Ένας παλαίμαχος Βρετανός δημοσιογράφος βρίσκει επιτέλους τις λέξεις για να ντύσει μια ανάμνηση που τον βαραίνει, μια αλήθεια που τον πνίγει, μια ιστορία που κρατούσε σαν επτασφράγιστο μυστικό: την ερωτική του εμπειρία μ' έναν Αμερικανό συνάδελφό του, στο περιθώριο των αιματοβαμμένων Ολυμπιακών Αγώνων του Μονάχου, η οποία του είχε χαρίσει ένα ανεπανάληπτο αίσθημα πληρότητας. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο ανασαίνει το μυθιστόρημα του Ζαν Ματέρν "Σεπτέμβρης", το τρίτο από τα τέσσερα δικά του που κυκλοφορεί στα ελληνικά (μετ. Γ. Καράμπελας, εκδ. Εστία). Ένα έργο στηριγμένο πάνω σε μεγάλες αντιθέσεις, με σοφά μοιρασμένες δόσεις σαγήνης, μοναξιάς και φρίκης, που συνδυάζει την τέχνη της μυθοπλασίας με την τέχνη του ντοκιμαντέρ.
Η μεγάλη Ιστορία, όπως ξεδιπλώνεται στο βιβλίο, έχει ως εξής: Οι Ολυμπιακοί του 1972 είχαν ξεκινήσει ανέμελα, συντονισμένοι με το πνεύμα της εποχής -"peace and love"- και με έκδηλη τη διάθεση της Δυτικής Γερμανίας να αποδείξει πως είναι μια χώρα σαν τις άλλες, χωρίς βάρη, χωρίς ενοχές. «Σε κανένα επίσημο έγγραφο δεν γινόταν αναφορά στη σκοτεινή ανάμνηση που είχαν αφήσει οι άλλοι γερμανικοί Ολυμπιακοί, του 1936 στο Βερολίνο», θυμάται ο ήρωας του Ματέρν. Ωστόσο, «για τους ξένους ανταποκριτές ήταν φανερό πως η λανθάνουσα αυτή σύγκριση βρισκόταν στο μυαλό όλων. Να σβηστούν οι εικόνες των ναζί αξιωματούχων στις κερκίδες του σταδίου, να ξεχαστεί η άρνηση του Χίτλερ να συγχαρεί τον "νέγρο" Τζέσε Όουενς, να κλειστούν οι ταινίες της Λένι Ρίφενσταλ για τη δόξα της αρίας φυλής στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, κι όλα αυτά ν' αντικατασταθούν από έγχρωμα φιλμ που έδειχναν την καλόκαρδη, παιδική ευθυμία τούτης της νέας Γερμανίας...».
Στο "Σεπτέμβρης" είναι ευδιάκριτο πως ό,τι κι αν συμβαίνει σε συλλογικό επίπεδο στον έξω κόσμο, τα περιθώρια αυτονομίας της εσωτερικής ζωής μας παραμένουν τεράστια. Ακούγεται σκανδαλώδες, αλλά και ανακουφιστικό.
Η καλή διάθεση έμοιαζε επιβεβλημένη και τίποτε στον ορίζοντα δεν προμήνυε ότι λίγες μέρες μετά, αυτή η χαρούμενη –και πανίσχυρη- Γερμανία θα μετρούσε ταπεινωμένη τα θύματα ενός απίστευτου μακελειού. Κι όμως. Τα χαράματα της 5ης Σεπτεμβρίου, ενώ οι Αγώνες βρίσκονταν στη δεύτερη βδομάδα τους, μια ομάδα Παλαιστινίων της οργάνωσης «Μαύρος Σεπτέμβρης» θα εισχωρήσει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία στο Ολυμπιακό Χωριό και θα εισβάλει πυροβολώντας στο κτίριο όπου φιλοξενούνταν η αθλητική αποστολή του Ισραήλ. Έντεκα μέλη της αποστολής θα πιαστούν όμηροι κι ένα απ' αυτά θα σκοτωθεί αμέσως. Τι διεκδικούσαν οι κομάντος; Την απελευθέρωση 234 Παλαιστινίων από τις ισραηλινές φυλακές καθώς και την απελευθέρωση των Ούλρικε Μάινχοφ και Αντρέας Μπάαντερ.
