ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ ΓΙΑ τους Άραβες των Βάλτων αλλά διαβάζοντας το ομώνυμο βιβλίο θυμήθηκα ορισμένες σκηνές από την ταινία ''Badeh Sabah'' του Γάλλου κινηματογραφιστή Albert Lamorisse. Ο Lamorisse ήταν ιρανόφιλος και το 1970 άρχισε να γυρίζει την ταινία ''Ο εραστής των ανεμών'' που στα περσικά μεταφράστηκε ως ''Badeh Sabah''και σημαίνει ''Ζέφυρος'', ο άνεμος που φέρνει τις επιστολές των ερωτευμένων. Επιβιβασμένος σε ένα ελικόπτερο, όργωσε ολόκληρο το Ιράν απαθανατίζοντας τις φυσικές καλλονές, τις πόλεις, τα χωριά και τους περιπλανώμενους νομάδες της υπαίθρου. Σκοτώθηκε αιφνιδίως την ίδια χρονιά όταν το ελικόπτερο κατέρρευσε ενώ εργαζόταν για τα γυρίσματα. Η ταινία ολοκληρώθηκε το 1978 από τη σύζυγο και τον γιό του.
Οι Βάλτοι μου θύμισαν και τον όλεθρο του οκτάχρονου πολέμου Ιράν – Ιράκ από τον οποίον η οικογένειά μου τόσο υπέφερε. Οι Βάλτοι υπήρξαν ένα από τα πολλά μέτωπα του πολέμου ανάμεσα στις δύο χώρες, αφού βρίσκονταν στα σύνορα των δύο χωρών.
Περίπου στην αρχή της ταινίας, τα πλάνα της Περσέπολης δίνουν τη θέση τους σε κείνα των βάλτων στο νοτιοδυτικό Ιράν, πολύ κοντά στα σύνορα με το Ιράκ. Σουνίτες χωρικοί, αραβικής και όχι ιρανικής καταγωγής μένουν σε καλαμένιες καλύβες και σε πλίνθινα σπίτια στις παρυφές πλημμυρισμένων περιοχών ενώ βόσκουν τροφαντά βουβάλια και μετακινούνται με μικρές σχεδίες. Η περιοχή εφόσον βρίσκεται στις όχθες των παραποτάμων του Σατ Αλ Αράμπ, ανήκει στο νότιο τμήμα της Μεσοποταμίας.
Στα νότια της Μεσοποταμίας εμφανίστηκαν οι πρώτοι μεγάλοι πολιτισμοί που ίδρυσαν αστικά κέντρα με κτίσματα ζιγκουράτ, κατασκεύασαν αρδευτικά κανάλια και επινόησαν τον τροχό και το άροτρο. Ήταν οι Σουμέριοι που είχαν κατέβει από το ιρανικό οροπέδιο και σε αυτούς προστέθηκαν και μεταναστευτικά φύλα από τη Μικρά Ασία που έφτασαν στην εύφορη περιοχή με τα βουβάλια τους.
Διαβάζοντας το βιβλίο ''Οι Άραβες των Βάλτων'' του Γουίλφρεντ Θέσιγκερ από τις εκδόσεις Τσαγκαρουσιάνος, θυμήθηκα τις σκηνές στους βάλτους του νοτιοδυτικού Ιράν. Ωστόσο το βιβλίο αναφέρεται στους βάλτους του νοτίου Ιράκ που βρίσκονται σε μικρή απόσταση από εκείνους του Ιράν. Λίγο πριν συναντηθούν ο Ευφράτης και ο Τίγρης, ενωθούν και σχηματίσουν τον ποταμό Σατ Αλ Αράμπ που εκβάλλει στον Περσικό Κόλπο, υπήρχαν οι βάλτοι. Απλώνονταν σε μια έκταση όση της Πελοποννήσου και κατοικούσαν σε αυτή μισό εκατομμύριο Άραβες, οι λεγόμενοι Μαντάν. Οι Βάλτοι υπήρχαν και οι Μαντάν κατοικούσαν διότι στα μέσα της δεκαετίας του '90, ο δικτάτορας Σαντάμ Χουσεΐν βρήκε τον τρόπο να τους εξολοθρεύσει.
