Ένα νέο κορίτσι, η Εύα, που έχει ζήσει χρόνια σε ίδρυμα, με μια πολύ ιδιόμορφη ματιά και στάση απέναντι στον κόσμο, ξεκινά ένα ταξίδι επιστροφής στο νησί της, εκεί όπου πριν λίγα χρόνια δυο τραγωδίες, ο θάνατος της μητέρας της και κυρίως της μικρής αδελφής της, της Ειρήνης, σημάδεψαν και ανέτρεψαν τη ζωή της. Η Εύα θέλει να ανακαλύψει την αλήθεια, να επιβάλει δικαιοσύνη. Εισβάλλει ήρεμα αλλά και αγέρωχα στον νησιωτικό μικρόκοσμο, στα μέρη που μεγάλωσε. Και βρίσκει, αμείλικτη, τη λύση. Τον ένοχο, τους ενόχους. Αυτή είναι η ιστορία του νέου, έκτου βιβλίου της Βασιλικής Ηλιοπούλου, του μυθιστορήματος «Το αθώο» (εκδόσεις Πόλις).
Ήδη από τον τίτλο η Βασιλική Ηλιοπούλου έχει θέσει το θέμα της. Ένα δίπολο: αθωότητα - ενοχή, δικαιοσύνη - εκδίκηση. «Το ένα θέμα εμπεριέχει το άλλο», λέει. «Όταν αποφασίσει κανείς να μιλήσει για δικαιοσύνη - εκδίκηση, αναγκαστικά μιλά για αθωότητα - ενοχή, και το αντίστροφο. Υπερασπίζοντας την αθωότητα κάποιου, αποδίδεις δικαιοσύνη, και από την άλλη, όταν σχεδιάζεις μια εκδίκηση, αναζητάς έναν ένοχο».
Η Βασιλική Ηλιοπούλου για ακόμα μια φορά βάζει πολύ ψηλά τον πήχη. Δεν υπάρχουν δα και πολλές περιπτώσεις σαν αυτή στην ελληνική λογοτεχνία. Διακεκριμένη και αγαπημένη σκηνοθέτις στιβαρών, ρεαλιστικών ταινιών τη δεκαετία του ’90 («Πέρασμα», «Με μια κραυγή»), εγκατέλειψε ξαφνικά το σινεμά και το 2000 μπήκε με την ίδια δύναμη, σοβαρότητα και έντονη προσωπικότητα στη λογοτεχνία με τη νουβέλα «Η Λιούμπα» (εκδόσεις Εστία).
Από κει και πέρα τα πράγματα προχώρησαν με τεράστια ταχύτητα. Με το τρίτο της βιβλίο («Σμιθ», εκδόσεις Πόλις, 2009) κέρδισε, δίκαια όσο δεν παίρνει, το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος.
Η «πραγματικότητα» χρωματίζεται πάντα από το βλέμμα αυτού που τη βλέπει. Υπάρχει βέβαια μια αντικειμενική αλήθεια, όσον αφορά την κλειστή επαρχιακή κοινωνία, με τους κοινωνικούς αποκλεισμούς και τις επαναλαμβανόμενες και ατιμώρητες βιαιοπραγίες σε αδύναμους ανθρώπους και ζώα, και με την υποβάθμιση στο φυσικό περιβάλλον εξαιτίας της «μονοκαλλιέργειας» του τουρισμού.
Έγινε η Ηλιοπούλου διασημότητα, με φαν και έντονη δημόσια παρουσία; Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω, που ξέρουμε όσοι την ακολουθούμε με μανία, είναι ότι αυτή η γλυκιά, τρισχαριτωμένη, μικροκαμωμένη ύπαρξη έχει το χάρισμα να επιβάλλει, χωρίς φορμαλιστικά, μοδάτα τερτίπια, δύσκολους, ανησυχητικούς, περίεργους κόσμους, που όμως είναι γερά ριζωμένοι στην πραγματικότητα.
Στο «Αθώο», το ταξίδι του αναγνώστη σε έναν σχεδόν ανατριχιαστικό αιγαιοπελαγίτικο μικρόκοσμο, στα ίχνη ενός διαφορετικού κοριτσιού που οδηγήθηκε (από ποιους άραγε;) στον θάνατο δεν είναι απλώς μια λογοτεχνική απόλαυση. Είναι η εμπειρία ενός διαφορετικού, αθώου και σκληρού συνάμα, βλέμματος στον κόσμο μας. Αξίζει να το ανακαλύψετε.
