Είναι παραμονή Χριστουγέννων, έξω χιονίζει και η Μαρίνα Ωρολογίτη –μία από τις «Κόρες του Ηφαιστείου», του νέου, πολυαναμενόμενου βιβλίου του Χρήστου Οικονόμου– έχει νυχτερινή βάρδια στο hnn.gr. Η Μαρίνα κάποια στιγμή είχε πιστέψει πως δεν θα χρειαζόταν να δουλέψει ποτέ ξανά νυχτερινή βάρδια. Κάποτε, επίσης, είχε νομίσει πως ήθελε να γίνει δημοσιογράφος επειδή μόνο έτσι θα μπορούσε ν' ασχολείται με ό,τι αγαπούσε στη ζωή της περισσότερο, το γράψιμο και το διάβασμα. Τώρα, έπειτα από μισό τέταρτο του αιώνα, περικυκλωμένη από τις οθόνες των τηλεοράσεων και των κομπιούτερ «βλέπει το πρόσωπό της στο αχνισμένο τζάμι να της χαμογελάει με πίκρα και σύνεση» και αναπολεί τις εποχές που «οι άνθρωποι όχι μόνο διάβαζαν εφημερίδες αλλά τις είχαν σαν καταφύγιο». Η Μαρίνα είχε προλάβει να γνωρίσει πολλούς από εκείνους τους ανθρώπους που, πριν αρχίσουν να συχνάζουν στα περιθωριακά κανάλια, κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους συντάκτες, παρακαλώντας να γίνει ρεπορτάζ ο πόνος τους. Και να που τώρα, χριστουγεννιάτικα, στα γραφεία του σάιτ, εμφανίζεται μπροστά της μια αλλόκοτη γυναίκα –μετανάστρια; τρελή; φάντασμα;–, εκστομίζοντας ένα ανάλογο αίτημα: «Καλησπέρα, είμαι η εγγονή του Στάλιν. Με κυνηγάει ο Πούτιν να με σκοτώσει. Πρέπει να με βοηθήσετε».
Τι επιφυλάσσει ο Οικονόμου σ' αυτές τις δύο μοναχικές υπάρξεις; Τι εγκυμονεί η βραδιά που τις βάζει να συναντηθούν; Η απάντηση κρύβεται στο διήγημα «Εκεί που σμίγουν πάντα», ένα από τα δώδεκα που απαρτίζουν τη νέα του συλλογή («Οι κόρες του ηφαιστείου», εκδόσεις Πόλις). Με τόση αποδοχή εντός κι εκτός συνόρων – έχει πίσω του μια περιοδεία στις ΗΠΑ και ετοιμάζεται να ταξιδέψει σε Οδησσό, Μιλάνο και Γαλλία ως ένας από τους καλύτερους διηγηματογράφους μας–, ο Οικονόμου θα μπορούσε να δημοσιεύει εσαεί ιστορίες ρεαλιστικές, γειωμένες, γεμάτες ομορφιά και συναίσθημα. Η φιλοδοξία του, όμως, δεν θα του το επέτρεπε. Αυτήν τη φορά, ο συγγραφέας του «Κάτι θα γίνει θα δεις» (2010) και του «Το καλό θα 'ρθει από τη θάλασσα» (2014), μακριά από τις φτωχογειτονιές του Πειραιά, μακριά και από το νησί όπου, μεσούσης της κρίσης, αλληλοσπαράσσονταν ντόπιοι και ξενομερίτες, επιχειρεί να πετάξει ψηλότερα: να κάνει πιρουέτες μεταξύ ουρανού και γης, ανάμεσα στους ανθρώπους και στους αγγέλους, σπέρνοντας θαύματα. Να αναμετρηθεί με τον «μυστικό ρεαλισμό».
Στα χρόνια του άκρατου φιλελευθερισμού και της καλπάζουσας ακροδεξιάς, στα χρόνια της ανέχειας, του φόβου και της μισαλλοδοξίας, ο Οικονόμου θέλει να μας θυμίσει ότι το «καλό δεν είναι θέμα ηθικής, είναι θέμα επιβίωσης».
Με τις «Κόρες του Ηφαιστείου» βρέθηκε, λέει, αντιμέτωπος με μια τριπλή πρόσκληση: «Ήθελα να δω αν μπορώ να διευρύνω το αφηγηματικό μου πεδίο, αν η δύναμη της λύτρωσης θα μπορούσε να είναι το αόρατο, μυστικό νήμα που διαπερνά τις ιστορίες κι ακόμα αν μπορώ να γράψω ένα βιβλίο όπου τα περισσότερα πρόσωπα θα είναι γυναίκες». Τι νομίζει, τα κατάφερε; «Μόλις διέτρεξα τις τελικές διορθώσεις. Είχα μια αίσθηση πληρότητας. Μέχρι που συγκινήθηκα. Γιατί, όταν γράφω, δεν συνειδητοποιώ πολύ καλά τι κάνω, είμαι σε κατάσταση έκστασης. Με τον κίνδυνο να παρεξηγηθώ, ακούω φωνές. Αυτές με οδηγούν».
