Για αιώνες η Ελληνική Ομοφυλοφιλία ή ο Ελληνικός Έρωτας –αυτό που οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν "ελληνικό έθιμο" (mos Graeciae, mos Graecorum)‒ ήταν ένα από τα πιο περίπλοκα ζητήματα της δυτικής Ιστορίας, ένας αληθινός κόμπος» γράφει ο ιστορικός James Davidson στην εισαγωγή του βιβλίου του Οι Έλληνες και ο ελληνικός έρως που αποτελεί ίσως την πιο ολοκληρωμένη μελέτη για τον ομόφυλο έρωτα στην αρχαία Ελλάδα που έχει γίνει την σύγχρονη εποχή.
«Για τους χριστιανούς ο κόμπος ήταν ηθικής τάξεως: πώς ήταν δυνατόν οι αρχαίοι Έλληνες, που είπαν τόσα πολλά και όμορφα πράγματα για την αρετή, να είναι τόσο εθισμένοι σε αυτό το βίτσιο; Ωστόσο, ο Τζον Άντινγκγτον Σίμονς, γράφοντας το 1873, παρατήρησε πως αυτό αποτελούσε πρόβλημα και για τους ίδιους τους Έλληνες – "ένα πρόβλημα της ελληνικής ηθικής". Οι ίδιοι οι Έλληνες, κατέδειξε, ανησυχούσαν για την ομοφυλοφιλία και εξέφραζαν σχετικά μ' αυτήν έντονα διιστάμενες απόψεις. Να, λοιπόν, που προκύπτει άλλος ένας κόμπος: ποια ήταν η στάση των Ελλήνων απέναντι στη δική τους ομοφυλοφιλία; Διότι ορισμένες φορές φαίνονται να εγκρίνουν τον ομόφυλο έρωτα και μάλιστα ομόψυχα, ενίοτε δε να τον εγκωμιάζουν και να τον εξυμνούν, άλλες φορές όμως φαίνονται να εκφράζουν ανησυχίες σχετικά μ' αυτόν και ενίοτε τον αποδοκιμάζουν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο.
Όμως τι ήταν τελικά ο "ομόφυλος έρωτας"; Ορισμένες φορές, οι Έλληνες έμοιαζαν να υπονοούν ότι ο ομόφυλος έρωτας επικεντρωνόταν αποκλειστικά στη σωματική έλξη μεταξύ των ατόμων του ίδιου φύλου, ενώ άλλες φορές ήταν κατά βάση εστιασμένος στην προσωπικότητα, στην ψυχήν. Ορισμένες φορές έμοιαζαν να υπαινίσσονται ότι συμπεριλάμβανε το σεξ, άλλες φορές ότι δεν συμπεριλάμβανε ή ότι δεν έπρεπε να συμπεριλαμβάνει ή ότι ήταν καλύτερο να μην συμπεριλαμβάνει ή ότι δεν έπρεπε να συμπεριλαμβάνει σεξουαλική ολοκλήρωση. Κι έτσι, τα πράγματα συνέχιζαν να περιπλέκονται: τι ήταν κατά βάση αυτός ο "ελληνικός έρωτας"; Τι ενείχε η έννοια της ελληνικής αγάπης; Τι έπρεπε να κάνει κανείς για να χαρακτηριστεί Έλληνας εραστής; Οι αντιφάσεις ήταν πρόδηλες, ακόμα και όταν οι πηγές πραγματεύονταν πολύ ειδικές περιπτώσεις.
Σε κάθε περίπτωση, ο ελληνικός έρωτας υποτίθεται ότι άνθησε απ' άκρου εις άκρον του ευρύτερου ελληνικού κόσμου μέσα σε μία μόνο γενιά, και μάλιστα όχι απλώς βγήκε στο φως της ημέρας αλλά πολιτογραφήθηκε ταχύτατα και αποκρυσταλλώθηκε σε τελετές και θεσμούς όχι μόνο μεταξύ αντρών στο γυμνάσιο αλλά ακόμα και μεταξύ γυναικών συναδέλφων τους.