Η πρωθυπουργός του Ισραήλ, Γκόλντα Μέιρ, αρνείται να υποκύψει στον εκβιασμό. Οι γερμανικές αρχές ξεκινούν διαπραγματεύσεις με τους τρομοκράτες και, με τα πολλά, ώρες αργότερα, καταφέρνουν να τους οδηγήσουν μαζί με τους ομήρους σ' ένα κοντινό στρατιωτικό αεροδρόμιο, απ΄όπου υποτίθεται ότι θα τους άφηναν να διαφύγουν. Μισή ώρα πριν τα μεσάνυχτα διαδίδεται ότι όλοι οι όμηροι είναι ελεύθεροι! Εκατομμύρια τηλεθεατές που παρακολουθούν σε ζωντανή μετάδοση τα γεγονότα –ανάμεσά τους κι ο επτάχρονος τότε Ζαν Ματέρν- πάνε για ύπνο ήσυχοι. Ξυπνώντας, έρχονται αντιμέτωποι με την πραγματικότητα: όλοι οι όμηροι, έξι από τους οχτώ τρομοκράτες και δύο αστυνομικοί είναι νεκροί. Η εντελώς ερασιτεχνική, όπως θ' αποδειχτεί, επιχείρηση της γερμανικής αστυνομίας έμελλε να καταλήξει σε φιάσκο. Οι Αγώνες, πάντως, έπειτα από μια μικρή διακοπή, θα συνεχιστούν κανονικότατα.
Παντρεμένος, πατέρας, άσχετος με τ' αθλητικά, αλλά γερμανομαθής και γνώστης της γερμανικής πραγματικότητας, ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής του "Σεπτέμβρης" βρίσκεται στο Μόναχο ως απεσταλμένος του BBC για να καλύψει την πολιτιστική διάσταση της διοργάνωσης. Όπως δηλώνεται εξαρχής, θα καταφέρει πολύ περισσότερα. Οι ανταποκρίσεις του θα κάνουν πάταγο. Η αποκλειστική του συνέντευξη με τον Μαρκ Σπιτς, τον σταρ της κολύμβησης, οι τολμηρά μονταρισμένες εικόνες από την ομηρία των ισραηλινών αθλητών, οι αποκαλύψεις του για τα λάθη της γερμανικής αστυνομίας, όλα αυτά του απέφεραν το σεβασμό του σιναφιού, σηματοδοτώντας το ντεμπούτο μιας μεγάλης δημοσιογραφικής καριέρας για τον ίδιο. Γι' αυτό, άλλωστε, σαράντα χρόνια μετά, το BBC του προτείνει μια θέση συμβούλου εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου.
«Κανείς δεν είχε καταλάβει πως η ζωή μου είχε πάρει απρόσμενη τροπή μ' εκείνη τη δουλειά, μ' εκείνα τα γεγονότα, μ' εκείνο το μέρος...», διαβάζουμε. «Θα κατάφερνα να διαχειριστώ τη συγκίνηση που με πλημμύριζε μόνο και μόνο στη μνεία αυτής της πόλης; Ή μήπως γινόμουν συναισθηματικός; Ένιωθα γελοίος. Έπειτα, ήρθε η είδηση πως η Ολυμπιακή Επιτροπή είχε αρνηθεί να κρατηθεί ενός λεπτού σιγή στη μνήμη των θυμάτων της 5ης Σεπτεμβρίου... Σκέφτηκα τότε πως είχα καλύτερα πράγματα να κάνω απ΄το να δηλώσω παρών, όπως με συμβούλευαν οι πάντες. Πως εν τέλει, είχα μια άλλη ιστορία να διηγηθώ».
