Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΝ του Πέδρο Αλμοδόβαρ και των ζωντανών θαυμάτων, που έφεραν κοντά το ασυνείδητο της ισπανικής ψυχής με τις πιο άγριες μέρες και νύχτες της, είναι παρών σε κάθε σελίδα των δυνατών ιστοριών που έγραψε ο σκηνοθέτης σε διαφορετικές στιγμές της ζωής του και κυκλοφορούν με τον τίτλο Τελευταίο όνειρο από τις εκδόσεις Διόπτρα, σε μετάφραση Μαρίας Παλαιολόγου.
Το πέρασμα από τις μεσαυλές της Μάντσα, με τις γυναίκες που τραγουδούν και κουτσομπολεύουν, στις εκρηκτικές νύχτες της Μαδρίτης και στο κίνημα της Movida και από εκεί στο Χόλιγουντ διαγράφεται ανάγλυφα σε πολλές από τις ιστορίες του, τις οποίες ο ίδιος προτιμά να αποκαλεί αφηγήσεις, ξεκαθαρίζοντας στον πρόλογό του πως δεν είναι ούτε ακριβώς ιστορίες, ούτε διηγήματα, ούτε μικρά memoirs.
Από αυτές δεν λείπουν ο αυθορμητισμός, το πηγαίο χιούμορ και κυρίως η βαθιά τρυφερότητα, είτε στην ιστορία που αφιερώνει στην πανταχού παρούσα μητέρα του, απ’ όπου και ο τίτλος της συλλογής, είτε σε αυτές που αφιερώνει συνολικά στις γυναίκες, στους παλιούς του εραστές, στους ομότεχνούς του, όπως ο Ταραντίνο, τον οποίο επίσης παραδέχεται ως λογοτέχνη, στις ντραγκ κουίν Ρου Πολ και Λέιντι Μπάνι και στη Μεξικανή τραγουδίστρια Τσαβέλα Βάργκας.
Επιβεβαιώνοντας ακριβώς αυτήν τη μόνιμη διάθεσή του να σκύβει με κατανόηση στο ανθρώπινο είδος και να διαβλέπει τον πόθο –εξού και το όνομα της εταιρείας παραγωγής του– που κρύβεται σε κάθε ακραία κίνηση, ο Αλμοδόβαρ γράφει για τα όρια της ανθρώπινης φύσης, τολμώντας ενίοτε να την υπερβεί, φέρνοντας κοντά τους δαίμονες και τους αγίους.
Για την τελευταία γράφει σε μία από τις πιο τρυφερές ιστορίες με τον τίτλο «Αντίο, ηφαίστειο» ότι «τραγουδώντας την εγκατάλειψη και την απόγνωση, δημιούργησε έναν καθεδρικό ναό στον οποίο χωρούσαμε όλοι και από τον οποίο έβγαινες με τα λάθη σου και διατεθειμένος να εξακολουθήσεις να τα κάνεις, να προσπαθήσεις ξανά», ενθυμούμενος τη φράση του Μπέκετ.
Άλλωστε, αυτό μπορεί να πει κανείς ότι νιώθει βλέποντας τις ταινίες του που απαλύνουν με το πιο ωραίο χάδι τα τραγικά λάθη της ανθρώπινης φύσης, θυμίζοντάς σου ότι μπορείς να εξακολουθήσεις να τα κάνεις, όντας τρωτός. Επιβεβαιώνοντας ακριβώς αυτήν τη μόνιμη διάθεσή του να σκύβει με κατανόηση στο ανθρώπινο είδος και να διαβλέπει τον πόθο –εξού και το όνομα της εταιρείας παραγωγής του– που κρύβεται σε κάθε ακραία κίνηση, ο Αλμοδόβαρ γράφει για τα όρια της ανθρώπινης φύσης, τολμώντας ενίοτε να την υπερβεί, φέρνοντας κοντά τους δαίμονες και τους αγίους.
Σε μια συγκλονιστική γκοθ ιστορία με τον τίτλο «Η ιεροτελεστία του καθρέφτη», που θα μπορούσε να έχει γράψει κορυφαίος λογοτέχνης, ένας κόμης-βρικόλακας επισκέπτεται ένα ανδρικό μοναστήρι με σκοπό να «ζήσει» τον μοναστικό βίο στη λογική του τρίπτυχου «νηστεία, απομόνωση και προσευχή», δείχνοντας ότι τελικά τα μυστικά της ακολασίας ταυτίζονται, σε εξωανθρώπινο επίπεδο, με αυτά της απομόνωσης και της αγιότητας.
Σιωπή, μοναξιά, νηστεία και περισυλλογή στοιχειοθετούν το κέντρο στο οποίο στήνει ο συγγραφέας Αλμοδόβαρ την αφήγηση σε αυτή την ιστορία, σαν να τα γνωρίζει σε βάθος από τα έγκατα του υπόγειου κόσμου στον οποίο εγκαταβιούσε σε νεαρή ηλικία, μιλώντας με ειλικρίνεια για τα σκοτάδια που δεν έπαψαν να τον βασανίζουν και ενώνοντας, με τον τρόπο του Μπατάιγ, τον θρησκευτικό παροξυσμό με τη φαντασία και την οδυνηρή πραγματικότητα.
