ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ παρακολουθούμε στο παράδοξο, απρόοπτο, μαγικό, ρεαλιστικό, μεταφυσικό, γκροτέσκο, γεμάτο χιούμορ, παιγνιώδες και γλυκό μυθιστόρημα του Ματιάς Ενάρ «Το ετήσιο συμπόσιο της συντεχνίας των νεκροθαφτών» (πρώτη γαλλική έκδοση 2020).
Η μεταμόρφωση δεν είναι βέβαια μια απλή, αυτόματη διαδικασία. Πρόκειται για μια ολόκληρη τελετουργία που έχει σχέση όχι μόνο με τελετές, όπως το συμπόσιο των νεκροθαφτών στον τίτλο του μυθιστορήματος, αλλά και με τη φύση, τη βιολογία, την παράδοση, τη μνήμη, τη μεταφυσική πίστη, τη ζωή και τον θάνατο, καθώς και με την ίδια την υπόσταση της λογοτεχνίας, που είναι η γλώσσα.
Ο Ενάρ γράφει σε μια γλώσσα ζουμερή (ας μου επιτραπεί αυτό το επίθετο), που σε κάνει να νιώθεις ότι βρίσκεσαι στην καρδιά ενός ολόφρεσκου σου αλά κρεμ, το οποίο μόλις έχει βγει από «τη μυσταγωγία του φούρνου», βουτηγμένος στη χτυπημένη κρέμα του, ελαφρώς ζαχαρωμένη, φτιαγμένη από το ανοιξιάτικο γάλα αγελάδων που βόσκουν ελεύθερες στα βοσκοτόπια της κεντροδυτικής Γαλλίας.
Τι μεταμορφώνεται σε αυτή την μυθιστορηματική τελετουργία μεταμόρφωσης; Πολλά, ακόμη και το τοπίο. Κυρίως όμως μεταμορφώνεται ο κεντρικός ήρωας, ο τριαντάχρονος Παριζιάνος Νταβίντ Μαζόν.
Αυτή την πλούσια γαλλική γλώσσα του πρωτότυπου αποδίδει στα ελληνικά η Σοφία Διονυσοπούλου με μεγάλη μαεστρία, φυσικότητα και ευρηματικότητα, ιδιαίτερα στις σελίδες που πρέπει να βρει λέξεις για να αποδώσει τις απειράριθμες αποχρώσεις των λέξεων του γαλλικού πρωτοτύπου που αναφέρονται σε ορεκτικά, κρέατα, ψάρια, όστρακα, τυριά, γλυκά, κρασιά, αποστάγματα, ψωμιά. Της αξίζει κάθε έπαινος.
Τι μεταμορφώνεται σε αυτή την μυθιστορηματική τελετουργία μεταμόρφωσης; Πολλά, ακόμη και το τοπίο. Κυρίως όμως μεταμορφώνεται ο κεντρικός ήρωας, ο τριαντάχρονος Παριζιάνος Νταβίντ Μαζόν. O ήρωας, γεννημένος το 1990 στο Παρίσι, υποψήφιος διδάκτορας Εθνολογίας, δουλεύει μια διατριβή για τη σύγχρονη αγροτική Γαλλία. Επειδή η διατριβή του προϋποθέτει έρευνα πεδίου, εγκαθίσταται κάποιον Δεκέμβριο σε ένα χωριό της κεντροδυτικής Γαλλίας, στην περιοχή του Πουατού, το Λα Πιερ-Σεν-Κριστόφ.
Εξακόσιοι σαράντα κάτοικοι, 284 εστίες, δήμαρχος ο Μαρσιάλ Πουρβό, επάγγελμα νεκροθάφτης, «σιγουρότατα το πιο αρχαίο επάγγελμα στον κόσμο», ζωντανή τοπική διάλεκτος που μοιάζει πολύ με τη γλώσσα του Ραμπελέ, του συγγραφέα του «Γαργαντούα», ο οποίος είχε ζήσει σε αυτά τα μέρη πέντε αιώνες πριν. (Το μυθιστορηματικό χωριό Λα Πιερ-Σεντ-Κριστόφ έχει πολλά κοινά στοιχεία με το πραγματικό χωριό της περιοχής Σεντ-Κριστόφ-σιρ-Ροκ).