Κάποιοι αρχαίοι συγγραφείς επέμεναν ότι στη Σπάρτη και στην Κρήτη, περισσότερο απ' οπουδήποτε αλλού, ο ελληνικός έρωτας είχε να κάνει με το σεξ και τη σεξουαλική ηδονή, ενώ άλλοι συγγραφείς διατείνονταν ότι σε αυτές ακριβώς τις περιοχές ο ελληνικός έρωτας ήταν αγνός. Ακόμα και όσοι προέρχονταν από την ίδια κοινότητα μπορεί να έλεγαν αντιφατικά πράγματα για την εκδοχή υπό την οποία εμφανιζόταν ο ελληνικός έρωτας στον τόπο τους.
Κάποιοι Αθηναίοι συγγραφείς επέμεναν ότι οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή με ανήλικα αγόρια έπρεπε να τιμωρείται, ακόμα και με θάνατο, δηλαδή την τιμωρία που επιβαλλόταν στους μοιχούς, ενώ επισήμαιναν ότι στην πόλη τους προσλαμβάνονταν ειδικοί δούλοι (παιδαγωγοί) με συγκεκριμένο καθήκον να αποτρέπουν κάτι τέτοιο (ό,τι κι αν ήταν αυτό)· παρ' όλα αυτά, υπάρχουν παραστάσεις σε αθηναϊκές κύλικες που μοιάζουν να δείχνουν Αθηναίους να ασελγούν πάνω σε ανήλικα αγόρια και να τα κακοποιούν ατιμωρητί. Και σ' αυτό το σημείο προκύπτει ένα περίπλοκο ζήτημα: τι εννοούν οι συγγραφείς όταν λένε παις (αγόρι) και πώς αναγνωρίζεις ένα "αγόρι" στις αγγειογραφίες;».
Ο Davidson (καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Warwick, ειδικευμένος στην κοινωνική ιστορία και τα ερωτικά ήθη της αρχαίας Ελλάδας) ξεδιπλώνει την πολύχρονη μελέτη του σε 765 σελίδες με παραδείγματα, αναλύσεις αλλά και αποδείξεις, παραθέτοντας εικόνες από την ελληνική τέχνη, κυρίως αγγειογραφίες αλλά και αποσπάσματα από έργα αρχαίων ποιητών και συγγραφέων, το θέατρο, την ιστορία, τη φιλοσοφία, τη μυθολογία.
Ασχολείται λεπτομερώς με τις ηλικιακές τάξεις, τους ερωτικούς κανόνες και τη διαφθορά των νέων στην αρχαία Ελλάδα, τη σοδομανία, τον έρωτα και τις ελληνικές θρησκείες –από τον Γανυμήδη και τον Μεσημβρινό Φαίδρο μέχρι τον Πέλοπα και τον Υάκινθο‒, την ομοφυλοφιλία ανάμεσα στους πολεμιστές, τον Αχιλλέα και τον Ηρακλή, την Κρήτη και τη Σπάρτη, τα μυστικά της Ήλιδας, τον Ιερό Λόχο και τον Αλέξανδρο, τη Σαπφώ, τον λυρισμό του ελληνικού έρωτα, τους γάμους ανάμεσα σε άτομα του ίδιου φύλου, την παιδεραστία και καταλήγει σε συμπεράσματα που έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον:
Την εποχή της διάσημης Πραγματείας του Ρίτσαρντ Μπέντλεϊ τον 17ο αιώνα, η οποία συχνά θεωρείται fons et origo των κλασικών σπουδών ως σύγχρονης επιστήμης (δηλαδή ως «επιστημονικής φιλολογίας»), ο ελληνικός έρωτας ταυτίζεται με την ομοφυλοφιλική λαγνεία, με αυτό που ο ίδιος ο Μπέντλεϊ αποκάλεσε «επαίσχυντο έρωτα για αγόρια». Ήταν αυτό το «πράγμα», die Sache, που ο Μάγερ θέλησε να εξετάσει νηφάλια και να ερμηνεύσει στο σημαντικό άρθρο του για την «Päderastie», που δημοσιεύτηκε το 1837. Ήταν δε αυτό που παρήγαγε το «πρόβλημα της ελληνικής ηθικής» του Τζον Άντινγκτον Σίμοντς.
