«Οι νέοι τίποτε, ή σχεδόν τίποτε, δεν γνωρίζουν περί Καχτίτση. Οι δε λογοτέχνες σιωπούν. Ωστόσο, η κάθε μέρα που διαβαίνει όλο και με πείθει ότι ο θάνατος του μακαρίτη Νίκου Καχτίτση υπήρξε και παραμένει μια συντριπτική απώλεια για την αρκούντως ισχνή νεοελληνική πεζογραφία. Είναι υποκριτικό, και ίσως μάταιο, να γράψω μια συγκινητική νεκρολογία για τον μακαρίτη. Αυτός ο Νίκος Καχτίτσης, σαν τον Νεκρό Ταξιδιώτη του Παπαδιαμάντη, πλέει προς την Ελλάδα. Και είναι πιο πρακτικό και πιο πατριωτικό το να τονίσω, με εμπάθειαν, πως αυτός ο Νίκος Καχτίτσης είναι κάποιος σπουδαιότατος νεοέλλην πεζογράφος». [Ηλίας Πετρόπουλος, 1972]
Ο Νίκος Καχτίτσης (Γαστούνη 1926-Πάτρα 1970) υπήρξε ένας άξιος Έλληνας λογοτέχνης. Οι κριτικοί λένε πως είναι και από τους πλέον σημαντικούς της μεταπολεμικής γενιάς. Δίκιο έχουν.
Είχα την τύχη, σαν αναγνώστης, να έρθω σ' επαφή με το έργο τού Καχτίτση, κάποιο από το έργο του τέλος πάντων, στα μέσα του '80 – παρότι τότε το όνομά του δεν ήταν από 'κείνα που απασχολούσαν και τόσο τα λογοτεχνικά κυκλώματα. Περιστασιακά μόνο, από δω κι από 'κει, κάποιοι έγραφαν για τον Καχτίτση, τα λίγα βιβλία του οποίου ποτέ δεν εντοπίζονταν, όλα, ανά πάσα ώρα και στιγμή. Κάτι που συμβαίνει και σήμερα.
Τα βιβλία του, που κυκλοφόρησαν με τα χίλια ζόρια κατά τη διάρκεια της ζωής του, συνήθως τα έστελνε ο ίδιος, λίγα-λίγα, σε κεφάλαια, μέσω ταχυδρομείου σε έλληνες εκδότες και τυπογράφους, είτε τα τύπωνε ο ίδιος μετά το 1967 (καθώς έμαθε και να τυπώνει από προσωπική ανάγκη).
Ήταν ένα τεύχος, λοιπόν, του πατρινού περιοδικού «Παράθυρο», το υπ' αριθμόν 4 από τις αρχές του '85, εκεί όπου ο πατρινός λογοτέχνης και ποιητής Βασίλης Λαδάς παρουσίαζε ένα μονοσέλιδο κείμενο για τον Καχτίτση, προτείνοντας μάλιστα να δοθεί το όνομά του και σ' ένα δρόμο της πόλης.
«Θα ήθελε άραγε να ταφεί κάπου στην οδό Αγίου Ανδρέου (σ.σ. κεντρικός δρόμος των Πατρών) ο Καχτίτσης; Ή μήπως σ' ένα σιδηροδρομικό σταθμό του ηλειακού κάμπου, πλάι σε πυκνές φυλλωσιές; Είτε το 'θελε είτε δεν το 'θελε ενταφιάστηκε στο Α Νεκροταφείο Πατρών. Να τολμήσω να προτείνω πως αν όχι η Αγίου Ανδρέου ένας άλλος δρόμος παρακατιανότερος θα μπορούσε να λάβει το όνομα Νίκος Καχτίτσης; Ή θα παρεξηγηθώ από το Δήμαρχο και τους δημοτικούς συμβούλους, αφού ο Νίκος Καχτίτσης δεν είναι και δεν μπορεί να αποτελέσει σύμβολο λαϊκίστικης νοοτροπίας και ήθους».
Το ονοματεπώνυμο «Νίκος Καχτίτσης» να πούμε πως δόθηκε όντως, κάποια στιγμή, σ' ένα δρόμο της Πάτρας, σ' ένα χαμένο αδιέξοδο στενό με... πέντε σπίτια, κάπου στα Συχαινά (συνοικία της πόλης, στο δρόμο προς το Πανεπιστήμιο).