— Aναρωτιέμαι ποιο μπορεί να ήταν το έναυσμα, η πρώτη σκέψη ή εικόνα ή πρόσωπο, για ένα μυθιστόρημα με τόσο πλούσιο και πολύπλοκο κόσμο.
Το έναυσμα ήταν αυτή ακριβώς η εικόνα που περιγράφεται στο πρώτο κεφάλαιο. Μια σκηνή από ένα ντοκιμαντέρ. Ένα ζώο, άγριο κάποτε, σύρεται τώρα ανίσχυρο και ταπεινωμένο, από τους πολεμιστές μιας μογγολικής φυλής, για να θυσιαστεί. Μια ιδιαιτερότητα, ένα ελάττωμα στο βάδισμά του, ένα στραβοπάτημα, του δίνει μια ταυτότητα, το κάνει μοναδικό.
Αυτή η λεπτομέρεια με συγκινεί βαθιά. Περισσότερο ίσως κι από την εικόνα του άψυχου κορμιού του λίγο αργότερα, τρυπημένου από δεκάδες βέλη. Συγκίνηση και μετά οργή. Ανώφελη οργή, για μια πράξη που δεν είναι παρά μέρος της ζωής αυτών των ανθρώπων, ένας τρόπος να κερδίσουν την εύνοια και το έλεος των ανάλγητων και παντοδύναμων θεών τους.
Είμαι αδύναμη ν’ αλλάξω οτιδήποτε, όμως έχω την ανάγκη να δώσω μια συνέχεια σ’ αυτό, που να φτάνει μέχρι την ανελέητη νέμεση. Έχει νόημα; Όχι. Όμως έχω αυτή την ανάγκη. Πόσο μάλλον που έχω στο μεταξύ άθελά μου ταυτίσει το ζώο με έναν άνθρωπο, ένα ανίσχυρο και αθώο παιδί, που το ξέρω καλά, γνωρίζω την κάθε του «ιδιαιτερότητα».
Κάποιος λοιπόν πρέπει να αναλάβει αυτή την αποστολή. Πιο δυνατός από μένα, ανεπηρέαστος από δισταγμούς και αμφιβολίες, του οποίου οι σκέψεις και οι πράξεις να ακολουθούν η μια την άλλη με μια αθώα, αν και σκληρή συχνά, φυσική νομοτέλεια. Έτσι γεννήθηκε η Εύα, και μαζί της το «Αθώο».
— Ένα νεκρό κοριτσάκι, που δεν ξέρω πώς να το πω χωρίς να κάνω λάθος –με νοητική υστέρηση, ίσως;− και η αδελφή του, χρόνια κλεισμένη σε ίδρυμα, φαντάζουν επικίνδυνες, στην κόψη, λογοτεχνικές επιλογές, δεν είναι τόσο εύκολο να ξεφύγουν από το κλισέ, το μελό.
Μάλλον είναι έτσι, τι να πω; Δεν επιλέγω, όμως, εγώ τους ήρωές μου. Εκείνοι έρχονται και με βρίσκουν. Και με τα ονόματά τους, συνήθως.
Για παράδειγμα, το όνομα «Εύα» το είχα ήδη διαλέξει, πριν από χρόνια, για τη γυναίκα στο διήγημα «Χώμα», της συλλογής «Η καρδιά του λαγού». Είπα λοιπόν να βρω ένα άλλο όνομα για το κορίτσι του «Αθώου». Στάθηκε αδύνατο. Η ιστορία δεν προχωρούσε παρά μόνο μ’ αυτό το όνομα: Ευαγγελία, Βαγγελούδι, Εύα. Έτσι συμβιβάστηκα.
Όσο για τις «επικίνδυνες λογοτεχνικές επιλογές», συμφωνώ, είναι όντως έτσι, όμως τα πρόσωπα και οι καταστάσεις αυτής της ιστορίας περιγράφονται από ένα κορίτσι, την Εύα, που δεν γνωρίζει ούτε το γραφικό, ούτε το κλισέ, ούτε το μελό. Άρα είναι μάλλον αδύνατο η περιγραφή της να περιέχει τέτοια στοιχεία.