Μετά τη σεξουαλική απελευθέρωση της δεκαετίας του '60, ο Κένεθ Ντόβερ στην πράξη όρισε τον έρωτα ως κατά βάσιν και κατ' ανάγκην σεξουαλικό, ως μία μονόπλευρη επιθυμία για διείσδυση, ενώ όλες οι μη σεξουαλικές χρήσεις της λέξης θεωρήθηκαν «μεταφορικές». Το παράδειγμά του ακολούθησε ο Φουκό και οι οπαδοί του και η τάση αυτή κατέληξε στη σοδομανία, που τότε άφησε το αποτύπωμά της στην ακαδημαϊκή γραμματεία για τον ελληνικό έρωτα. Με το να ταυτίσει μετά βεβαιότητος την ουσία «του πράγματος» με το «ρυπαρό» και «επαίσχυντο» ομόφυλο σεξ (με αγόρια), η εμπειρική μέθοδος μπόρεσε να εντοπίσει τα πρώτα ίχνη του «πράγματος» στα υλικά, γεγονός που σήμαινε ότι, αφού απουσίαζαν –και εξακολουθούν να απουσιάζουν‒ σαφείς ομοφυλοφιλικές εικόνες πριν από το 600 π.Χ., έπρεπε να αναζητηθούν ίχνη ρυπαρότητας και αισχρότητας στα κείμενα πριν από το 600 π.Χ.
Σύντομα υπήρξε γενική ομολογία ότι τα αρχαιότερα κείμενα (περί το 700 π.Χ. ή νωρίτερα;) δεν παρείχαν σχεδόν κανένα τεκμήριο, τουλάχιστον ασφαλές, για την ύπαρξη τέτοιου είδους λάγνων σχέσεων. Παρ' ότι ήταν αλήθεια, όπως επισήμανε ο Μάγερ, πως μπορούσαμε να ανιχνεύσουμε στον Όμηρο, όπως σχεδόν σε όλους τους «πολεμοχαρείς πρωτόγονους λαούς» (bei kriegerischen Naturvölern), τον «θεσμό των αδελφών εν όπλοις» (Waffenbrüderschaft), όπως αυτός που υφίστατο ανάμεσα στον Αχιλλέα και στον Πάτροκλο, και ο οποίος μετασχηματίστηκε από μεταγενέστερους συγγραφείς σε μια «ερωτική σχέση» (Liebesvarhältnis), παρ' όλα αυτά πουθενά στον Όμηρο ή στον Ησίοδο δεν υπάρχουν κατηγορηματικές ενδείξεις ύπαρξης μιας σχέσης όπως αυτή που πραγματευόμαστε εδώ».
Αυτή η «ερωτική προκείμενη» κατεδάφισε παταγωδώς αυτό που οι κλασικοί Έλληνες θεωρούσαν ενιαίο πεδίο του ελληνικού έρωτα, διαχωρίζοντας τελείως, ως κάτι ξεχωριστό, τις ομόφυλες σχέσεις ηρωικής αφοσίωσης «αγαπητών συντρόφων» που είναι σαν αδέλφια, όπως αυτές που περιγράφει ο Όμηρος και ο Ησίοδος, σαν να ήταν εντελώς διαφορετικό πράγμα: «Οι ήρωες και τα φιλαράκια τους». Οι Έλληνες των κλασικών χρόνων διέπρατταν μεγάλο σφάλμα όταν υπέθεταν ότι αυτά που σκάρωναν οι ίδιοι είχαν την παραμικρή σχέση με όσα σκάρωνε ο Αχιλλέας με τον Πάτροκλο. Η ενότητα του πεδίου και άρα η αρχαιότητα του ελληνικού έρωτα δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση. «Ο ανδρικός έρωτας είναι προϊόν της νεότερης περιόδου... εντελώς ξένος προς την ελληνική προϊστορία».
