«Δεν ξέρω. Η ζωή που ζω δεν μου το δίνει πίσω σαν feedback. Η ιδιότητα του συγγραφέα στην Ελλάδα έχει να κάνει μ' ένα αντικείμενο που έχει πολύ μικρό κοινωνικό αντίκτυπο. Οι άνθρωποι που διαβάζουν πάνω από δύο βιβλία το χρόνο δεν είναι περισσότεροι από 5.000. Είναι μια χώρα που δεν μπορεί να σε κάνει να νιώσεις συγγραφέας. Δεν τρέφω ψευδαισθήσεις σε σχέση με αυτό που είμαι και αυτό που κάνω».
Αυτή είναι η απάντηση του Νίκου Μάντη όταν τον ρωτώ γιατί δυσκολεύεται να αυτοπροσδιοριστεί ως συγγραφέας. Μια απάντηση μάλλον απροσδόκητη από έναν άνθρωπο που έγραψε πρόσφατα ένα από τα πιο πολύπλοκα και φιλόδοξα ελληνικά μυθιστορήματα των τελευταίων ετών.
Οι «Τυφλοί» (εκδόσεις Καστανιώτη) είναι ένα πυκνογραμμένο, πολυεπίπεδο βιβλίο με πολλούς χαρακτήρες και αφηγηματικά νήματα που πλέκονται μεταξύ τους, κινούνται μπρος και πίσω στον χρόνο, εναλλάσσονται μεταξύ φανταστικού και πραγματικότητας και δημιουργούν μια λαβυρινθώδη δομή που θυμίζει περισσότερο μυθιστορήματα πιντσονικού τύπου, όπως π.χ. το «Crying of Lot 49», παρά Μπόρχες.
Ο βασικός άξονας του βιβλίου αποτελείται από τρεις ιστορίες: ο νεαρός Ισίδωρος, ένας άνεργος ηθοποιός, περιπλανιέται στην Αθήνα αναζητώντας τη Σοφία (σ.σ. κυριολεκτικά και μεταφορικά), το κορίτσι που ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα, μια εποχή που η πόλη φλέγεται από τις συγκεντρώσεις των Αγανακτισμένων.
Ο Γιώργος Κατσής, ένας εύζωνας με τηλεπαθητικές ικανότητες, ετοιμάζεται να συμμετάσχει στις επετειακές εκδηλώσεις της χούντας των συνταγματαρχών στο Καλλιμάρμαρο.
Ο Ελληνοαμερικανός Νέιτ Λάμπερτ, στέλεχος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, βρίσκεται σε κάποιο νησί των Κυκλάδων στα μέσα των '80s, προσπαθώντας να εξιχνιάσει τον μυστηριώδη θάνατο του πατέρα του.
Σε αντίθεση με άλλες χώρες που έχουν αρχαίο παρελθόν, αλλά επίσης πολύ σημαντικό παρόν, πρόσφατο παρόν, τέλος πάντων, η αίσθηση που έχει η Ελλάδα για τον εαυτό της είναι απίστευτα μονομερής. Το βάρος του αρχαίου παρελθόντος είναι τεράστιο, ασήκωτο, γιγάντιο και αντίστοιχα η σύγχρονη παρουσία μας στη συλλογική συνείδηση του Έλληνα είναι ατροφική σε σχέση με αυτό το παρελθόν.
Χαρακτήρες, ιστορίες, πολιτικές ιδεολογίες, παθογένειες, θεωρίες συνωμοσίας, νευρώσεις και συμπλέγματα της ταυτότητας των νεοελλήνων μπλέκονται μεταξύ τους, συνθέτοντας ένα πολυπρισματικό, ογκώδες μυθιστόρημα που προσπαθεί πολύ να μην είναι ένα και μόνο πράγμα, να μην του κολλήσουν μία και μόνο ταμπέλα. Αυτή η πολυπλοκότητά μοιάζει να είναι και το μεγαλύτερο στοίχημα των «Τυφλών».
Διάβασα το βιβλίο πριν από περίπου έναν μήνα και από τη στιγμή που το τελείωσα ήθελα πολύ να συναντήσω τον συγγραφέα του για να καταλάβω τι ακριβώς είχε στο μυαλό του όταν το έγραφε. Δώσαμε ραντεβού σε ένα καφέ στο Κουκάκι μεσημέρι καθημερινής, με τον καιρό να είναι κάπως αναποφάσιστος. Ο ήλιος και η χειμωνιάτικη μουντάδα εναλλάσσονταν με ασυνήθιστους ρυθμούς.