Ο ερωτισμός, για την ακρίβεια ο ομοφυλοφυλικός έρωτας, είναι το βασικό σημείο αναφοράς, με τον ηγούμενο Μπενίτο να αφήνεται στις άγριες αιματηρές ορέξεις του κόμη-βρικόλακα στο πλαίσιο ενός ανίερου μυστικισμού που συναντά κανείς στις αισθησιακές στιγμές, παρά ή ακόμα και με την απουσία σεξ. «Αντικατοπτριζόμαστε μονάχα στη φαντασία των άλλων, όπως συμβαίνει σ’ εσάς τώρα. Οι σκιές μας μακραίνουν στα όνειρα και η μέρα μας είναι η νύχτα», λέει ο κόμης-βρικόλακας και μέσα από τα λόγια του απευθύνεται σ’ εμάς ο σκηνοθέτης-συγγραφέας, προσπαθώντας να αποπλανήσει-προσηλυτίσει το κοινό του.
Οι μέθοδοι εξάλλου είναι ίδιες. Ο Αλμοδόβαρ δεν θα έκανε ταινίες αν ήταν απλώς να σκηνοθετήσει πρωτότυπες ιστορίες, ούτε θα έμπλεκε τις ασυνείδητες φαντασιώσεις του, την ορμητική του φαντασία με τα απομνημονεύματά του σε μια κόλλα χαρτί χωρίς να έχει προηγουμένως στήσει ένα καλομελετημένο σχέδιο, εντάσσοντας σε αυτό τον γυμνό από φτιασίδια εαυτό του. Στόχος του είναι να μας «μυήσει» με τον θρησκευτικό αυτό τρόπο των μεγάλων μυστών και των βρικολάκων σε έναν κόσμο όπου τα αισθήματα ξεχειλίζουν από ενέργεια και η φαντασία ανακατεύεται μοναδικά με την πραγματικότητα. Ως φαν της διαρκούς ανάμειξης, «όχι της μετάλλαξης», όπως γράφει ο ίδιος, λειτουργεί ως παράξενος αλχημιστής, θέλοντας να κρατήσει το «ηφαίστειο ενεργό, με παρελθόν εραστή που καταρρέει μπροστά στο άψυχο σώμα της ερωμένης του» ή εν προκειμένω του εραστή του.
Ποτέ, άλλωστε, δεν θέλησε να κάνει διάκριση ανάμεσα στους ανθρώπους προσδοκώντας να συμφύρει τα είδη, τα φύλα, το θεϊκό με το ανθρώπινο και ενσωματώνοντας οτιδήποτε μπορεί να μπει εμπόδιο σε αυτόν τον ορμητικό χείμαρρο από λέξεις και εικόνες. Ούτε τον απασχολεί αν κάτι θα φανεί βλάσφημο ή ιερό, μια διάκριση που προσπάθησε να πατάξει με κάθε τρόπο. Στην ιστορία του με τον τίτλο «Λύτρωση» σκιαγραφεί έναν ευαίσθητο Βαραββά που ερωτεύεται τον Ιησού, μένοντας έκθαμβος «με την ομορφιά, την ηδύτητα, την ηπιότητα και την ιδιαιτερότητα του ξένου», όπως και ο εκπρόσωπος του Θεού στη γη μένει «γοητευμένος από την ασχήμια, τη βιαιότητα, το πάθος και την αχρειότητα του Βαραββά». Σε αυτό το κελί οι δυο αποστάτες της ανθρώπινης κοινωνίας ανακαλύπτουν όχι μόνο τη θεϊκή καταγωγή του έρωτα αλλά και το «θαύμα της ανθρώπινης ύπαρξης».
Είναι προφανές ότι η θρησκεία απασχολούσε πάντα τον Αλμοδόβαρ σε πολλές ταινίες του, όχι μόνο στη συμβολική της έκφραση αλλά και στην οδυνηρή συνθήκη των «ανίερων» εκφραστών της. Η τραυματική υπόθεση της σεξουαλικής κακοποίησης που είχε υποστεί μικρός στο σχολείο θρησκευτικής αγωγής των Σαλεσιανών στις αρχές της δεκαετίας του ’60 αποτέλεσε το θέμα της Κακής Εκπαίδευσης και σε αυτήν παραπέμπει η ιστορία που ανοίγει τη συλλογή με τον τίτλο «Επίσκεψη», όπου ταυτόχρονα ξετυλίγεται και το χρονικό της ανάμειξης του Αλμοδόβαρ με τον ανεξάντλητο κόσμο των τρανς.
