Ο Δημήτρης Φύσσας είναι ακατάτακτος και αντισυμβατικός συγγραφέας. Η πλούσια βιβλιογραφία του περιλαμβάνει σχεδόν τα πάντα: ποίηση, διήγημα, μυθιστόρημα, φιλολογικό δοκίμιο, εθνολογία ή «κοινωνιολαογραφία», όπως θα έλεγε ο ίδιος, ιστορική έρευνα και γεωγραφία, λεξικογραφία και τόσα άλλα. Το σύνολο της βιβλιογραφίας του αποτελεί κι ένα είδος αυτοβιογραφίας, καθώς μέσα από αυτήν περνάει όλος ο κόσμος του Δημήτρη Φύσσα. Περνάει η προσωπική ιστορία του, η σχέση του με την πολιτική της Μεταπολίτευσης, οι εμμονές του, η συλλεκτική του δραστηριότητα, το ψάξιμό του στα παζάρια (Θησείο, Ιερά Οδός, Βοτανικός, Ρουφ, Ταύρος), το σεξ και τα βιβλία, η αγάπη του για το σκάκι και το σκακιστικό καφενείο «Πανελλήνιον» της οδού Μαυρομιχάλη, το πάθος του με και για τις λίστες, η cool αγάπη του για τη γλώσσα και για τις λέξεις, το κόλλημά του με την Αθήνα και την αθηναιογραφία, το χιούμορ του, ο αυτοσαρκασμός του.
Γεννημένος το 1956, απόφοιτος της Φιλοσοφικής Αθηνών, με θητεία στην Κομμουνιστική Νεολαία και το ΚΚΕ, απ’ όπου αποχώρησε νωρίς, με επαγγελματική θητεία σε φροντιστήρια προετοιμασίας μαθητών για το πανεπιστήμιο, ο Δημήτρης Φύσσας εμφανίστηκε ως συγγραφέας πριν από ακριβώς τριάντα χρόνια, το 1993, με το βιβλίο του Η γενιά του Πολυτεχνείου - Ένα βιογραφικό λεξικό. Η έκπληξη ήρθε όμως την επόμενη χρονιά, το 1994, με το βιβλίο του Αυστηρώς ακατάλληλον - Προγράμματα αθηναϊκών κινηματογράφων σεξ. Ήταν ένα βιβλίο που πλούτισε τη μυθολογία της Αθήνας, ανοίγοντας την κουρτίνα της underground πόλης. Γρήγορα έγινε cult.
Ρήτορες, άνεργοι, τεκνατζούδες, ακροατές, φυλακόβιοι, αγορητές, μικροαπατεώνες, λούμπεν, πέφτουλες, διανοούμενοι, ημιδιανοούμενοι, αντιδιανοούμενοι, μη διανοούμενοι, ξενύχτηδες, γαμιόλες, άθεοι, άθρησκοι, αγνωστικιστές, θεούσοι και άλλοι και άλλες, μια απίθανη ανθρωπογεωγραφία, καταπληκτικοί χαρακτήρες που ο Μέσκουλας τους παρατηρεί και φιλοτεχνεί τα πορτρέτα τους.
Το μεγαλύτερο κοινό τον γνώρισε δέκα χρόνια αργότερα, με το βιβλίο του Πλατεία Λένιν, πρώην Συντάγματος, ένα μυθιστόρημα πολιτικής φαντασίας όπου η Ελλάδα είναι κομμουνιστική χώρα από το 1947, με σύνορα έως τη Θεσσαλία, τρίχρωμη σημαία με σφυροδρέπανο, απαγόρευση ρεμπέτικων και όλη την κομμουνιστική δυστοπία. Ο Δημήτρης Φύσσας είχε δει κάπως αυτό που θα ερχόταν την εποχή της κρίσης, όπου η πλατεία Συντάγματος έγινε πλατεία Αγανακτισμένων, στέλνοντας στη Βουλή, ως βουλευτές των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και της Χρυσής Αυγής αλλά και ως υπουργούς, τους ανθρώπους ενός φαντασιακού ρωσικού κόμματος. Ο Δημήτρης Φύσσας, που πέθανε ξαφνικά τη νύχτα της 22ης προς τη 23η Φεβρουαρίου στα 68 του χρόνια, ήταν τελικά one of a kind.