Από κοντά ο Νίκος Μάντης είναι αρκετά διαφορετικός απ' ό,τι τον είχα φανταστεί, αν και, εδώ που τα λέμε, είχα δει τη φωτογραφία του στο εσώφυλλο του βιβλίου του. Είναι ψηλός, έχει τα μαλλιά του πιασμένα αλογοουρά, είναι κάπως ντροπαλός, μιλάει σταθερά, με ήρεμη φωνή, και χαμογελάει συχνά. Σε αντίθεση με τις φωτογραφίες. Η πρώτη ερώτηση αφορά την αρχική ιδέα πίσω από τους «Τυφλούς».
«Η αρχική ιδέα ήταν ένα βιβλίο με πρωταγωνιστή έναν άνθρωπο που θα περιπλανιέται στην Αθήνα αναζητώντας κάτι. Κάτι απροσδιόριστο. Ίσως να προσπαθεί να ξεκαθαρίσει το εσωτερικό του κουβάρι, ψυχικό και νοητικό.
Παράλληλα, ήθελα αυτή η διαδρομή του να εγγράφεται τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά μέσα στην Αθήνα, σε μια πόλη ιδωμένη ως λαβύρινθο. Γιατί αυτό είναι το παράπονο που είχα, αν θες, από τον τρόπο που απεικονίζεται η Αθήνα στη λογοτεχνία. Ότι δεν είχε ποτέ τον πρώτο λόγο. Ή, αν τον είχε, αυτό γινόταν με κάπως αναμενόμενο τρόπο.
Δεν μπορώ να σκεφτώ ένα μυθιστόρημα που είναι καθαρά αθηναιογραφικό, χωρίς, ωστόσο, να αποτελεί προφίλ της πόλης ή να περιγράφει την Αθήνα που χάσαμε, την Αθήνα του Μεσοπολέμου, την ωραία Αθήνα, όλα αυτά».
Πράγματι, η Αθήνα κατέχει περίοπτη θέση στην αφήγηση του Μάντη. Είναι το σκηνικό και ταυτόχρονα ο καθρέφτης στον οποίο αντικατοπτρίζεται όλη αυτή η σύγχρονη «ελληνική παράνοια» που περιγράφεται στο βιβλίο. Η σκιά της πόλης πέφτει βαριά επάνω στους χαρακτήρες. Μήπως, όμως, αυτή η νεοελληνική παράνοια δεν αντικατοπτρίζεται και στον τρόπο που είναι δομημένη αυτή η πόλη;
«Σίγουρα, η Αθήνα δεν είναι μια καλοφτιαγμένη πόλη, όπως π.χ. το Παρίσι με τα τετραγωνισμένα διαμερίσματα και τις διασταυρούμενες λεωφόρους. Είναι μια πόλη που χτίστηκε γύρω από ένα χωριό και μετά απλώθηκε σαν μύκητας, εκφράζοντας τις μετακινήσεις των πληθυσμών σε μια ταραγμένη χώρα, με ταραγμένη Ιστορία.
Δεν έχει τα μπαρόκ και τα μοντέρνα στολίδια ή την αρχιτεκτονική άλλων ευρωπαϊκών πόλεων, αλλά ισχύει αυτό που λένε, ότι είναι μια δημοκρατική πόλη. Με την έννοια ότι σε αντίθεση με άλλα αστικά κέντρα της Ευρώπης, που ανήκουν σε μεγάλα trusts ή τεράστιους οργανισμούς και μπορούν να αλλάζουν κατά περιόδους, διατηρώντας έτσι μια ενιαία αισθητική, στην Αθήνα, ένα κτίριο ακόμη και στο κέντρο της πόλης, στη Σταδίου, ξέρω 'γω, μπορεί να ανήκει σε έναν κανονικό άνθρωπο, σε έναν ιδιώτη.
Αυτός ο κατακερματισμός φαίνεται και στην εξωτερική της όψη. Δηλαδή, μπορεί δύο άνθρωποι που ο ένας ζει στην Αμερική και ο άλλος στην Αυστραλία να μην τα βρίσκουν και ένα εμβληματικό κτίριο στο κέντρο της Αθήνας να αφεθεί να καταρρεύσει χωρίς να κάνει κάποιος το παραμικρό για να το αποτρέψει. Από μια άποψη είναι πολύ ερεθιστικό όλο αυτό» λέει.
Παρότι ο ίδιος έχει δηλώσει επανειλημμένως ότι τα περισσότερα από τα θέματα που πραγματεύεται το βιβλίο προέκυψαν κατά τη διαδικασία της συγγραφής, ένα μεγάλο κομμάτι της πλοκής αφιερώνεται στην αναμέτρηση των νεοελλήνων με το πάλαι ποτέ ένδοξο παρελθόν της αρχαιότητας, στη νοσταλγία γι' αυτό το χαμένο από αιώνες ελληνικό κλέος.