Ο Νταβίντ Μαζόν εγκαθίσταται στο πίσω μέρος ενός αγροτόσπιτου που ανήκει στη Ματίλντ και τον Γκαρί, ένα ζεύγος αγροτών, ριζωμένων βαθιά στην περιοχή. Ο Νταβίντ ονομάζει το στρατηγείο του «Άγρια Σκέψη», προφανώς προς τιμήν μυθικών εθνολόγων και ανθρωπολόγων όπως ο Κλοντ Λεβί-Στρος.
Πίσω στο Παρίσι έχει αφήσει την αγαπημένη του Λαρά, με την οποία προσπαθεί να διατηρήσει ζεστή τη σχέση του, κάνοντας σεξ εξ αποστάσεως μέσω webcam. Σύντροφοί του στην «Άγρια Σκέψη» είναι δυο γάτοι, πανταχού παρόντες σε όλο το μυθιστόρημα, μολονότι πολύ διακριτικοί, ο Νάιγκελ και ο Μπάρλεϊ, που παρακολουθούν την όλη διαδικασία μεταμόρφωσης του Νταβίντ.
Σε τι μεταμορφώνεται ο Νταβίντ; Ίσως δεν πρέπει να αποκαλύψουμε το πολύ αισιόδοξο και λυτρωτικό, τόσο για τον ήρωα όσο και για τους αναγνώστες, τέλος του μυθιστορήματος. Το σίγουρο είναι ότι εγκαταλείπει το διδακτορικό και την Εθνολογία, εγκαταλείπει οριστικά το Παρίσι, εγκαταλείπει τη Λαρά, εγκαταλείπει την «Άγρια Σκέψη» για ένα νέο περιβάλλον που το ονομάζει «Ευγενείς Άγριοι» (δεν λείπει από εδώ, και πάλι, η αναφορά στον Κλοντ Λεβί-Στρος αλλά και στον Μοντένι και στον Ρουσό), όπου εγκαθίσταται με την Ιουλιέτα του. Εγκαταλείπει και το παριζιάνικο σεξ («μια σεξουαλικότητα των παχύφυτων ή των σειρήνων από τις πυροσβεστικές») για ένα σεξ καλύτερο και πιο ελεύθερο, που το εμπνέουν «το ατέλειωτο όργιο της φύσης, η ασυδοσία της αναπαραγωγής, η σπερμογονία των δασών ή το θέριεμα των περικοκλάδων».
Ο πληθυσμός των Ευγενών Αγρίων; Οι δυο γάτες, ένας γηραλέος σκύλος, δυο γουρούνια, κάμποσοι αρουραίοι, μια οικογένεια σκαντζόχοιρων, εκατομμύρια αόρατα ζωύφια και, φυσικά, τα δύο «ενήλικα ανθρωποειδή».
Μέχρι τη μεταμόρφωσή του, ο Νταβίντ έχει προλάβει, ως εθνολόγος, να μας γνωρίσει τους ανθρώπους του χωριού. Η έρευνά του στηρίζεται σε συνεντεύξεις τις οποίες ηχογραφεί, και οι οποίες μας αποκαλύπτουν όχι μόνο πορτρέτα ανθρώπων αλλά και πεποιθήσεις για τη δουλειά, την πίστη, τη σεξουαλικότητα, τη γλώσσα, τις παραδόσεις, τις προλήψεις, το ιστορικό βάθος αυτής της νέο-αγροτικής κοινωνίας, ιστορίες για ανθρώπους που έζησαν χρόνια πριν, ακόμη και αιώνες.