Το τελευταίο βιβλίο του είναι το μυθιστόρημα Ο Μέσκουλας αποσύρεται για να πεθάνει, μια «μυθιστορηματική ιλαροτραγωδία» που και μόνο από τον τίτλο της ήταν σαν να προοικονομούσε τη ζωή του Δημήτρη Φύσσα. Ο ήρωάς του Στέλιος Μέσκουλας, ο «δάσκαλος», παλιά καθηγητής σε φροντιστήρια, πλέον άφραγκος και άστεγος, αποφασίζει να πεθάνει από πείνα, δι’ ασιτίας. Έχει εξαντλήσει και τους τελευταίους πόρους του. Σπίτι δεν είχε, έμενε σ’ ένα «Γκολφ» παρκαρισμένο σε κάποιον δρόμο στου Γκύζη. Το μόνο που είχε ήταν τα βιβλία του, που τα είχε πλέον πουλήσει. Του είχε απομείνει η λίστα με τους τίτλους και η ειρωνική σκέψη για την πράξη του αυτή: «Το χειρότερο για έναν αναγνώστη είναι να φτωχαίνει τόσο, που να πουλάει τα βιβλία του. Όμως τι καλά έκανα που δεν είχα κρατήσει μερικά μακρότατα, κλασικά μυθιστορήματα, κι ας τα υπογράφουν “μεγάλα ονόματα”. Δεν αντέχονται».
Ο τόπος όπου αποσύρεται είναι μια καλύβα στη Λειχούρα της Μαγνησίας, μια παραλία στα σύνορα με τη Φθιώτιδα. Του είχε πάρει τρεις μέρες να φτάσει, με διαδοχικά οτοστόπ σε γιωταχί και νταλίκες. Στον στρατιωτικό σάκο που κουβαλούσε μαζί του είχε βάλει το τελευταίο του τετράδιο, ένα μολύβι, ένα τσεκούρι, σπίρτα, ένα σπαστό φτυαράκι, ένα πριόνι, ένα σεντόνι, τρία «κωλόγυαλα» πρεσβυωπίας, τρία πράσινα σαπούνια, μια ζυγαριά παλιού τύπου, κάτι κονσέρβες που του είχε αφήσει ένας φίλος του που αυτοκτόνησε και άλλα μικροπράγματα. Είναι Ιούλιος του 2018 όταν φτάνει εκεί και υπολογίζει ότι έως το φθινόπωρο θα έχει πεθάνει, έχοντας εξαντλήσει τις ελάχιστες κονσέρβες που έχει πάρει μαζί του.
Κρατάει ημερολόγιο. Πρώτη εγγραφή: «Δευτέρα 16 του Ιούλη 2018». Ζυγίζεται και είναι 83 κιλά. Τελευταία εγγραφή: 7 Νοεμβρίου. Έχει φτάσει 40 κιλά. Δεν χάνει το χιούμορ του. Σκέφτεται τον Χάρι Ντι Στάντον. «Ξάπλα κώμα ψείρες μπόχα». Θα πεθάνει τελικά ο Στέλιος Μέσκουλας; Δεν θα το μάθουμε, γιατί το τέλος του μυθιστορήματος μένει ανοιχτό. Ο Δημήτρης Φύσσας παίρνει ένα μέιλ από μια παλιά του ηρωίδα που την ξέρουν πολύ καλά οι αναγνώστες των βιβλίων του. Είναι η Τουρκάλα δημοσιογράφος Νιλουφέρ Αταλάρ που του προτείνει να βάλει να βρίσκουν τον Μέσκουλα στη Λειχούρα και να καλούν το ΕΚΑΒ ή να αφήσει φλου το τέλος και οι αναγνώστες να το συμπληρώσουν κατά το κέφι τους. Η Νιλουφέρ ήταν η ηρωίδα του μυθιστορήματος Η Νιλουφέρ στα χρόνια της κρίσης (Εστία, 2015). Αφηγητής εκεί ήταν ο Μέσκουλας, που προκειμένου να βρει κάποια διέξοδο στην πτώση του, κατά τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης, το 2013 και το 2014, αποφασίζει να γράψει ένα μυθιστόρημα για τη Μακρόνησο. Κατά την αναζήτησή συναντά τη Νιλουφέρ. Ψάχνει κι αυτή για τη Μακρόνησο, όπου είχε βρεθεί ο παππούς της ως αιχμάλωτος των Βαλκανικών Πολέμων.
