«Είναι η μακροσκελέστερη και γοητευτικότερη ερωτική επιστολή στην ιστορία της λογοτεχνίας… Η Βιρτζίνια εξερευνά τη Βίτα, εξυφαίνει την ιστορία της μέσα στους αιώνες, την εκτινάσσει από το ένα φύλο στο άλλο, παίζει μαζί της, την ντύνει με γούνες, δαντέλες και σμαράγδια, την “πειράζει”, τη φλερτάρει και απλώνει ένα πέπλο ομίχλης γύρω της».
Η πλέον διάσημη ρήση για το magnum opus της Βιρτζίνια Γουλφ διατυπώθηκε από τον ίδιο τον γιο της «πέτρας του σκανδάλου» και πραγματικής πρωταγωνίστριας του βιβλίου Βίτα Σάκβιλ-Γουέστ, τον Νάιτζελ Νίκολσον, επίσης συγγραφέα, και είναι απόλυτα ακριβής. H φιλία ανάμεσα στις δύο γυναίκες υπήρξε παραπάνω από στενή, σε μια εποχή που οι ομοφυλόφιλοι έρωτες δεν τολμούσαν ακόμη να προφέρουν καν το όνομά τους, καθώς έγραφε ο Όσκαρ Ουάιλντ, το μυθιστόρημα του οποίου Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι στάθηκε πηγή έμπνευσης για τη Γουλφ.
Η αριστοκρατικής καταγωγής Βίτα Σάκβιλ-Γουέστ υπήρξε κι εκείνη συγγραφέας και ποιήτρια, αρθρογραφούσε επίσης τακτικά στον «Observer». Προσωπικότητες πληθωρικές, ανεξάρτητες, μορφωμένες και ρηξικέλευθες, οι δύο γυναίκες γνωρίστηκαν το 1925 σε ένα πάρτι στο Λονδίνο και διατήρησαν «σχέσεις στοργής» και τακτική αλληλογραφία τουλάχιστον για μια δεκαετία, μολονότι παντρεμένες και από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Αμφότερες, μάλιστα, έγιναν μέλη του περίφημου Κύκλου του Μπλούμσμπερι. «Είναι μοιρολατρία να είσαι απλώς και μόνο ένας άντρας ή μια γυναίκα: κανείς πρέπει να είναι είτε γυναίκα με αντρικό τρόπο είτε άντρας με γυναικείο», σημειώνει κάπου στο βιβλίο.
Στοχάζεται παιγνιωδώς πάνω στις σεξουαλικότητες, τα φύλα και τις έμφυλες ταυτότητες, προβληματικές που δεν περιλάμβανε ο φεμινισμός της εποχής της και φαντάζουν πολύ σύγχρονες.
Η Βίτα βοήθησε αποφασιστικά τη Βιρτζίνια αφενός να αποδεχτεί τη λεσβιακή πλευρά της, αφετέρου να ισορροπήσει τις οφειλόμενες και στη χρόνια καταπίεση αυτής της επιθυμίας της ψυχολογικές εντάσεις που τη βασάνιζαν περιοδικά και που εν τέλει την οδήγησαν στην αυτοκτονία τον Μάρτιο του '41. «Τίποτα δεν είναι πιο συμπαγές από τη λεπίδα ενός μαχαιριού που διαχωρίζει την ευτυχία από τη μελαγχολία», γράφει σε μια αποστροφή, «όλα τα ακραία συναισθήματα συμμαχούν με την τρέλα», γράφει σε κάποια άλλη.
Ο ίδιος ο κεντρικός χαρακτήρας, παρότι γοητευτικός και ερωτικά επιθυμητός, είτε ως άντρας –«ένα εκατομμύριο καντήλια καίνε μέσα του, χωρίς να κοπιάσει να ανάψει έστω ένα»– είτε ως γυναίκα –«μαντάμ, είστε η ίδια η μετεμψύχωση της ευγένειας, που να πάρει!»–, ρέπει μάλλον, όπως και η δημιουργός του, προς τη μοναχικότητα και την απομόνωση, συναισθήματα όχι πάντα γενναιόδωρα: «Σκεφτόμουν ότι όσο δυσάρεστο κι αν είναι το να κλειδωθείς απέξω, ακόμα χειρότερο είναι, πιθανόν, το να κλειδωθείς μέσα (σου)», είχε πει.
