ΩΔΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ (Ι)
Στον Γιώργο Δαρδανό
Με αγάπη
Δανάη
Βιβλίο, όταν σε κλείνω
ανοίγω τη ζωή.
Ακούω
κοφτές κραυγές
στα λιμάνια.
Το χαλκομετάλλευμα
σκίζει την έρημο,
κατεβαίνει
στην Τοκοπίγια.
Είναι νύχτα.
Ανάμεσα στα νησιά
ο ωκεανός μας
καρδιοχτυπάει
με τα ψάρια του.
Αγγίζει τα πόδια,
τους μυς,
τ' ασβεστώδικα πλευρά
της πατρίδας.
Όλη νύχτα κολλάει
στους όχτους της
και με το χάραμα της μέρας
ξημερώνεται τραγουδώντας
λες και ξυπνάει
μια κιθάρα.
Εμένα με καλεί
ο κρότος του ωκεανού
εμένα με καλεί
ο άνεμος,
κι ο Ροδρίγες με καλεί,
ο Χοσέ Αντόνιο,
πήρα ένα τηλεγράφημα
από το Συνδικάτο «Ορυχείο»,
κι εκείνη,
εκείνη που αγαπώ
(δε θα σας πω τ' όνομά της)
με καρτερεί
στο Μπουκαλέμου.
Βιβλίο,
εσύ δεν μπόρεσες
να με τυλίξεις στο χαρτί,
δε με γέμισες τυπογραφία
με εντυπώσεις ουράνιες,
δεν μπόρεσες
να τετραγωνίσεις (καδράρεις)
τα μάτια μου,
φεύγω από σένα
και πάω να πληθύνω τα δάση
με τη βραχνή φαμελιά
του τραγουδιού μου,
να δουλέψω μέταλλα
πυρωμένα,
ή να φάω κρέας
ψημένο κοντά
στη βουνίσια φωτιά.
Αγαπώ τα βιβλία
τα εξερευνητικά,
βιβλία με δάσος ή χιόνι,
βυθό ή ουρανό,
αλλά
μισώ
το βιβλίο αράχνη
όπου η σκέψη έδωσε σύρμα
φαρμακερό
για να μπλεχτεί η νεαρή,
η τριγυρίστρα μύγα.
Βιβλίο, άσε με λεύτερον.
Δεν θέλω να κυκλοφορώ
ντυμένος τεύχος,
δεν έρχομαι από έναν τόμο,
τα τραγούδια μου
δεν έχουν φάει τραγούδια,
καταβροχθίζουνε
παθιασμένα γεγονότα,
τρέφονται με ύπαιθρο,
βγάζουνε τροφή
από τη γη
και τους ανθρώπους.
Βιβλίο, άσε με να διαβαίνω
τις στράτες,
με σκόνη στα παπούτσια
και χωρίς μυθολογία:
γύρνα στη βιβλιοθήκη σου,
εγώ πάω στους δρόμους.
Έμαθα τη ζωή
Απ' τη ζωή,
τον έρωτα τον έμαθα
από ένα μόνο φιλί,
και δεν μπόρεσα
να διδάξω σε κανέναν
τίποτα άλλο
εξόν απ' ό,τι έζησα,
όταν από κοινού
με τους ανθρώπους
βρισκόμουνα,
όταν
μ' αυτούς αγωνίστηκα:
όταν τους έκφρασα
όλους
μέσα
στο τραγούδι μου.