«Θεωρείς ότι αυτή η αναντιστοιχία μεταξύ της δόξας του παρελθόντος και του ασήμαντου παρόντος έχει δημιουργήσει ένα σύμπλεγμα; Μια νεύρωση;» τον ρωτάω.
«Σε αντίθεση με άλλες χώρες που έχουν αρχαίο παρελθόν, αλλά επίσης πολύ σημαντικό παρόν, πρόσφατο παρόν, τέλος πάντων, η αίσθηση που έχει η Ελλάδα για τον εαυτό της είναι απίστευτα μονομερής. Το βάρος του αρχαίου παρελθόντος είναι τεράστιο, ασήκωτο, γιγάντιο και αντίστοιχα η σύγχρονη παρουσία μας στη συλλογική συνείδηση του Έλληνα είναι ατροφική σε σχέση με αυτό το παρελθόν.
Όλοι οι λαοί χρειάστηκαν να φτιάξουν τους ζωτικούς τους μύθους για να δημιουργήσουν αυτά τα σύγχρονα συμβόλαια πάνω στα οποία στηρίζονται οι κοινωνίες βάσει της εθνικής συνείδησης. Απλώς, όσον αφορά εμάς, στηρίζεται πάνω σε αυτό το τεράστιο πράγμα που λέγεται αρχαίος ελληνικός πολιτισμός. Ακόμη και μια πιο ισχυρή χώρα, πολύ πιο μεγάλη και λιγότερο ανασφαλής από την Ελλάδα, θα είχε πρόβλημα να το διαχειριστεί και θα δημιουργούσε διάφορες νευρώσεις» εξηγεί.
Οι «Τυφλοί» βρίθουν από θεωρίες συνωμοσίας. Ο Μάντης βυθίστηκε στον κόσμο τους για τις ανάγκες του βιβλίου. Έψαξε πολύ σε ιστοσελίδες και sections σχολίων για να ανακαλύψει, όπως λέει, πλέγματα ιστοριών. Για τον ίδιο, ωστόσο, αυτές οι τόσο παράξενες θεωρίες αποτελούν, κατά μία έννοια, ένα είδος σύγχρονων παραμυθιών.
«Με τραβούν οι θεωρίες συνωμοσίας, όπως με τραβάει ως θεατή μια ταινία σαν το "Apocalypto". Δεν ασπάζομαι τίποτα από την κοσμοθεωρία των Μάγιας, είναι ξένο προς εμένα όλο αυτό, αλλά μου ασκεί τεράστια έλξη αυτός ο κόσμος του αίματος, της θρησκείας και της αποτρόπαιης αυτής λατρείας, όπως παρουσιάζεται στην ταινία.
Μια παρόμοια περίπτωση είναι και όλος αυτός ο μαύρος κόσμος ή υπόκοσμος που διακινείται μέσω των θεωριών συνωμοσίας και τριγυρίζει έτσι ανάμεσά μας».
Του ζητάω να μου πει τι ήταν αυτό που ανακάλυψε μέσα σε αυτόν τον κόσμο. «Ιστορίες. Δεν έψαχνα κάτι που θα με διαφώτιζε ή θα με έκανε καλύτερο ως άνθρωπο ούτε αναζητούσα μια καινούργια μέθοδο ερμηνείας της πολιτικής ή του κόσμου. Δεν ξέρω πώς είναι να τα αφηγείσαι αυτά, ούτε και πώς είναι να τα πιστεύεις.
Αυτό που προσπάθησα να προσεγγίσω κάπως, είναι το πώς πραγματικά μοιάζει να ζεις σε έναν κόσμο που διέπεται από αυτούς τους κανόνες. Θεματολογικά και αφηγηματικά τούς θεωρώ απείρως γοητευτικούς, γιατί δεν περιορίζονται από τα δεσμά της λογικής, όπως τα ξέρουμε εμείς. Είναι βασισμένοι σε ελεύθερους συνειρμούς.
Μπορεί, ας πούμε, μια ιστορία από την "Ιλιάδα" ή μια αναφορά στον Θουκυδίδη ή στον Ηρόδοτο και ένα απόσπασμα από τη λυρική ποίηση, όλα αυτά, αν συνδυαστούν με κάποιες παρόμοιες αριθμητικές ποσότητες, να σου πουν πώς θα περάσεις τη μέρα σου αύριο, ποιον να ψηφίσεις και τι θα συμβεί στη χώρα σου τον επόμενο χρόνο. Τι να πω, δεν ξέρω, υποκλίνομαι σε όλο αυτό», λέει ο Μάντης.