Τέλος πάντων εκείνο το κείμενο τού Λαδά (που συνέδεε την εμπορική αρτηρία της Πάτρας, την οδό Αγίου Ανδρέου, την γεμάτη κάποτε με πρατήρια εδωδίμων και αποικιακών, με τον εγκατεστημένο στην άλλη άκρη του κόσμου συγγραφέα) με είχε κινητοποιήσει, τότε, και κάπως έτσι είχα οδηγηθεί στα βιβλιοπωλεία ώστε να βρω και να διαβάσω τον «Εξώστη» και τον «Ήρωα της Γάνδης», που αναφέρονταν και στο κείμενο.
Αν και δεν μπορώ, τώρα, να θυμηθώ λεπτομέρειες, είμαι σίγουρος πως εκείνη την εποχή είχα βρει δύο βιβλία του Καχτίτση που μόλις είχαν επανεκδοθεί –για το 1985 λέμε πάντα– χωρίς να είμαι 100% βέβαιος αν ο Λαδάς είχε γράψει τα σχετικά, στο «Παράθυρο», πριν τις ανατυπώσεις ή μετά (μάλλον πριν).
Τα βιβλία αυτά ήταν ο «Εξώστης» και «Η Περιπέτεια Ενός Βιβλίου» (η περιπέτεια της έκδοσης του «Εξώστη» και η μακρόθεν αντιπαράθεση του συγγραφέα με τον γνωστό καλλιτεχνικό επιμελητή και άλλα τινά Κάρολο Τσίζεκ), αμφότερα τυπωμένα από τις εκδόσεις Στιγμή. Τρία χρόνια αργότερα (1988) η Στιγμή θα τύπωνε και τον «Ήρωα της Γάνδης» κι έτσι κάπως θα ολοκληρωνόταν στη δεκαετία του '80 μια προσπάθεια αποκατάστασης του ονόματος του Καχτίτση (και του έργου του βεβαίως), που ήταν για χρόνια έξω από τα βιβλιοπωλεία και άρα σχεδόν άγνωστο.
Οι πρώτοι που έκαναν μια προσπάθεια να φέρουν τα βιβλία και τις ιστορίες τού ήδη πεθαμένου Καχτίτση μπροστά στο φως ήταν ο Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος και ο Ηλίας Πετρόπουλος μέσω του μικρού βιβλίου τους «Μνήμη Νίκου Καχτίτση», που είχε κυκλοφορήσει από το περιοδικό «Φάσμα» (του Δημήτρη Παναγιωτάτου), το 1972. Το βιβλιαράκι ήταν καλαίσθητο, γιατί καλαίσθητα ήταν τα βιβλία και του τυπογράφου Καχτίτση, και σε οδηγούσε όντως σ' ένα κλίμα, αφού περιείχε αποσπάσματα από τα εκτενέστερα πεζογραφήματά του, τα «Ποιοι οι Φίλοι», «Η Ομορφάσχημη», «Ο Εξώστης», «Ο Ήρωας της Γάνδης» μαζί δε και το έξοχο μικρό αφήγημα «Ο Θάνατος του Κροκεβιλέ», που θύμιζε Poe ή καλύτερα κάτι από τη «Μουσική του Έριχ Ζαν» του H.P. Lovecraft.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1976, ο Κέδρος θα επιχειρούσε και την πρώτη κανονική επανέκδοση πεζών του Καχτίτση με τα «Ποιοι οι Φίλοι / Η Ομορφάσχημη / Το Ενύπνιο», που πέρασε όμως απαρατήρητη.
Τον τελευταίο καιρό οι εκδόσεις Κίχλη κάνουν εξαιρετική δουλειά πάνω στο έργο του Καχτίτση και αυτή τη στιγμή είναι διαθέσιμα στα βιβλιοπωλεία «Ο Εξώστης» και «Η Ομορφάσχημη», ενώ κάποια στιγμή θα πρέπει να δούμε και μιαν ανατύπωση του «Ήρωα της Γάνδης», βιβλίο που παραμένει άφαντο εδώ και πολλά χρόνια.