Νερούδα
Δανάη
ΩΔΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ (ΙΙ)
Βιβλίο,
ωραίο,
βιβλίο
ελάσσον δάσος,
φύλλο το φύλλο,
μυρίζει το χαρτί σου
στοιχείο,
είσαι πρωινό
και νυχτιάτικο,
δημητριακό,
ωκεάνιο,
μες στις παλιές
σελίδες σου
αρκουδοκυνηγοί,
φωτιές πλάι
στο Μισισιπή,
μονόξυλα
στα νησιά,
αργότερα δρόμοι
και δρόμοι,
αποκαλύψεις,
λαοί
επαναστατημένοι
ο Ρεμπώ σα λαβωμένο
αιμόφυρτο ψάρι,
να σπαρταράει στο βούρκο,
και η ομορφιά
της αδερφοσύνης
−πέτρα την πέτρα−
να υψώνει
το ανθρώπινο κάστρο,
πόνοι που υφαίνουν
τη σταθερότητα,
πράξεις αλληλέγγυες,
βιβλίο
κρυμμένο
από τσέπη
σε τσέπη,
λάμπα
παράνομη,
κόκκινο αστέρι.
Εμείς
οι διαβάτες ποιητές
εξερευνούμε
τον κόσμο,
μας δέχτηκε η ζωή
σε κάθε θύρα,
πήραμε μέρος
στον επίγειο αγώνα.
Ποια ήταν η νίκη μας;
Ένα βιβλίο,
ένα βιβλίο γεμάτο, με
ανθρώπινες επαφές, με
πουκάμισα,
ένα βιβλίο
χωρίς μοναξιά
με ανθρώπους
κι εργαλεία,
ένα βιβλίο
είναι η νίκη.
Ζει και πέφτει
όπως όλοι οι καρποί
και δεν έχει μόνο φως,
και δεν έχει μόνο σκιά,
σβήνει
ξεφυλλίζεται,
χάνεται,
ανάμεσα στους δρόμους
και κατρακυλάει
στη γη.
Βιβλίο
της αυριανής ποίησης,
Έχε ξανά
χιόνι και μούσκλια
στις σελίδες σου,
έτσι που
τα βήματα
ή τα μάτια
να χαράζουν αχνάρια:
ας περιγράψουμε ξανά
τον κόσμο,
της πηγής,
μες απ' τη βλάστηση,
τους ψηλούς δρυμούς,
τους πολικούς πλανήτες,
και τον άνθρωπο
στις στράτες,
στις καινούργιες στράτες,
να προχωρεί
στη σέλβα,
στο νερό,
στον ουρανό,
στη γυμνή
θαλάσσια μοναξιά,
τον άνθρωπο
να ανακαλύπτει
τα έσχατα μυστικά,
τον άνθρωπο
που ξαναγυρίζει
μ' ένα βιβλίο,
τον κυνηγό
που γυρίζει μ' ένα βιβλίο,
τον αγρότη
που οργώνει
μ' ένα βιβλίο
Νερούδα
Δανάη
Προσωπικό αρχείο Γιώργου Δαρδανού - Μεταγραφή: Εύη Μαλλιαρού
Τον Μάιο του 1979 οι εκδόσεις Gutenberg βραβεύτηκαν για την ελληνική έκδοση «Γενικό Άσμα-Κάντο Χενεράλ» του Χιλιανού ποιητή Πάμπλο Νερούδα (1904-1973) στην έκθεση «Τα ωραιότερα βιβλία του κόσμου 1978» της Λειψίας. Με αφορμή αυτή την τιμητική διάκριση η μεταφράστρια του Νερούδα, Δανάη Στρατηγοπούλου, αφιέρωσε την αδημοσίευτη μέχρι σήμερα χειρόγραφη «Ωδή στο βιβλίο» Ι και ΙΙ στον εκδότη Γιώργο Δαρδανό. Διαβάζοντας και τα δύο μέρη της «Ωδής στο βιβλίο», εκτός από τον ρυθμό, τη μουσικότητα, τις δεξιοτεχνικές εναλλαγές εικόνων, βλέπουμε στο πρώτο μέρος (Ι) έντονο το ερωτικό στοιχείο π.χ. «Έμαθα τη ζωή/ απ'τη ζωή,/ τον έρωτα τον έμαθα/ από ένα μόνο φιλί», ενώ στο δεύτερο (ΙΙ) τονίζονται περισσότερο η συντροφικότητα και η πνευματική ελευθερία, π.χ. «εμείς/ οι διαβάτες ποιητές/ εξερευνούμε/ τον κόσμο». Το βιβλίο παρουσιάζεται στην «Ωδή» ως ένα υλικό στοιχείο που έχει τη δύναμη να δώσει μια υπόσταση ποιητική στην καθημερινότητα του ανθρώπου και στον αγώνα του για καλυτέρευση της ζωής του.
