Ο Λακαριέρ, αυτός ο «ξένος» που εκτίμησε βαθιά τη φτωχική πλευρά του ελληνικού καλοκαιριού

ΕΠΕΞ Λακαριέρ Facebook Twitter
Στο Πόρτο Γερμενό. Φωτ.: Ζακ Λακαριέρ
0

«Έκανα το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα στα 1947 και το τελευταίο το φθινόπωρο του 1966. Η τελευταία εικόνα μου: ένα νησί του Αιγαίου άδεντρο, μ’ ένα μοναδικό χωριό, τοπίο απογυμνωμένο, με τη μιζέρια και την ομορφιά συναρμοσμένες σα δυο πλαγιές του ίδιου λόφου. Μιζέρια και ομορφιά…» Έτσι ξεκινά να αφηγείται ο Ζακ Λακαριέρ, o Γάλλος ελληνιστής και συγγραφέας, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και διανοούμενος ταξιδευτής, προσεκτικός και τρυφερός παρατηρητής της Eλλάδας, λάτρης των τόπων και των ταπεινών ανθρώπων της, τα ταξίδια του σε αυτήν στο Ελληνικό Καλοκαίρι (μτφρ. Ιωάννα Χατζηνικολή, εκδόσεις Χατζηνικολή).

Γεννήθηκε στη Λιμόζ το 1925 και σπούδασε Φιλοσοφία και Λογοτεχνία. Στο λύκειο, τα μαθήματα ελληνικών τον «έμπασαν εξαρχής στην καρδιά ενός άλλου κόσμου, ενώ αργότερα προστέθηκε η ανακάλυψη της μυθολογίας, ενός κόσμου φανταστικού όπου το καθετί βρισκόταν στον αντίποδα της καθημερινής ζωής». Σε αντίθεση με τους μύθους, η ιστορία, η λογοτεχνία και η φιλοσοφία της Ελλάδας δεν του πρόσφεραν παρά μια σειρά από απατηλές εικόνες: κολόνες, ερείπια και «όντα ακίνητα» που τα κοσμούσαν. Πάντως, ως παιδί, ονειρευόταν συχνά την Ελλάδα.

Ο Λακαριέρ ταξίδεψε στη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη, όχι στις πόλεις, αλλά στα χωριά και στα βουνά και στις θάλασσες και στα νησιά. Την έμαθε μέσα από τους ανθρώπους του μόχθου, τον κόσμο της φτωχολογιάς και του χωριού μέσα σε συνθήκες απόλυτης ελευθερίας.

Έφτασε στην Ελλάδα το 1947, στην καρδιά του Εμφυλίου, και όσα αντίκρισε έδιωξαν για πάντα τις ιδανικές και κατασκευασμένες εικόνες της εφηβείας του, ωστόσο του έδειξαν πως η χώρα εξακολουθούσε να υπάρχει. Το πρώτο του ταξίδι εδώ το έκανε ως ερασιτέχνης ηθοποιός με τον θίασο του Antique Theâtre της Σορβόνης· έπαιξαν Πέρσες και Αγαμέμνονα στην Αθήνα και την Επίδαυρο, όπου χιλιάδες χωριάτες ήρθαν από κάθε γωνιά της Πελοποννήσου για να δουν μια παράσταση παιγμένη στα γαλλικά!

ΕΠΕΞ Λακαριέρ Facebook Twitter
Ο Λακαριέρ ταξίδεψε στη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη, όχι στις πόλεις, αλλά στα χωριά και στα βουνά και στις θάλασσες και στα νησιά.

Σαν σε αρχαία γιορτή κάθονταν κάτω από τα πεύκα για το σπουδαίο γεγονός: το θέατρο λειτουργούσε – εκτός από μια παράσταση που είχε ανεβάσει η Σορβόννη το 1936 για πρώτη φορά μετά από 25 αιώνες. Ταξίδεψε στους Δελφούς που βρίσκονταν στα χέρια του ΕΛΑΣ, σε έναν τόπο έρημο, παραδομένο στα φαντάσματα της Ιστορίας, και από αυτό το αλλόκοτο ταξίδι κατάλαβε ότι ο πόλεμος που διεξαγόταν ήταν πιο άγριος και δολοφονικός από εκείνον μεταξύ Ελλήνων και Τρώων και απαλλάχθηκε από «την οπτασία των λιθαριών».

