Τη νύχτα της περασμένης Δευτέρας, μόλις είχαν ανακοινωθεί νέα πιο αυστηρά μέτρα περιορισμού των μετακινήσεων στην Ισπανία, άρχισα να νιώθω για πρώτη φορά αυτόν τον καιρό συμπτώματα κλειστοφοβίας. Περίεργο που είχαν αργήσει τόσο, καθώς υποφέρω εδώ και μερικά χρόνια από κλειστοφοβία και αγοραφοβία. Το ξέρω ότι πρόκειται για αντίθετες παθολογίες αλλά ο οργανισμός μου είναι γεμάτος από τέτοιες παραδοξότητες, πάντα ήταν.
Αποφάσισα να βγω έξω την επόμενη μέρα, νιώθοντας σα να πρόκειται να διαπράξω προμελετημένο έγκλημα. Σα να αφήνεσαι σε μια απαγορευμένη απόλαυση που δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να την αποφύγεις. Μοιάζει με φτηνή pulp λογοτεχνία, και είναι, τέτοια όμως είναι η επίδραση του εγκλεισμού.
Κάθισα να σχεδιάσω την έξοδό μου: θα έβγαινα για shopping, που σημαίνει θα έβγαινα να αγοράσω τρόφιμα, κάτι που έτσι κι αλλιώς ήταν αναγκαίο αφού είμαι μόνος μου στην απομόνωση. Έτσι λοιπόν, την Τρίτη το πρωί ντύθηκα για να βγω έξω και ένιωσα σα να κάνω κάτι πολύ εξαιρετικό: Ντύσιμο! Δεκαεπτά μέρες είχαν περάσει από τότε που το έκανα για τελευταία φορά. Φοβερό για μένα, αφού πάντα ως διαδικασία μου ήταν πολύ ξεχωριστή και οικεία.
Θυμήθηκα διάφορα ρούχα που είχα φορέσει σε διάφορες περιστάσεις. Θυμήθηκα και εκείνο το μεταξένιο μωβ Shantung σμόκιν από τον σχεδιαστή Antonio Alvarado και τις μπότες, σαν αυτές που κάνει τώρα ο Louboutin, που είχα φορέσει στην πρώτη μου τελετή των Όσκαρ το 1989, όταν η ταινία μου «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης» ήταν υποψήφια για το βραβείο ξένης ταινίας. Δεν το πήραμε, και επίσης η σχέση μου με την πρωταγωνίστρια Κάρμεν Μάουρα διαλύθηκε άσχημα, θυμάμαι όμως εκείνο το ταξίδι στο Λος Άντζελες να είναι γεμάτο συναρπαστικά γεγονότα.
Λίγες μέρες πριν από την τελετή ήμουν καλεσμένος σε δείπνο στο σπίτι της Τζέιν Φόντα, η οποία είχε πάθει εμμονή με τις «Γυναίκες στα πρόθυρα...» και ήθελε να το κάνει ριμέικ. Οι υπόλοιποι καλεσμένοι ήταν λίγοι αλλά εκλεκτοί. Η Αντζέλικα Χιούστον με τον Τζακ Νίκολσον, ζευγάρι ακόμα τότε, η Cher με φυσικό make-up έτσι ώστε να μοιάζει σα να μην έχει βάλει make-up, πιο όμορφη, πιο χαριτωμένη και πιο κοντή απ' ότι φανταζόμουν.
Και η Μόργκαν Φέρτσαϊλντ. Ναι! Προς μεγάλη μου έκπληξη, επειδή νόμιζα ότι ανήκε σε χαμηλότερη κατηγορία από τους υπόλοιπους (παρότι φυσικά, το να έχεις πρωταγωνιστήσει στο Flamingo Road και στο Falcon Crest δεν είναι μικρό επίτευγμα). Η Τζέιν Φόντα θα πρέπει να πρόσεξε την έκπληξή μου τότε, γιατί αργότερα μου εξήγησε ότι παλιά πήγαιναν μαζί σε διαδηλώσεις και ότι η Μόργκαν Φέρτσαϊλντ ήταν εξίσου φεμινίστρια, αν όχι πιο σκληροπυρηνική, από την ίδια.
Την επομένη της τελετής των Όσκαρ, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα στο ξενοδοχείο μου. Ήταν μια γυναικεία φωνή, η οποία με φυσικό ύφος σα να μην καταλάβαινε την επίδραση που θα είχε αυτό που θα μου έλεγε, ενώ σίγουρα το γνώριζε, μου είπε: «Γεια, είμαι η Madonna. Γυρίζουμε αυτές τις μέρες την ταινία "Dick Tracy" και πολύ θα ήθελα να σε ξεναγήσω στο σετ. Σήμερα εγώ δεν έχω γύρισμα, οπότε μπορώ να αφιερώσω όλη τη μέρα σε σένα αν θες».
