Ο Μαγιακόφσκι της επανάστασης και του έρωτα αποκαλύπτεται σε μια νέα βιογραφία

Ο Μαγιακόφσκι της επανάστασης και του έρωτα αποκαλύπτεται σε μια νέα βιογραφία Facebook Twitter
Η απόδοση στα ελληνικά, ακόμα κι αν πολλές φορές ξαφνιάζει με τη δημοτικίζουσα αυθάδειά της, συνάδει απόλυτα με το τολμηρό ύφος του Μαγιακόφσκι και το τέμπο μιας άλλης εποχής.
2

Ήξερε ότι είναι όλος εκρήξεις και χρώμα. Ήξερε επίσης ότι δεν αντέχει τη φθορά. Έγραφε σαν αλλοπαρμένος δημιουργός που γδέρνει το χαρτί με τη σάρκα κι έκανε έρωτα σαν πεινασμένος λύκος ρουφώντας τις στιγμές, όπως ρουφούσαν οι στίχοι του τα άστρα. Δεν είναι τυχαίο ότι επέστρεφε ποιητικά είτε στα αστέρια είτε στο χώμα, όντας γήινος, σχεδόν χοϊκός, και ταυτόχρονα ονειροπαρμένος.

Ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι αυτοκτόνησε τον Απρίλη του 1930 στα 37 του χρόνια όχι από απελπισία αλλά από αδυναμία να προσαρμοστεί στο οριοθετημένο σύμπαν που του επεφύλασσε ο 20ος αιώνας: ένα σύμπαν πολύ μικρό για να χωρέσει το μεγαλείο της ποίησης που τον ενέπνευσε και την απεραντοσύνη της τέχνης που κατοικούσε πάντα.

Δεν πρόλαβε να μεγαλώσει, διατηρώντας μέχρι τέλους την παιδικότητά του, ακριβώς γιατί οι παράδοξες λέξεις και οι ξέφρενοι ρυθμοί δεν ταίριαζαν με τον ενήλικο κόσμο του Κόμματος.

Ήταν ένας ιδιόμορφος χαρακτήρας τον οποίο προσέγγισε με τον απαραίτητο σεβασμό και τη δικαιοσύνη που θα ταίριαζε στον πιο παρεξηγημένο, ίσως, ποιητή του 20ού αιώνα στη μυθιστορηματική βιογραφία του Φλέγομαι (εκδόσεις Μεταίχμιο) ο Σουηδός Τούρμπγιερν Σέβε, δίνοντάς του τον πρώτο λόγο.

Η απόδοση στα ελληνικά, ακόμα κι αν πολλές φορές ξαφνιάζει με τη δημοτικίζουσα αυθάδειά της, συνάδει απόλυτα με το τολμηρό ύφος του Μαγιακόφσκι και το τέμπο μιας άλλης εποχής.

Προφανώς ο Γρηγόρης Κονδύλης επιδίωκε να μεταφέρει στο χαρτί τα ελληνικά που θα ταίριαζαν με την απόδοση των ποιημάτων του Ρώσου ποιητή από τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο. Γι' αυτό και η αποστολή που κατάφερε να φέρει εις πέρας είναι σπουδαία.

Για τον Μαγιακόφσκι δεν υφίσταται επανάσταση έξω από την τέχνη και τον έρωτα. Τα ποιήματά του είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου εμπνευσμένα από μια γυναίκα ή καταλήγουν πάντα σε αυτήν.


Καταρχάς, είναι αξιοζήλευτη η γλώσσα του κειμένου που αφουγκράζεται τις εσωτερικές και εξωτερικές διακυμάνσεις του Μαγιακόφσκι: άλλοτε εκτοξεύεται λεκτικά με ανάλογες εντάσεις και άλλοτε αποκαλύπτει έναν ασθματικό ρυθμό δίχως τελείες και κόμματα, όπως ακριβώς ήθελε πολλές φορές να είναι τα κείμενα ο ίδιος ο ποιητής.

Το υλικό που είχε να διαχειριστεί ο συγγραφέας μιας τέτοιας βιογραφίας είναι τεράστιο και αποκαλύπτει βαθιά γνώση όχι μόνο των πολιτικών συγκρούσεων μιας απέραντης χώρας που μετατρέπεται από τσαρική αυτοκρατορία σε κομμουνιστική αλλά και των διαφόρων πόλεων που επισκέπτεται ο Βολόντια: από την πιο ανοιχτή στα γράμματα Οδησσό έως το πιο δεκτικό στη διαφορετικότητα Σοβιέτ του Πέτρογκραντ, όπου κατοικούσε.