Η κοπέλα που ακολουθεί τον αγαπημένο της ως τον θάνατο. Το κοριτσάκι που κανακεύει ένα άψυχο σώμα – της μαμάς του. Η σύντροφος που στέκεται βράχος στο πλευρό του άνεργου άντρα της. Η κόρη που νανουρίζει με ευφρόσυνα παραμύθια τον ετοιμοθάνατο πατέρα της. Η γυναίκα που επιδιορθώνει το ψυγείο με τα μπιμπερό στο Παίδων... Ορίστε μερικές από τις κόρες του ηφαιστείου, αυτές οι ψυχές «που βρίσκονται σε μια διαδικασία εξόδου από τα εγκόσμια και προσπαθούν ν' αφήσουν κάτι αναστάσιμο πίσω τους, να επιδράσουν χαρμόσυνα» όπως εξηγεί ο Οικονόμου. «Τα θαύματα γίνονται με πράξεις, όχι με λόγια» επιμένει. Και φροντίζει ώστε όλες οι ηρωίδες του «να πράττουν». Να κάνουν κάτι καλό.
Πιστεύει κι ο ίδιος στα θαύματα; «Βεβαίως, όπως όλοι οι λογικοί άνθρωποι! Θαύμα δεν είναι η διαδικασία της γραφής; Το ότι μπορώ να δίνω υπόσταση σε όσα έχω μέσα μου γράφοντας είναι κάτι που ξεπερνάει τη λογική. Το ότι επιβιώνουμε, με τέτοιες συνθήκες γύρω μας, το ότι ακόμη και στις πιο μαύρες στιγμές καταφέρνουμε ν' αντέξουμε και να εμψυχώσουμε κι άλλους, κι αυτό θαύμα είναι. Και μόνο ότι η Ελλάδα υπάρχει ακόμα, είναι απόδειξη ότι υπάρχει Θεός!».
Αστειεύεται. Το ίδιο κάνει πού και πού και στο βιβλίο του: «Ο πλέον εύστοχος τρόπος για να περιγράψει κανείς τη σχέση πολιτικών και ψηφοφόρων στη σύγχρονη Ελλάδα –και όχι μόνο– συνοψίζεται σε μια φράση που ακούγεται στην κινηματογραφική ταινία "Τσάιναταουν", όταν ο Τζακ Νίκολσον, που υποδύεται τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Τζέικ Γκίτις, λέει σ' έναν αστυνομικό: "Είσαι πιο ηλίθιος απ' όσο νομίζεις ότι νομίζω πως είσαι". Σ' ένα άλλο σημείο της συλλογής, μια άνεργη ηρωίδα ξεσπάει: "Όλο τα ίδια και τα ίδια. Οι Έλληνες, οι Ευρωπαίοι, που έτσι, που αλλιώς. Δεν. Δεν θέλω ν' ακούω τίποτα πια. Τόσα χρόνια τώρα, λόγια, λόγια, λόγια. Αν ήταν τα λόγια λεφτά, θα 'χαμε ξοφλήσει τώρα και το χρέος το δικό μας κι όλης της Αφρικής και της Ασίας μαζί. (...) Δεν αντέχω άλλο. Δέκα εκατομμύρια Έλληνες, δέκα εκατομμύρια γνώμες, δέκα εκατομμύρια λύσεις, δέκα εκατομμύρια κόμπλεξ. Και δέκα εκατομμύρια μίση. Αυτό κυρίως – δέκα εκατομμύρια μίση. Λοιπόν, τέλος. Μπούχτισα, σιχάθηκα..."».
Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε μισή ντουζίνα γλώσσες –αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, γερμανικά, κροατικά– και οι κριτικές που απέσπασαν «ήταν πολύ ενθαρρυντικές».
