Το 1954 ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας φιλοτέχνησε το πορτρέτο του Θάνου Μούρραη-Βελλούδιου (1895-1992), όπου αυτός ο ιδιαίτερος και ιδιοσυγκρασιακός Έλληνας (αεροπόρος, λαογράφος, ελληνοράπτης, συνθέτης, ηθοποιός, φαντασιομέτρης κ.ά.) απεικονιζόταν μ’ ένα κεραμικό φτερωτό άλογο, έναν Πήγασο. Αυτό το ίδιο άλογο το βλέπουμε σε φωτογραφία του Βελλούδιου ανάμεσα σε αντικείμενα της συλλογής του. Το άλογο ήταν έργο του αγγειοπλάστη της Κοκκινιάς Δημήτριου Μυγδαληνού, τον οποίο είχε ανακαλύψει ο Βελλούδιος το 1925.
Ο Μυγδαληνός ήταν πρόσφυγας από το Τσανάκ Καλέ της Μικράς Ασίας και δούλευε τα κεραμικά του με βάση τις ιδιαίτερες –και σήμερα πολύ γνωστές– φόρμες των κεραμικών του Τσανάκ Καλέ (χρώμα, ζωομορφία, ανθρωπομορφία κ.λπ.). Ο Βελλούδιος είχε περιγράψει τον Μυγδαληνό ως «γεροκόκκαλο, καλού αναστήματος, πολύ ολιγομίλητο για κουβέντες, ανατολίτη, με ελαφρώς προεξέχοντα τα μήλα των παρειών, με πολύ επιδέξια χέρια με ναυτική μερακλήδικη δερματόστιξι…».
Ο Μυγδαληνός δεν ήταν ο μόνος Μικρασιάτης αγγειοπλάστης. Ξέρουμε ότι τα εργοστάσια κεραμικών «Κιουτάχεια» και το πιο μυθικό «Κεραμεικός» δημιουργήθηκαν τη δεκαετία του 1920 από πρόσφυγες αγγειοπλάστες που ήρθαν από πόλεις της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας με παράδοση στα κεραμικά: Τσανάκ Καλέ, Αϊβαλί, Κιουτάχεια. Για παράδειγμα, ο Μηνάς Αβραμίδης (1877-1954) είχε γεννηθεί στην Κιουτάχεια, δούλεψε στον Πειραιά και μετά στη Θεσσαλονίκη. Πιο γνωστός, ο Πάνος Βαλσαμάκης (1900-1986) είχε γεννηθεί στο Αϊβαλί και από το 1930 έως το 1942 διηύθυνε το εργοστάσιο του «Κεραμεικού».
«Οι ζωόμορφες κατασκευές των Ελλήνων αγγειοπλαστών του Τσανάκ Καλέ, των οποίων η παραδοξότητα είχε τραβήξει την προσοχή όλων των επισκεπτών που περνούσαν από τη Μικρά Ασία, είχαν προκαλέσει κυρίως χλευασμό», γράφει η Σοφί Μπας.
Συναντάμε τον Μυγδαληνό, τον Αβραμίδη και τον Βαλσαμάκη στις σελίδες του γοητευτικού βιβλίου της Σοφί Μπας «Σουβενίρ από τα Δαρδανέλια», όπου τα κεραμικά του Τσανάκ Καλέ εξετάζονται σ’ ένα γενικότερο πολιτιστικό και αισθητικό πλαίσιο, πέρα από τον τόπο της παραγωγής τους. Καθηγήτρια Συγκριτικής Λογοτεχνίας στη Σορβόνη, η Γαλλοβελγίδα Σοφί Μπας, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της Πολιτισμικής Αρχαιολογίας, δείχνει πώς τα «λαϊκά», «αγροτικά» κεραμικά του Τσανάκ Καλέ συνδέονται με το κίνημα Arts & Crafts, με τον ιαπωνισμό, με τα αισθητικά ρεύματα που ανανέωσαν το crafting, τις διακοσμητικές τέχνες και το ντιζάιν στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού. Τα κεραμικά βρέθηκαν στο επίκεντρο αυτής της αλλαγής.
