Δεν ξέρω πόσα χρόνια ακριβώς κυοφορούσε ο Θανάσης Βαλτινός το «Ημερολόγιο της Αλοννήσου», αλλά για το CD που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του νέου βιβλίου του τον άκουγα να μιλά από το ’91! Την εποχή εκείνη, πριν δημοσιευτεί η «Ορθοκωστά» κι ενώ ήταν νωπός ο απόηχος από τα «Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60», ο ίδιος δήλωνε αποφασισμένος να διώξει από πάνω του ό,τι ένιωθε να τον βαραίνει, αφήνοντας να εννοηθεί πως τα συρτάρια του ήταν γεμάτα από ανέκδοτα κείμενα. Ανάμεσά τους κι ένα πειραματικό μυθιστόρημα σε μορφή ψηφιακού δίσκου, «ένα παραλήρημα ερωτικής μοναξιάς». Στην υλοποίηση του CD είχε συμβάλει και η ηθοποιός Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, αλλά ο Βαλτινός διευκρίνιζε πως το εγχείρημά του δεν είχε καμία σχέση με την ανάγνωση βιβλίων από διάσημες φωνές, δεν ήταν audio book. Ωστόσο, επικαλούμενος τεχνικές δυσκολίες, ανέβαλε τη δημοσίευσή του.
Μια… ζωή αργότερα, πηγαίνοντας να τον συναντήσω στο δώμα του, στο Παγκράτι, ανακαλώντας τα ηδονικά βογκητά, τους ψιθύρους, τους αναστεναγμούς και τις ερωτικές διαχύσεις που αποτυπώνονται στο CD μέσω και της δικής του φωνής, αναρωτιόμουν τι εντύπωση θα προκαλούσε το «μυθιστόρημά» του στους γηραιούς συναδέλφους του στην Ακαδημία Αθηνών. Τον απασχόλησε άραγε; «Δεν συνηθίζω να χαρίζω τα βιβλία μου –αυτό το κάνουν οι αρχάριοι συγγραφείς– και δεν νομίζω ότι θα σπεύσουν να το αγοράσουν. Ενδεχομένως κάποιοι να σκανδαλιστούν. Ενδεχομένως να παρανοήσουν τη ζωντανή συμμετοχή μου, να θεωρήσουν ότι πρόκειται για ντοκουμέντο, ενώ στην πραγματικότητα και αυτή υπάγεται σ’ ένα πλάνο τυχαίων ή σκηνοθετημένων ηχογραφήσεων».
Τα γέλια και οι ερωτοτροπίες ενός μάλλον παράνομου ζεύγους –ενός Έλληνα και μιας Γερμανίδας− έρχονται να διασκεδάσουν την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία αναπνέει η κεντρική ηρωίδα − ο έρωτας έχει κι ευφρόσυνες στιγμές!
Αν μη τι άλλο, στην έκδοση της Εστίας, χάρη στο επίμετρο του φιλόλογου Κωστή Δανόπουλου που ξεπερνά σε έκταση το κείμενο του συγγραφέα, ο κίνδυνος για τέτοιου είδους παρανοήσεις περιορίζεται. Το «Ημερολόγιο της Αλοννήσου» είναι ένα θραυσματικό, «οριακό» έργο, μια «κατασκευή» στηριγμένη σ’ ένα τυπωμένο κι ένα ηχογραφημένο τμήμα, στον αντίποδα των παραδοσιακών μυθιστορημάτων με πλοκή, χαρακτήρες και αφηγηματική ροή. Το τυπωμένο τμήμα αποτελείται με τη σειρά του από τρία μέρη: ένα σημείωμα δοκιμιακού χαρακτήρα για τις προφορικές ρίζες της λογοτεχνίας («Ουροβόρος όφις»), ένα σύντομο διήγημα γύρω από μιαν αλαφροΐσκιωτη, πρόωρα χαμένη κοπέλα («Κάσια Φράγκου. Μικρό ιστορικό») και, τέλος, τα ετερόκλητα κείμενα πάνω στα οποία στηρίχτηκε η ηχογράφηση του ψηφιακού δίσκου, όπου τη μερίδα του λέοντος διεκδικεί το θέμα του ανεκπλήρωτου έρωτα. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με το CD, συνιστούν μια απόπειρα του Θανάση Βαλτινού να εξερευνήσει τις αντοχές μιας λογοτεχνίας προφορικού χαρακτήρα. Παρ’ όλα αυτά –τι ειρωνεία!− το ηχογραφημένο τμήμα του «Ημερολογίου…», δίχως τη συνδρομή του γραπτού, σμιλεμένου λόγου, είναι αδύνατον να αποκρυπτογραφηθεί σε όλη του την έκταση.