Σε αυτόν επίσης αναφέρονται, με τον πιο απολαυστικό και σκαμπρόζικο τρόπο, οι «Εξομολογήσεις ενός συμβόλου του σεξ» από τα πολύχρωμα χρόνια της Movida, ανακαλώντας τις παλιότερες αφηγήσεις του για την Πάτι Χίμα. Αυτό το ξέχειλο από ορμητική τρυφερότητα χιούμορ ενέχει ωστόσο και το ανάλαφρο στοιχείο της σκανδαλιάς, το οποίο αφορμάται από τα εφηβικά του χρόνια, τότε που, μαζί με τη μητέρα του, πρόσθεταν τις απαραίτητες δόσεις υπερβολής στα γράμματα που έγραφαν, εξυπηρετώντας τις αναλφάβητες γειτόνισσες.
«Αυτοί οι αυτοσχεδιασμοί αποτελούσαν ένα μεγάλο μάθημα για μένα», γράφει ο Αλμοδόβαρ στην ιστορία που εμπνέει τη συλλογή. «Όριζαν τη διαφορά μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας και το πώς η πραγματικότητα έχει ανάγκη τη μυθοπλασία για να γίνει πιο ολοκληρωμένη, πιο ευχάριστη, πιο υποφερτή». Εκεί, περιγράφοντας για πρώτη φορά χωρίς καμία υπερβολή ούτε δράμα την τελευτή της μητέρας του, αποτίει φόρο τιμής στην αφανή πρωταγωνίστρια της ζωής του και τόσων ταινιών του, υπογράφοντας για πρώτη φορά με το πλήρες, οικογενειακό ονοματεπώνυμο ως Πέδρο Αλμοδόβαρ Καβαγιέρο.
Η Φρανσίσκα Καβαγιέρο και εκείνες οι πρώτες μέρες στη Μάντσα και την Εξτρεμαδούρα με τις γυναίκες που έπλεκαν με το κοπανέλι αλλά και οι ανίερες νύχτες των φευγαλέων συνευρέσεων και των ουσιών, το ταξίδι στον επίπλαστο κόσμο της ηρωίνης και το πέρασμα στη σημερινή εποχή της απομόνωσης στοιχειοθετούν τα αποσπασματικά στιγμιότυπα μιας αφήγησης που φανερώνει διαρκή και συνεχή εμμονή με τη μνήμη, κάτι που βλέπουμε και στις ταινίες του Ισπανού σκηνοθέτη. Περνώντας από την εποχή της εξωστρέφειας σε αυτήν της σημερινής απομόνωσης και ίσως έντονης μελαγχολίας, ο ώριμος πλέον Αλμοδόβαρ δείχνει να στήνει με θάρρος τον καθρέφτη απέναντί του, όπως έκανε με το αυτοβιογραφικό Πόνος και Δόξα το 2019.
Ίσως η τάση αυτή να εξηγεί και την ιδιότητα του συγγραφέα, καθώς, επικαλούμενος τη φράση της Λεϊλά Σλιμανί, ομολογεί πως «η απομόνωση είναι για μένα απαραίτητη συνθήκη για να εμφανιστεί η ζωή. Η απομάκρυνση από τους θορύβους της καθημερινότητας αφήνει να αναδυθεί επιτέλους στην επιφάνεια ένας δυνάμει κόσμος».
Απομακρύνοντας από μπροστά του τις πάντοτε κυρίαρχες γι’ αυτόν φιγούρες του Ζαν Ζενέ, του Κοβάλσκι και του Κοκτό διατηρεί χαμηλούς τους τόνους σε έναν θρίαμβο που δεν χρειάζεται, όπως λέει εξάρσεις, αλλά αυτοκριτική, με την οποία ολοκληρώνει τη συλλογή.
Ίσως αυτό να είναι το κυκλικό σχήμα στο οποίο επιστρέφει διαρκώς, χωρίς να φοβάται να αγγίξει τις πληγές και τα τραύματα, καταφέρνοντας να κρατήσει ζωντανές εικόνες της παιδικής και εφηβικής ηλικίας αλλά και να χαρεί επιτέλους το έργο που έχει στήσει ακόμα και στις ατέλειές του, αφού η αυτοκριτική, όπως λέει, σε αυτό το σημείο είναι παραπάνω από απαραίτητη.
«Οι ύστατοι θρίαμβοι είναι αυτοί απολαμβάνεις πιο έντονα», γράφει με τρόπο σχεδόν προφητικό σε μία από τις αφηγήσεις της πρώτης περιόδου. «Στους πρώτους δεν έχεις ούτε τον χρόνο ούτε την ικανότητα να συνειδητοποιήσεις πόσο δύσκολο είναι να τους επαναλάβεις». Πενήντα χρόνια μετά από τότε που κατέθετε την πρώτη του ιστορία ο ώριμος πια Αλμοδόβαρ δείχνει ότι μπορεί να το κάνει, επαναπροσδιορίζοντας με τον πιο δυναμικό τρόπο το είδος του autofiction.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.