή στην προσπάθεια υπέρβασης των ορίων, τη σύγκρουση με τον φυσικό νόμο και τη μοίρα. Οι γυναίκες, που είναι πιο αποδεκτικά όντα και φυσικά πιο σοφά, δεν νομίζω πως θα καταλάβαιναν έναν πλοίαρχο Αχαάβ. Το πολύ πολύ να τον λυπόντουσαν.
σχόλια