Τσανάκ Καλέ σημαίνει «κάστρο των πήλινων» και, προφανώς, αυτή η πόλη της μικρασιατικής ακτής των Δαρδανελλίων πήρε το όνομά της από την «ειδίκευσή» της στα κεραμικά. Μέχρι την εποχή της αναβίωσης του ενδιαφέροντος για την κεραμική, γύρω στο 1870, τα κεραμικά του Τσανάκ Καλέ δεν φαίνονταν τόσο αξιόλογα ώστε να συμπεριληφθούν σε ιδιωτικές ή εθνογραφικές συλλογές, πολύ περισσότερο σε συλλογές μουσείων.
«Οι ζωόμορφες κατασκευές των Ελλήνων αγγειοπλαστών του Τσανάκ Καλέ, των οποίων η παραδοξότητα είχε τραβήξει την προσοχή όλων των επισκεπτών που περνούσαν από τη Μικρά Ασία, είχαν προκαλέσει κυρίως χλευασμό», γράφει η Σοφί Μπας.
Τελικά, τι ήταν εκείνο που προκάλεσε την επανεκτίμηση και την δημοφιλία της κεραμικής των Δαρδανελλίων; Πολλά. Πριν απ’ όλα μια μυθική, αναθεωρητική αισθητική τάση που είναι γνωστή ως ιαπωνισμός. Στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1878 οι τέχνες της Ιαπωνίας αποθεώθηκαν. Ιδιαίτερα η κεραμική ξεχώρισε για την ειλικρίνεια των χρωμάτων της και τον χαρακτήρα του σχεδιασμού της.
Ο ιαπωνισμός, ως μια νέα εκδοχή του οριενταλισμού, λειτούργησε σαν καταλύτης του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, έδωσε νέα πνοή και ανανέωσε το ενδιαφέρον για τις λαϊκές πηγές. «Χωρίς του Ιάπωνες, χωρίς τα μικρά θαύματα που άρχισαν να διαδίδονται μεταξύ 1875 και 1885 και τα οποία, πέφτοντας καταμεσής στα μπλαζέ γούστα μας, πρώτα εξέπληξαν και σύντομα ενθουσίασαν, στη συνέχεια ερέθισαν και ενόχλησαν, ποιος θα σκεφτόταν ποτέ να γίνει κεραμίστας;» έγραψε το 1913 ο Γάλλος αγγειοπλάστης Ουιλιάμ Λι (Γάλλος, παρά το αγγλικό όνομα) στο βιβλίο του «L’art de la poterie - Japon-France - Par un potier» (Η τέχνη της αγγειοπλαστικής - Ιαπωνία-Γαλλία - Από έναν αγγειοπλάστη).
Αρκούσε όμως ο ιαπωνισμός, τo γαλλικό κίνημα της art nouveau και το αντίστοιχο βρετανικό των Arts & Crafts για την επανεκτίμηση των κεραμικών του Τσανάκ Καλέ και την ολική επαναφορά τους; Η Σοφί Μπας προσθέτει και τον παράγοντα αρχαιολογία, πιο συγκεκριμένα τις ανασκαφές του Ερρίκου Σλήμαν στην Τροία. «Η γειτνίαση του Τσανάκ Καλέ με τον λόφο Χισαρλίκ, που ταυτίζεται με την ομηρική Τροία, άλλαξε ριζικά το καθεστώς αυτής της κεραμικής, η οποία έγινε ουσιαστικά μέρος της αρχαιολογικής κληρονομιάς», γράφει η Σοφί Μπας.
H καταλυτική στιγμή ήρθε μετά την πρώτη έκθεση του θησαυρού της Τροίας που έγινε το 1877 και 1878 στο Μουσείο του Σάουθ Κένσινγκτον του Λονδίνου, που σήμερα είναι γνωστό ως Μουσείο Victoria & Albert. Τους επισκέπτες υποδεχόταν ένα μεγάλο αγγείο που είχε βρεθεί στην υποτιθέμενη οικία του Πριάμου.