Στο μακρινό Μεξικό ο Σέβε βάζει τον ήρωά του να συνομιλήσει με τον Ντιέγκο Ριβέρα για την καταγωγή των χρωμάτων και των φυλών, ενώ στην Αμερική τον υποβάλλει σε έναν εσωτερικό διάλογο με τον Σέργουντ Άντερσον και τον κάνει να αγαπήσει το Χάρλεμ, όπου έβρισκε κάτι «από τα αναρχικά πανηγύρια του Νέστορ Μάχνο».

Φροντίζει, δηλαδή, να αναδείξει τα αστικά χαρακτηριστικά που είναι σύμφυτα με το οντολογικό σχέδιο ενός ποιητή που αγάπησε τις πόλεις, σε αντίθεση με τη φύση, την οποία μίσησε από τότε που η ζωή τού στέρησε νωρίς τον δασοφύλακα πατέρα του. Κάποια στιγμή, μάλιστα, ο Μαγιακόφσκι ταυτίστηκε με τον Δον Κιχώτη, παρομοιάζοντας τον εαυτό του με έναν σατιρικό συγγραφέα θεατρικών και παιδικών βιβλίων, αλλά και με έναν αλλόκοτο ποιητή που αντιμετώπιζε τη βαρύτητα της ύπαρξης με αυθάδικο γέλιο.

Η αντάρα που προξένησε η επιβλητική μορφή του και το βροντερό του δόρυ ήταν ανάλογη με το βιομηχανικό εργοστάσιο που έστησε στην καρδιά της ποίησης, γεμάτο από υλικά σκουριασμένα, ριγμένα στις σκοτεινές γειτονιές της πόλης τη νύχτα: «Παίρνω την παρατημένη μου καρδιά/ και την κουβαλώ/ σαν τον σκύλο που στην τρώγλη κουβαλά/ το πόδι που του έκοψε το τρένο».


Από τα πρώτα του εκείνα βήματα ως μέλους μιας παράδοξης φουτουριστικής παρέας που περιόδευε στις διάφορες πόλεις της προεπαναστατικής Ρωσίας έως την τελευταία του περίοδο, κατά την οποία, αναγνωρισμένος ποιητής πια, είδε τη Μόσχα να τον υποδέχεται ως έναν ευφάνταστο κοσμοπολίτη, οι πόλεις ήταν εκεί για να αποκαλύψουν το χαμένο μεγαλείο και τα εσωτερικά τους όργανα.

Ίσως γι' αυτό, όπως αποκαλύπτει και το βιβλίο, στον Μαγιακόφσκι δεν άρεσε ποτέ ο Σαγκάλ, ο οποίος συνήθιζε να αντικρίζει τις πόλεις μόνο από ψηλά.

Σε αντίθεση με τον διάσημο ζωγράφο, ο ίδιος δεν ήθελε απόσταση αλλά εγγύτητα και θόρυβο: κρεβάτια που τρίζουν, εξεγέρσεις και νέες μορφές έκφρασης και ανατροπής, καθώς, όπως έγραφε, μαζί με τον Μπουρλιούκ και τον Κάμενσκι, στο δικό τους φουτουριστικό μανιφέστο: «Ο ελεύθερος λόγος του δημιουργικού ατόμου θα γράφεται στο εξής σε τοίχους, ταμπλό, δρόμους, αμάξια, άμαξες, πάνω σε τραμ και στα ρούχα των ανθρώπων».

Ίσως γι' αυτό βρέθηκε πιο κοντά στους επαναστάτες, διατρανώνοντας ωστόσο τη βαθιά του απέχθεια προς τη γραφειοκρατία και κηρύσσοντας τον πόλεμο σε οτιδήποτε θύμιζε οριοθέτηση, καθοδήγηση ή Κόμμα. Σάμπως να ανδρώθηκε μαζί με τον ρωσικό μοντερνισμό και τις τολμηρές αντηχήσεις του, επιβάλλοντας μια αλλόκοτη και σουρεαλιστική γλώσσα: εμβληματική είναι η σκηνή της γνωριμίας του με τον Μπουλγκάκοφ, ο οποίος του συστήνει τους πρωτοποριακούς συγγραφείς της εποχής, μεταξύ των οποίων τον συγγραφέα της Πετρούπολης Μπέλι.