— Γιατί σας επιβλήθηκαν η Ειρηνούλα και η «φευγάτη» Εύα; Έχουν στοιχεία, ίσως, από σας, από την πραγματικότητά σας και τη ζωή σας;
Διαβάζοντας το βιβλίο τώρα, και λέω τώρα, επειδή όσο γράφω δεν σκέφτομαι τι γράφω, αλλά ασχολούμαι περισσότερο με τα υλικά, με τις λέξεις δηλαδή και τη μεταξύ τους σχέση και συναρμογή, βρίσκω ότι κανείς άλλος εκτός από τα δύο αυτά πλάσματα δεν θα μπορούσε να αφηγηθεί καλύτερα μια ιστορία που θέτει ερωτήματα σχετικά με την αθωότητα, την ενοχή και την εκδίκηση.
Κι αυτό το λέω γιατί έζησα πλάι σ’ έναν «διαφορετικό» άνθρωπο, που εννοούσε αυτά που έλεγε και μόνο αυτά, και, με το φαντασιακό στοιχείο να κυριαρχεί στον λόγο του, περιέγραφε παρ’ όλα αυτά κυριολεκτώντας την ουσία των γεγονότων. Μιλώ για την αδελφή μου, η οποία γεννήθηκε με σύνδρομο Down.
Είχα τον ρόλο του μεσάζοντα ανάμεσα σ’ εκείνη και τους άλλους, τους «κανονικούς», του διερμηνέα ανάμεσα στον λόγο της και τον κοινό λόγο. Χρειαζόμουνα λοιπόν έναν άνθρωπο που θα οδηγούσε την ιστορία στο τέλος της, απόλυτα καθαρό σαν εκείνη, που να δείχνει, παρά να σχολιάζει, και να εναρμονίζεται με τους νόμους και τους ρυθμούς της φύσης. Η διαδρομή της Εύας ήταν μια συναρπαστική περιπέτεια για μένα. Κάθε πρωί άνοιγα τον υπολογιστή, αδημονώντας για τα επόμενα βήματά της.
— Το «Αθώο» είναι και μια ιστορία διαλεύκανσης ενός εγκλήματος. Υπάρχει ένα συνεχές σασπένς από σελίδα σε σελίδα, και πολλά πρόσωπα ύποπτα ή συνένοχα. Και στο κέντρο όλων αυτών η νεαρή Εύα. Πώς χτίσατε αυτήν τη σχεδόν αστυνομική πλοκή, χωρίς ποτέ να χρειαστείτε απόλυτα τα εργαλεία του είδους, χωρίς να βγείτε ούτε στιγμή από την πολύπλοκη ματιά της νεαρής πρωταγωνίστριας;
Ακολούθησα την Εύα βήμα προς βήμα. Έβλεπα ό,τι έβλεπε, και με τον τρόπο που διάλεγε να τα δει. Ελάχιστες φορές απομακρύνθηκα από κείνη, κι αυτό για λίγο, όσο για να δώσω το στίγμα της στον χώρο, όποτε το έκρινα απαραίτητο.
Επομένως είναι το βλέμμα της Εύας που μαζί με τον λόγο της διαμόρφωσαν την ατμόσφαιρα της ιστορίας αυτής. Ήταν ένα γοητευτικό παιχνίδι, μια πολύ ενδιαφέρουσα διαδρομή, καθώς η Εύα, με τον τρόπο της, χωρίς να εκβιάζει τις καταστάσεις, προκαλούσε αποκαλύψεις, τη μια μετά την άλλη. Έγραφα όπως πλέκω: ο ένας πόντος γίνεται πάτημα για τον επόμενο, και όλο το πράγμα συνεχίζει έτσι και δένει μέχρι το τελείωμα.
— Ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί είναι ο χώρος του δράματος. Μα πόσο εφιαλτικό, τελικά, κόσμο πλάσατε! Καμιά σχέση με τις συνηθισμένες ωραίες εικόνες που έχουμε από τέτοιους τόπους. Ανθρωποι κλειστοί και οπισθοδρομικοί. Βία και φόβος. Πέτρα και εγκατάλειψη. Παιδιά που χάνονται. Πουλιά που πεθαίνουν. Τοπικές εξουσίες διεφθαρμένες, στο κυνήγι του κέρδους και της τουριστικής ανάπτυξης. Σημάδια παιδοφιλίας. Αυτοκτονίες. Δεν είναι, θα έλεγα, ρεαλισμός όλο αυτό. Ή μήπως είναι;
Η «πραγματικότητα» χρωματίζεται πάντα από το βλέμμα αυτού που τη βλέπει. Υπάρχει βέβαια μια αντικειμενική αλήθεια, όσον αφορά την κλειστή επαρχιακή κοινωνία, με τους κοινωνικούς αποκλεισμούς και τις επαναλαμβανόμενες και ατιμώρητες βιαιοπραγίες σε αδύναμους ανθρώπους και ζώα, και με την υποβάθμιση στο φυσικό περιβάλλον εξαιτίας της «μονοκαλλιέργειας» του τουρισμού.
Ωστόσο, ακόμη και σ’ αυτή την αντικειμενική εικόνα, κάποιες λεπτομέρειες μεγεθύνονται, ενώ κάποιες άλλες χάνονται, εξαρτάται πάντα από το τι θέλει να δει ο καθένας. Την πιο προβληματική όραση την έχει, νομίζω, ο εποχιακός επισκέπτης, ο τουρίστας, που αγοράζει ένα πακέτο «ειδυλλιακών διακοπών».
— Είχατε μια εντυπωσιακή είσοδο αλλά και πορεία στη λογοτεχνία, από τότε που εγκαταλείψατε το σινεμά και σε κάπως μεγάλη ηλικία στραφήκατε στη γραφή. Αναρωτιέμαι πώς ηταν η αρχή αυτής της νέας σας περιπέτειας. Πώς νιώθατε, για παράδειγμα, όταν στέλνατε τη «Λιούμπα» σας στις εκδόσεις Εστία; Τι πιστεύατε για σας και τη γραφή σας;
Η αρχή μοιάζει λίγο με ταινία, από αυτές που προβάλλονται τις Κυριακές, κατάλληλες για όλη την οικογένεια. Πριν από 23 χρόνια πήγα να δω τη Μάνια Καραϊτίδη, την «κυρία Μάνια της Εστίας», για τα δικαιώματα ενός βιβλίου που λογάριαζα να μεταφέρω σε σενάριο μίνι σειράς για την κρατική τηλεόραση («Ο Θρύλος του Κωνσταντή» του αγαπημένου μου Κώστα Χατζηαργύρη). Αγαπηθήκαμε, πιάσαμε την κουβέντα.
Μετά από δύο ώρες στο μικρό, μαγικό καμαράκι του βιβλιοπωλείου, βρεθήκαμε να κουβεντιάζουμε για τον θάνατο. Μου είπε πως η μητέρα της λίγο καιρό πριν πεθάνει, κατάκοιτη, έψαχνε τρόπο να βγει από το δωμάτιο, να φύγει. Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη, γιατί το ίδιο έκανε και η μητέρα μου, και μάλιστα επαναλάμβανε διαρκώς: «Από πού θα φύγουμε;». Της το είπα.
Και της είπα επίσης πως αυτήν τη φράση την πήρα και την έβαλα σε «κάτι» που είχα γράψει. «Γράφετε;» με ρώτησε. «Όχι στα σοβαρά», της είπα. «Απλώς όλο αυτόν τον καιρό, πλάι στη μητέρα μου, κάτι έπρεπε να κάνω». Μου ζήτησε να δει αυτό το «κάτι». Μέχρι τότε το είχαν διαβάσει μόνο οι φίλοι μου, και ήμουνα και ικανοποιημένη. Έτσι άρχισε. Η σειρά δεν έγινε ποτέ. Όμως η «Λιούμπα» εκδόθηκε, και ακολούθησε η «Καρδιά του λαγού», και πάει λέγοντας.