Ο Λακαριέρ ταξίδεψε στη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη, όχι στις πόλεις, αλλά στα χωριά και στα βουνά και στις θάλασσες και στα νησιά. Την έμαθε μέσα από τους ανθρώπους του μόχθου, τον κόσμο της φτωχολογιάς και του χωριού μέσα σε συνθήκες απόλυτης ελευθερίας. Γνώρισε τα μπουζούκια και τα ρεμπέτικα, τον Σπαθάρη, τους ποιητές και τους συγγραφείς, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Σινόπουλο, τον Ταχτσή, τον Πλασκοβίτη, τον Βασιλικό, τον Πεντζίκη – κάποιους τους μετέφρασε υποδειγματικά και κατάλαβε ότι οι ποιητές, από την εποχή του Σολωμού, προσφέρουν, ο καθένας στη γλώσσα του, τα δώρα της δημιουργίας τους σαν μαγικά ξόρκια. Κατάλαβε τη γλώσσα μας όσοι λίγοι «μη Έλληνες». 

Αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα το 1950, χωρίς λεφτά, κάνοντας οτοστόπ από την Αβινιόν, με έναν τρόπο ανεπανάληπτο, πλαγιάζοντας πολλές φορές τη νύχτα στο ύπαιθρο, τρώγοντας μαύρο ψωμί, ελιές και ντομάτα ή ως φιλοξενούμενος των ντόπιων. Ταξίδεψε στα ερειπωμένα μοναστήρια των Μετεώρων με τις σκιές των φαντασμάτων και έφτασε στο Άγιο Όρος, την άχρονη νησίδα όπου τίποτα δεν μεταβαλλόταν.

Η πυκνότητα και η ροή της αφήγησής του για το μέρος αυτό, στο οποίο ταξίδεψε τρεις φορές, είναι σχεδόν εξαντλητική. Εκεί ανακάλυψε το αθωνίτικο ψωμί, ερημίτες σαν τον Νικώνιο με συναρπαστικά βιογραφικά, τις οσμές από λιβάνι, κουζίνα και απόπατο, τη γεύση του καλού κρασιού. Έζησε περιστατικά με μοναχούς που πήγαν να τον κουτουπώσουν, γέλια και κρυφά δράματα μέσα στο μισόφωτο των κελιών – έτσι ανακάλυψε την αγνοημένη εναπομείνασα βυζαντινή Ελλάδα.

ΕΠΕΞ Λακαριέρ Facebook Twitter
Φωτογραφία του Jacques Lacarrière από την έκθεση «Η Ελλάδα μέσα από τον φακό του Ζακ Λακαριέρ» που έγινε το 2008 στο Μουσείο Μπενάκη.

Έφτασε στην Κρήτη, λαθρεπιβάτης, άφραγκος πάντα, και πήρε τον δρόμο για την Κνωσό, χωρίς να ρίξει μια ματιά στο Ηράκλειο. Οι τουρίστες ήταν ανύπαρκτοι, κοιμόταν στους εξώστες του ανακτόρου, έτρωγε τα φιλέματα του φύλακα, έμαθε κάθε γωνιά του παλατιού σαν να ξεφύλλιζε ένα βιβλίο. Ένιωσε ευτυχής, έμαθε τη γλώσσα των ανασκαφών και ενός κόσμου πολύ διαφορετικού από τον ελληνικό.

Ήταν ο πρώτος επισκέπτης της Φαιστού μεταπολεμικά, ο πρώτος που έφτασε στα χωριά και γνώρισε, εκτός από τους τόπους, άντρες που δεν ανήκαν στη θάλασσα, περήφανους και αφέντες, γυναίκες ξυπόλυτες, μαυροντυμένες, ζαρωμένες από τον ήλιο και το μεροδούλι, τα κατσικίσια τυριά, τα γιγάντια άστρα της νύχτας, τις μυρωδιές της τραγίλας και του ρετσινιού. Για τον Λακαριέρ σφάξανε «μια εκατόχρονη σκληρή σαν πέτρα γίδα» και ο φίλος του ο Αντώνης του μαγείρεψε έναν αετό που δεν είχε καμία σχέση με τους αετούς της Ίδης οι οποίοι πίνουν νερό από τον πάγο που στεφανώνει τη βουνοκορφή του.

