ΣTIΣ ΑΡΧΕΣ ΤΙΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ '90, όταν ο Βραζιλιάνος τροβαδούρος Καετάνο Βελόζο –πραγματικός μύθος στη Λατινική Αμερική– έπαιζε ζωντανά σε νεοϋορκέζικο κλαμπ, κλήθηκε από τους New York Times να γράψει ένα άρθρο για τη διάσημη συμπατριώτισσά του, τη χολιγουντιανή ντίβα του '40 και του '50, Κάρμεν Μιράντα.
Το φλογερό κείμενό του, γραμμένο αναπόφευκτα από την οπτική γωνία του «τροπικαλίστα» που υπήρξε κι ο ίδιος, κίνησε το ενδιαφέρον ενός Αμερικανού εκδότη, ο οποίος του παρήγγειλε ένα βιβλίο ακριβώς γι’ αυτό: για το κίνημα του τροπικαλίσμο που, εν μέσω κοινωνικών, πολιτικών και πολιτιστικών ανακατατάξεων, γεννήθηκε στα μέσα του περασμένου αιώνα στη Βραζιλία, αφήνοντας ανεξίτηλη τη σφραγίδα του σ’ όλο το φάσμα των τεχνών.
Αποτέλεσμα της παραπάνω πρόσκλησης ήταν ένα κράμα αυτοβιογραφίας και δοκιμίου, το «Tropical Truth» (2002), που κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2007 από τις –εξαφανισμένες εδώ και καιρό– εκδόσεις Ηλέκτρα, σε μετάφραση Λεωνίδα Αντωνόπουλου, με τον τίτλο «Βrasil: Μια ιστορία μουσικής και επανάστασης».
Με περισσότερα από σαράντα άλμπουμ στο ενεργητικό του, με δύο βραβεία Γκράμι κι άλλα εννέα Λάτιν Γκράμι, και με κινηματογραφικές συνεργασίες όπως στο «Φρίντα» και το αλμοδοβαρικό «Μίλα της», ο Καετάνο Βελόζο δηλώνει πάντα παρών.
Γόνος πολυμελούς οικογένειας, γεννημένος σε μια κωμόπολη της Μπαΐα το 1942, ο Βελόζο ανακάλυψε την μπόσα νόβα ταυτόχρονα σχεδόν με τη γέννησή της, μέσα από τις ηχογραφήσεις του Ζοάο Ζιλμπέρτο. Στον αντίποδα όσων αντιμετώπισαν το είδος σαν μια ποπ εκδοχή της σάμπας προς μαζική κατανάλωση, εκείνος το είδε σαν την συνέχεια μιας καινοτόμου διαδικασίας που δεν απομακρυνόταν από τις λαϊκές παραδόσεις αλλά μπορούσε να φωτίσει το παρελθόν αλλιώς. Κι ακροβατώντας ανάμεσα στην επιθυμία του να γίνει σκηνοθέτης ή ζωγράφος, κατέληξε να γίνει μουσικός και συνοδοιπόρος του Ζιλμπέρτο Ζιλ στο κίνημα που έμελλε να παντρέψει την μπόσα νόβα με την καλλιτεχνική πρωτοπορία της δεκαετίας του ΄60.
Μίξη όλων των στιλ χωρίς προκαταλήψεις. Αυτό ήταν το ζητούμενο για τους τροπικαλίστες, κληρονομημένο από τον μοντερνιστή ποιητή Όσβαλντ ντε Αντράντε και το έργο του «Ανθρωποφαγικό μανιφέστο» (1928), απ’ όπου ξεπήδησε κι η ιδέα του πολιτιστικού κανιβαλισμού. Ένα κράμα από μπόσα νόβα, ροκ εντ ρολ, λαϊκές μελωδίες της Μπαΐα και πορτογαλέζικα φάδο μ' έναν χαρακτηριστικό άφρο ρυθμό ήταν κι η μουσική τους, όπως προέκυψε μέσα από μια κοινωνία γεμάτη ανισότητες και υπό στρατιωτική δικτατορία, όπου η τάση για την καθιέρωση μιας πολιτικοποιημένης τέχνης προωθούνταν τα μέγιστα από την αριστερά.
