I
Μαργαρίτα
Η πόρτα είναι ορθάνοιχτη. Μπαίνω μέσα και βλέπω τη Μαργαρίτα να τακτοποιεί κάτι χαρτιά σε ντάνες στο στρογγυλό τραπέζι του σαλονιού. Έχει κόψει κοντά τα μαλλιά της και τα ’χει βάψει στο χρώμα του χαλκού.
«Γεια σου, Μαργαρίτα».
«Γεια σου, Μπαντ Μπόι».
Τη φιλάω. Μοσχοβολάει σαπούνι και κρέμες. Κάθεται στην πολυθρόνα της κρατώντας ένα τετράδιο.
«Πάρε αυτή την καρέκλα, Μπαντ Μπόι». Βολεύομαι πλάι της.
«Θα μου στρίψεις ένα τσιγάρο;» Της στρίβω ένα τσι- γάρο.
«Μ’ αρέσει ο καπνός Virginia».
Δεν μιλάμε, μόνο καπνίζουμε. Απόλυτη σιωπή. Σαν να βρισκόμαστε στο διάστημα.
«Χαμένοι στο διάστημα», λέω. Γελάει συνωμοτικά. Γνώρισα τη Μαργαρίτα τη χρονιά που έβγαλε το
Ναι, την ιστορία μιας μανιοκατάθλιψης με ηρωίδα τη Λώρα.
Η Ύδρα μού θυμίζει αφρικανικό λιμάνι, καθώς πηδάω απ’ το θαλάσσιο ταξί στην αποβάθρα. Στο ταξίδι, η θερμοκρασία στο καντράν του αυτοκινήτου ανέβαινε σταθερά μέχρι τους σαράντα επτά βαθμούς. Άκουγα τα λάστιχα στην άσφαλτο να τσιτσιρίζουν.
Την περασμένη εβδομάδα πέθανε το σκυλάκι της, η Λου. Ήταν πολύ γριά. Τα πόδια της δεν τη βάσταγαν πια. Γάβγιζε όμως δυνατά.
Η Μαργαρίτα τώρα πενθεί και θέλει νέο σκύλο.
«Βρήκα μια άλλη ράτσα σκύλου», λέει. «Είναι πάρα πολύ άσχημα σκυλιά. Θα πάρω ένα και θα το ονομάσω Μπέλα».
Την κουράζει όμως να το βγάζει έξω κάθε μέρα.
Ποιος θα το πηγαίνει βόλτα;
«Η Κατερίνα θα το βγάζει έξω βόλτα κι εσύ θα το ταΐζεις», της λέω.
«Όχι, η βόλτα είναι το πιο σημαντικό για τα σκυλιά. Αν το βγάζει έξω η Κατερίνα, θ’ αγαπήσει την Κατερίνα».
«Ναι, αλλά αν το ταΐζεις εσύ, θ’ αγαπήσει κι εσένα».
«Εγώ θέλω να αγαπήσει μόνο εμένα».
Τώρα γράφει ένα καινούργιο βιβλίο με ήρωες σκυλιά και θέλει να μου διαβάσει.
«Βάλε καφέ κι έλα».
Η κουζίνα της αστράφτει σαν μικροβιολογικό εργαστήριο. Στην καφετιέρα υπάρχει φρέσκος καφές για έναν λόχο.
Επιστρέφω με δυο κούπες. Αφήνω τη μία στο τραπεζάκι της, δίπλα στον πρώτο τόμο της γαλλικής έκδοσης του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο.
Μετά τη Μαργαρίτα καταλήγω στο αγαπημένο μου καφέ στη γειτονιά μου.
Στο διπλανό τραπέζι κάθεται ένα ζευγάρι. Μου φαίνονται Αμερικανοί, αλλά μπορεί να είναι κι απ’ το Μάντσεστερ, από λόγια που κλέβω. Η ένρινη φωνή της κοπέλας μού τρυπάει τα τύμπανα. Εκείνος έχει μια φωνή σαν μπαμπάκι.
Παραδίπλα κάθισε ένα ζευγάρι μεγαλύτερης ηλικίας. Η γυναίκα αλλάζει γνώμη και ξανασηκώνεται για να κάτσει πιο πέρα. Ο άντρας κοπανάει τις παλάμες του στα μπούτια του, σηκώνεται και την ακολουθεί.
Η κοπέλα με τη στριγκιά φωνή παίρνει απ’ την τσάντα της μια φωτογραφική μηχανή μιας χρήσης και τη δίνει στον σύντροφό της. «Κι αν δεν ανάψει το φλας, δεν πειράζει», του λέει. Βγάζει τον σκούφο της και είναι τελείως φαλακρή.
