Ένας κινηματογραφιστής φεύγει από τη Νέα Υόρκη μαζί με μια γυναίκα που μπορεί να είναι η ψυχοθεραπεύτριά του, λίγο πριν χτυπήσει η θύελλα. Μια δικηγορίνα χαμένη στο χάος του διαζυγίου της, αναζητά καταφύγιο στο εξοχικό της αλλά ανακαλύπτει ότι εκεί μένει ένα παράξενο κορίτσι. Ένας τραπεζικός βλέπει όλες του τις φιλοδοξίες να καταρρέουν, καθώς έρχεται σε επαφή με δυο παράξενες αδελφές. Μια παρέα μαζεύεται στην έρημο της Καλιφόρνιας για ένα τελευταίο όργιο μεθυσιού και ναρκωτικών, και η επίσκεψη ενός δημοσιογράφου στη Γαλλία, στο σπίτι ενός πρώην πρωταθλητή του τένις, παίρνει μια παράδοξη, δυσοίωνη τροπή.
Ο Γκρεγκ Τζάκσον είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες νέες φωνές της αμερικανικής πεζογραφίας. Οι Άσωτοι, η πρώτη του συλλογή διηγημάτων, είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά ντεμπούτα των τελευταίων χρόνων, με ήρωες κυρίως 30άρηδες, νέους, ερωτευμένους ή όχι ακριβώς, αταίριαστους με το περιβάλλον τους, αεικίνητους και συγκινητικούς, που παραδίδονται στα πάθη τους καθώς διασχίζουν τα ταραγμένα ρεύματα της ζωής, αναζητώντας νόημα και αυθεντικότητα σε μια καθημερινότητα διαβρωμένη από την εμμονή στον εαυτό. Λυρική και αδίστακτη, εγκεφαλική και παραισθητική, η γλώσσα των «Άσωτων» χαρτογραφεί με διαίσθηση και χάρη τις περιπλοκές της σύγχρονης ζωής, με χιούμορ, κριτική κοινωνική ματιά και υπαρξιακό βάθος, καταφέρνοντας να παρουσιάσει ανθρώπους που είναι αρκετά αντιπαθητικοί (όλοι μορφωμένοι και της ανώτερης μεσαίας τάξης) με έναν τρόπο σχεδόν συμπονετικό.
Το 2016 ο Γκρεγκ Τζάκσον επιλέχθηκε για το αμερικανικό βραβείο συγγραφέων «5 under 35».
Το βιβλίο μου στοχεύει τις μυθολογίες της ανώτερης μεσαίας τάξης και μία από αυτές τις εγωιστικές μυθολογίες έχει ως κεντρικό στοιχείο τα ψέματα που λέμε στον εαυτό μας και στους άλλους για την ταξική μας καταγωγή, και το παιχνίδι του ανταγωνισμού στην ταπεινοφροσύνη και τις στερήσεις.
— Τι σας ώθησε να αρχίσετε το γράψιμο;
Την αλήθεια; Όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών άρχισα να ακούω ραπ, την οποία μέχρι τότε απεχθανόμουν, αλλά ξαφνικά ανακάλυψα ότι λάτρευα. Μια μέρα αποφάσισα να προσπαθήσω να γράψω κι εγώ στίχους ραπ. Ήταν μια αποκάλυψη – το γεγονός ότι έχει κανείς την επιλογή να κάνει κάτι δημιουργικό και απαιτητικό στον ελεύθερο χρόνο του. Πέρασα τα επόμενα χρόνια γεμίζοντας τετράδια με στίχους, και εντέλει συνειδητοποίησα, υποθέτω, ότι μπορούσα να γράψω κι άλλα πράγματα.
