Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα, έχοντας βιώσει μια ακραία περιπετειώδη ζωή με αδιανόητες ταπεινώσεις και εξευτελισμούς, έμελλε, στην ώριμη ηλικία των 58, να εκδώσει το κορυφαίο του συγγραφικό πόνημα, τον «Δον Κιχώτη», το βιβλίο που σηματοδοτεί ουσιαστικά τη γέννηση του σύγχρονου μυθιστορήματος. Γεννημένος το 1547, από αριστοκρατική γενιά, χωρίς σημαντικούς οικονομικούς πόρους όμως, ως παιδί ακολουθούσε την πολυμελή οικογένεια του από πόλη σε πόλη: Βαλιαδολίδ, Σεβίλη, Μαδρίτη και όπου αλλού έβρισκε δουλειά ο πατέρας του ως πρακτικός γιατρός.
Μεγαλώνοντας, έμαθε να αγαπάει την ποίηση, ενώ είχε την τύχη να μαθητεύσει δίπλα στον λόγιο ουμανιστή κληρικό Χουάν Λόπεθ ντε Όγιος, ο οποίος ήταν και ο πρώτος που αναγνώρισε την αξία του, εντάσσοντας σε ένα βιβλίο που εξέδωσε ποιήματα, ένα σονέτο και μια ελεγεία του αγαπημένου του μαθητή. Καθόλου παράξενο, καθώς από πολύ νωρίς η καλοσύνη και οι ευγενικοί τρόποι του Θερβάντες κέρδιζαν τον σεβασμό όλων.
Το 1569, μιμούμενος τους γόνους των καλών οικογενειών της εποχής που πήγαιναν για να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους εκεί, έφυγε για τη Ρώμη, όπου και εργάστηκε στην υπηρεσία του επισκόπου Ακουαβίβα και έναν χρόνο αργότερα κατατάχθηκε στον ισπανικό στρατό της Ιταλίας.
Το 1605 η έκδοση του πρώτου μέρους του δίτομου «Η ζωή και το έργο του μεγαλόπνευστου ιδαλγού Δον Κιχώτη από τη Μάντσα» έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής. Ο πραγματικός λόγος για τον οποίο το έγραψε, βέβαια, είχε να κάνει με τη μεγάλη και άνευ όρων παράδοσή του στην πίστη.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του, θεωρώντας ότι επιτελεί το υπέρτατο χρέος στην πατρίδα του και στη βασιλεία, συμμετείχε σε πολλές εκστρατείες, βιώνοντας στιγμές ιστορικής σημασίας και ιπποτικής μεγαλοψυχίας. Για καλή και κακή του τύχη βρέθηκε στο επίκεντρο μεγάλου γεωπολιτικού αναβρασμού που αναπόφευκτα προκάλεσε ατέρμονες συγκρούσεις με τους Τούρκους και άλλες δυνάμεις για την κυριαρχία στην Αδριατική και στη Μεσόγειο, π.χ. όταν ο σουλτάνος Σελίμ Β' αποπειράθηκε να κατακτήσει την Κύπρο και έστρεψε τις δυνάμεις της Βενετίας, του παπικού κράτους και της Ισπανίας εναντίον του.
Παρών σε μάχες στην Κέρκυρα, στην Πύλο και στις ακτές της Βόρειας Αφρικής, η πιο αξιομνημόνευτη στιγμή για εκείνον ήταν όταν, άρρωστος, με υψηλό πυρετό, και παρόλες τις αντιρρήσεις των συναδέλφων του, πολέμησε στο «πιο δοξασμένο γεγονός που είδανε ποτέ ή θα δούνε οι αιώνες», όπως έλεγε. Πράγματι, η Ναυμαχία της Ναυπάκτου αποτέλεσε μια καθοριστικής σημασίας νίκη των χριστιανικών δυνάμεων επί του τουρκικού στόλου.
Σε αυτήν λαβώθηκε άσχημα και κατέληξε με αχρηστευμένο το αριστερό του χέρι, αποδεικνύοντας την αφοσίωση και την πίστη του στον βασιλιά, αλλά και τη μεγάλη αντρειοσύνη του. Χάρη στη γενναία του αυτή στάση έγινε από τους ευνοούμενους του αρχιστράτηγου Δον Χουάν. Για πέντε χρόνια περιφέρθηκε και έζησε σε διάφορες ιταλικές πόλεις, αποκτώντας γνώσεις υψηλής τέχνης και λογοτεχνίας, μέχρι που το 1575 αποφάσισε να επιστρέψει στην Ισπανία.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφή του όμως πιάστηκε όμηρος από κουρσάρους και κατέληξε σκλάβος στην κόλαση του Αλγερίου. Η ποίηση όλο εκείνο το διάστημα της θλιβερής μοναξιάς και σκλαβιάς του αποτέλεσε τη μόνη του παρηγοριά. Πολλά από τα δεινά του έμελλε να τα περιγράψει αργότερα στον «Δον Κιχώτη».