Συζητάνε για φαγητά κι εκείνη περιγράφει κάτι σαν να είναι η πιο συγκλονιστική εμπειρία της ζωής της, ινδικό ίσως, δεν ακούω καλά, πάντως είχε πολύ κάρι. Εκείνος μιλάει για φις εντ τσιπς. Η απαλή φωνή του με υπνωτίζει, αλλά αρχίζει να με εκνευρίζει.
Νιώθω ζεστά μέσα στον κόσμο. Πίνω το κρασί μου και σε λίγο θα στρίψω κι άλλο τσιγάρο.
Η Ύδρα μού θυμίζει αφρικανικό λιμάνι, καθώς πηδάω απ’ το θαλάσσιο ταξί στην αποβάθρα. Στο ταξίδι, η θερμοκρασία στο καντράν του αυτοκινήτου ανέβαινε σταθερά μέχρι τους σαράντα επτά βαθμούς. Άκουγα τα λάστιχα στην άσφαλτο να τσιτσιρίζουν.
Το βράδυ τα παιδιά χορεύουν στην προκυμαία και τραγουδάνε «Τούτη η γης που την πατούμε, όλοι μέσα θε να μπούμε». Παρακολουθώ τη γιορτή απ’ τη βεράντα του σπιτιού της Μαργαρίτας.
«Δεν νομίζω ότι μπορούσε να υπάρξει καλύτερο τέλος για τον φετινό εορτασμό», λέει ο τελετάρχης.
Είναι ένας απίστευτα καυτός Ιούνιος, σαν να έχει ξεπηδήσει μέσα από τις σελίδες του Υπνοβάτη. Η Αθήνα με πνίγει και η Μαργαρίτα με φυγαδεύει στο νησί. Κάποιο ερωτικό μαράζι παίζει και νιώθω σαν χαμένος.
Τις περισσότερες φορές δεν είναι ξεκάθαρο. Υπάρχει κάποια έλξη, αλλά αυτό είναι μόνο; Το μόνο δεν έχει να κάνει με το σεξ, αλλά με το παιχνίδι της γοητείας.
«Η ζωή μου ήτανε μπερδεμένη, χαοτική», γράφει η Μαργαρίτα στο Rien ne va plus, «αλλά από κάτω κρυβότανε μια συγκρότηση, μια συνέχεια, ένας κρυφός σκοπός, ίσως σαν όλες τις ζωές».
Ακολουθώ τις διαδρομές της, απ’ την κουζίνα στο μπάνιο, απ’ το μπάνιο στην κρεβατοκάμαρα, απ’ την κρεβατοκάμαρα στο βιράνι, τη μακρόστενη σάλα με τα έξι παράθυρα που βλέπουν τη θάλασσα, και πάλι έξω στη βεράντα του δευτέρου ορόφου κι από κει ξανά κάτω, μέσ’ από μυστικές καταπακτές που καταλήγουν σε ντουλάπες με κόκορες ζωγραφισμένους επάνω στα πορτόφυλλα.
«Είναι ένα σπίτι που έχει ζήσει πολλά», λέει η Μαργαρίτα.
«Όταν το πήρα, ήταν κυριολεκτικά ερείπιο», είχε πει η μητέρα της σε μια συνέντευξή της το 1985, στο περιοδικό Ταχυδρόμος.
Το σπίτι βρίσκεται στην πιο παλιά συνοικία της Ύδρας, την Κιάφα. Ο έρωτας της Λυμπεράκη με το νησί χρονολογούνταν απ’ όταν τη φιλοξένησε στο σπίτι του (το οποίο αργότερα κάηκε) ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας. Το αγόρασε το 1959, έναν χρόνο προτού ξεκινήσουν τα γυρίσματα της Φαίδρας του Ντασέν με τη Μερκούρη, όπου είχε γράψει το σενάριο.
Το βράδυ ακούγονται τριξίματα, βήματα, ομιλίες, ανάσες. Το πρωί τηλεφωνώ στη Μαργαρίτα.
«Έχει φαντάσματα το σπίτι», μου λέει. «Και το δικό μου φάντασμα».
Και ύστερα: «Σήμερα πουλήθηκε το σπίτι».
Πουλήθηκα μαζί με το σπίτι, σκέφτομαι, και όλη αυτή η ιστορία για κάποιον λόγο μού θυμίζει το Στρίψιμο της βίδας.
Η Μαργαρίτα γράφει βιβλία βαθιά σαν πηγάδια.