Μετέφρασε τον Κρητικό του αυστηρού Πρεβελάκη και έγραψε ότι η Κρήτη αργότερα έγινε ένας τόπος πολύ διαφορετικός από εκείνον που είχε γνωρίσει, τόπος όπου δίνουν ραντεβού αποβλακωμένοι τουρίστες, και ότι η «τουριστική ανάπτυξη» σε απομονώνει από κάθε σημαδιακή συνάντηση και σωτήρια εμπειρία. Μέσα στα δυστυχισμένα χωριά και στις τόσο φτωχές, μα ζεστές φαμίλιες ο Λακαριέρ μπόρεσε να ελευθερωθεί από τον τόπο της γέννησής του και τον πλαστό ομφάλιο λώρο, εκεί άρχισε τη μαθητεία του ως αληθινός ταξιδιώτης, δίνοντας στη λέξη έναν αξιομνημόνευτο ορισμό: «… Είναι αυτός που στον κάθε τόπο που διασχίζει, με μόνες τις συναντήσεις των άλλων και την αναγκαία λησμονιά του εαυτού του, ξαναπιάνει να γεννιέται από την αρχή».

Οκτώ χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση στην Επίδαυρο το 1947 ως ερασιτέχνη ηθοποιού, ξανάπαιξε εκεί, μόνο που πλέον οι θεατές δεν έρχονταν με γαϊδούρια αλλά με πούλμαν. Έλειπε η ατμόσφαιρα που είχε ζήσει, η σιωπή των χιλιάδων χωρικών που παρακολουθούσαν, στο φως της μέρας, με κρατημένη ανάσα, κάθε κίνηση των ηθοποιών, μια εμπειρία που θα ’πρεπε να δοκιμάσει μια φορά στη ζωή του κάθε ηθοποιός.

ΕΠΕΞ Λακαριέρ Facebook Twitter
Φιλάρετος μοναχός Καρουλιώτης (1872-1962). Φωτογραφίες του Jacques Lacarrière (1954).

Ο Λακαριέρ ταξίδεψε στις Μυκήνες και στην Αρκαδία και στα σκοτεινά νερά της Στυγός, γνώρισε τις αναιμικές γιαγιάδες, τους πελιδνούς χωρικούς, τους κοιλαράδες παπάδες, χαρακτηριστικές μορφές αυτών των τόπων. Δεν ήταν ο εκκεντρικός ταξιδιώτης, ο αστός που είδε την Ελλάδα ως χώρα εξωτική, ταξίδεψε κατάστρωμα γιατί δεν είχε ποτέ λεφτά. Δεν συνεργαζόταν με εκδοτικό οίκο, δεν του πλήρωνε κανένα ινστιτούτο τα προς το ζην, η ζωή και οι δραστηριότητές του δεν δεσμεύονταν από κανέναν και από τίποτα.

Τα δοκίμια που δημοσίευσε είναι πάνω απ’ όλα η έκφρασή του, όχι η αντικειμενική μελέτη ενός συγκεκριμένου χώρου μάθησης. Έτσι κατάφερε να ζωγραφίσει και να αποδώσει ενωμένη τη χώρα μας με μαβιά και γαλάζια και πολλά γκρίζα και λευκό από τα κρινάκια της Κνωσού. Κάτεχε τη γλώσσα μας και την αισθάνθηκε. Λόγω της έλλειψης χρημάτων γνώρισε, όπως έγραψε, την Ελλάδα όπως «οι ίδιοι οι Έλληνες τη ζούνε και την τριγυρίζουν, μαζί τους, δίπλα τους και μέσα στα σπίτια τους».

cover
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: Ζακ Λακαριέρ, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, Μτφρ.: Ιωάννα Χατζηνικολή, Εκδόσεις Χατζηνικολή

Αδιάφορος για τις υλικές ανέσεις, συνεχίζει «ακόμα και σήμερα, αν ήταν να πληρώσω την ομορφιά ή την αλήθεια με τούτο το τίμημα θα κοιμόμουν στην ύπαιθρο και θα τρεφόμουν με ελιές όσο καιρό έπρεπε. Είναι ο σκοπός, ο μόνος σκοπός που δεν πρέπει να χάσετε από τα μάτια a fortiori όταν πρόκειται για ταξίδια».

Ένιωσε τους τόπους και είδε και την άλλη όψη τους, πέρα από την «τουριστική», την Ανάφη των εξόριστων, την Πάτμο –ιδανικό μέρος για συνέδριο μελλοντολογίας–, την αφιλόξενη Σέριφο και τις πάμφτωχες Σίκινο και Φολέγανδρο, το ζωγραφισμένο νεραϊδένιο χωριό της Χίου, τη Σαλαμίνα, το θαύμα το ελληνικό μιας ζωής που κρατιέται μπουκιά με μπουκιά και γουλιά με γουλιά και επιβιώνει. «Το θαύμα ενός τόπου όπου τα παιδιά που παίζουν μ’ ένα καβούρι εξακολουθούν να λένε “χαροπαλεύει”». 