— Ποια βιβλία σας έκαναν να θέλετε να γίνετε συγγραφέας;
Στην αρχή πίστευα πως η λογοτεχνία ήταν ένας τρόπος να γράφει κανείς φιλοσοφία χωρίς να κάνει τους γύρω του να πεθαίνουν από βαρεμάρα και χωρίς να αυτοαποκαλείται φιλόσοφος, ιδιότητα που κατά πάσα πιθανότητα θα θεωρούσε ξιπασμένη ακόμη και ο Καντ. Η αντίληψή μου περί φιλοσοφίας ήταν κάπως εφηβική. Ήταν η εποχή που πίστευα ότι ο Έρμαν Έσσε είναι σπουδαίος συγγραφέας.
Καθώς μεγάλωνα, βιβλία όπως ο Λόρδος Τζιμ του Τζόζεφ Κόνραντ και ο Χέντερσον, ο Βασιλιάς της Βροχής του Σωλ Μπέλοου μου έδειξαν ότι η λογοτεχνία μπορεί να ασχολείται με τις ιδέες ενώ παράλληλα επεκτείνεται στην αληθινή ζωή του ανθρώπου, και συμπεριλαμβάνει τις συναισθηματικές, κοινωνικές και πνευματικές διαστάσεις της. Και τότε ο Τζόις έπεσε στο κεφάλι μου σαν κεραυνός, όπως και οι άλλοι μοντερνιστές (ο Προυστ, η Γουλφ, ο Φώκνερ, ο Τζέιμς). Μετά οι εξπρεσιονιστές (ο Κάφκα, ο Ρίλκε, ο Γκομπρόβιτς, ο Σουλτς). Και μετά ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας. Και πιο μετά η Γκρέις Πέιλυ, η Ντέμπορα Άιζενμπεργκ, ο Ντόναλντ Μπάρθελμι, ο Ρομπέρτο Μπολάνιο, ο Ζέμπαλντ...
Αλλά και πάλι, υπάρχουν φορές που ακούω ένα ραπ τραγούδι και σκέφτομαι: Αυτό είναι, αυτή η καθαρή μουσική των λέξεων, αυτό είναι το μόνο που με νοιάζει πραγματικά.
— Πώς είναι να είσαι συγγραφέας στην Αμερική του Τραμπ;
Από τη μια υπάρχει κάτι συναρπαστικό στο να βλέπεις πόσο εύθραυστες και ασταθείς είναι οι τωρινές συνθήκες, και είναι επίσης συναρπαστικό να βλέπεις ότι μόνο η αφήγηση, η ρητορική και αυτή η βαθιά αίσθηση της πνευματικής πείνας των ανθρώπων είναι εκείνες που έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν την κοινωνική ανατροπή και ανανέωση.
Από την άλλη ο Τραμπ είναι σίγουρα η απεχθέστερη δυνατή απόρροια αυτής της ανάγκης, και φυσικά είναι επικίνδυνος, και –αν και δεν έχω χάσει ακόμη εντελώς τις ελπίδες μου– αναρωτιέμαι αν όντως η τέχνη μπορεί σήμερα να συμβάλει στον αγώνα, με τη μορφή της αντίστασης ή της κριτικής ή της έμπνευσης, δείχνοντας νέες κατευθύνσεις. Πολύ φοβάμαι ότι οι άνθρωποι δεν έχουν το χρόνο να αγαπήσουν τα πράγματα που πραγματικά θα μπορούσαν να αγαπήσουν.
Η ποιότητα της προσοχής μας δεν είναι αυτό που ήταν κάποτε.
— Ποια ήταν η βασική πηγή έμπνευσης για τους Άσωτους;
Τα τριάντα χρόνια παγιδευμένος σ’ ένα σώμα.