Θα μπορούσε να ήταν φάρσα, μια fake Madonna, ή κάποια ψυχοπαθής που θα με έκοβε κομματάκια και θα τα πέταγε μετά στα σκουπίδια... Η αυτοπεποίθησή μου, παρότι δεν είχα κερδίσει το Όσκαρ, βρισκόταν σε υψηλό επίπεδο, οπότε θεώρησα ότι ήταν γνήσιο το τηλεφώνημα. Η φωνή της Madonna μου έδωσε την διεύθυνση ενός στούντιο γυρισμάτων και μετά από λίγο βρισκόμουν εκεί γεμάτος δέος.
Η αλήθεια είναι ότι όλο το team της ταινίας, από τον σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή της ταινίας Γουόρεν Μπίτι μέχρι τον μεγάλο διευθυντή φωτογραφίας Βιτόριο Στοράρο, δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ευγενικοί μαζί μου. Μου φέρθηκαν λες και ήμουν ο Τζορτζ Κιούκορ. Ο Μπίτι επέμενε να κάτσω στην καρέκλα του σκηνοθέτη με το όνομά του στην πλάτη για να παρακολουθήσω τη σκηνή που γύριζαν. Έτοιμος ήμουν να εξομολογηθώ πως όταν ήμουν παιδί ανακάλυψα την σεξουαλικότητά μου όταν τον είδα στο «Πυρετός στο αίμα» (Splendor in the Grass) – ο χτίστης στο «Πόνος και δόξα» δεν υπήρξε ποτέ – αλλά φυσικά συγκρατήθηκα.
Η Madonna με γύρισε σε όλα τα διαφορετικά σκηνικά της ταινίας και εκεί γνώρισα ένα πρόσωπο που θαύμαζα βαθιά: την Μιλένα Κανονέρο, την σπουδαία ενδυματολόγο και σχεδιάστρια κοστουμιών που ήδη τότε είχε κερδίσει τρία Όσκαρ (την επομένη χρονιά θα ήταν υποψήφια και για το Dick Tracy), για τους «Δρόμους της φωτιάς», το Barry Lyndon και το Cotton Club. Αργότερα κέρδισε και τέταρτο Όσκαρ αλλά δεν θυμάμαι για ποια ταινία. Η επίσκεψη στο εργαστήριο της μου άφησε την πιο έντονη εντύπωση από όλο το ταξίδι εκείνο. Ο μόνος λόγος που θα ήθελα να δουλέψω στο Χόλιγουντ είναι αυτός: η εμμονή στην λεπτομέρεια.
Από τη στιγμή που η Madonna σου αφιερώνει τόσο χρόνο και τόση προσοχή, ακόμα κι αν δεν κέρδισες το Όσκαρ, αυτό σημαίνει ότι το 'material girl' ενδιαφέρεται έντονα για την περίπτωσή σου. Δεν πέρασε πολύς καιρός μέχρι να συναντηθούμε ξανά - συνέβη την επόμενη χρονιά στη διάρκεια της παγκόσμιας περιοδείας της που είχε τίτλο Blond Ambition Tour.
Τις μέρες που έμεινε στην Μαδρίτη βγαίναμε μαζί κάθε βράδυ. Είχα οργανώσει μάλιστα τότε και ένα φλαμένκο πάρτι προς τιμή της στο ξενοδοχείο Palace παρέα με την Μπιμπιάνα Φερνάντεζ και τη Ρόζι ντε Πάλμα, η Madonna όμως μου ξεκαθάρισε ότι, εκτός από μένα, ενδιαφερόταν μόνο για έναν συγκεκριμένο καλεσμένο: τον Αντόνιο Μπαντέρας. Της υποσχέθηκα ότι θα έρθει σίγουρα, δεν της είπα όμως ότι δεν μπορούσα να τον καλέσω χωρίς την τότε σύζυγό του, την Άνα Λέθα, η οποία ήταν και μεγάλη της φαν.
Παρότι εγώ υποτίθεται ότι ήμουν ο οικοδεσπότης, η Madonna ήταν εκείνη που αποφάσισε πού θα καθίσει ο καθένας από τους φίλους μου και τους χορευτές της στα μικρά στρογγυλά τραπέζια που είχαν στηθεί. Φυσικά, εκείνη έκατσε στο κεντρικό τραπέζι με μένα στα δεξιά και τον Αντόνιο στα αριστερά της. Την Άνα Λέθα την έβαλε να κάτσει στο πιο μακρινό από μας τραπέζι, στο βάθος της σάλας.
Εκτός από εμάς τους δύο, δεν έδωσε σημασία σε κανέναν άλλον. Συγχρόνως, ένα μέλος της κουστωδίας της είχε φέρει μια καλής ποιότητας κάμερα και τραβούσε διαρκώς – «για ενθύμιο», όπως μας είπε η ίδια. Προσωπικά μου φάνηκε περίεργο, αλλά ο καλός οικοδεσπότης δεν γίνεται αδιάκριτος.
Στο τραπέζι μας, έπρεπε να μεταφράζω στην Madonna της απαντήσεις του Αντόνιο στα ερωτήματά της. Σ' εκείνη τη φάση της καριέρας του, ο Αντόνιο ήταν έτοιμος για απογείωση. Το «Δέσε με» πήγαινε πολύ καλά στην Αμερική και οι κριτικοί και το Χόλιγουντ (και η Madonna) ήταν ερωτευμένοι μαζί του, εκείνη τη νύχτα όμως του 1990 δεν μιλούσε ακόμα ούτε λέξη αγγλικά.