Οι αρχαιότερες αναφορές σε έναν εμφανέστερα ερωτιάρικο ομόφυλο έρωτα, στον έρωτα για αγόρια ή στην έλξη που ασκεί ένας άντρας στα αγόρια, εντοπίζονται στις Ελεγείες του Μίμνερμου από τη Σμύρνη στα μέσα του 7ου αιώνα: «Αυτός που ήταν πριν ωραίος, σαν ο καιρός περάσει, ούτε σαν πατέρας στα παιδιά αγαπητός και σεβαστός δεν είναι». Στο μεταξύ ο Αλκμάν, εν αγνοία του Μάγερ, συνέθετε τραγούδια για τις Σπαρτιάσσες κοπέλες οι οποίες θαύμαζαν και φλέρταραν η μία την άλλη, ενώ λιτάνευαν το φάρος προς τιμήν της θεάς της αυγής.
Σε κάθε περίπτωση, ο ελληνικός έρωτας υποτίθεται ότι άνθησε απ' άκρου εις άκρον του ευρύτερου ελληνικού κόσμου μέσα σε μία μόνο γενιά, και μάλιστα όχι απλώς βγήκε στο φως της ημέρας αλλά πολιτογραφήθηκε ταχύτατα και αποκρυσταλλώθηκε σε τελετές και θεσμούς όχι μόνο μεταξύ αντρών στο γυμνάσιο αλλά ακόμα και μεταξύ γυναικών συναδέλφων τους.
Μια γενιά αργότερα, ο Σόλων, μέγας νομοθέτης της Αθήνας που γεννήθηκε γύρω στο 625 π.Χ., έγραψε την περίφημη σκανδαλώδη ελεγεία του. Πρόκειται για ένα σύντομο απόσπασμα χωρίς συμφραζόμενα, αλλά δύσκολα αμφισβητείται η σχέση του με την κλασική Ελληνική Ομοφυλοφιλία! «[αρκεί] να ερωτεύεσαι ένα αγόρι στο άνθος της νιότης, με επιθυμία για μηρούς και γλυκοφίλητο στόμα». Γύρω στην ίδια εποχή η Σαπφώ έγραφε για τις γοητευτικές γυναίκες της Λέσβου, ενώ ο Αλκαίος συνέθετε τους ασυνήθιστους στίχους του που συνδύαζαν την πολιτική πικρία με τον πόθο για τον Λύκο, στίχους που έχουν χαθεί πλέον αλλά που ο Κικέρωνας, σχεδόν 600 χρόνια αργότερα, τους έβρισκε απόλυτα επίκαιρους.
Σίγουρα, υπάρχει αλλαγή στον τόνο ανάμεσα στους Έλληνες συγγραφείς που είδαμε νωρίτερα και στους διαδόχους τους, οι οποίοι κατά κανόνα υπολογίζεται πως έγραψαν πενήντα ή εξήντα χρόνια αργότερα. Επίσης, διαφέρουν και ως προς το ύφος και το περιεχόμενο. Κι αν πράγματι υπήρξε μια ομοφυλοφιλική επανάσταση στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. –με την οποία εννοούμε την επινόηση όχι της ομοφυλοφιλίας αλλά της ελληνικής ομοφυλοφιλίας, την έλευση της ομοφυλοφιλίας στο «φως της ημέρας», το Tageslicht, την αρχαιολογοποίησή της με εικόνες και κείμενα‒, σίγουρα συνέβη πάρα πολύ γρήγορα και εξίσου γρήγορα απέκτησε εξαιρετική ποικιλία και έγινε πανταχού παρούσα. Ορισμένοι, μάλιστα, έχουν επιστρατεύσει ισχυρά επιχειρήματα, σύμφωνα με τα οποία ο Όμηρος και ο Ησίοδος είναι (γηραιότεροι) συγκαιρινοί του Αλκμάνα και του Μίμνερμου.