— Η ταξική καταγωγή και το χρήμα είναι ιδιαίτερα σημαντικά παντού στον κόσμο και όχι μόνο στις ΗΠΑ. Γιατί επιλέξατε να γράψετε για πλούσιους ανθρώπους;
Αλήθεια, γι’ αυτό γράφω; Αν ισχύει αυτό, εγώ δεν το ήξερα. Οι ήρωες του βιβλίου μου είναι καλλιτέχνες που προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα ή επαγγελματίες, ακαδημαϊκοί, επιμελητές εκδοτικών οίκων και δημοσιογράφοι που ανήκουν στη μεσαία τάξη. Αν είχα γράψει για τους αληθινά πλούσιους, το αποκαλούμενο Ένα τοις εκατό, όλοι θα το είχαν εκλάβει ως σάτιρα και αυτή η ερώτηση δεν θα προέκυπτε. Αν έχω διαπράξει κάποιο αμάρτημα αυτό είναι να γράφω για εκείνο το στρώμα της κοινωνίας που διαβάζει, γράφει και εκδίδει βιβλία, κάτι που απ’ ό,τι φαίνεται τους κάνει να νιώθουν αρκετά άβολα.
Στην πραγματικότητα οι χαρακτήρες μου ανήκουν στην ανώτερη μεσαία τάξη, κάτι που στις ΗΠΑ συνεπάγεται τόσο κοινωνικό κεφάλαιο όσο και χρηματικό κεφάλαιο: πρόκειται για ανθρώπους με μόρφωση και πρόσβαση σε ευκαιρίες, που όμως απορρίπτουν τις ίδιες τις προϋποθέσεις των προνομίων τους, αλλά που είναι επίσης επιφορτισμένοι με την ευθύνη –ακριβώς λόγω αυτών των προνομίων– να οικοδομήσουν ζωές με αρχές και νόημα. Είναι κάτι τέτοιο δυνατό; Μήπως έχουμε υπερεκτιμήσει την ελευθερία και τις ανοιχτές δυνατότητες που προσφέρουν αυτές οι ζωές; Ποιες αμφιβολίες και αντιφάσεις αποκαλύπτονται σε αυτές τις ζωές όταν τις απογυμνώσουμε από τη δημόσια εικόνα τους.
Το βιβλίο μου στοχεύει τις μυθολογίες της ανώτερης μεσαίας τάξης και μία από αυτές τις εγωιστικές μυθολογίες έχει ως κεντρικό στοιχείο τα ψέματα που λέμε στον εαυτό μας και στους άλλους για την ταξική μας καταγωγή, και το παιχνίδι του ανταγωνισμού στην ταπεινοφροσύνη και τις στερήσεις. Στο κάτω κάτω αντλεί κανείς κύρος και πρεστίζ όταν προσποιείται ότι έχει περάσει δύσκολα, όταν προσποιείται ότι προέρχεται από τους μη προνομιούχους. Και δεν πιστεύω καθόλου ότι οι συγγραφείς της ανώτερης μεσαίας τάξης όταν υποκρίνονται κάποια πνευματική επαφή με τους περιθωριοποιημένους ή τους φτωχούς επιδεικνύουν μια προοδευτική πολιτική στάση· στην πραγματικότητα, τις περισσότερες φορές πρόκειται για μια στάση κυνική και ιδιοτελή.
Σε τελική ανάλυση θα έπρεπε να γράφουμε, να σκεφτόμαστε και να νοιαζόμαστε για όλους – ακόμα και για τους πολιτικούς μας εχθρούς, ακόμα και για τους σχετικά προνομιούχους, ακόμα και για τα τέρατα, ακόμα και για αυτούς που, όπως εγώ, δυσκολεύονται πολύ να πάρουν τα προβλήματά τους στα σοβαρά, γιατί τόσο οι ίδιοι όσο και τα προβλήματά τους φαίνονται πρώτα απ’ όλα στους ίδιους παράλογα. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι νιώθουν κάπως άβολα όταν αντιμετωπίζεις τα προνόμια με ευθύτητα, χωρίς καταδίκη ή αποδοχή, και ίσως περισσότερο απ’ όλα όταν παραιτείσαι από τη χρήση του ίδιου του όρου προνόμιο επειδή αποκρύπτει την βιωμένη πραγματικότητα του προνομίου ή επειδή ισοδυναμεί με το να υποστηρίζεις ότι οι ζωές των προνομιούχων είναι πάντοτε ίδιες, αδιάφορες και κοινότοπες.