Τα λέω όλα αυτά επειδή ένα χρόνο αργότερα έκανε πρεμιέρα η ταινία «Στο κρεβάτι με τη Madonna», στην οποία μεγάλο κομμάτι της ήταν γυρισμένο στο πάρτι μου στο Palace. Η παρενόχληση που έκανε στον Αντόνιο ήταν μία από τις βασικές 'πλοκές' της ταινίας, από την οποία κόπηκε όμως η λακωνική ατάκα απόρριψης που πέταξε στην Άνα Λέθα. Στο τέλος του δείπνου, η Άνα τόλμησε να πλησιάσει στο τραπέζι μας και να πει σαρκαστικά στην 'ξανθιά θεότητα': «Βλέπω ότι σου αρέσει ο άντρας μου. Δεν με εκπλήσσει, σε όλες τις γυναίκες αρέσει, αλλά δεν με ενοχλεί αυτό επειδή είμαι σύγχρονο άτομο». Η απάντηση της Madonna ήταν: «Άντε χάσου».
Όλα αυτά μπορεί να μοιάζουν ασόβαρα και επιπόλαια, σαν χρονικό στήλης κουτσομπολιού, και μακρινά από αυτή την κατάσταση απομόνωσης που βιώνουμε. Δεν με νοιάζει όμως αν φαίνεται σαν ξεκαθάρισμα λογαριασμών αυτή η ανάμνηση. Αν είχαν γίνει αντίστροφα τα πράγματα (να τραβούσα δηλαδή εγώ με κάμερα την Madonna και μετά να έβαζα το υλικό σε ταινία παγκόσμιας διανομής) θα είχα δεχτεί τέτοια αγωγή που ακόμα δεν θα είχα συνέλθει από το χρέος. Η Madonna μας φέρθηκε σα να είμαστε καθυστερημένοι και κάποτε έπρεπε να το πω. Δεν φτάνει που δεν μας ζήτησε την άδεια χρήσης της εικόνας μας, με ντουμπλάρισε κι από πάνω στην ταινία – δεν θα της άρεσαν τα αγγλικά μου, φαντάζομαι.
Ας ολοκληρώσω όμως την ιστορία. Κάποια στιγμή στην διάρκεια του δείπνου, η Madonna μου λέει: «Ρώτα τον Αντόνιο αν του αρέσει να χτυπάει τις γυναίκες» (ορκίζομαι ότι αυτό μου είπε). Το μεταφράζω. Ο Αντόνιο δε λέει τίποτα, προσπαθεί να χαμογελάσει αμήχανα, κάτι μουρμουρίζει με απορία, και τελικά μένει με μια έκφραση στο πρόσωπο σα να λέει «Τι να πω, είμαι Ισπανός τζέντλεμαν και θα κάνω ό,τι μου ζητήσει μία κυρία». Η Madonna όμως δεν ήταν ικανοποιημένη. «Ρώτα τον», μου ξαναλέει, «αν του αρέσει να τον χτυπάνε οι γυναίκες». Ο Αντόνιο ξαναπήρε την ίδια ακριβώς έκφραση.
Το λέω αυτό, πρώτον επειδή είναι αλήθεια, και δεύτερον επειδή ήταν ίσως η πιο αστεία στιγμή της βραδιάς, παρότι εκείνη δεν την θεώρησε αρκετά διασκεδαστική για να την συμπεριλάβει στην ταινία της. Και έπρεπε να συμβεί αυτή η πανδημία για να μάθει ο κόσμος τι έγινε πραγματικά σ΄ εκείνο το πάρτι...
Επιστροφή στο σήμερα. Βγήκα λοιπόν τελικά από το σπίτι μετά από 17 μέρες απόλυτου εγκλεισμού. Ήταν ένα παράξενο συναίσθημα, συγχρόνως όμως κι ένα συναίσθημα μεγάλης γαλήνης καθώς όλα έμοιαζαν τόσο ευχάριστα όπως ήταν ήσυχα και άδεια. Εκείνη την ώρα δεν σκεφτόμουν τις χιλιάδες απώλειες. Ένιωσα την παρουσία μιας πρωτόγνωρης εικόνας της Μαδρίτης και μιας εξωπραγματικής κατάστασης που ακόμα δεν ξέρω πώς ακριβώς να την περιγράψω.
Προτιμώ να μη σκέφτομαι τα θύματα (αν και δεν είναι αλήθεια αυτό – προσπαθώ να βοηθήσω όπως μπορώ). Όλοι ξέρουμε τα τρομερά νούμερα και γράφοντας αυτό το κείμενο είναι ένας τρόπος να το ξεχάσω. Είναι σα να αποδράς πατώντας το fast-forward. Έχω την εντύπωση ότι αν σταματήσω για να αντιμετωπίσω κατάματα, την κατάσταση, θα πέσω νεκρός. Και δεν το θέλω.
Απόδοση από τα αγγλικά: Δ.Πολιτάκης
σχόλια