Σε κάθε περίπτωση, ο ελληνικός έρωτας υποτίθεται ότι άνθησε απ' άκρου εις άκρον του ευρύτερου ελληνικού κόσμου μέσα σε μία μόνο γενιά, και μάλιστα όχι απλώς βγήκε στο φως της ημέρας αλλά πολιτογραφήθηκε ταχύτατα και αποκρυσταλλώθηκε σε τελετές και θεσμούς όχι μόνο μεταξύ αντρών στο γυμνάσιο αλλά ακόμα και μεταξύ γυναικών συναδέλφων τους. Οι γυναίκες της Λέσβου θα μάθαιναν να συνάπτουν συζυγίες μεταξύ τους. Στη μακρινή Σπάρτη οι κοπέλες θα μάθαιναν να φλερτάρουν η μία την άλλη. Τα αγόρια της Θήρας θα μάθαιναν να «οίφουν» το ένα το άλλο κοντά στο ιερό και να απαθανατίζουν τα «οιφήματά» τους σε βράχους. Αυτό θα άγχωνε αρκετά τους Αθηναίους, σε σημείο να ψηφίσουν νόμους που απαγόρευαν στους δούλους να προβαίνουν σε ερωτική πολιορκία ελεύθερων αγοριών, ενώ παράλληλα θα ανέπτυσσαν μια ιδιόμορφη ομοφυλοφιλική πρακτική που ενείχε «επιθυμία για μηρούς».
Όσο σποραδικές κι αν είναι οι πρώιμες αναμφίλεκτες αναφορές σε έναν κατηγορηματικά λάγνο ελληνικό έρωτα, αποκαλύπτουν ότι το «ανώμαλο και αφύσικο του πράγματος είχε ήδη εξομαλυνθεί και καταστεί απόλυτα φυσικό – και όχι μόνον αυτό, αλλά τα εν λόγω ανώμαλα και αφύσικα στοιχεία είχαν εξελιχθεί σε θεσμούς που εμφανίζονταν σε ιδιότυπες γεωγραφικές παραλλαγές που, όπως όλοι αντιλαμβάνονται, ήταν προϊόντα μακρόχρονης τοπικής εξέλιξης.
Η θεωρία περί επανάστασης τον 7ο αιώνα π.Χ., δηλαδή η θεωρία ότι ο ελληνικός ομοερωτισμός ανέκυψε από το πουθενά, μπορεί να σέβεται απολύτως τις πηγές (δηλαδή την έλλειψή τους), ταυτόχρονα όμως προσκρούει στην κοινή λογική. Αλλά και η «ερωτική προκείμενη» καθαυτή είναι αμφίβολη. Αν οι ομόφυλοι δεσμοί εμφανίζονται διαφορετικοί στους εγκρατείς Όμηρο και Ησίοδο σε σχέση με τους πιο απροκάλυπτους «ομοερωτικούς» στίχους του Αλκμάνα και του Μίμννερμου, υπήρχε, παρ' όλα αυτά, ο απόηχός τους στους παλιότερους ποιητές, τον οποίο οι μεταγενέστεροι συγγραφείς μπορούσαν να ανιχνεύσουν.