Να πούμε ακόμη, ώστε να είναι κάπως ολοκληρωμένη τούτη η αναφορά, πως ο Νίκος Καχτίτσης είχε γεννηθεί στη Γαστούνη της Ηλείας, από πατέρα Ηπειρώτη και μητέρα Ζακύνθια και πως τα εφηβικά του χρόνια τα είχε περάσει στην Πάτρα.
Το 1949 στρατεύεται και το 1952, στα 26 του, φεύγει για το Καμερούν, όπου δουλεύει ως λογιστής σε μια βρετανική εταιρεία στη Ντουάλα, ενώ το 1956 εγκαθίσταται μονίμως στο Μόντρεαλ του Καναδά (παντρεύεται την Θάλεια Τσαπουλάρη και αποκτά έναν γιο, τον Θωμά). Στην αρχή ζούσε παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα ελληνικών, αγγλικών και γαλλικών, ενώ αργότερα θα διοριζόταν διερμηνέας (Ελλήνων) στα καναδικά δικαστήρια.
Αρχίζει να εκδίδει από το 1959 («Ποιοι οι Φίλοι»). Το 1964 τυπώνεται «Ο Εξώστης» και στο τέλος του 1967 ο «Ήρωας της Γάνδης» στο Μόντρεαλ.
Ήξερε ότι θα πέθαινε από οξεία λευχαιμία και ίσως γι' αυτό επέστρεψε στην Πάτρα, όπου και συνέβη το μοιραίο το 1970 (25 Μαΐου) στα 44 μόλις χρόνια του. Σύμπτωση. Ο Νίκος Καχτίτσης γεννήθηκε και πέθανε τις χρονιές που γεννήθηκε και πέθανε και ο συνθέτης Γιάννης Χρήστου.
Τα βιβλία του, που κυκλοφόρησαν με τα χίλια ζόρια κατά τη διάρκεια της ζωής του, συνήθως τα έστελνε ο ίδιος, λίγα-λίγα, σε κεφάλαια, μέσω ταχυδρομείου σε Έλληνες εκδότες και τυπογράφους, είτε τα τύπωνε ο ίδιος μετά το 1967 (καθώς έμαθε και να τυπώνει από προσωπική ανάγκη).
Το Δεκέμβριο του 1985, που ήταν μια κομβική χρονιά (το '85) για τη γνωριμία ενός κάπως πλατύτερου κοινού με το έργο του Καχτίτση, κυκλοφορεί το 8ο τεύχος του περιοδικού «Το Τέταρτο» (επί Μάνου Χατζιδάκι ακόμη) κι εκεί δημοσιεύονται τρεις ανέκδοτες επιστολές προς τον φίλο του και επίσης διηγηματογράφο, ποιητή και μεταφραστή Ε.Χ. Γονατά (επιστολές του Καχτίτση είχαν δημοσιευτεί και σ' άλλα περιοδικά εκείνη την εποχή).
Ο Καχτίτσης, που ήταν παράξενος άνθρωπος και όμνυε στη μοναξιά επικοινωνούσε με τους λιγοστούς φίλους του στην Ελλάδα (Ε.Χ. Γονατάς, Τάκης Σινόπουλος, Γ. Παυλόπουλος, Γ. Δανιήλ) μέσω αλληλογραφίας (υπήρξε μανιώδης επιστολογράφος), δίχως, μάλιστα, τους περισσότερους απ' αυτούς, να καταφέρει να τους γνωρίσει και δια ζώσης.
Το έργο του είναι βαθύ, δαιδαλώδες, με πολλά αυτο-υπονομευτικά στοιχεία, συμπαγές, καφκικό, θριλερικό με πρωταγωνιστές ήρωες συντριμμένους, απόλυτα δέσμιους των ενοχών τους, που είναι σχεδόν πάντα αόρατες (οι ενοχές), καθώς αποκτούν όψη μόνο μέσα από τα οδυνηρά αποτελέσματά τους.
Εδώ, ένα απόσπασμα από μια παράξενη επιστολή τού Νίκου Καχτίτση στον Ε.Χ. Γονατά, που αφορά στη δημιουργία ενός ιδιότυπου κοινόβιου για δύο...