— Θα πρέπει πια να νιώθετε μεγάλη ικανοποίηση και σιγουριά. Ή μήπως όχι;
Ικανοποίηση νιώθω κάθε πρωί που κάθομαι με τον καφέ μου μπροστά στην οθόνη. Αυτή η ικανοποίηση και η σιγουριά με συντροφεύουν μέχρι το μεσημέρι, που κλείνω τον υπολογιστή. Μετά από καμιά ώρα αρχίζουν οι αμφιβολίες. Προς το απομεσήμερο είμαι σχεδόν σίγουρη πως πρέπει να πετάξω κάποια κομμάτια από τη δουλειά της μέρας. Το βραδάκι αρχίζω και σκέφτομαι πως μπορεί και να το πετάξω όλο. Πέφτοντας στο κρεβάτι, έχω αποφασίσει να σβήσω τα πάντα το επόμενο πρωί, να μην ασχοληθώ ξανά.
Κοιμάμαι αμφιβάλλοντας για το βιβλίο που γράφω, για όλα τα βιβλία που έχω γράψει, για το νόημα του να γράφει κανείς. Το πρωί φτιάχνω καφέ και κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή, έτοιμη να συνεχίσω αυτό που άφησα την προηγούμενη. Με χαρά και σιγουριά. Σας περιέγραψα μια συνηθισμένη μέρα.
— Μπορείτε να μας μιλήσετε γι’ αυτό που θέλετε να κάνετε στη λογοτεχνία; Γι’ αυτό που σας αρέσει και αυτό που δεν σας αρέσει; Για τη θέση που θα θέλατε να έχουν τα έργα σας στη νέα σας τέχνη;
Σας ομολογώ πως το μόνο που θέλω είναι να γράφω. Δεν έχω καμιά άλλη φιλοδοξία ως προς τη λογοτεχνία κι εμένα. Κάποια στιγμή, όταν πια θα ξεχνάω τι ήθελα να γράψω –όπως συχνά πια ξεχνώ τι ήθελα να πω– θα επιστρέψω στη ζωγραφική. Άλλωστε από τη ζωγραφική ξεκίνησα.
Όταν έμαθα να γράφω άρχισα να φτιάχνω ιστορίες με λέξεις, έπειτα μεγάλωσα και ερωτεύτηκα τον κινηματογράφο, έπειτα μεγάλωσα κι άλλο και επέστρεψα στο γράψιμο, δεν αποκλείεται λοιπόν να ξαναγυρίσω κάποια στιγμή στα πινέλα μου. Κύκλοι. Αυτό που θέλω είναι να φτιάχνω ιστορίες και να τις μοιράζομαι. Είτε με λέξεις, είτε με εικόνες, είτε με χρώματα.
— Σας ξέραμε και σας συναντούσαμε σε φεστιβάλ και εκδηλώσεις για το σινεμά, μια γνωστή και αγαπητή δημιουργό, αλλά η λογοτεχνία σας απομάκρυνε από μας, είναι ένας κόσμος πιο εσωστρεφής και η δημιουργία είναι μοναχική. Σας λείπει το σινεμά; Προτιμάτε τη γραφή;
Δεν είναι η λογοτεχνία που με απομάκρυνε από το κέντρο και τα θαύματα που συμβαίνουν σ’ αυτό, αλλά ο τρόπος της ζωής μου, που άλλαξε ριζικά τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια. Πάντως, ναι, το γράψιμο είναι μια εντελώς εσωστρεφής διαδικασία.
Σε αντιστάθμισμα, έχω την πολυτέλεια του χρόνου. Έχω στη διάθεσή μου όσο χρόνο χρειάζομαι για να βυθιστώ σε άπατα νερά και να ψάξω, καθώς και την τόλμη να το κάνω. Έχω την άνεση να πειραματιστώ, να δοκιμάσω και να παίξω, να διορθώσω, να πετάξω και να ξαναδοκιμάσω. Χωρίς να λογοδοτώ σε κανέναν. Και χωρίς να χρειάζεται να εξηγώ στους συνεργάτες μου, που, έχοντας όλο το δίκιο του κόσμου, θέλουν να ξέρουν τι έχω μέσα στο κεφάλι μου.
Και είναι αυτοί, οι συνεργάτες δηλαδή, που μου λείπουν συχνά. Είναι η συλλογική δουλειά στο σινεμά. Το μοίρασμα. Οι σχέσεις. Όλη εκείνη η υπέροχη «φασαρία», που σήμερα απασχολεί το μυαλό μου συχνότερα ίσως κι από αυτές τις ίδιες τις ταινίες.