Το Ορλάντο, που εκδόθηκε το 1928, παρακάμπτοντας πνευματωδώς τη λογοκρισία, είναι εντούτοις κάτι περισσότερο από ένα εμπνευσμένο ερωτικό γράμμα. Μέσα από την επινοημένη βιογραφία ενός προσώπου που διατρέχει αγέραστο, με διαφορετικό κάθε φορά φύλο και ιδιότητα, τους αιώνες από την εποχή της Ελισάβετ Α’, τον 16ο αιώνα, μέχρι τις μέρες της, η συγγραφέας θίγει με τρόπο αλληγορικό, όπως πράττει και σε άλλα της βιβλία, μια σειρά από επίκαιρα ζητήματα, από τη γυναικεία χειραφέτηση και τους αγώνες των σουφραζετών για ισονομία και ισότητα μέχρι τους αισθητικούς και ηθικούς κώδικες, και το όλο πολιτικο-κοινωνικό στάτους της βικτωριανής Αγγλίας.
Προχωρώντας ακόμα περισσότερο, στοχάζεται παιγνιωδώς πάνω στις σεξουαλικότητες, τα φύλα και τις έμφυλες ταυτότητες, προβληματικές που δεν περιλάμβανε ο φεμινισμός της εποχής της και φαντάζουν πολύ σύγχρονες: «Είναι δύσκολο να ειπωθεί αν ο Ορλάντο ήταν περισσότερο άντρας ή γυναίκα κι αυτό δεν είναι κάτι που χρειάζεται να αποφασιστεί τώρα…». Σημειωτέον ότι τον ίδιο καιρό δικαζόταν για «αισχρογραφήματα» η Ράντκλιφ Χολ, συγγραφέας του λεσβιακού μυθιστορήματος-σταθμό Το πηγάδι της μοναξιάς, υπέρ της οποίας η Βιρτζίνια Γουλφ συνυπέγραψε δήλωση συμπαράστασης και κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης.
Η συγγραφέας του Ορλάντο αμφισβητεί όχι μόνο τα χρονικά και βιολογικά όρια, συνδυάζοντας ερωτική, ιστορική και φανταστική λογοτεχνία, αλλά θέτει υπό αναίρεση το ίδιο το δίπολο αρσενικό-θηλυκό που η Γουλφ σαφέστατα θεωρεί κοινωνική κατασκευή, όπως και τους ρόλους που επιφυλάσσονται εκ γενετής σε κάθε φύλο: «Στο μεγαλύτερο διάστημα της Ιστορίας, ο Ανώνυμος Άνθρωπος ήταν γένους θηλυκού… Οι γυναίκες υπηρετούσαν ως παραμορφωτικοί καθρέφτες που διπλασίαζαν σε μέγεθος το ανδρικό είδωλο που αντανακλώνταν πάνω τους», είχε πει.
Με το λογοτεχνικό εφεύρημα του νεαρού Άγγλου ευγενούς της ελισαβετιανής περιόδου (η πρώτη «περσόνα» του Ορλάντο) που συναντάμε στην αρχή του βιβλίου, το συγγραφικό έργο του οποίου δεν τυχαίνει αναγνώρισης στον καιρό του, για να καταξιωθεί εν τέλει ως συγγραφέας τον 20ό αιώνα, όταν θα πάρει τη μορφή μιας μοντέρνας, απελευθερωμένης γυναίκας, κάνει, κατ’ αντιστροφή, ευθεία αναφορά στην υποδεέστερη αντιμετώπιση των γυναικών λογοτεχνών που και η ίδια είχε βιώσει.
Διότι, βέβαια, οι γυναίκες, παρότι είχαν αρχίσει να κατακτούν κάποια βασικά δικαιώματα, όπως αυτό της ψήφου (στη Βρετανία καθιερώθηκε το 1918), εξακολουθούσαν να αντιμετωπίζονται ως πολίτες β’ κατηγορίας – όταν η Βίτα προσκάλεσε τη Βιρτζίνια στο επιβλητικό αρχοντικό Knole στο εξοχικό Κεντ, οικογενειακή της περιουσία από το 1603, της είπε ότι ευχαρίστως θα ζούσε εκεί, αλλά δεν μπορούσε να το κληρονομήσει, αφού μόνο τα αρσενικά τέκνα είχαν τέτοιο δικαίωμα.
Καθώς λέγεται, αυτό ήταν το συμβάν που κέντρισε τη Γουλφ ώστε να συλλάβει το εν λόγω μυθιστόρημα, το οποίο μάλιστα απέστειλε στη Βίτα τη μέρα που εκδόθηκε, μαζί με το πρωτότυπο χειρόγραφο, δερματόδετο και με τα αρχικά της χαραγμένα στο οπισθόφυλλο – σ’ εκείνη άλλωστε, την εκλεκτή της καρδιάς της, αφιέρωσε και επισήμως το Ορλάντο.
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΕ ΕΚΠΤΩΣΗ ΕΔΩ
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.