Το αγγείο ήταν ανθρωποζωομορφικό, καθώς είχε κεφαλή κουκουβάγιας και γυναικεία στήθη, δηλαδή στοιχεία που παρέπεμπαν στη θεά Αθηνά. «Αυτό και μόνο αρκούσε για να αναγνωριστούν τα ζωοκέφαλα αγγεία από το Τσανάκ Καλέ ως άμεσοι απόγονοι της τρωικής κεραμικής», γράφει η Σοφί Μπας.
Ξέρουμε όλοι το έργο του Πικάσο «Οι δεσποινίδες της Αβινιόν», από το πιο διάσημα ζωγραφικά έργα του 20ού αιώνα. Απεικονίζονται εδώ από τον Kαταλανό ζωγράφο οι πόρνες της οδού Αβινιόν της Βαρκελώνης. Πολύ πριν δημιουργηθεί όμως αυτό το έργο (1907) στη νότια Γαλλία, ιδιαίτερα στην περιοχή της Προβηγκίας, ως «δεσποινίδες της Αβινιόν» ήταν γνωστές οι γυναικόμορφες κανάτες από το Τσανάκ Καλέ. Οι κανάτες αυτές, που το άνοιγμά τους βρισκόταν στο σημείο της κόμμωσης, ήταν πολύ δημοφιλείς στα αστικά σπίτια της Προβηγκίας.
«Ήταν πράγματι της μόδας στα τέλη του 19ου αιώνα να υπάρχουν κεραμικά από το Τσανάκ Καλέ στα σπίτια της αστικής τάξης». Οι κανάτες αυτές περνούσαν από γενιά σε γενιά και τις βλέπουμε σήμερα σε πολλές συλλογές στον γαλλικό Νότο. Το κέντρο της διάδοσης των κεραμικών του Τσανάκ Καλέ στη νότια Γαλλία ήταν η Μασσαλία. Τα εμπορικά πλοία που μετέφεραν προϊόντα στην Κωνσταντινούπολη επέστρεφαν φορτωμένα με κεραμικά των Δαρδανελλίων.
Ο κεραμίστας Πάνος Βαλσαμάκης, που είχε γεννηθεί, όπως είδαμε, στο Αϊβαλί, αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή έφυγε για σπουδές στη Μασσαλία. Έζησε εκεί επτά χρόνια, από το 1923 έως το 1930, σπουδάζοντας ζωγραφική αλλά και κεραμική στα προβηγκιανά εργαστήρια. Είναι σίγουρο ότι στη Μασσαλία θα είδε τα κεραμικά του Τσανάκ Καλέ, τις «δεσποινίδες της Αβινιόν». Το πάθος της Ευρώπης για την αγγειοπλαστική έριξε φως στη δική του ταυτότητα. Γιατί, όπως γράφει η Σοφί Μπας στην κατακλείδα του βιβλίου της, τα κεραμικά του Τσανάκ Καλέ, αυτά τα ταπεινά αντικείμενα που πλάστηκαν από χώμα, λένε πολλά για την ταυτότητα και το συναίσθημα.
Ο ποιητής και θεωρητικός Δημοσθένης Αγραφιώτης, στην πολύ κατατοπιστική εισαγωγή του ιδιαίτερα για την «ελληνική τύχη» των κεραμικών του Τσανάκ Καλέ, γράφει ότι το βιβλίο της Μπας παρουσιάζει, μέσα από τα κεραμικά αυτά, «όλο το δράμα και όλη τη φαντασμαγορία του πολιτιστικού γίγνεσθαι σε πλανητικό ορίζοντα». Τη μετάφραση υπογράφει η Ιφιγένεια Μποτουροπούλου, που έφυγε από τη ζωή σχεδόν ταυτόχρονα με την έκδοση του βιβλίου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.