«Ζω για να γράφω», λέει.
Εγώ γράφω ιστορίες απώλειας. Της διαβάζω κι όποια ιστορία τής φτιάξει το κέφι την κουβεντιάζουμε.
«Γράφε νωρίς το πρωί», με συμβουλεύει. «Τίποτα δεν μεσολαβεί ανάμεσα στα όνειρα και το γράψιμο».
«Φοβάμαι πως δεν θα τα καταφέρω ποτέ να γράψω κάτι με πλοκή που να μη μοιάζει ψεύτικη», της λέω.
«Η πλοκή», μου λέει, «είναι το πιο εύκολο πράγμα.
Αυτό που κρύβεται από πίσω έχει σημασία».
Πίνουμε καφέ στο Ciao. Στο μπροστινό τραπέζι κάθονται δυο τύποι. Ο ένας φοράει γούνα και μοιάζει με αρκούδα. Ο άλλος τον κοιτάζει με μάτια θαμμένα στο λίπος. Η αρκούδα καρφώνει στο στόμα ένα πούρο σαν κανόνι ενώ μαλάζει το γόνατο του φίλου.
«Θα βάλω πολλούς φόνους στο βιβλίο», λέω στη Μαργαρίτα.
«Σκότωνε, σκότωνε».
«Πεθαίνω της πείνας».
«Κι εγώ».
Κάνουμε σλάλομ αγκαζέ ανάμεσα στα τραπεζάκια της πλατείας κι ανηφορίζουμε στου Φιλίππου. Μας βολεύουν μέσα, στο γωνιακό τραπέζι. Δίπλα μας κάθεται ο θείος της ο ζωγράφος. Έχει στηρίξει το μπαστουνάκι του στην καρέκλα.
Τρώμε μέχρι σκασμού συζητώντας για το γράψιμο.
Χαλαρά, μη μας κάτσει το στιφάδο.
Ο θείος της, τον παρακολουθώ πώς κόβει σε μπουκιές το ψάρι και ρίχνει λαδολέμονο. Ο τακτικός, οργανωμένος, συστηματικός τεμαχισμός της πραγματικότητας. Με τον ίδιο τρόπο ζωγραφίζει.
«Θα φάμε και γλυκό;»
Περπατάμε πολύ αργά. Ο ήλιος μάς ζεσταίνει την πλάτη.
«Οι κινήσεις μας είναι σαν σημεία στίξης», λέω.
«Μη γράφεις μονάχα, ζήσε κιόλας», λέει η Μαργαρίτα. «Η ζωή είναι πολύ ωραία. Τα έχεις όλα, χωρίς να έχεις τίποτα».
Η Άννα έχει μόλις σχολάσει και πίνουμε κρασί στην μπάρα του Duende. Η παράσταση που έστησε με αποσπάσματα από έργα του Βιζυηνού είναι ό,τι ομορφότερο έχω δει στη ζωή μου στο θέατρο.
Το πρόσωπό της λάμπει σαν πανσέληνος. Τα μάτια της σπιθίζουν σαν καρβουνάκια στη στάχτη. Την κοιτάζω που μου μιλάει, αλλά ακόμη βλέπω στο μυαλό μου μια σκηνή απ’ το έργο.
Ο νέος καλπάζει με τ’ άλογό του στο πυκνό δάσος. Τρέχει να προλάβει την αγαπημένη του που ξεψυχάει. Η μορφή της γλιστράει μέσα απ’ τα δάχτυλά του σαν άμμος κι αυτή η στιγμή, αν προλάβει να της μιλήσει, θα διώξει τον θάνατο γιατί θ’ αξίζει μια ολόκληρη ζωή. Τρέχει στο δάσος και τα κλαδιά μαστιγώνουν το πρόσωπό του· τρέχει γαντζωμένος στο σβέρκο του αλόγου και ήδη της μιλάει.
Σ’ αυτή τη σκηνή η φίλη μου είναι ο νέος, η αγαπημένη του, το άλογο, η ζωή κι ο θάνατος – όλα μαζί.
Ενώ στρίβει τσιγάρο, της λέω ότι η Μαργαρίτα μού έμαθε πως το λευκό χαρτί απλώνεται σαν έκταση που πρέπει να τρέξεις και ότι το γράψιμο είναι ένα άλογο που καλπάζει. Κρατάς γερά το χαλινάρι, αλλά τ’ αφήνεις να σε πάει όπου θέλει. Και τα δυο ταυτόχρονα.
«Και ο ηθοποιός τη στιγμή που βγαίνει στη σκηνή γίνεται ηθοποιός», μου λέει.