Για τους Μαντάν και τους Βάλτους έγραψε ο εξερευνητής Γουίλφρεντ Θέσιγκερ, αριστοκρατικής καταγωγής και εξαιρετικά σημαντική προσωπικότητα.
Ο Θέσιγκερ γεννήθηκε στην Αντίς Αμπέμπα της Αιθιοπίας το 1910, όπου ο πατέρας του διατελούσε χρέη επιτετραμμένου της Μεγάλης Βρετανίας. Σε ηλικία εννέα ετών επέστρεψε στην Αγγλία και φοίτησε στα κολλέγια του Ήττον και Μόντλιν της Οξφόρδης. Σπούδασε ιστορία και ήταν αθλητής πυγμαχίας μέχρι που εγκατέλειψε την Αγγλία για την Αφρική το 1930. Ταξίδεψε στην Κένυα και στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου πολέμησε στην Αιθιοπία κατά των Ιταλών και στη Μέση Ανατολή στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων. Το διάστημα 1945 με 1950 περιπλανήθηκε στην έρημο της αραβικής χερσονήσου εκεί που σήμερα υπάρχουν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Ομάν. Έζησε μαζί με τους βεδουΐνους (Μπεντού) και αργότερα κατέγραψε τις εμπειρίες του στο βιβλίο ''Arabian Sands''. Από τα τέλη του 1951 και μέχρι το 1958 έζησε στους Βάλτους του Ιράκ ενώ απουσίασε ολόκληρη τη χρονιά του 1957. Το Σουδάν, Κουρδιστάν, Ιράν, Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ινδία, Δυτική Αφρική ήταν τα υπόλοιπα μέρη που εξερεύνησε. Πέθανε σε ηλικία 93 ετών, σε οίκο ευγηρίας στο Σάρρεϋ.
''Οι άνθρωποι είναι πάντα για μένα σπουδαιότεροι από τα μέρη. Έζησα αυτά τα χρόνια στους Βάλτους διότι μου άρεσε να είμαι εκεί. Έζησα με τους ανθρώπους των Βάλτων σαν ένας από αυτούς''.
Αν και γόνος των βαρόνων του Τσέλμσφορντ, ο Θέσιγκερ ήταν ατρόμητος και ολιγαρκής. Δεν τον ενδιέφερε η πολυτελής ζωή σε έναν πύργο της Αγγλίας αλλά ένιωθε άνετα σε μια καλαμένια καλύβα μιας οικογένειας βοσκών στους Βάλτους του Ιράκ. Αποστρεφόταν σε μεγάλο βαθμό τα αγαθά του δυτικού τρόπου ζωής όπως το αυτοκίνητο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Μισούσε τις ΗΠΑ και δεν τις επισκέφτηκε ποτέ του χαρακτηρίζοντας αυτές και όσους πιθήκιζαν το αμερικανικό lifestyle ανά τον κόσμο, π.χ. οι ιρακινοί αξιωματούχοι, ως απειλή για τον ισορροπημένο τρόπο ζωής λόγω της άκρατης απληστίας. Ωστόσο, στις πέντε δεκαετίες εξευρενήσεών του δεν παρέλειψε να κρατάει σημειώσεις στο ημερολόγιό του και να φωτογραφίζει. Τα 38.000 αρνητικά τα δώρισε στο Μουσείο Αρχαιολογίας και Ανθρωπολογίας Pitt Rivers της Οξφόρδης. Ορισμένα δείγματα του εξαίρετου κάλλους που απαθανάτισε, θα δείτε στο παρόν αφιέρωμα.