Έχουμε εξετάσει ήδη κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις: τη στενή σχέση του Αχιλλέα με τον Πάτροκλο· τη φαντασίωση ότι οι δυο τους είναι οι τελευταίοι που μένουν ζωντανοί και καταστρέφουν τα τείχη της Τροίας, πιασμένοι χέρι χέρι· τον Αχιλλέα που θυσιάζει το ίδιο του το μέλλον προκειμένου να πάρει εκδίκηση για τον Οπούντιο Λοκρό και κατόπιν τον βρίσκει η μάνα του νηστικό και άυπνο, καθώς του λείπει ο «ανδρισμός και το μένος» του Πάτροκλου, και απλώνει μάταια το χέρι για να αγκαλιάσει το φάντασμα του φίλου του, συμφωνώντας να κανονίσει να ταφεί η σωρός του Πάτροκλου μαζί με τη δική του· την πονηρή σύγκριση που κάνει ο Όμηρος ανάμεσα στον Πάτροκλο και τη σύζυγο του Μελεάγρου, την Κλεοπάτρα· τους υπαινιγμούς για μια μελλοντική και όσον αφορά την ελληνική πραγματικότητα πιο ορθόδοξη σχέση με τον νεότερο όμορφο Αντίλογο και τον συσχετισμό και των τριών, καθώς και του Αίαντα, στη μετά θάνατον ζωή στις Νήσους των Μακάρων· τον θαυμασμό για το ανδρικό κάλλος, ο οποίος διαφαίνεται και στα δύο ομηρικά έπη, ιδίως στην ιστορία του Γανυμήδη που απάγεται στα ουράνια λόγω της ομορφιάς του· την εικόνα του Ερμή που προσφέρει τη σωτηρία στον Οδυσσέα με την κλασική μορφή ενός χαριτωμένου αρτιγενούς μειρακίου· τον ασυνήθιστο τρόπο ύπνου που επιβλήθηκε στον γιο του Οδυσσέα, Τηλέμαχο, και στον αδελφό του Αντιλόχου, Πεισίστρατο, κατά την περιοδεία τους στην Πελοπόννησο· την ανάδειξη από τον Ησίοδο ενός τεταρτογεννημένου Έρωτα· την ανησυχία του ότι ο αδελφός του μπορεί να συνάψει αδελφική σχέση με έναν άντρα με τον οποίο δεν συγγενεύει.
Σχεδόν κάθε στοιχείο του ύστερου ελληνικού έρωτα βρίσκεται στα πρώιμα έπη. Οι άντρες θαυμάζουν την ομορφιά των αντρών και επίσης τρέφουν θαυμασμό για την ιδιαίτερη ομορφιά των μειρακίων που πρωτοβγάζουν γένια. Οι άντρες αφοσιώνονται με πάθος ο ένας στον άλλον. Τα ζευγάρια των αντρών συγκρίνονται με παντρεμένα ετερόφυλα ζευγάρια. Οι άντρες κοιμούνται μαζί, πεθαίνουν ο ένας για τον άλλον. Τα μόνα στοιχεία που απουσιάζουν είναι οι τριτοπρόσωπες εκφράσεις που δηλώνουν ερωτική πρόθεση και οι τριτοπρόσωπες αφηγήσεις ομοφυλόφιλου σεξ ‒ ούτε οι μεν ούτε οι δε θα ταίριαζαν στο επικό εξάμετρο.
Αναμφίβολα, η ελληνική ομοφυλοφιλία μεταβλήθηκε και διαφοροποιήθηκε, καθώς η Ελλάδα η ίδια μεταβαλλόταν και διαφοροποιούνταν μετά το 700 π.Χ., αλλά η θεωρία ότι επινοήθηκε τον 7ο αιώνα π.Χ. είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη, αφού στερείται νοήματος. Δεν είμαι σε καμία περίπτωση ο πρώτος που παρατηρεί ότι ο τύπος Ελληνικής Ομοφυλοφιλίας που κάνει την πρώτη θεατρική του εμφάνιση τον 7ο αιώνα αντιπροσωπεύεται από τόσο πολλές και τόσο παράξενα διαφορετικές μεταξύ τους μορφές, ώστε πρέπει οπωσδήποτε να είχε πολύ βαθιές ρίζες.
Το θέμα είναι τόσο μεγάλο και περίπλοκο που δύσκολα μπορείς να το καλύψεις με μερικά αποσπάσματα σε ένα άρθρο, το βιβλίο ωστόσο δίνει απαντήσεις σε όλες σχεδόν τις απορίες που μπορεί να έχει κανείς για το θέμα «ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα». Η μετάφραση είναι εξαιρετική.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 28.6.2019