— Έχετε μια ενδιαφέρουσα παρουσία στα social media. Γράφετε για πολιτικο-κοινωνικά θέματα, από σαφώς αριστερή πλευρά. Για τα ζώα, για τη φύση, για ανθρώπινες ιστορίες. Και γράφετε για πολλές, πολλές ταινίες. Όχι όμως τόσο για βιβλία. Γιατί; Και, επίσης, τι σημαίνει για σας αυτή η επικοινωνία;
Τα social media, εκτός από ένας τρόπος να ενημερώνεσαι, είναι κι ένας τρόπος να μοιράζεσαι. Είναι κι αυτή η ευλογημένη η άμεση ανταπόκριση που έχεις σ’ αυτό που γράφεις.
Γνωρίζω βέβαια ότι είναι ένα υποκατάστατο. Οι γονείς μας, στην ηλικία μας, έβγαιναν στις βεράντες και στους κήπους και τα ’λεγαν με τους γείτονες. Εντάξει. Αυτό εμείς το χάσαμε. Αλλά δεν ωφελεί να κλαίμε. Ενημερώνω τους διαδικτυακούς μου φίλους για καλές ταινίες, αλλά σπάνια, πολύ σπάνια μιλώ για βιβλία. Γιατί μια ταινία έτσι κι αλλιώς απευθύνεται σ’ ένα ευρύ κοινό. Ενημερώνοντας γι’ αυτήν, έχεις την ψευδαίσθηση ότι θα μοιραστείς λίγο αργότερα την προβολή με την παρέα. Θα γελάσετε μαζί, θα συγκινηθείτε μαζί. Οι εικόνες είναι εκεί και σημαίνουν το ίδιο πάνω-κάτω πράγμα για όλους.
Η προβολή μιας ταινίας εξακολουθεί να είναι μια συλλογική εμπειρία, ακόμα κι όταν βλέπεις την ταινία μόνος σου, στο δωμάτιό σου. Νιώθεις ότι τη βλέπεις με άλλους, θυμάσαι ότι την έχεις δει με άλλους. Οι άλλοι είναι εκεί, έτσι κι αλλιώς.
Το διάβασμα, όμως, είναι για μένα μια ιδιαίτερη και απολύτως μοναχική εμπειρία, από αυτές τις λίγες που μου είναι δύσκολο να περιγράψω και να μοιραστώ. Ωστόσο, μου έχει συμβεί κάποιες φορές να ξαφνιαστώ τόσο δυνατά και ευχάριστα από ένα βιβλίο, ώστε να θέλω να το αναφέρω αμέσως κιόλας, όπως, π.χ., το έκανα για τα διηγήματα του Κιρόγα, ή τα τελευταία βιβλία της Φλάνερι Ο’ Κόνορ.
Σίγουρα υπάρχουν εξαιρετικές ταινίες που δεν έχω καταφέρει να δω και αξιόλογα βιβλία που δεν έχω προλάβει να διαβάσω. Κι ακόμα πιο σίγουρο είναι ότι στο μέλλον θα υπάρξουν ταινίες και βιβλία που δεν θα γνωρίσω ποτέ. Όμως έχω συμφιλιωθεί πια μ’ αυτή την ιδέα.
— Πώς νιώθετε που επιστρέψατε στις εκδόσεις «Πόλις» που σας ανέδειξαν;
Yπέροχα. Ο Νίκος Γκιώνης έχει ένα αδιάλειπτο ενδιαφέρον για τα βιβλία που έχει εκδώσει, ακόμα και αρκετά χρόνια μετά την έκδοσή τους. Δεν θα ξεχάσω παλιά, όταν οι κριτικές δημοσιεύονταν στις εφημερίδες και μόνο, που μου τηλεφωνούσε πρωί-πρωί για να με ενημερώσει για το ποιος και πού έγραψε. Ναι, αυτό έμοιαζε μ’ εκείνο το «μαζί» που τόσο αγαπούσα στο σινεμά.
— Έχετε ακόμα πολλά βιβλία μέσα σας;
Και ποιος το ξέρει αυτό; Όχι εγώ πάντως.