«Το τροπικαλίσμο», εξηγεί ο Βελόζο, «επιθυμούσε να προβληθεί ως έκφραση θριάμβου επί δύο αντιλήψεων: πρώτον, ότι η εκδοχή της επιχειρηματικής δραστηριότητας δυτικού τύπου που πρόσφερε η αμερικανική ποπ μουσική και μαζική κουλτούρα ήταν εν δυνάμει απελευθερωτική (…) ενώ η δεύτερη ήταν η αποστροφή για τον εξευτελισμό που εκπροσωπούσε η συνθηκολόγηση με τα στενά συμφέροντα των κυρίαρχων ομάδων, εγχώριων και διεθνών».
Οι τροπικαλίστας πίστευαν πως η αυθεντική δημιουργία εξαγνίζει τα πάντα. Και οι ίδιοι άντλησαν πρώτη ύλη συνδυάζοντας τις «καταγέλαστες προσδοκίες των αμερικανόφιλων» με τις «αφελείς καλές προθέσεις των εθνικιστών», και την παραδοσιακή βραζιλιάνικη «οπισθοδρομικότητα» με την ντόπια και διεθνή αβανγκάρντ.
Μαρτυρία για μια ολόκληρη γενιά, το βιβλίο του –ομολογημένα αμφισεξουαλικού– Βελόζο δίνει ταυτόχρονα το στίγμα ενός καλλιτέχνη του οποίου τα τραγούδια και ο λόγος είναι ουσιαστικά πολιτικά. Ανήκουν, όπως λέει ο ίδιος, στην αριστερά που εμπνέεται αποκλειστικά και παθιασμένα από την ελευθερία της έκφρασης.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός που, όπως κι ο Ζιλμπέρτο Ζιλ, φυλακίστηκε από το καθεστώς κι έζησε αυτοεξόριστος μεταξύ 1969 και 1972 στο Λονδίνο, ουδέποτε συμφιλιώθηκε μ’ εκείνους που ταύτιζαν τον αντιδικτατορικό και αντιαμερικανικό αγώνα με την υποταγή στον δογματισμό της κομμουνιστικής αριστεράς, μ’ ό,τι συνέπειες είχε αυτό για τον δικό του, έστω και πρόσκαιρο, καλλιτεχνικό αποκλεισμό.
Ο Βελόζο γράφει για το παντοτινό του ίνδαλμα, τον Ζοάο, για τον φίλο του Ζιλ και την τραγουδίστρια αδελφή του, τη Μαρία Μπετάνια, για τις επιρροές του από τον Πάουντ, τον Κάμινγκς, τον Τζον Κέιτζ ή τον Γκοντάρ, όπως και για τη συνάντησή του με τον Ντέιβιντ Μπερν.
Παραμένοντας συνεπής στην παραγγελία του Νεοϋορκέζου εκδότη του, σταματά την αφήγησή του στα μέσα της δεκαετίας του '70, μολονότι τότε άρχισε να γίνεται γνωστός διεθνώς. Με περισσότερα από σαράντα άλμπουμ στο ενεργητικό του, με δύο βραβεία Γκράμι κι άλλα εννέα Λάτιν Γκράμι, και με κινηματογραφικές συνεργασίες όπως στο «Φρίντα» και το αλμοδοβαρικό «Μίλα της», ο Καετάνο Βελόζο δηλώνει πάντα παρών. Στην περσινή δε λίστα του Rolling Stone με τους διακόσιους κορυφαίους τραγουδιστές όλων των εποχών, το όνομά του φιγουράριζε στο νούμερο 108.