Ο κυρίαρχος τόνος στις ιστορίες του, πάντως, είναι διαφορετικός. Σε όλες υπάρχει μια ρεαλιστική συνθήκη, αλλά το στοιχείο που τις σφραγίζει και τις ενοποιεί είναι ονειρικό, οραματικό. Από τις λίγες φράσεις του βιβλίου που θα μπορούσαν να ειπωθούν και από το δικό του στόμα είναι η εξής: «Η δουλειά του συγγραφέα είναι να προσπαθεί να μιλήσει για το μέλλον. Όχι σαν μάντης ή σαν προφήτης αλλά σαν αυτόπτης μάρτυρας». Στις «Κόρες του Ηφαιστείου» ο Οικονόμου ενσωματώνει ανέκδοτα και καθημερινούς διαλόγους, σουρεαλιστικές εικόνες και αποκαλυπτικές σκηνές, παραπομπές σε αρχαίους ποιητές και Άγγλους ρομαντικούς, αναφορές στον Πλάτωνα, τον Νίτσε, τον Τσέχοφ, τον Ντοστογιέφσκι, και, βέβαια, στα ευαγγέλια, επίσημα και απόκρυφα. «Έχω μεγάλο ενδιαφέρον για τη σχέση του ανθρώπου με το θείο. Είναι μια δυναμική που βρίσκεται στο επίκεντρο όλων των βιβλίων μου. Γι' αυτό γράφω, για την απώλεια ή τη δύναμη της πίστης. Με ελκύει πολύ το στοιχείο του μυστηρίου. Κι αυτή μου η κλίση μ' έμαθε να είμαι πιο ταπεινόφρων πνευματικά».
Κεντρικό μοτίβο στις «Κόρες του Ηφαιστείου» η απώλεια. Κάθε απώλεια –της δουλειάς, της πατρίδας, του συντρόφου, του μυαλού, κάθε σταθεράς– που σε τρομοκρατεί και σε κάνει επιθετικό, που απειλεί να σε αποκτηνώσει. Πώς μπορούμε να ζήσουμε μαζί χωρίς να κόβουμε ο ένας το λαρύγγι του άλλου; Στα χρόνια του άκρατου φιλελευθερισμού και της καλπάζουσας ακροδεξιάς, στα χρόνια της ανέχειας, του φόβου και της μισαλλοδοξίας, ο Οικονόμου θέλει να μας θυμίσει ότι το «καλό δεν είναι θέμα ηθικής, είναι θέμα επιβίωσης». Ότι «η αγάπη είναι το κλειδί που δίνει νόημα στην κλειδαριά». Ότι «χωρίς τον άλλον δεν υπάρχεις».
Βιοποριζόμενος μέχρι πρότινος ως δημοσιογράφος –έγραφε για χρόνια τις σελίδες με τα παραπολιτικά στο Έθνος–, ο Οικονόμου έζησε στο πετσί του το στραπάτσο της απόλυσης και της ανεργίας. Αν μη τι άλλο, το τελευταίο διάστημα έχει περισσότερο χρόνο για να γράφει, να διαβάζει και να ταξιδεύει, συμμετέχοντας στα λογοτεχνικά φεστιβάλ που τον καλούν. Όπως και η ηρωίδα του, η Μαρίνα, έτσι κι ο ίδιος πρόλαβε την περίοδο που «αν ήσουν δημοσιογράφος, είχες χρόνο ν' απορροφήσεις κάποια πράγματα, να τα επεξεργαστείς. Κι αν δεν ήσουν κυνικός, συγκινιόσουν μ' αυτούς τους ανθρώπους που πίστευαν ότι θα βρουν από τις εφημερίδες βοήθεια. Τίποτε αντίστοιχο δεν συμβαίνει σήμερα. Το διαπίστωσα και στην Αμερική. Είτε συζητούσα με τον καουμπόι από το Όρεγκον είτε με τον πρύτανη του Πρίστον, έβλεπα τα ΜΜΕ ν' αντιμετωπίζονται με συνωμοσιολογικούς όρους. Μέσα σε μια εικοσαετία, ο Τύπος όχι μόνο απαξιώθηκε αλλά και δαιμονοποιήθηκε».
Η τρέχουσα μικροπολιτική επικαιρότητα τον αφήνει αδιάφορο – «δεν είμαι και άνθρωπος των αντιπαραθέσεων...». Για το ποιόν της υποτιθέμενης αστικής μας τάξης δεν τρέφει αυταπάτες. Ζει με τη γυναίκα του στο Κορωπί. Εξακολουθεί να μην έχει δουλειά. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε μισή ντουζίνα γλώσσες –αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, γερμανικά, κροατικά– και οι κριτικές που απέσπασαν «ήταν πολύ ενθαρρυντικές». Αυτή την περίοδο ο ίδιος συνεχίζει την «Τριλογία του Καλού» που ξεκίνησε με την προηγούμενη συλλογή του και παράλληλα πειραματίζεται με μια μεγαλύτερη σύνθεση, ένα μυθιστόρημα. Το γράψιμο παραμένει για τον Οικονόμου ένας αγώνας δρόμου για να ξεφύγεις από τον εαυτό σου και να ενωθείς με τους άλλους. Κι όπως υποστηρίζει, αν η λογοτεχνία έχει νόημα, «είναι για να μας εμψυχώνει».