ΠΑΡΙΣΙ 2005. Στο σχεδόν έρημο και ημιφωτισμένο μπαρ του ξενοδοχείου Lutecia, με την ξύλινη διακόσμηση και την ευχάριστη διακριτική ατμόσφαιρα, ένα καλοστεκούμενος ογδοντάρης, διόλου δυσαρεστημένος με τη μοναξιά του, ταξιδεύει νοερά προς τα πίσω κι απορεί με το πόσες ευκαιρίες έχασε να πεθάνει νέος.
Αν μπορούσαμε να τον δούμε, στο πρόσωπό του θ’ αναγνωρίζαμε αμέσως τον πιο Γάλλο από τους Ισπανούς συγγραφείς, έναν επιζήσαντα από την κόλαση του ναζισμού που έμελλε να διαγραφεί από το κομμουνιστικό κόμμα, αυτόν που με τα μυθιστορήματα, τα σενάρια και τα στοχαστικά, αυτοβιογραφικά γραπτά του μας βοήθησε να δούμε κατάματα τον ζόφο και την πολυπλοκότητα του 20ού αιώνα: τον Χόρχε Σεμπρούν (1923-2011).
Ωστόσο, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε τώρα είναι να βυθιστούμε στις σελίδες του «Ασκήσεις επιβίωσης» που –αλίμονο– δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει (μετ. Ε. Κορομηλά, Πόλις, 2014)
Να 'τος λοιπόν στο Lutecia, έξι χρόνια πριν από την οριστική αποχώρησή του, ν’ ανακαλεί τα λόγια που είχε ανταλλάξει με τον αρχηγό του αντιστασιακού δικτύου επί κατοχής, στο ίδιο ακριβώς ξενοδοχείο, το μακρινό 1943:
«Ξέρεις τι σε περιμένει αν σε πιάσει η Γκεστάπο, το 'χεις σκεφτεί;». «Ξέρω, με περιμένει ανάκριση, δηλαδή βασανιστήρια!» είχε απαντήσει ο Σεμπρούν τότε, αλλά στην πραγματικότητα δεν είχε ιδέα. Είχε βέβαια ακουστά τις μεθόδους της γερμανικής αστυνομίας –χτυπήματα με κλομπ, ξερίζωμα νυχιών, ηλεκτροσόκ, κρέμασμα από σκοινί περασμένο σε χειροπέδες– αλλά, όπως θα έγραφε ο ίδιος δεκαετίες αργότερα, «το σώμα δεν μπορεί να έχει την πρωθύστερη εμπειρία, το a priori των βασανιστηρίων. Ακόμα και το σώμα που έχει γνωρίσει την πείνα, την εξαθλίωση, αυτήν την εμπειρία δεν την έχει: τα βασανιστήρια είναι απρόοπτα, απρόβλεπτα στα αποτελέσματά τους, στις φθορές τους…».
Γι’ αυτά γράφει στις «Ασκήσεις επιβίωσης» ο Σεμπρούν. Ένα θέμα για το οποίο, ως τα βαθιά του γεράματα, ελάχιστα είχε μιλήσει.
Ο Χόρχε Σεμπρούν δεν συμμερίζεται την άποψη ότι όποιος υποστεί βασανιστήρια είναι καταδικασμένος να χάσει οριστικά την εμπιστοσύνη του στους ανθρώπους. Η προσωπική του εμπειρία, όπως υποστηρίζει, τον δίδαξε ότι «δεν είναι το θύμα, αλλά ο δήμιος που δεν θα ξανανιώσει ποτέ οικείο τον κόσμο».
Όπως επισημαίνει στον πρόλογο του βιβλίου ο Ρεζίς Ντεμπρέ, υπήρξαν κι άλλοι που επέζησαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, υπήρξαν κι άλλοι γενναίοι αντιστασιακοί που ήρθαν αντιμέτωποι με τον θάνατο και άφησαν αξιομνημόνευτα έργα, αλλά όπως το έκανε ο Σεμπρούν δεν το έκανε κανείς τους.
Ο δίχως θρηνωδίες και μελοδραματισμούς εσωτερικός μονόλογος απ’ τον οποίο αναδύονται ανάγλυφα τα φαντάσματα του παρελθόντος, το πάντρεμα του προσωπικού βιώματος με τη βουή και τη μανία της Ιστορίας, οι σπειροειδείς ελιγμοί της μνήμης στα ίδια και τα ίδια πάντα μονοπάτια – ιδού το «οικόσημα» που φέρει το λογοτεχνικό έργο του Σεμπρούν, σφραγίδες που αποτυπώνονται και σ’ αυτό το αφήγημά του.
Τι δίδαγμα άντλησε ο ίδιος από την εμπειρία των βασανιστηρίων; «Θα 'ταν παράλογο, για να μην πούμε ολέθριο», διαβάζουμε, «να θεωρήσουμε την αντοχή στα βασανιστήρια ως ένα απόλυτο ηθικό κριτήριο». Η αντίσταση στα βασανιστήρια, ακόμη κι αν καμφθεί τελικά, «είναι εξ ολοκλήρου ζυμωμένη με μια υπεράνθρωπη βούληση υπέρβασης».