Για τον Μαγιακόφσκι δεν υφίσταται επανάσταση έξω από την τέχνη και τον έρωτα, και ας κατηγορήθηκε γι' αυτό από τους κριτικούς της εποχής και τους μπολσεβίκους. Τα ποιήματά του είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου εμπνευσμένα από μια γυναίκα ή καταλήγουν πάντα σε αυτήν: από την όμορφη Μαρία έως την αισθαντική Έλσα –άσχετα με το αν λάτρεψε τελικά την αδελφή της Λίλι– και από την ελεύθερη Λαρίσα έως την πιο επιβλητική Βερόνικα.

Στις φαντασιώσεις του επανέρχεται, όπως επιμένει εμφατικά ο Σέβε, η μορφή της Άνα Αχμάτοβα, αλλά και της σταρ της εποχής Βέρα Χολόντναγια. Γυναίκες πραγματικές, σύντροφοι και μούσες που τροφοδότησαν την ανέφικτη εικόνα που έτρεφε ο Βολόντια για τον έρωτα που δεν χωρούσε στην πραγματική ζωή: «Συντρίμμια η βάρκα της αγάπης/ πάνω στην καθημερινότητα».

Δεν του άρεσε η γλυκερή αίσθηση που κατέτρυχε τους ποιητές και συγγραφείς της εποχής, ούτε μπορούσε να ενστερνιστεί τις εκφραστικές επιταγές που επέβαλλαν τα διάφορα ρομάντζα (ακόμα και ο Λένιν φαίνεται κάποια στιγμή να κλαίει, διαβάζοντας την Κυρία με τις Καμέλιες). Για εκείνον: «Έρωτας δεν είναι λάβα ρέουσα/ Ούτε και κάρβουνο πυρακτωμένο/ που ρέει από το ηφαίστειο του στέρνου/ κι από τα κυματιστά πυκνά δάση του./ Έρωτας είναι να τρέχεις τις μικρές ώρες/ μ' ένα τσεκούρι π' αστράφτει τη νύχτα/ σε τρύπια σεντόνια να πέφτεις».

Είναι ακριβώς ο έρωτας που ένιωθε για την παντοτινή αγαπημένη του Λίλι Γιούρεβνα Μπρικ, στην οποία είχε αφιερώσει το «Σύννεφο με παντελόνια» και πάνω στη ράχη της οποίας έγραφε τον «Αυλό των Σπονδύλων». Σύζυγος της Λίλι ήταν ο εκδότης του Όλιπ και όλοι μαζί ενεπλάκησαν σε ένα παράξενο τρίγωνο το οποίο, όπως φανερώνει το βιβλίο, έκρυβε αγάπη και απόλυτο σεβασμό, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές του (στο τέλος, μάλιστα, έγινε εξάγωνο!).

Είναι συγκλονιστική η στιγμή που ο Μαγιακόφσκι διαβάζει το «Σύννεφο με παντελόνια» στο σπίτι του Όσιπ και της Λίλι, με τον Γκόργκι –τον οποίο, παρεμπιπτόντως, δεν εκτίμησε ποτέ– να ακούει σχεδόν εκστασιασμένος. Σε ένα βιβλίο, άλλωστε, που φέρει τον τίτλο Φλέγομαι, από τον ομώνυμο στίχο, δεν μπορεί να μην έχουν σημασία οι στιγμές, ειδικά αυτή στο νοσοκομείο λίγο πριν από το επερχόμενο τέλος ή όταν ο Μαγιακόφσκι γράφει σε μια χαρτοπετσέτα το τρίπτυχο της ζωής του, Τέχνη - Επανάσταση - Σεξουαλικότητα.


Με μια λέξη, «δημιουργία». Με αυτήν απαντούσε στον λαϊκισμό, στους αχθοφόρους της επανάστασης οι οποίοι επέμεναν στη ματαιότητα της καλλιτεχνικής πράξης: «Πιο όμορφο είναι, φυσικά, να πλανίζεις ξύλα. Η δουλειά μας, όμως, εμάς των ποιητών είναι να πλανίζουμε τα αργόστροφα κεφάλια των ανθρώπων» απαντά σε έναν εργάτη που ενίσταται για την αναγκαιότητα του καλλιτεχνικού έργου.

«Χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον, εργάτη. Ο εργάτης του λόγου και ο εργάτης της γης –και σε καιρό πολέμου– ο εργάτης των σφαγών». Τον Μαγιακόφσκι δεν τον πείραξε ποτέ το βαθύ κόκκινο της επανάστασης ή του αίματος αλλά η έλλειψη εναλλαγών και η αχρωματοψία σε έναν ασπρόμαυρο κόσμο: «Τα χρώματα δεν θα τα πειράξετε... ειδικά το κόκκινο. Θέλω την κοινωνία μας πολύχρωμη, με πολλή μουσική και ποίηση. Δεν φοβάμαι τις εντελώς αντίθετες απόψεις. Με διεγείρουν υπερβολικά οι διενέξεις. Αν εξαφανίσετε όλες τις διαφορές, τότε θα πέσει βουβαμάρα και τα χρώματα θα χαθούν».

Αυτός είναι εν ολίγοις ο πάντοτε απρόβλεπτος Μαγιακόφσκι του Σέβε και όλων σχεδόν των ανθρώπων, σε μια βιογραφία που μπορεί να είναι μυθιστορηματική, αλλά υπερτονίζει την αλήθεια.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

Βιβλίο
2

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σερζ Τισερόν «Οικογενειακά μυστικά»

Το Πίσω Ράφι / «Το να κρατάμε ένα μυστικό είναι ό,τι πιο πολύτιμο και επικίνδυνο έχουμε»

Μελετώντας τις σκοτεινές γωνιές των οικογενειακών μυστικών, ο ψυχίατρος και ψυχαναλυτής Σερζ Τισερόν αποκαλύπτει τη δύναμη και τον κίνδυνο που κρύβουν καθώς μεταφέρονται από τη μια γενιά στην άλλη.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Το ηθικό ζήτημα με τις μεταθανάτιες εκδόσεις με αφορμή το ημερολόγιο της Τζόαν Ντίντιον

Βιβλίο / Μεταθανάτιες εκδόσεις και ηθικά διλήμματα: Η Τζόαν Ντίντιον στο επίκεντρο

Σύντομα θα κυκλοφορήσει ένα βιβλίο με τις προσφάτως ανακαλυφθείσες «ψυχιατρικές» σημειώσεις της αείμνηστης συγγραφέως, προκαλώντας ερωτήματα σχετικά με τη δεοντολογία της μεταθανάτιας δημοσίευσης έργων ενός συγγραφέα χωρίς την επίσημη έγκρισή του.
THE LIFO TEAM
Στα «Μαθήματα Ζωγραφικής» του Τσαρούχη αποκαλύπτεται όλος ο ελληνικός κόσμος

Ηχητικά Άρθρα / Γιάννης Τσαρούχης: «Η ζωγραφική μου θρέφεται από τη μοναξιά και τη σιωπή»

Στα εκπληκτικά «Μαθήματα Ζωγραφικής» του Γιάννη Τσαρούχη αποκαλύπτεται όλος ο ελληνικός κόσμος, από τις μινωικές τοιχογραφίες έως τα λαϊκά δημιουργήματα του Θεόφιλου.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
George Le Nonce: «Εκτός από τα φέικ νιουζ, υπάρχει η φέικ λογοτεχνία και η φέικ ποίηση»

Ποίηση / George Le Nonce: «Εκτός από τα fake news, υπάρχει η fake λογοτεχνία και ποίηση»

Με αφορμή την έκδοση του τέταρτου ποιητικού του βιβλίου, με τίτλο «Μαντείο», ο Εξαρχειώτης ποιητής μιλά για την πορεία του, την ποίηση –queer και μη–, και για την εποχή του Web 2.0, αποφεύγοντας την boomer-ίστικη νοοτροπία.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Χατζιδάκις, Ιωάννου, Χιόνης, Βακαλόπουλος, Κοντός: 5 βιβλία τους κυκλοφορούν ξανά

Βιβλίο / Χατζιδάκις, Ιωάννου, Χιόνης, Βακαλόπουλος, Κοντός: 5 βιβλία τους κυκλοφορούν ξανά

Μια σειρά από επανεκδόσεις αλλά και νέες εκδόσεις, που αφορούν ποιητές και λογοτέχνες που έχουν φύγει από τη ζωή μάς θυμίζουν γιατί επιστρέφουμε σε αυτούς, διαπιστώνοντας ότι παραμένουν, εν πολλοίς, αναντικατάστατοι.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Η νέα μετάφραση των «Μεταμορφώσεων» είναι ένας άθλος και εκδοτικό γεγονός.