Πολυαγαπητέ μου Κύριε Γονατά, (επιστολή σας 10σέλιδος 10ης Αυγ.)
Σχετικά με τα περί κοινοβίου, σας ανακοινώνω με απάθεια ότι ουδόλως πλέον με θορυβεί το γεγονός της ταυτότητος των απόψεων (ίδε και τα περί πολιορκίας). Θ' αρχίσουμε να ψάχνουμε σε τι δεν μοιάζουμε.
Ας σημειωθεί ότι, βέβαια, έχω βρει το μέρος κι εγώ: Είναι σε μια βραχώδη περιοχή μεταξύ Αιγίου και Κορίνθου, και συγκεκριμένα πάνω σ' ένα βράχο στον οποίο είδα, από το παράθυρο του τραίνου, ένα τερατώδες σπίτι, το οποίο κάποιος μού εξήγησε ότι ανήκει στο ζωγράφο Θωμόπουλο (την τέχνη του οποίου απεχθάνομαι).
Κατά μίαν εκδοχήν, γύρω από το σπίτι που θα χτίζαμε, θα υπήρχαν ηλεκτρικά πολυβόλα τα οποία θα έβαλλον συνεχώς – προς τα έξω βέβαια...
Την περιοχήν θα διέτρεχον επίσης αποτρόπαιοι σκύλοι-μολοσσοί, απ' αυτούς που ακόμα και προς τα αφεντικά τους φέρονται με τραχύτητα, και έχουν το βλέμμα κακεντρεχούς ανθρώπου, και συνεχώς δείχνουν τα δόντια. Οπότε, έστω και αν κανένας ανεπιθύμητος διέφευγε τα πυρά, θα κατεξεσκίζετο και κατεσπαράσσετο από αυτούς.
Στα υπόγειά μας, εκτός από τα κρασιά και τυριά, θα είχαμε αποθέματα από μελάνι (φτιαγμένο από μας τους ίδιους, ακολουθώντας μια παληά φόρμουλα – από βελανίδια ίσως), χαρτί χειροποίητο, πέννες και άλλα τρόφιμα – τουλάχιστον για μερικά χρόνια, ώστε να είμαστε αυτάρκεις, οπότε, αν, για τον α' ή β' λόγο (λόγω πανώλης π.χ.) είμαστε υποχρεωμένοι να μείνουμε μέσα, να μην κινδυνεύσουμε να πεθάνουμε.
Από το άλλο μέρος, εξασφαλίζουμε και διάφορα τρόφιμα μόνοι μας επιτοπίως – κυνηγώντας στα γύρω δάση, μαζεύοντας χόρτα, ψαρεύοντας στη θάλασσα. Θα μαζεύουμε ως και βότανα ακόμα – από τα οποία βρίθει η περιοχή. Θα φτιάνουμε κολώνια μόνοι μας, ροδοζάχαρη, κ.λπ.
Όλα αυτά, από το ένα μέρος θα αποτελούν την οικονομία της εγκαταστάσεως, ενώ από το άλλο θα είναι ωραίες απασχολήσεις – ώστε να μην παθαίνουμε κόπωση από το πολύ γράψιμο και την εν γένει καθιστική ζωή.
Εννοείται ότι τα φαγητά που θα τρώμε θα είναι λιτά. Άσπρο τυρί με μαύρο ψωμί. Εληές. Κρέας ψητό στην πέτρα. Όσπρια σκέτα. Χορταρικά. Σαλάμια. Το κρασί, θα το πίνουμε – ΟΧΙ με την «κοσμική» έννοια των μοδέρνων ταβερνείων της Αθήνας, παρά ως ευφροσύνη του λάρυγγος, και σαν ερεθισμό της φαντασίας, κ.λπ.
Τέλος, για να μη βγάνουμε τα μάτια μας λόγω συνεχούς επαφής ο ένας με τον άλλον, θα εφαρμόζουμε «μέρες σιωπής» (αυτή τη στιγμή σ' αυτό αποδίδω τη σχετική συνήθεια των τραππιστών*).
[*Τραππιστές: Αυστηρό θρησκευτικό μοναστικό τάγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Οι μοναχοί, ανάμεσα σε άλλα, μιλούσαν μόνον όταν ήταν απαραίτητο]
σχόλια