Και για να έχει νόημα αυτή η αντίσταση, για να είναι γόνιμη, «προϋποθέτει κάτι πέρα από το ιδεώδες του Εμείς, μια κοινή ιστορία που πρέπει να συνεχίζεται, να ξαναχτίζεται, να επινοείται αδιάκοπα. Την ιστορική συνέχιση του είδους, σε ό,τι πιο ανθρώπινο κρύβει στο επίπεδο της αδελφοσύνης: τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο».
Ο Σεμπρούν, δεδομένου ότι δεν υπέστη ούτε ηλεκτροσόκ ούτε ξερίζωμα νυχιών, «είναι αδύνατον να ξέρω αν θα είχα αντέξει» γράφει. Μέσα απ’ τον πόνο, όμως, που άντεξε στη βίλα της Γκεστάπο στο Οξέρ, ένιωσε το σώμα του όπως δεν το είχε νιώσει ποτέ του – «τη στιγμή που σε κρεμάνε, αισθάνεσαι να σπας, να διαμελίζεσαι για πάντα»…
Ωστόσο, σε αντίθεση με τον Ζαν Αμερί (βλ. «Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση») ο Χόρχε Σεμπρούν δεν συμμερίζεται την άποψη ότι όποιος υποστεί βασανιστήρια είναι καταδικασμένος να χάσει οριστικά την εμπιστοσύνη του στους ανθρώπους. Η προσωπική του εμπειρία, όπως υποστηρίζει, τον δίδαξε ότι «δεν είναι το θύμα, αλλά ο δήμιος που δεν θα ξανανιώσει ποτέ οικείο τον κόσμο».
«Το θύμα, όχι μόνο αν επιζήσει αλλά και κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων, γαντζωμένο στη σιωπή του, βλέπει τους δεσμούς του με τον κόσμο να πληθαίνουν, να ριζώνουν, να διακλαδώνονται, να πολλαπλασιάζονται…». Έτσι ένιωθε κι ο ίδιος στο Οξέρ, «στη βίλα με τον κήπο όπου μοσχοβολούσαν τα φθινοπωρινά τριαντάφυλλα»: «ότι ο κόσμος μου ανήκε, ή, πιο σωστά, ότι εγώ ανήκα σ’ εκείνον». Κι όπως διαπίστωνε, «η κάθε μια από εκείνες τις ώρες της σιωπής ερέθιζε και σάστιζε τους Γκεσταπίτες – τους έκανε ακόμη φτωχότερους τους ήδη φουκαράδες!»
Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας του «Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ», της «Αυτοβιογραφίας του Φεδερίκο Σάντσεθ», της «Επιστροφής του Νετσάγεφ», πριν ακόμα γράψει γραμμή, όσο αντιστεκόταν στους Γερμανούς κι όσο αγωνιζόταν ενάντια στη δικτατορία του Φράνκο, βίωνε τη ζωή στην παρανομία σαν ένα προνόμιο. Μέσα στην «ευφορία της νιότης», πίστευε πως ανήκει «σ’ ένα είδος ιπποσύνης» που τον διέκρινε από τους κοινούς θνητούς.
Όπως όμως ομολογεί στις «Ασκήσεις επιβίωσης», με την πάροδο του χρόνου έπαψε να βλέπει τη ζωή του ως «χρίσμα και φωτοστέφανο»: «Όλα έχουν ένα τέλος, ακόμη και η κατανοητή, άμετρη, ίσως, έπαρση μιας διπλής ζωής γεμάτης κινδύνους, ανακαλύψεις, συναπαντήματα».
Παρ’ όλα αυτά, το πάθος για το γράψιμο διατηρήθηκε μέσα του ατόφιο. Κι όπως φαίνεται, σ’ ένα από τα μυθιστορήματα που δεν πρόλαβε να γράψει, θα μπορούσαν κάλλιστα να πρωταγωνιστούν οι δυο Αμερικανοεβραίοι στρατιώτες που πρώτοι μπήκαν στο Μπούχενβαλντ μετά την απελευθέρωση, καθώς το θέαμα που αντίκρισαν ήταν όντως μοναδικό: ο Σεμπρούν, όπως κι οι άλλοι σκελετωμένοι, κουρελιάρηδες άντρες που βάδιζαν συντεταγμένα προς τη Βαϊμάρη εκείνη την ανοιξιάτικη μέρα του 1945, μπορεί να τρέκλιζαν από αδυναμία, αλλά κρατούσαν όπλα, όπλα που μάζευαν κρυφά επί χρόνια, και που τώρα, με άγρια χαρά, τα επιδείκνυαν. «Όπλα που συμβόλιζαν όχι μόνο την ελευθερία που ξαναβρίσκαμε, αλλά κάτι πολύ περισσότερο, την ανακτημένη μας αξιοπρέπεια».