Βιβλίο / Οβίδιος: Η νέα μετάφραση των «Μεταμορφώσεων» είναι ένας άθλος και εκδοτικό γεγονός

Ο κορυφαίος μελετητής του ρωμαϊκού κόσμου Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής ολοκλήρωσε την απόδοση στα ελληνικά των 12.000 στίχων του έργου του Οβίδιου, εκφράζοντας ταυτόχρονα τον άκρως μοντέρνο χαρακτήρα του ποιητή.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Τροχιές»: Η Samantha Harvey κέρδισε πανάξια το Booker

Βιβλίο / «Τροχιές»: Η Samantha Harvey κέρδισε πανάξια το Booker

Με θέμα την καθημερινότητα έξι αστροναυτών σε έναν διεθνή διαστημικό σταθμό, το μυθιστόρημα που κέρδισε το Booker 2024 μόλις μεταφράστηκε στα ελληνικά, είναι ένα ποίημα για τον πλανήτη Γη και μας καλεί να τον εκτιμήσουμε ξανά.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
2000 χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του, ένα βιβλίο για τους Ρωμαίους αυτοκράτορες γίνεται μπεστ-σέλερ

Βιβλίο / Ο Σουητώνιος του 69 μ.Χ. γίνεται ξανά μπεστ-σέλερ

Οι «Βίοι των Καισάρων», το εξόχως κουτσομπολίστικο βιβλίο που είχε γράψει ο Σουητώνιος για τον βίο και την πολιτεία της πρώτης σειράς των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, κυκλοφόρησε σε νέα μετάφραση και μπήκε στη λίστα με τα ευπώλητα των Sunday Times.
THE LIFO TEAM
«Αν δεν μας αρέσουν οι ηγέτες που ψηφίζουμε, ας κατηγορήσουμε τον εαυτό μας»

Βιβλίο / «Αν δεν μας αρέσουν οι ηγέτες που ψηφίζουμε, ας κατηγορήσουμε τον εαυτό μας»

Ο «ροκ σταρ ιστορικός των ημερών», ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και βραβευμένος συγγραφέας Peter Frankopan, μιλά στη LIFO για τους κινδύνους που απειλούν την Ευρώπη, τη Γάζα και την άνοδο της ακροδεξιάς.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Πένθος και ανάνηψη: Ο δικός μας Σαββόπουλος

Daily / Πένθος και ανάνηψη: Ο δικός μας Σαββόπουλος

Μια εικοσαετία μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου, κυκλοφορεί ξανά σε αναθεωρημένη μορφή, η ενθουσιώδης, στοχαστική, λυρική μελέτη του έργου του σπουδαίου όσο και «πολωτικού» Έλληνα τραγουδοποιού από τον Δημήτρη Καράμπελα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Ο Γιάννης και η φασολιά

Guest Editors / Ο Γιάννης και η φασολιά

Τέλη ’70, Αθήνα. Ένας νεαρός βουτάει στην ποίηση στη βιβλιοθήκη της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης. Οι στίχοι του Γιάννη Κοντού τον αγγίζουν. Χρόνια μετά, ως συγγραφέας πια, δημιουργεί μια λογοτεχνική σχέση που κρατά δεκαετίες, ανάμεσα σε εκδοτικούς οίκους, ταβέρνες και πρωινά τηλεφωνήματα.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ευκλείδης Τσακαλώτος: Οφείλουμε να είμαστε πιο ριζοσπάστες και ταυτόχρονα πιο ρεαλιστές, ακόμα κι αν αυτό ακούγεται σαν τετραγωνισμός του κύκλου!

Βιβλίο / Ευκλείδης Τσακαλώτος: «Οφείλουμε να είμαστε πιο ριζοσπάστες και ταυτόχρονα πιο ρεαλιστές στην αριστερά»

Μια πολιτική κουβέντα «εφ’ όλης της ύλης» με τον βουλευτή της Νέας Αριστεράς, πανεπιστημιακό και πρώην υπουργό Οικονομικών στο στούντιο της LiFO με αφορμή το «Μανιφέστο για μια βιώσιμη κοινωνία», το τρίτο του συγγραφικό πόνημα τα τελευταία χρόνια.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Έχει πέσει στα χέρια σας καμπίσιο κόμικ;

Βιβλίο / Έχει πέσει στα χέρια σας καμπίσιο κόμικ;

Όταν υπάρχει θέληση, πείσμα και μεράκι, η περιφέρεια «τα σπάει». Ο Μέλανδρος Γκανάς, «ψυχή» των Εκδόσεων του Κάμπου, μιλά για το σπιρτόζικο εκδοτικό πολυ-εγχείρημα από τη Λάρισα που αγαπά τα κόμικς και ό,τι σχετίζεται με αυτά, με αφορμή την επέτειο των 15 χρόνων τους.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

σχόλια

1 σχόλια