Σε μία από τις πέντε συνολικά απόπειρές του να αποδράσει, όταν τον έπιασαν μαζί με τους συντρόφους του, πήρε όλη την ευθύνη επάνω του. Και όταν οδηγήθηκε δέσμιος ενώπιον του αντιβασιλέα, παρότι απειλήθηκε με βασανισμό αν δεν μαρτυρούσε τους συνεργούς του, δεν το έκανε. Εκείνος, θαυμάζοντας το υψηλό του φρόνημα, τον έθεσε υπό τον έλεγχό του, λέγοντας: «Όσο έχω στα χέρια μου αυτόν τον σακάτη, το Αλγέρι είναι ασφαλές». Ο Θερβάντες όντως ονειρευόταν τον ξεσηκωμό 25.000 σκλάβων.
Το 1580, μετά από πέντε χρόνια υπομονής και δυστυχίας, χάρη στην καταβολή λύτρων, επέστρεψε στην πατρίδα του. Πριν φύγει ζήτησε να γίνει ανάκριση εξαιτίας συκοφαντιών που έγιναν εις βάρους του εκ μέρους κάποιου καλόγερου, ώστε το όνομά του να μείνει ακηλίδωτο. Αυτή του η περιπέτεια ηθικής τάξης ήταν μόλις η πρώτη, θα ακολουθούσαν πολύ περισσότερες στη γενέθλια γη, έρμαιο καθώς ήταν πάντα των κακόβουλων ανταγωνιστών του.
Το 1585 έγραψε το ποιμενικό μυθιστόρημα «Γαλάτεια», το οποίο ακολούθησαν τριάντα θεατρικά έργα χωρίς αξιοσημείωτη επιτυχία. Για την επιβίωση τη δική του και της οικογένειας που στο μεταξύ είχε δημιουργήσει, αλλά και της μητέρας και των δύο αδερφάδων του, αναγκάστηκε να γίνει κομισάριος, διάγοντας μια μονίμως περιπλανώμενη και τυραννισμένη ζωή, πέφτοντας συχνά θύμα συκοφαντιών για οικονομικές ατασθαλίες άλλων, εκτίοντας μέχρι και ποινές φυλάκισης. Στο τέλος πάντα δικαιωνόταν, αφού πρώτα είχε ταλαιπωρηθεί και λοιδορηθεί.
Μέχρι που το 1605 η έκδοση του πρώτου μέρους του δίτομου «Η ζωή και το έργο του μεγαλόπνευστου ιδαλγού Δον Κιχώτη από τη Μάντσα» έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής. Ο πραγματικός λόγος για τον οποίο το έγραψε, βέβαια, είχε να κάνει με τη μεγάλη και άνευ όρων παράδοσή του στην πίστη. Ως αφοσιωμένος καθολικός ήθελε να σατιρίσει τα ιπποτικά βιβλία, μια μάστιγα της εποχής του που οι εκκλησιαστικοί αλλά και πολιτικοί κύκλοι προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν. Αυτό εν τέλει επετεύχθη χάρη στο «Δον Κιχώτη».
Ακολούθησαν άλλες πέντε εκδόσεις, οι πρώτες διεθνείς κυκλοφορίες και το 1615 εξέδωσε το δεύτερο μέρος, επισφραγίζοντας τον θρίαμβο ενός βιβλίου που σήμερα θεωρείται από τα σημαντικότερα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ισάξιο εκείνων του Δάντη, του Γκαίτε και του Σαίξπηρ.
Πρόκειται για την ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη με ευγενική ψυχή και αλτρουιστικό όραμα για τους συνανθρώπους του. Έχοντας χάσει το μυαλό του από την παθιασμένη ανάγνωση ιπποτικών βιβλίων, πιστεύει ότι είναι ένας ιππότης, ο Δον Κιχώτης. Ξεκινάει ένα ταξίδι με το ψωραλέο του άλογο, τον Ροσινάντε, φορώντας μια ξεχαρβαλωμένη πανοπλία και συνοδευόμενος από τον ιπποκόμο του, τον απλοϊκό χωρικό Σάντσο Πάντσα, και το γαϊδουράκι του, και μπλέκει συχνά σε κωμικοτραγικές περιπέτειες.
Εκείνος, ψηλός και λιπόσαρκος, ο άλλος, κοντός και χοντρούλης, κωμική φιγούρα με λαϊκή σοφία επιβίωσης, γίνεται προστάτης άγγελός του, πιστός συνοδοιπόρος και ανιδιοτελής φίλος που τον σώζει από κακοτοπιές και ατυχίες, στέκοντας γενναία στο ύψος των περιστάσεων όταν τον χλευάζουν και τον εξαπατούν. Ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, ο Σάντσο γίνεται το αντίθετό του, όπως ο Σγαναρέλος για τον Δον Ζουάν, η ρεαλιστική εκδοχή του ποιητικού μεγαλείου του ιππότη που μάχεται και υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά και ηθικές αξίες αλλοτινών καιρών.
Έτσι, ο μεν παρωδεί τους στοχασμούς του δε, δίνοντας την ευκαιρία στον Θερβάντες να μπλέξει αριστοτεχνικά το ποταπό με το ιδεώδες, απόρροια και αντανάκλαση μιας ζωής μεγάλων δοκιμασιών σε έναν τυραννικό κόσμο.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 28.12.2020