ΟΤΑΝ Η ΖΩΗ ΔΕΝ ΣΟΥ ΦΕΡΕΤΑΙ γενναιόδωρα, όταν εισπράττεις εχθρότητα από τους πολύ δικούς σου ανθρώπους, όταν αναζητάς μάταια την πραγματική σου ταυτότητα, πόσες δυνατότητες προσφέρονται για να σταθείς στα πόδια σου, πιάνοντας το νήμα από το μηδέν;
Άφθονες, μοιάζει να λέει ο Τζον ΜακΓκρέγκορ, με τον τίτλο κιόλας του συγκινητικού βιβλίου του «Τόσοι και τόσοι τρόποι για να γίνει μια αρχή» (μετ. Α. Δημητριάδου, Άγρα 2009). Πρόκειται για το δεύτερο από τα πέντε μυθιστορήματα που έχει δημοσιεύσει ως τώρα ο πολυβραβευμένος Βρετανός συγγραφέας, επιβεβαιώνοντας τις αρετές που του αναγνώρισε η κριτική όταν πρωτοεμφανίστηκε.
Στο παρθενικό του μυθιστόρημα «Αν δεν μιλάμε για τα σπουδαία πράγματα» (μετ. Α. Δημητριάδου, Άγρα 2008) ο ΜακΓκρέγκορ παρουσίαζε μια μέρα από τη ζωή μιας πλειάδας συνηθισμένων ανθρώπων, στον δρόμο μιας συνηθισμένης πόλης κάπου στη βόρειο Αγγλία.
Αντίθετα, στο «Τόσοι και τόσοι τρόποι…» υιοθετεί την οπτική γωνία ενός, κυρίως, ήρωα, καλύπτοντας διάστημα πενήντα ετών. Μια επιπόλαια ανάγνωση του οπισθόφυλλου και των πρώτων σελίδων του βιβλίου θα μπορούσε να οδηγήσει κάποιον στο συμπέρασμα πως θα διαβάσει μια ιστορία υιοθεσίας. Στην ουσία, όμως, πρόκειται για το χρονικό ενός διόλου εύκολου γάμου, για τη σχέση δυο πληγωμένων ανθρώπων που, είτε χώρια είτε μαζί, δεν σταμάτησαν ν’ αποπειρώνται νέες εκκινήσεις.
Η χάρη του ΜακΓκρέγκορ έγκειται στο λεπτοδουλεμένο κέντημα μικρών καθημερινών στιγμών, στον υποβλητικό φωτισμό όσων κάνουν δυο πικραμένους ενήλικες συμμάχους, στη θέλησή του ν’ αφήνει χαραμάδες αισιοδοξίας και στο πιο στενάχωρο σκηνικό.
Όλα τα κεφάλαια του μυθιστορήματος αρθρώνονται γύρω από άψυχα αντικείμενα, τεκμήρια της διαδρομής του κεντρικού ήρωα, Ντέιβιντ Κάρτερ, από τα μικράτα του ως την ωριμότητά του. Μέσα από φωτογραφίες, χάρτες, ατζέντες, συμβόλαια, επιστολές, καταλόγους εκθέσεων, λογαριασμούς νοσοκομείων και ξενοδοχείων ή καρτ ποστάλ, ζωντανεύει η ιστορία ενός παθιασμένου συλλέκτη αντικειμένων, που έκανε το χόμπι του δουλειά, εργάστηκε ως έφορος σ’ ένα μικρό επαρχιακό μουσείο, παντρεύτηκε την κοπέλα που αγαπούσε κι έγινε πατέρας, παλεύοντας όλον αυτόν τον καιρό να γεμίσει μια τεράστια μαύρη τρύπα μέσα του.
Από την ημέρα –λίγο μετά τα είκοσι χρόνια του– που μαθαίνει ότι δεν είναι γιος των γονιών του, ο Ντέιβιντ δεν θα πάψει ν’ αναζητά την πραγματική μητέρα του: μια Ιρλανδέζα, υπηρέτρια σε πλουσιόσπιτο του Λονδίνου κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η οποία υπό το φόβο της κοινωνικής κατακραυγής και υπό την απειλή της ανέχειας, εναπόθεσε το βρέφος της σε ξένα χέρια κι επέστρεψε στην πατρίδα της.