Από τον μυθιστορηματικό χρόνο της Νιλουφέρ μέχρι τον μυθιστορηματικό χρόνο του Μέσκουλα περνούν τέσσερα χρόνια. Στο διάστημα αυτό ο Στέλιος Μέσκουλας ήταν σαν έδινε μια παράταση στη ζωή του μπαίνοντας στην ομάδα των Σαρίπολων. Ήταν ένα απίθανο συνονθύλευμα που συγκεντρωνόταν στο καφενείο «Νέον Αστυ» του Συντάγματος. Όταν αυτό έκλεισε λόγω κρίσης και Αγανακτισμένων, οι Σαρίπολοι, ανέστιοι πλέον, μεταφέρθηκαν κάπου στην Ομόνοια. Ήταν περίεργοι οι Σαρίπολοι. Ρήτορες, άνεργοι, τεκνατζούδες, ακροατές, φυλακόβιοι, αγορητές, μικροαπατεώνες, λούμπεν, πέφτουλες, διανοούμενοι, ημιδιανοούμενοι, αντιδιανοούμενοι, μη διανοούμενοι, ξενύχτηδες, γαμιόλες, άθεοι, άθρησκοι, αγνωστικιστές, θεούσοι και άλλοι και άλλες, μια απίθανη ανθρωπογεωγραφία, καταπληκτικοί χαρακτήρες που ο Μέσκουλας τους παρατηρεί και φιλοτεχνεί τα πορτρέτα τους. Μία παρέλαση μοναδικών τύπων, larger than life, που είτε σχετίζονται με ήρωες προηγούμενων βιβλίων του Φύσσα, όπως ο Ομελέτας, ο δολοφόνος… του πρώην πρωθυπουργού Σημίτη στη Σίφνο, είτε έχουν στοιχεία από ανθρώπους της αληθινής ζωής. Αυτή η πινακοθήκη πορτρέτων, πραγματικά ιλαροτραγική, είναι προφανώς το τελευταίο έργο του Στέλιου Μέσκουλα πριν αποσυρθεί για να πεθάνει.
Σε αντίθεση με το ανοιχτό τέλος της ζωής του ήρωά του Μέσκουλα, ο Δημήτρης Φύσσας έκλεισε οριστικά τη δική του ζωή με τον πρόωρο θάνατό του. Αλλά αυτό το ύστατο μυθιστόρημά του μοιάζει σαν παρακαταθήκη, μια επισκεπτήρια κάρτα που μας τη στέλνει να την κρατήσουμε για πάντα. Έτσι κι αλλιώς, ο Μέσκουλας είναι κάτι σαν alter ego του, έχει πολλά στοιχεία από τη δική του ζωή. Ακόμη κι αν ξεφεύγει κάπως, δεν έχει παρά να επικαλεστεί τον ίδιο τον δημιουργό του, τον Φύσσα, για να τον οργανώσει. Πέρα από την αυτοβιογραφία, βρίσκουμε όμως εδώ και τα στοιχεία της μαστορικής του Δημήτρη Φύσσα: οι κατάλογοι, η λεξικογραφία, οι θεατρικού τύπου διάλογοι, το απελευθερωτικό παραλήρημα, ιδιαίτερα αν έχει σχέση με την πολιτική, οι παρενθέσεις δοκιμιακού ύφους, οι αυτοαναφορές, η απαρίθμηση αντικειμένων από συλλογές ως στοιχεία πλοκής ή μη-πλοκής, η πορνογραφία, η αποστροφή για την πολιτική ορθότητα και η καταπιεστική woke κουλτούρα, ο απίστευτος αυτοσαρκασμός, το roman à clef.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.