— Η ειρωνεία φαίνεται να λείπει από το βιβλίο σας. Γιατί κάνατε αυτήν την επιλογή, ενώ η ειρωνεία έχει διαποτίσει τόσο βαθιά την κουλτούρα μας;
Δεν είμαι σίγουρος ότι συμφωνώ μαζί σας. Ασφαλώς υπάρχουν πολλά ειρωνικά στοιχεία στο βιβλίο… Αλλά δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να μην πάρω στα σοβαρά τις ζωές και τα προβλήματα των χαρακτήρων μου. Πιστεύω πως καθένας αξίζει τη συμπόνοια μας για το γεγονός ότι βρίσκεται παγιδευμένος στη δική του γωνιά της ανθρώπινης κατάστασης. Και θεωρώ ότι υπάρχει ένα είδος ειρωνείας που προσπαθώ όντως να αποφεύγω. Είναι αυτό το είδος κρίσης την οποία διατυπώνει ο συγγραφέας ενθαρρύνοντας τον αναγνώστη να την υιοθετήσει, που δηλώνει ένα φόβο απ’ τη μεριά του συγγραφέα (μήπως δεν γίνει κατανοητός) και μια επιθυμία (που γεννιέται από αυτόν τον φόβο) να διασφαλίσει ότι οι αναγνώστες αντιλαμβάνονται πως καλά γνωρίζεις εσύ, ο συγγραφέας, την άγνοια, τα ελαττώματα, τον κακό χαρακτήρα και το κακό γούστο των ηρώων σου. Η λογοτεχνία αυτού του είδους είναι μια μορφή πόζας. Νιώθουμε ότι η απουσία γενναιοδωρίας και αλήθειας που τη χαρακτηρίζει απαιτεί ένα μικρό αντίτιμο από την ψυχή μας. «Με το πέρασμα του χρόνου», γράφει ο Λιούις Χάυντ, η ειρωνεία «είναι η φωνή των φυλακισμένων που έχουν καταντήσει να αγαπάνε το κελί τους».
Ας μην συνηθίσουμε τόσο πολύ την ειρωνεία ή την άγνοιά μας, γιατί μπορεί να ανακαλύψουμε ότι είναι το ίδιο πράγμα.
— Θα γράφατε ποτέ πολιτική λογοτεχνία; Πιστεύετε ότι οι Άσωτοι είναι πολιτικό βιβλίο;
Ναι, και στην πραγματικότητα τα περισσότερα πράγματα που έχω γράψει από τους Άσωτους και μετά είναι πολιτική λογοτεχνία, μαζί με ένα δοκίμιο για την τέχνη και την πολιτική. Το μυθιστόρημα που ετοιμάζω είναι επίσης πολιτικό: μιλάει για έναν δημοσιογράφο, για την τρομοκρατία και την τεχνολογία.
Οι Άσωτοι έχουν κάποια πολιτικά στοιχεία όμως μόνο υπό την έννοια που κάθε μυθοπλασία είναι πολιτική: κάθε αφήγηση διατυπώνει έναν ισχυρισμό για το πώς είναι η ζωή, τι είναι σημαντικό, πού βρίσκεται το νόημα. Στους Άσωτους υποδηλώνεται πως υπάρχει μια πνευματική διάσταση στη ζωή η οποία δεν εξαλείφθηκε με το θάνατο του θεού και την εκκοσμίκευση του βίου, και κατά κάποιο τρόπο περιφέρεται σε αυτήν την έρημη νεκρή ζώνη ανάμεσα στον άψυχο κόσμο του υλισμού και την ηθικολογία της θρησκείας.
— Είστε μοναχικός άνθρωπος;
Φαίνεται;
— Χρησιμοποιείτε τον εαυτό σας ή τις εμπειρίες σας σε όσα γράφετε; Πόσο προσωπικές είναι οι ιστορίες στους Άσωτους;
Όπως όλοι οι συγγραφείς, υποθέτω, αντλώ διάφορες λεπτομέρειες από τη ζωή, από τις ζωές των φίλων μου, από ιστορίες που μου λένε οι άνθρωποι, από ιστορίες που διαβάζω. Ενίοτε γράφω αντλώντας πιο άμεσα από τη δική μου ζωή, αλλά νομίζω πως αυτό συμβαίνει πολύ σπάνια, και πως όσο περισσότερο μου μοιάζει εκ πρώτης όψεως ένας χαρακτήρας, τόσο μεγαλύτερη απόσταση βάζω ανάμεσα σε μένα και αυτόν τον χαρακτήρα, τόσο ψυχολογικά όσο και συναισθηματικά.