Στα 77 λεπτά που διαρκεί ο δίσκος, εκείνο που κυριαρχεί είναι το ερωτικό δράμα μιας ιδιόρρυθμης γυναίκας, της Κάσσιας («με δύο σίγμα»), η οποία θυμίζει, αλλά δεν ταυτίζεται απόλυτα με την Κάσια Φράγκου του διηγήματος. Ο συχνά ακατάληπτος μονόλογος που εκφέρει η Κάσσια ενώ αυτοϊκανοποιείται, προσκολλημένη εμμονικά στην επιθυμία να συναντήσει τον αγαπημένο της, δίνει την εντύπωση μιας αυθεντικής φέτας ζωής. «Σωστά» λέει ο Βαλτινός. «Είναι ένα ξέσπασμα που φρόντισα να το περισώσω, καθώς μου είχε φανεί εξαιρετικά ενδιαφέρον υλικό για να το αφήσω ανεκμετάλλευτο. Αντιλαμβάνεται κανείς πως πρόκειται για παθολογική περίπτωση. Η συγκεκριμένη γυναίκα έχει κάποιες ιδιομορφίες, κουβαλά πληγές, είναι κι αυτή κάπως αλαφροΐσκιωτη. Όσα ακούγονται, πάντως, δεν απευθύνονται σε μένα. Αν ήμουν εγώ το αντικείμενο του ερωτικού της πόθου, δεν θα τα δημοσιοποιούσα ποτέ».
Ο μονόλογος της Κάσσιας διακόπτεται κάθε τόσο από άλλους ήχους και φωνές. Ορισμένα ραδιοφωνικά ντοκουμέντα –έναρξη προγράμματος με το σήμα του Τσοπανάκου και ανάκρουση του Εθνικού μας Ύμνου, δελτία καιρού και θαλασσών, αναζητήσεις μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, ασκήσεις για πρωινή γυμναστική− ίσως δεν λένε τίποτα στους νεότερους. Για όσους όμως έχουν πατήσει τα πενήντα, μπορεί να λειτουργήσουν σαν τις μαντλέν του Προυστ. Η φωνή ενός εφημεριδοπώλη −«…ναι, βασανίσαμε φοιτητάς και αξιωματικούς. Το “Βήμα” και η “Ακρόπολη”. Οι εφημερίδες, όλα τα γεγονότα. “Ακρόπολη”, “Το Βήμα”, “Η Αυγή” και “Ο Ριζοσπάστης”… Μίλα ελεύθερα, μάρτυς, μη φοβάσαι και μην κωλύεσαι. Ναι, εχτυπούσαμε αγρίως φοιτητάς και αξιωματικούς…»− τοποθετεί το βάσανο της Κάσσιας σ’ ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο, αυτό της Μεταπολίτευσης. Τα γέλια και οι ερωτοτροπίες ενός μάλλον παράνομου ζεύγους –ενός Έλληνα και μιας Γερμανίδας− έρχονται να διασκεδάσουν την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία αναπνέει η κεντρική ηρωίδα − ο έρωτας έχει κι ευφρόσυνες στιγμές! Όσο για τη φωνή της Αλεξάνδρας Σακελλαροπούλου, αυτή λειτουργεί ως αντίλαλος της φωνής της Κάσσιας, επαναλαμβάνοντας –πιο καθαρά, πιο ψύχραιμα, πιο ευθύβολα− κάποια από τα λόγια της. Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Λένε ότι η μητρότης είναι ένα δυνατό αίσθημα (…) Δεν ξέρω τελικά αν είναι ένα δυνατό αίσθημα ή αν είναι κάτι που επειδή το κάνουν όλοι θέλεις να το κάνεις και συ. Κάτι που σου λείπει, κάτι που ενώ το έχει ο άλλος δεν το έχεις εσύ. Βεβαίως, όταν αποχτήσεις ένα παιδί είναι αδύνατον να μην το αγαπήσεις. Γιατί το βλέπεις από μικρό, γιατί εκείνο, γιατί το άλλο, γιατί… γιατί δημιουργούνται ισχυροί δεσμοί. Κανείς όμως δεν μπορεί να με πείσει ότι το ένστικτο, το ερωτικό ένστικτο, είναι χαμηλότερο της μητρότητας. Πιστεύω πως είναι πολύ πιο δυνατό, ό,τι και να μου λένε. Δεν τολμώ να το πω σε γυναίκα αυτό γιατί θα με πετροβολήσει. Πιστεύω ότι είναι δυνατότερο (…) Μόνο όταν είναι το ένστικτο ικανοποιημένο, όταν υπάρχει η ψυχική ιλαρότητα και η σωματική, μόνο τότε μπορείς να ανταποκριθείς σε ό,τι άλλο αγαπάς. Με αρμονία και πληρότητα. Διαφορετικά, αντιμετωπίζεις τα πάντα με ημίμετρα».