Το βιβλίο του, αν και εντάσσεται στην ταξιδιωτική λογοτεχνία, φέρει την κουλτούρα του, έτσι όπως τη βίωσε, «… εκεί που αυτό που ονομάζουμε γνώση είναι εσωτερική μετάλλαξη τω κυττάρων, σωματική μάθηση, σπλαχνική, των συγκινήσεων και των τραγουδιών του σώματος…». Διάβασε Κόντογλου, ένα αληθινό άνθρωπο του Βυζαντίου που κατά λάθος βρέθηκε στην εποχή μας, και γνώρισε τον Πεντζίκη, «άνθρωπο όλων των εποχών», όπως τον αποκαλεί, ένα βυζαντινό σουρεαλιστή.

Αυτό που στάθηκε πιο αποκαλυπτικό στα ελληνικά καλοκαίρια του Λακαριέρ ήταν τα ρεμπέτικα, η ατμόσφαιρα, τα ανώνυμα πρόσωπα, φορτηγατζήδες και ψαράδες και συμπότες σε κάποιον καφενέ άθλιο αλλά αλησμόνητο. «… Όλο αυτό με το μπαστάρδεμα του τουρισμού που μεταμφιέστηκε σε κατεψυγμένους αστακούς και τρομακτικούς λογαριασμούς και πιάτα που σπάζουν με βαριεστημένα ώπα! Δεν είναι το ρεμπέτικο που πέθανε. Πέθανε μια εποχή και μια συγκεκριμένη αλήθεια».

Ήταν ένας τυχερός ταξιδευτής ο Λακαριέρ· η Ελλάδα, ως άλλη Ιθάκη, του «έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι». Είδε έναν τόπο ρημαγμένο και με τις αισθήσεις, ψυχικά, ανακάλυψε την ομορφιά, την άλλη χώρα τη σιωπηλή, στο περιθώριο της Ιστορίας, χαρτογράφησε με γενναιότητα και χιούμορ πάθη και λάθη και αρετές, έγραψε ένα προφητικό βιβλίο. Δεν έζησε για να δει ότι αυτά που έγραψε για τους ανόητους τουρίστες έγιναν πραγματικότητα, κανένας δεν αναγνωρίζει πια κανέναν τόπο.

Ο «αναπαλλοτρίωτος» άξονας αυτής της χώρας που περιγράφει δεν υπάρχει πια. Είναι σαν αγκάθι βουτηγμένο σε μέλι αυτό το βιβλίο, μια βίβλος της μεταπολεμικής περιόδου, ένα παλίμψηστο μιας Ελλάδας όπου υποκριτικά θρηνούμε ό,τι χάθηκε, ενώ υπήρξαμε νωθροί θεατές της διάλυσής της. Ο Λακαριέρ, αυτός ο «ξένος», με σοφία και συναίσθηση εκτίμησε βαθιά και χαιρόταν τόσο τη γλώσσα των ποιητών όσο και τα φτωχικά τσαρδάκια. Αυτό που του δόθηκε πλουσιοπάροχα, η ατόφια, άδολη φιλοξενία μας, το επιστρέφει μέσα από το Ελληνικό Καλοκαίρι, ένα απαραίτητο βιβλίο Ιστορίας, λαογραφίας, κοινωνιολογίας, ένα χρονικό μιας εποχής που σκεπάστηκε και λησμονήθηκε από τις σκόνες της ανάπτυξης.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τζούλια Τσιακίρη

Οι Αθηναίοι / Τζούλια Τσιακίρη: «Οι ταβερνιάρηδες είναι ευεργέτες του γένους»

Με διαλείμματα στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, έχει περάσει όλη της τη ζωή στο κέντρο της Αθήνας - το ξέρει σαν την παλάμη της. Έχει συνομιλήσει και συνεργαστεί με την αθηναϊκη ιντελεγκέντσια, είναι άλλωστε κομμάτι της. Εδώ και 60 χρόνια, με τη χειροποίητη, λεπτολόγα δουλειά της στον χώρο του βιβλίου και με τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» ήξερε ότι δεν πάει για τα πολλά. Αλλά δεν μετανιώνει για τίποτα απ’ όσα της επιφύλαξε η μοίρα «εις τον ρουν της τρικυμιώδους ζωής της».
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
«H woke ατζέντα του Μεσοπολέμου», μια έκδοση-ντοκουμέντο