Το βιβλίο αυτό με συνεπήρε για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Δε γνώρισα ποτέ τις κακουχίες της ζωής στην ύπαιθρο αλλά έχω ακούσει τις μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν με χίλια βάσανα στα χωριά της ελληνικής επαρχίας, αποκομμένοι από πολλές βασικές ανέσεις. Σε ένα σημείο του βιβλίου του ο Θέσιγκερ εξιστορεί ένα δυσάρεστο γεγονός. Έχει επιστρέψει στο χωριό από κυνήγι στα ενδότερα των Βάλτων όταν ένα νεαρό ζευγάρι τον περιμένει έξω από το μουντίφ (ξενώνα) όπου φιλοξενείται. Η κοπέλα βαστάει στην αγκαλιά της ένα μωρό που κλαίει γοερά. Του έχει απλώσει ένα κουρέλι ενώ από μέσα το έχει αλείψει με σβουνιά. Ο Θ. χωρίς να έχει σπουδάσει ιατρική, όλα αυτά τα χρόνια που έζησε στους Βάλτους ανέλαβε το λειτούργημα του ιατρού. Κουβαλούσε μαζί του κιβώτια με φάρμακα που τα αγόραζε από τη Βασόρα και περιέθαλπε με στοργικότητα τους Μαντάν. Ρώτησε τη μητέρα τι ακριβώς είχε συμβεί και κείνη του εξήγησε πως ενώ ετοίμαζε το βραδινό γεύμα και έβραζε νερό για να μαγειρέψει ρύζι, γύρισε την πλάτη της για λίγα λεπτά και το μωρό αναποδογύρισε το καζάνι. Είχε κατακαεί σχεδόν σε όλο του το κορμί. Οι γονείς εκλιπαρούσαν τον Θ. να τους σώσει το μωρό, ''Σώσε το Σαχίμπ, είναι το μοναχοπαίδι μας. Ο Θεός να σε έχει καλά, Σαχίμπ''. Το μωρό ούρλιαζε από τον πόνο, το δέρμα του είχε ξεφλουδιστεί και ο Θ. το άλειψε με γεντιανή και του δωσε ασπιρίνες.
Η ιστορία αυτή μου θύμισε μια ανάλογη το 1954 στον Ορεινό Βάλτο Αιτωλοακαρνανίας όταν ο θείος μου ήταν μωρό και του κάηκε το χέρι, αναποδογυρίζοντας και αυτός την κατσαρόλα. Ο παππούς μου τον έβαλε σε ένα γάιδαρο και μετά από πέντε ώρες έφτασαν στο πιο κοντινό χωριό που διέθετε ιατρείο.
Οι Βάλτοι μου θύμισαν και τον όλεθρο του οκτάχρονου πολέμου Ιράν – Ιράκ από τον οποίον η οικογένειά μου τόσο υπέφερε. Οι Βάλτοι υπήρξαν ένα από τα πολλά μέτωπα του πολέμου ανάμεσα στις δύο χώρες, αφού βρίσκονταν στα σύνορα των δύο χωρών.
Κι όμως, το βιβλίο του Θ. αποκαλύπτει μια μεγαλειώδη αρετή που σε καιρούς όπως οι δικοί μας, της ταχείας παγκοσμιοποίησης, αποτελεί σημαντικό βοηθητικό εργαλείο. Ο Θ. διαθέτει τρομερή ενσυναίσθηση. Αν και διαφέρει από τους γηγενείς, ενσωματώνεται σε αυτούς διατηρώντας όλες τις πολλαπλές ταυτότητες του. Προσθέτει και πολλαπλασιάζει, δεν αφαιρεί ούτε διαιρεί. Η εμπειρία του διδάσκει πως είναι πολύ δύσκολο να ανήκεις κάπου ολότελα διαφορετικά αλλά όχι ακατόρθωτο. Επομένως, η ειρηνική συνύπαρξη είναι εφικτή ακόμη και μεταξύ ετερόκλητων ανθρώπων, αρκεί να υπάρχει αμοιβαία προσπάθεια και σεβασμός.