Ο Βαλτινός δεν το κρύβει, μια φορά κι ένα καιρό κλήθηκε να αποκτήσει παιδί χωρίς δεσμεύσεις, διατηρώντας ανέπαφη την ελευθερία του. Ήταν μια πρόταση που δεν την αποδέχτηκε. Το μετάνιωσε; «Πιθανότατα να μην είμαι άκληρος... Ζω μ’ αυτή την αμφιβολία σχεδόν πενήντα χρόνια. Γίνεται, όμως, να βρίσκεσαι διαρκώς στην κόψη του ξυραφιού; Από ένα σημείο κι έπειτα παύει να σ’ απασχολεί, γιατί αλλιώς τρελαίνεσαι. Όταν ήμουν πολύ νέος αλλά κι αργότερα, κατά περιόδους, ήθελα πολύ ένα παιδί, αλλά φοβόμουν. Πώς θα μπορούσα να θρέψω στοιχειωδώς μια οικογένεια κάνοντας αυτό το επάγγελμα;». Η μοναδική φορά, λέει, που εργάστηκε με συγκεκριμένο ωράριο ήταν στην κλινική «Θεία Πρόνοια», στην Κυψέλη, την οποία αναφέρει στο «Ημερολόγιο…» ως υποτιθέμενο τόπο γνωριμίας του με τη «διστακτική και λιγομίλητη» Κάσια Φράγκου. Πήγαινε κάθε πρωί στη λαχαναγορά, στου Ρέντη, αγόραζε ζαρζαβατικά και φρούτα, τα κουβάλαγε ως την κλινική κι έπειτα είχε όλη τη μέρα ελεύθερη – «εξαιρετική εποχή!». Θα μπορούσε να έχει δουλέψει και ως δημοσιογράφος, αλλά το απέφυγε: «Το μόνο που μ’ ενδιέφερε ήταν η λογοτεχνία. Δεν ήθελα να είμαι τίποτε άλλο πέρα από συγγραφέας. Μπορεί να ήταν θέμα χαρακτήρα, ποιoς ξέρει; Μπορεί να ήταν θέμα …τεμπελιάς».
Το αν θα είχαν απήχηση οι πειραματισμοί του τον ενδιέφερε; «Φυσικά. Η ανάγκη της δημοσιοποίησης ήταν πάντα παρούσα. Κάνεις κάτι που θέλεις να περάσει στη συνείδηση και κάποιων άλλων. Με πληγώνει αν τα έργα μου δεν λειτουργούν, αν δεν γίνονται κατανοητά. «Έχετε πολλά ακόμα στο συρτάρι;» τον πειράζω. «Δεν υπάρχει συρτάρι. Υπάρχει το ανεξάντλητο ντεπόζιτο της εφηβείας, τότε που διαμορφωνόμαστε, με τα όνειρα, τις φαντασιώσεις, τις επιθυμίες μας…». Και με τον χρόνο μπροστά του που λιγοστεύει πώς τα πάει; «Μπορώ να τον διαχειρίζομαι καλύτερα. Συχνά τον σκοτώνω! Κοίτα τις γλάστρες στο μπαλκόνι. Καταλαβαίνουν τα ρόδια πότε θα ’ρθει η ώρα τους να πέσουν; Η σχέση μας με τον χρόνο είναι περίεργη υπόθεση, εντελώς προσωπική…».