Βιβλίο / Woke ατζέντα είχαμε ήδη από τον Μεσοπόλεμο

Μέσα από τις «12 queer ιστορίες που απασχόλησαν τις αθηναϊκές εφημερίδες πριν από έναν αιώνα», όπως αναφέρει ο υπότιτλος του εν λόγω βιβλίου που έχει τη μορφή ημερολογιακής ατζέντας, αποκαλύπτεται ένας ολόκληρος κόσμος βαμμένος στα χρώματα ενός πρώιμου ουράνιου τόξου.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Βιβλίο / Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Μια νέα ερευνητική έκδοση του Ιδρύματος Ωνάση, ευχάριστη και ζωντανή, αφηγείται την ιστορία της πολυκατοικίας αλλά και της πόλης μας με τις μεγάλες και τις μικρότερες αλλαγές της, μέσα από 37 ιστορίες.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της νεωτερικότητας

Βιβλίο / Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της εποχής μας

Το δοκίμιο «Νεωτερικότητα και χυδαιότητα» του Γάλλου συγγραφέα Μπερτράν Μπιφόν εξετάζει το φαινόμενο της εξάπλωσης της χυδαιότητας στην εποχή της νεωτερικότητας και διερευνά τη φύση, τα αίτια και το αντίδοτό της.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
«Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Βιβλίο / «Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Μια κουβέντα με τη Δανάη Σιώζιου, μία από τις πιο σημαντικές ποιήτριες της νέας γενιάς, που την έχουν καθορίσει ιστορίες δυσκολιών και φτώχειας και της οποίας το έργο έχει μεταφραστεί σε πάνω από 20 γλώσσες.
M. HULOT
«Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Βιβλίο / «Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Μια επίκαιρη συζήτηση με την εγκληματολόγο Αναστασία Τσουκαλά για ένα πρόβλημα που θεωρεί «πρωτίστως αξιακό», με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου της βιβλίου της το οποίο αφιερώνει «στα θύματα, που μάταια αναζήτησαν δικαιοσύνη».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Η διαμάχη ανάμεσα στην Τζόαν Ντίντιον και την Ιβ Μπάμπιτζ συνεχίζεται και μετά θάνατον σε μια «διπλή» βιογραφία

Βιβλίο / Τζόαν Ντίντιον vs. Iβ Μπάμπιτζ: Μια διαμάχη που συνεχίζεται και μετά θάνατον

Η Ντίντιον και η Μπάμπιτζ πέθαναν με διαφορά έξι ημερών τον Δεκέμβριο του 2021: «Θέλω να πιστεύω ότι η Τζόαν Ντίντιον έζησε μια επιπλέον εβδομάδα από κακία», είχε γράψει τότε μια δημοσιογράφος σε ένα tweet που έγινε viral.
THE LIFO TEAM
Τα ημερολόγια του Αλέξη Ακριθάκη σε μια νέα έκδοση

Βιβλίο / Τα ημερολόγια του Αλέξη Ακριθάκη σε μια νέα έκδοση

Με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από τον θάνατο του καλλιτέχνη κυκλοφορεί το βιβλίο «Γράφοντας τη ζωγραφική - Ημερολόγια 1960-1990» που αφηγείται τη δημιουργική αγωνία και τον σύντομο, πλην πλούσιο και ταραχώδη βίο του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Μην πεις λέξη»: Ένα καταιγιστικό βιβλίο για την άλλη «ματωμένη» Κυριακή

Βιβλίο / «Μην πεις λέξη»: Ένα καταιγιστικό βιβλίο για την άλλη «ματωμένη» Κυριακή

Το πολυβραβευμένο βιβλίο του Patrick Radden Keefe που έγινε μίνι σειρά στο Disney+, εκτός από τη συγκλονιστική ιστορία της Jean McConville που απήχθη και δολοφονήθηκε από τον IRA, φέρνει και ένα παράδειγμα έντασης γραφής και έρευνας που δεν το συναντούμε συχνά.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΒΑΛΛΙΕΡΑΚΗΣ
 Δημήτρης Χατζής  (Νίκος Γουλανδρής «491 δελτία για τον Δημήτρη Χατζή»)

Το πίσω ράφι / «Αν δεν γυρίσω, σα συγγραφέας είμαι χαμένος»: Ο Δημήτρης Χατζής μέσα από 491 δελτία

Στο βιβλίο του Νίκου Γουλανδρή, μέσα από έγγραφα, φωτογραφίες και επιστολές καταγράφεται ο κόσμος που θέλησε ν’ αλλάξει ο Χατζής, ως πολίτης, ως πεζογράφος, ως ιδεολόγος.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