Πλάι στον Ντέιβιντ βρίσκεται η Έλινορ. Η τελευταία, ακρωτηριασμένη ψυχικά από τη βαναυσότητα και τη στενομυαλιά της δικής της μάνας, έχει ρίξει μαύρη πέτρα πίσω της, κόβοντας κάθε δεσμό με τους δικούς της στη Σκωτία.
Η ίδια ήταν μια κοπέλα ικανή για γερές πανεπιστημιακές σπουδές, αλλά κατέληξε εγκλωβισμένη στα οικογενειακά της καθήκοντα. Άλλοτε λειτουργική κι άλλοτε βυθισμένη σε βαριά κατάθλιψη, παρακολουθεί από κοντά το βάσανο του άντρα της, ανήμπορη να τον βοηθήσει. Φαινομενικά ανήμπορη. Γιατί, μολονότι μαραμένος κατά περιόδους, ο κήπος του γάμου τους αντέχει, με λίπασμα την ανάγκη και των δυο για συναισθηματική ασφάλεια.
Κι εδώ έγκειται η χάρη του ΜακΓκρέγκορ: στο λεπτοδουλεμένο κέντημα μικρών καθημερινών στιγμών, στον υποβλητικό φωτισμό όσων κάνουν δυο πικραμένους ενήλικες συμμάχους, στη θέλησή του ν’ αφήνει χαραμάδες αισιοδοξίας και στο πιο στενάχωρο σκηνικό.
Γεννημένος στις Βερμούδες το 1976, μεγαλωμένος στο Νόρφολκ της ανατολικής Αγγλίας κι εγκατεστημένος στο Νότιγχαμ, ο Τζον ΜακΓκρέγκορ σπούδασε τεχνολογία των ΜΜΕ στο πανεπιστήμιο του Μπράντφορντ, αλλά από την εφηβεία του ήδη, τότε που άκουγε φανατικά τους δίσκους των Smiths, φλέρταρε με την ιδέα να γίνει συγγραφέας. Λάτρης του Ντε Λίλο και της Α.Λ. Κένεντι, έγραψε το πρώτο του βιβλίο ζώντας σε μια... μαούνα, βιοποριζόμενος από δουλειές του ποδαριού.
Απ’ αυτήν εμπειρία ξεπήδησαν οι συμβουλές που δίνει στους νέους πεζογράφους: «Μην προβάλλετε δικαιολογίες, μην περιμένετε έμπνευση, ριχτείτε στο γραπτό σας με τα μούτρα. Αναζητήστε καλύτερα μια δουλειά μερικής απασχόλησης, ή μια θέση που δεν απαιτεί να παίρνετε σοβαρές αποφάσεις. Και διαβάζετε. Όσο καλύτερα και περισσότερο διαβάζετε, τόσο γρηγορότερα θ’ αποκτήσετε τη δική σας φωνή».
Σήμερα ο Τζον ΜακΓκρέγκορ είναι καθηγητής δημιουργικής γραφής στο πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ, όπου επιμελείται το Letters page, ένα λογοτεχνικό περιοδικό σε επιστολική μορφή. Από τις εκδόσεις Άγρα κυκλοφορούν επίσης, σε μεταφράσεις του Α. Καλοφωλιά, το μυθιστόρημα «Ταμιευτήρας 13» και το φρεσκοτυπωμένο «Γείρε, Πέσε, Σήκω» όπου, με αφορμή μια αποτυχημένη ερευνητική αποστολή στην Ανταρκτική, εξερευνάται η έννοια του ηρωισμού, η σχέση ανάμεσα στην αυτοθυσία και τον εγωισμό και η αέναη ανάγκη του ανθρώπου ν’ αφηγείται τις ιστορίες του.