— Πιστεύετε ότι οι θεματικές των Άσωτων αφορούν μόνο τη γενιά σας, αυτούς που αποκαλούνται millennial;
Τυπικά συγκαταλέγομαι κι εγώ στους millennial, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ένας πολύ γέρος millennial και ποτέ δεν ένιωσα να ταυτίζομαι με αυτή τη γενιά. Δεν είχα ίντερνετ από μικρός και δεν απέκτησα κινητό μετά τα είκοσι. Έπιασα δουλειά αρκετά πριν ξεσπάσει η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και η συνείδησή μου διαμορφώθηκε μέσα στην αισιοδοξία της δεκαετίας του ’90, που σήμερα μοιάζει τόσο παράξενη.
Δεν ξέρω λοιπόν πώς πρέπει να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση. Ναι; Ίσως; Ίσως να αφορούν και κάποιος άλλους; Ελπίζω;
— Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του ιδανικού λογοτεχνικού ήρωα;
Πανουργία, ειλικρίνεια, πάθος. Αντισυμβατική στάση απέναντι στο σεξ.
— Ποιος είναι ο αγαπημένος σου συγγραφέας και γιατί;
Δεν μου αρέσουν οι λίστες με τα αγαπημένα, αλλά αν μου βάζατε το μαχαίρι στο λαιμό, ο Τζέιμς Τζόις – γιατί είναι ο καλύτερος, και είναι ο χειρότερος, και είναι ανεξάντλητος.
— Διαβάζετε σύγχρονη λογοτεχνία; Ποιο ήταν το καλύτερο βιβλίο που διαβάσατε πρόσφατα;
Βεβαίως. Μερικά βιβλία που μου άρεσαν πρόσφατα ήταν το The Boat του Nam Le, I Want to Show You More του Jamie Quatro, Μέρες εγκατάλειψης της Έλενα Φεράντε, The Kingdom του Emmanuel Carrère, και Leaving the Atocha Station του Ben Lerner.
— Γιατί η αμερικανική λογοτεχνία έχει αυτή την εμμονή με τον Φιτζέραλντ;
Έχει όντως; Εγώ τουλάχιστον δεν έχω εμμονή με τον Φιτζέραλντ, παρότι κάποιοι, ο Θεός ξέρει για ποιο λόγο, εντόπισαν ομοιότητες ανάμεσα στο έργο του και το δικό μου. Εκεί δεν στηρίζεται και η δική σας ερώτηση; Είναι πολύ κολακευτικό προφανώς, αλλά πάντα θεωρούσα πως ο Φιτζέραλντ είναι κάπως υπερεκτιμημένος. Η πρόζα του είναι κάπως υπερβολικά φανταχτερή. Σε πολλά σημεία είναι εξαιρετικά όμορφη, αλλά μοιάζει πάντα κάπως πρωτόλεια.
Η πραγματική απάντηση στο ερώτημά σας, όμως, είναι ότι οι Αμερικανοί καθηγητές στη μέση εκπαίδευση χρειάζονται ένα σύντομο βιβλίο που να πιάνει εντελώς ξεκάθαρα τα βασικά ζητήματα αυτής της χώρας, έτσι που και ο τελευταίος μαθητής τους να αντιμετωπίσει αναπόφευκτα κάποια από αυτά. Ο Μεγάλος Γκάτσμπι είναι αυτό το βιβλίο.
Αν δεν πιστεύεις ότι έχεις να προσφέρεις κάτι που δεν έχει ή δεν μπορεί να προσφέρει κανένας άλλος, τότε δεν ξέρω ποιος ο λόγος να το κάνεις όλο αυτό.