Θεωρίες συνωμοσίας διακινούνταν ανέκαθεν. Απλώς, με τη χρήση του Διαδικτύου πολλαπλασιάστηκαν σαν ιός. Συνεχώς μου προκύπτει η απορία αν αυτές οι θεωρίες ανταποκρίνονται και σε μια βαθύτερη ανάγκη των ανθρώπων να βρουν μια απάντηση έξω από το πλαίσιο της πραγματικότητας. Ως αντίδοτο ή ως διαφυγή.
«Πλέον ζούμε στην εποχή των fake news. Παλιά έπρεπε να είσαι δαιμόνιος ντετέκτιβ της παραφιλολογίας και των θεωριών συνωμοσίας, να συχνάζεις σε παλαιοπωλεία, να είσαι λίγο σαν τον ήρωα του βιβλίου, τον Κλεάνθη. Σήμερα, κάθε άνθρωπος που έχει αυτό το μικρόβιο μπορεί να βρει αυτό που ψάχνει στο Ίντερνετ, από τα εμβόλια μέχρι το ότι η Γη είναι επίπεδη.
Οπότε, σίγουρα απευθύνονται σε μια βαθύτερη ανθρώπινη ανάγκη, σε μια ζωτική ανάγκη, που προκύπτει βασικά από την απουσία του Θεού, του συνεκτικού και πολύ παρηγορητικού σύμπαντος που ήταν, τουλάχιστον για τον δυτικό κόσμο, η θρησκεία. Γενικότερα, δηλαδή, από την απομάκρυνση του ανθρώπου από αυτά τα συστήματα σκέψης. Ένας ακόμη λόγος για τη διάδοση των θεωριών αυτών είναι και το γεγονός ότι ζούμε σε έναν κόσμο που γίνεται ολοένα και πιο πολύπλοκος. Η επιστήμη, αντί να στον εξηγεί, σε πολλά επίπεδα σηκώνει τα χέρια ψηλά, ενώ και οι πολιτικές θεωρίες βρίσκονται σε μεγάλη αμηχανία.
Όσο, μάλιστα, προχωράει ο χρόνος, καταλήγουν σε αδιέξοδο. Στην ουσία, το μόνο που προχωράει είναι η τεχνολογία. Κι αυτό το κενό, την ανάγκη να έρθει μια απλή ιστορία και να σου εξηγήσει τον κόσμο, την καλύπτουν όλες αυτές οι θεωρίες. Αυτό για μένα είναι έως και εύλογο».
Σε πολιτικό επίπεδο, από τις σελίδες των «Τυφλών» δεν λείπει ούτε το φάντασμα της ακροδεξιάς (σ.σ. υπό τον μανδύα της οργάνωσης «Διπλός Πέλεκυς», που δεν έχει και πολλές ποιοτικές διαφορές από τη Χρυσή Αυγή), ενώ ο Μάντης παίζει και με τη θεωρία των δύο άκρων. Λέει ξανά ότι δεν ήταν στις αρχικές του προθέσεις και πως το κατάλαβε κάποια στιγμή προς το τέλος.
«Κι εγώ προβληματίζομαι, αλλά, από την άλλη, θεωρώ ότι του ταιριάζει αφηγηματικά. Πιστεύω, τέλος πάντων, ότι ούτε η αριστερά είναι στο απυρόβλητο. Η δεξιά βγάζει πολύ περισσότερη "αρρώστια" και παράνοια και βία βασικά, αλλά και η αριστερά βγάζει βία. Έχει κι εκείνη μερτικό στο κομμάτι του παραλόγου που μας κυνηγάει όλους, αλλά το θέμα είναι ότι στην καταστατική τους μορφή, στην αφετηρία τους, αν πιάσεις ξεχωριστά τον πυρήνα της μιας και της άλλης, ε, δεν μπορείς να πεις ότι είναι το ίδιο πράγμα».
«Άρα, δεν υπάρχει αριστερόστροφος φασισμός» τον ρωτώ αντανακλαστικά, χρησιμοποιώντας μια δημοφιλή φράση των τελευταίων ημερών. «Καταρχάς, ο αριστερόστροφος φασισμός είναι για μένα ένα οξύμωρο. Δεν ξέρω από πού προέρχεται. Λίγο να έχεις διαβάσει πολιτική επιστήμη, είναι μια αρλούμπα, με όλο τον σεβασμό».
Το τελευταίο μυθιστόρημα του Νίκου Μάντη «Οι Τυφλοί» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.