Οι Μαντάν διαφέρουν από τους υπόλοιπους Άραβες. Δεν έχουν καμία σχέση με τις αμμώδεις ερήμους και τις καμήλες. Ζουν στους Βάλτους ανάμεσα σε παραποτάμους, λιμνοθάλασσες και κανάλια ενώ ορισμένα χωριά είναι κατασκευασμένα σε τεχνητές νησίδες από λάσπη, βούρλα και καλάμια. Το τοπίο είναι απίστευτης ομορφιάς και οι σκηνές που περιγράφει ο Θ. σχεδόν κινηματογραφικές. Χιλιάδες νεραγκούλες σκεπάζουν τα κανάλια ανάμεσα στους καλαμιώνες ενώ τα μονόξυλα (οι μακρόστενες βάρκες των Μαντάν) διασχίζουν το νερό και οι κωπηλάτες χαιρετούν ο ένας τον άλλον. Ανάλογα με τη φυλή, οι Μαντάν βιοπορίζονται από τις καλλιέργειες ρυζιού, σιτηρών, κριθαριού, βοσκής προβάτων και βουβαλιών, κυνήγι, ψάρεμα και την κατασκευή και πώληση ψαθών από τα καλάμια της περιοχής. Κυνηγούν κορμοράνους, τσικνιάδες, φαλαρίδες, ερωδιούς, τουρλίδες, σιγλίγορους, ίβιδες, αγριόπαπιες, γερανούς, βροχοπούλια και βίδρες.
Οι μεγαλύτερες απειλές των Μαντάν ήταν οι χοίροι και οι πλημμύρες. Τα γουρούνια κατέστρεφαν τις καλλιέργειες και οι αγριόχοιροι επιτίθονταν πολύ συχνά στους χωρικούς και τους τραυμάτιζαν θανάσιμα. Μια φορά έφεραν στον Θ. έναν άντρα για να τον χειρουργήσει. Ένας αγριόχοιρος του είχε σκίσει την κοιλιά και φαινόντουσαν τα έντερά του. Οι πλημμύρες από την άλλη προκαλούσαν ζημιές στις καλλιέργειες και ανάγκαζαν τον κόσμο να μετοικήσει σε πιο ξερά μέρη του Βάλτου όπου η στάθμη του νερού ήταν πιο χαμηλή. Συγχρόνως, εξίσου απειλητική ήταν και η ανομβρία που καταδίκαζε τους χωρικούς σε σοβαρά βιοποριστικά προβλήματα αφού μειωνόταν η σοδειά τους. Συγκεκριμένα η ανομβρία του 1955 επέσπευσε τη μαζική μετανάστευση των Μαντάν στα αστικά κέντρα του Ιράκ, ενισχύοντας το φαινόμενο της αστυφιλίας.
Οι Μαντάν ανήκαν σε πολλές φυλές που μεταξύ τους είχαν άλλοτε φιλικές σχέσεις και άλλοτε εχθρικές. Κάθε φυλή είχε τον δικό της σεΐχη που κατείχε την καλλιεργήσιμη γη αλλά συνήθως ζούσε στη Βαγδάτη ή τη Βασόρα και διόριζε ως επόπτη κάποιον της οικογενείας του. Ο σεΐχης λειτουργούσε ως ενδιάμεσος μεταξύ των Μαντάν και της κεντρικής κυβέρνησης καταθέτοντας τους φόρους και διατηρώντας την ομαλότητα. Ο ίδιος λάμβανε ένα συγκεκριμένο ποσοστό από τη συγκομιδή του ρυζιού, δεν επέτρεπε σε κανέναν να εμπορεύεται δίχως άδεια, υποχρέωνε τους ψαράδες να πωλούν τα ψάρια τους σε όσους είχαν άδεια αγοράς και ζητούσε ξερά καλάμια για την κατασκευή των δικών του σπιτιών και των μουντίφ (ξενώνας). Συγχρόνως, ο σεΐχης ήταν και δικαστής της φυλής και διευθετούσε την οποιαδήποτε διαφορά προέκυπτε μεταξύ των Μαντάν, καθώς οι χωρικοί έτρεμαν στο ενδεχόμενο να σταλούν σε δικαστήρια της κυβέρνησης και να φυλακιστούν σε πόλεις μακριά από τους Βάλτους.