— Είναι δυσκολότερο το μυθιστόρημα ή τα διηγήματα; Γιατί προτιμάτε τη μικρή φόρμα;
Η συγγραφή ενός μυθιστορήματος μου φαίνεται δυσκολότερη γιατί πρέπει να παλέψεις με τη μόνιμη διάσπαση της προσοχής σου – πρέπει να παλέψεις για να κρατήσεις το ενδιαφέρον σου. Ο αναγνώστης ζει με ένα μυθιστόρημα για μερικές μέρες, μια βδομάδα, ίσως ένα μήνα. Ο συγγραφέας ζει με αυτό το ίδιο υλικό για χρόνια –κάθε μέρα– και μάλιστα χωρίς να γνωρίζει αν και πότε θα τελειώσει. Πώς λοιπόν να μην τρελαθείς; Πώς γίνεται να μην πεθάνεις από βαρεμάρα. Δεν ξέρω. Θα επανέλθω όταν έχω περισσότερα δεδομένα.
— Βλέπετε τηλεόραση;
Όχι. Σχεδόν ποτέ. Δεν μπορώ να παραδώσω τη ζωή μου σε κάτι που δεν πρόκειται να ξανασκεφτώ όταν έχει τελειώσει.
— Τι γράφετε τώρα; Δημιούργησε η επιτυχία του πρώτου σας βιβλίου προσδοκίες για τα επόμενα βήματά σας;
Όπως είπα και πιο πάνω, ετοιμάζω ένα μυθιστόρημα και ένα δοκίμιο για την τέχνη και την πολιτική. Έχω γράψει μερικά ακόμα διηγήματα και κάποια δοκιμιακά κείμενα. Δεν ξέρω τι προσδοκίες έχουν οι άλλοι από μένα. Εγώ έχω μεγάλες απαιτήσεις από τον εαυτό μου και προσπαθώ να είμαι ο αυστηρότερος κριτής μου (και ο πιο απαιτητικός επόπτης) πράγμα που συνήθως μου επιτρέπει να μην ανησυχώ για το τι σκέφτονται οι άλλοι.
Είναι σημαντικό να μην παγιδευτείς στην αντιγραφή ή την επανάληψη μιας προηγούμενης επιτυχίας. Είναι φυσικά δύσκολο να πληρώνει κανείς έτσι τους λογαριασμούς ή να προσπαθεί να κάνει καριέρα ως συγγραφέας, αλλά το μόνο που ωθεί κάποιον να κάνει μια δουλειά τόσο απαιτητική και κακοπληρωμένη είναι ότι πιστεύει σε ένα ιδανικό που προηγείται και υπερβαίνει τις κοινές, υλικές αντιλήψεις περί επιτυχίας. Φαίνεται μεγαλόστομο, το αναγνωρίζω, αλλά ας αφήσουμε για λίγο στην άκρη τις ψεύτικες μετριοφροσύνες. Αν δεν πιστεύεις ότι έχεις να προσφέρεις κάτι που δεν έχει ή δεν μπορεί να προσφέρει κανένας άλλος, τότε δεν ξέρω ποιος ο λόγος να το κάνεις όλο αυτό.
Κι όμως, υπάρχουν πολλοί που γράφουν για άλλους λόγους, και η τέχνη έχει βαλτώσει, κατά την άποψή μου, επειδή έχει υποταχθεί σε αυτόν τον καριερισμό που έχει κυριεύσει τα πάντα. Έχουμε και σήμερα, όπως πάντα, ανάγκη από νέα έργα που θα μας ξυπνήσουν από αυτήν την υπνοβασία του καθημερινού, που θα μας θυμίσουν ότι η ιστορία γράφεται ακόμα και μπορεί να διαφέρει από το παρελθόν.
Οι Άσωτοι του Γκρεγκ Τζάκσον κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Αντίποδες σε μετάφραση του Παναγιώτη Κεχαγιά.
σχόλια