Σ' αυτήν την «άλλη», την προσωπική ιστορία που κεντάει ο Ζαν Ματέρν στο μυθιστόρημά του, κομβικό ρόλο κρατάει ένας εβραϊκής καταγωγής νεοϋορκέζος δημοσιογράφος, δίχως τη βοήθεια του οποίου ο ρεπόρτερ του ΒΒC δεν θα είχε πετύχει ούτε τα μισά. Το θέμα, ωστόσο, δεν είναι η συμβολή του ενός δημοσιογράφου στην επαγγελματική ανέλιξη του άλλου, όσο η σπίθα που άναψε ξαφνικά ανάμεσά τους, σημαδεύοντας δια βίου τον έναν από τους δύο. Πώς είναι να συναντάς ένα κομμάτι του εαυτού σου μέσα σ' ένα άλλο πλάσμα; Πόσο ευφρόσυνο και πόσο βασανιστικό μπορεί να γίνει ένα εντελώς απρόσμενο φλερτ; Τι ακριβώς εννοούσε ο Φόρστερ όταν έγραφε στο "Mωρίς" ότι «δύο άντρες μπορούν ν' αψηφήσουν τον κόσμο»; Και πώς είναι δυνατόν την ώρα που αναστατώνεται όλος ο πλανήτης, εσύ ν' απολαμβάνεις μια σχεδόν τρελή εμμονή, ξεχνώντας τα όρια της ευπρέπειας και της λογικής; Μέχρι το Μόναχο, ο ήρωας του Ματέρν δεν ήξερε τι ακριβώς σημαίνει έκσταση –διάβαζε, λέει, συχνά τη λέξη, αλλά το νόημά της του διέφευγε. Από το Μόναχο κι έπειτα, δεν είχε παρά να το νοσταλγεί...
Κεντροευρωπαϊκών καταβολών, γεννημένος στην Αλσατία το 1965, με σπουδές συγκριτικής λογοτεχνίας και επιτυχημένη σταδιοδρομία ως υπεύθυνος ξένης σειράς των οίκων Actes Sud, Gallimard και Grasset, ο Ζαν Ματέρν διεκδίκησε την ιδιότητα του συγγραφέα μετά τα 40, με μυθιστορήματα όπως τα "Λουτρά του Κιράλυ" και "Από μέλι και γάλα" (μετ. Εύα Καραΐτίδη, Εστία), διαπραγματευόμενος κυρίως ζητήματα μνήμης και ταυτότητας. Πιο εξωστρεφής αυτή τη φορά, στο "Σεπτέμβρης" ξετυλίγει την ερωτική τριμμυμία που βιώνει ο ήρωάς του παράλληλα με τα γεγονότα που συγκλόνισαν το 1972 την κοινή γνώμη, ισορροπώντας επιδέξια μεταξύ ατομικού και συλλογικού, επινοημένου και πραγματικού. Οι αντιστοιχίες είναι ευδιάκριτες στο βιβλίο του. Τόσο η υπόθεση των ομήρων όσο και η αναπάντεχη ομοφυλοφιλική εμπειρία του πρωταγωνιστή είναι δύσκολα διαχειρίσιμες κρίσεις. Η παρατεταμένη σιωπή του τελευταίου για όσα διακυβεύτηκαν μέσα του εκείνο το δεκαπενθήμερο των Αγώνων, έρχεται και κουμπώνει με την άρνηση να μνημονευτούν τα θύματα της τραγωδίας του ΄72 στο Λονδίνο το 2012. Ωστόσο, ακόμα πιο ευδιάκριτο στο "Σεπτέμβρης" είναι πως ό,τι κι αν συμβαίνει σε συλλογικό επίπεδο στον έξω κόσμο, τα περιθώρια αυτονομίας της εσωτερικής ζωής μας παραμένουν τεράστια. Ακούγεται σκανδαλώδες αλλά και ανακουφιστικό.