Αρκετοί από τους σεΐχηδες συμπεριφέρονταν τυραννικά έναντι των Μαντάν και ενδιαφέρονταν μόνο για την καλλιεργήσιμη γη τους, αδιαφορώντας για τα δεινά των χωρικών. Η στάση των σεΐχηδων ενθάρρυνε τους Μαντάν να καταφύγουν μόνιμα στις πόλεις καθώς οι ανέσεις που πρόσφερε το νέο Ιράκ με τα πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου ήταν δελεαστικές. Η εισροή πετροδολαρίων έδωσε ώθηση στην κατασκευή δημοσίων έργων και η ζήτηση για εργατικά χέρια αυξανόταν συνεχώς, καλώντας τους Μαντάν να εγκαταλείψουν έναν πατροπαράδοτο τρόπο ζωής πέντε χιλιάδων ετών. Ορισμένοι στις πόλεις ορθοπόδησαν αποκτώντας αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο αν και οι περισσότεροι καταδικάστηκαν να μένουν σε άθλιες παραγκουπόλεις.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ενδογενείς κοινωνικές ζυμώσεις στους Μαντάν. Πουθενά στους Βάλτους δεν υπάρχει ισλαμικό τέμενος. Οι Μαντάν είναι σιίτες μουσουλμάνοι αλλά όχι ιδιαίτερα θρησκόληπτοι. Αναγνωρίζουν και αποκαλούν ως ''σαγίντ'' όσους κατάγονται από την οικογένεια του Προφήτη Μωάμεθ και αποδίδουν μεγαλύτερη αξία στο προσκύνημα της Καρμπάλα παρά της Μέκκα. Εξίσου υποτονικό ήταν και το ενδιαφέρον των Μαντάν για την πολυγαμία που είχε σχεδόν μηδενική απήχηση. Εξέφραζαν περισσότερο ένα λαϊκότροπο Ισλάμ δίχως τις λεπτολογίες και φιλοσοφικές αναζητήσεις του ισλαμικού κλήρου και θεολόγων των πόλεων. Φερ' ειπείν, αν και απαγορεύεται αλλόδοξος να κάνει περιτομή σε αγόρια μουσουλμάνων, οι Μαντάν παρακαλούσαν τον Θ. να τους κάνει την τομή προκειμένου τα αγόρια τους να πάρουν συζύγους.
Στους Μαντάν οι άντρες διασκέδαζαν ξεχωριστά από τις γυναίκες, με τραγούδια και χορούς ή αυτοσχέδια παιχνίδια. Εκτός από τους ερασιτέχνες χορευτές υπήρχαν και επαγγελματίες, οι ντάκαρ μπίντα, οι οποίοι ήταν αρσενικές πόρνες, συνήθως αγόρια και χόρευαν σε γάμους και γιορτές με αμοιβή. Ο Θ. παρακολούθησε τον χορό ενός ντάκαρ μπίντα σε ένα γάμο όπου το αγόρι φορούσε ένα κόκκινο φουστάνι, κολιέ από ιμιτασιόν μαργαριτάρια και χρυσά σκουλαρίκια. Είχε μακριά μαλλιά, βαμμένο πρόσωπο και για να φουσκώσει τα στήθη του είχε φορέσει εσωτερικά μαξιλαράκια. Χόρευε κρατώντας καστανιέτες και είχε τα φερσίματα μιας πόρνης, όλο σκέρτσα και τσαλίμια.