Το 1948, ο Νερούδα, επικηρυγμένος από τον Πρόεδρο της Χιλής Γονσάλες Βιδέλα, φυγαδεύεται σε κρυψώνες όπου γράφει το τρίτομο έπος μαχόμενης ποίησης με τίτλο «Γενικό Άσμα». Τελικά, ο ποιητής, κυνηγημένος, εγκαταλείπει τη Χιλή το 1949, περνώντας τη φοβερή Κορδιλιέρα των Άνδεων. Με σχέδια του επίσης παράνομου Ιταλο-χιλιανού καλλιτέχνη Χοσέ Βιτουρέλι, το «Γενικό Άσμα» πρωτοεκδίδεται στο Μεξικό το 1950. Η Α' ελληνική έκδοση κυκλοφορεί στην Αθήνα το 1973, έτος θανάτου του ποιητή (Β' έκδοση, 1974) από τον Γιώργο Δαρδανό, επίσης εικονογραφημένη με τα σχέδια του Βιτουρέλι (τα ίδια χρησιμοποιεί ο Μίκης Θεοδωράκης για τον δίσκο του μελοποιημένου «Κάντο Χενεράλ»). Η μετάφραση-εισαγωγή και τα εξηγητικά του «Γενικού Άσματος» έγιναν από τη Δανάη Στρατηγοπούλου, η οποία είχε διδάξει στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγκο ελληνική δημοτική ποίηση και ελληνική μουσική. Το 2004, γιορτάζοντας τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Πάμπλο Νερούδα, οι εκδόσεις Gutenberg επανακυκλοφόρησαν την επετειακή Γ' έκδοση του «Γενικού Άσματος».
Το 1950 ο Νερούδα λαμβάνει το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης μαζί με τον Πικάσο κι άλλους καλλιτέχνες. Κατόπιν, ταξιδεύει ανά τον κόσμο και γράφει αδιάκοπα, εμψυχώνοντας τους λαούς που βιώνουν την καταπίεση ανελεύθερων καθεστώτων, κατορθώνοντας με την ποίησή του να παραμένει στην επικαιρότητα της εποχής του. Το 1971 η Γερουσία της Χιλής τον διορίζει πρεσβευτή της χώρας του στο Παρίσι. Την ίδια χρονιά παίρνει το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το 1972 επιστρέφει στην πατρίδα του για να βοηθήσει τον Σαλβαδόρ Αλιέντε που αγωνίζεται για τη Δημοκρατία της Χιλής. Πεθαίνει το 1973, λίγο μετά τον Αλιέντε.
Παραθέτω εδώ ένα μικρό χαρακτηριστικό απόσπασμα από την ενότητα «Εγώ είμαι» στον τρίτο τόμο του «Γενικού Άσματος» με τίτλο «Εγώ θα ζήσω» (1949, σελ. 201):
Εγώ δεν θα πεθάνω. Τώρα,
τούτη τη μέρα τη γεμάτη ηφαίστεια
κινάω για τα πλήθη, για τη ζωή.
Αφήνω ταχτοποιημένα εδώ
τούτα τα πράγματα,
σήμερα που οι πιστολάδες σεργιανίζουν
με τη «δυτική κουλτούρα» υπό μάλης,
με τα χέρια που σκοτώνουν στην Ισπανία,
και τις κρεμάλες που αιωρούνται στην Αθήνα,
και την ατιμία που κυβερνάει τη Χιλή
και παύω πια να λέω
Θα μείνω εδώ
με λέξεις και λαούς και δρόμους
που με προσμένουνε ξανά,
και που χτυπούν με χέρια έναστρα
την πόρτα μου.