Εκτός από τους ντάκαρ μπίντα, οι Μαντάν είχαν και τις μουσταρτζίλ. Γυναίκες που δεν μπορούσαν να ζήσουν ως γυναίκες και ντύνονταν και συμπεριφέρονταν ως άντρες. Για τους Μαντάν οι μουσταρτζίλ έχουν καρδιά άντρα και μπορούν να καθίσουν μαζί με τους άντρες, να φάνε και να συνομιλήσουν παρέα, να πάνε κυνήγι και να πολεμήσουν στις μάχες όπως οι αρχαίες Αμαζόνες. Οι μουσταρτζίλ απήλαυναν μεγάλου σεβασμού και κοιμόντουσαν με γυναίκες. Υπήρχαν και άντρες που ζούσαν ως γυναίκες και οι Μαντάν σέβονταν και εκτιμούσαν εξίσου. Μια μέρα, μια γυναίκα πλησίασε τον Θ. και του ζήτησε θεραπεία. Σήκωσε το φουστάνι της και του αποκάλυψε ένα αντρικό όργανο, παρακαλώντας τον ''Θα μου το κόψεις να με κάνεις κανονική γυναίκα;''. Ο Θ. εξήγησε πως η εγχείρηση ήταν πολύπλοκη και δεν μπορούσε να την βοηθήσει αλλά παρατήρησε πως ήταν πλήρως αποδεκτή από τη φυλή της, έπλενε τα πιάτα με τις υπόλοιπες γυναίκες στο ποτάμι δίχως καμία διάκριση και της φερόντουσαν απολύτως φυσιολογικά.
Ο Γουίλφρεντ Θέσιγκερ έφυγε από τους Βάλτους το 1958 αλλά δεν μπόρεσε να επιστρέψει εξαιτίας της Επανάστασης της 14ης Ιουλίου του ίδιου χρόνου που ανέτρεψε τον βασιλιά Φεϋζάλ Β' και οι διαδηλωτές έκαψαν το κτίριο της βρετανικής πρεσβείας. Οι σχέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου με το Ιράκ επιδεινώθηκαν και οι Άγγλοι κρίθηκαν ανεπιθύμητοι στο Ιράκ.
Οι Μαντάν υπέστησαν την ολοκληρωτική τους καταστροφή από τον δικτάτορα Σαντάμ Χουσεΐν. Στη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου το 1991, οι δυνάμεις των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας προσπάθησαν να ξεσηκώσουν τους σιίτες Μαντάν κατά του σουνίτη Σαντάμ για να τον ανατρέψουν. Επίσης οι Μαντάν προσέφεραν καταφύγιο σε λιποτάκτες στρατιώτες του ιρακινού στρατού και τους έκρυψαν καλά στους Βάλτους. Οι δυνάμεις του Σαντάμ Χουσεΐν δεν κατάφεραν να τους εντοπίσουν αλλά ο ίδιος στα μέσα της δεκαετίας του '90 κατασκεύασε φράγματα στον Τίγρη και Ευφράτη ποταμό που ανέτρεψε την πορεία των υδάτων. Οι Βάλτοι αποξηράνθηκαν και μεγάλο μέρος της πλούσιας χλωρίδας και πανίδας αφανίστηκε. Οι Μαντάν αναγκαστικά κατέφυγαν στις πόλεις και στις μέρες μας, από το μισό εκατομμύριο της δεκαετίας του '50, απέμειναν μόλις 1.600.
Τα τελευταία χρόνια πραγματοποιούνται φιλότιμες προσπάθειες για να επανέλθει η ζωή στους Βάλτους και να αποκατασταθεί η οικολογική ζημιά που προκλήθηκε. Μπορείτε να παρακολουθήσετε τις εξελίξεις μέσω της σελίδας Nature Iraq στο Facebook.
σχόλια