Εκτός από τη Ματίλντ και τον Γκαρί, εκτός από τον δήμαρχο, βλέπουμε ακόμη τον κάπελα Τομά που διατηρεί το Καφέ των Ψαράδων, κέντρο κοινωνικοποίησης του χωριού, τον αβά Λαρζό, την κομμώτρια Λιν, τον ζωγράφο Μαξ, που έχει φύγει από το Παρίσι, επιλέγοντας την ελευθερία των ανοιχτών χώρων, και δουλεύει, εικαστικά, πάνω στη λειτουργία της αφόδευσης, τον χασάπη Παταρέν, τον Πάκο τον φορτηγατζή, τη χειροπράκτισσα/μάγισσα Πελαζί, τη νεαρή οικολόγο αγρότισσα Λουσί, τον ξάδελφό της Αρνό, που έχει νοητική δυσλειτουργία αλλά και την ικανότητα να απαριθμεί κάθε γιορτή αγίου, επέτειο μάχης ή άλλου ιστορικού γεγονότος αν του δώσεις μια ημερομηνία, τον παππού της Λουσί, που η ιστορία του είναι σαν μάθημα Ανθρωπολογίας, το ζευγάρι των Εγγλέζων συνταξιούχων Κέιτ και Τζέιμς.
Και δίπλα στους ανθρώπους είναι τα ζώα, πολλά από τα οποία αποτελούν μετενσαρκώσεις ανθρώπων. Ο κάπρος, ας πούμε, που τον τεμαχίζει ο χασάπης Παταρέν, είναι μετενσάρκωση του αβά Λαρζό.
καρί στις προηγούμενες ζωές του έχει υπάρξει ταβερνιάρισσα, εργάτρια σε βυρσοδεψείο, λοχίας του πυροβολικού που πέθανε στην ισπανική γρίπη, μονόφθαλμος πηγαδάς αλλά και λύκαινα. Μέσα στο μυθιστόρημα του Ενάρ η μετενσάρκωση λειτουργεί πολύ φυσικά και δεν μας ξενίζει, όπως δεν μας ξενίζει και τίποτε το υπερφυσικό και το μεταφυσικό στον «Κόμη Μοντεχρίστο» του Δουμά.
Το μυθιστόρημα αποτελείται από επτά κεφάλαια και έξι ιντερλούδια που τιτλοφορούνται όλα «τραγούδι», μικρές ιστορίες για τη ζωή και τον θάνατο. Τα επτά κεφάλαια είναι σαν ομόκεντροι κύκλοι. Το πρώτο και το τελευταίο έχουν ημερολογιακή μορφή και δηλώνουν περισσότερο τον χρόνο του μυθιστορήματος, περίπου δέκα μήνες, τόσο διαρκεί η διαδικασία μεταμόρφωσης του Νταβίντ Μαζόν.
Στο κέντρο των επτά κεφαλαίων βρίσκεται αυτό που δίνει τον τίτλο στο μυθιστόρημα, το «Ετήσιο συμπόσιο της συντεχνίας των νεκροθαφτών», από τις πιο ωραίες σελίδες λογοτεχνίας που έχουμε διαβάσει, μια αποθέωση της υπερβολής και του χωρίς-μέτρο που επιδρά τελικά-τι παράδοξο!-γαληνευτικά στον αναγνώστη.
Σ’ αυτό το συμπόσιο, στην τράπεζα ενός αβαείου, που οργανώνεται από τον δήμαρχο Μαρσιάλ Πουρβό, παίρνουν μέρος τα 99 μέλη της Συντεχνίας των Νεκροθαφτών. Για δύο ολόκληρες μέρες διακόπτουν τη λειτουργία της θανής, αυτής της «γενναιόδωρης πουτάνας», και επιδίδονται στο φαγητό και στο ποτό χωρίς κανένα όριο. Ατέλειωτα είναι τα πιάτα και τα ποτά που σερβίρονται, ατέλειωτα τα τυριά και τα επιδόρπια.
Το συμπόσιο έχει την τελετουργία του, που ορίζεται από ψηφοφορίες και ομιλίες. Για πρώτη φορά η Συντεχνία ψηφίζει υπέρ της συμμετοχής γυναικών στο μέλλον, αφού και αυτές μετέχουν στη διαδικασία της ταφής. Το κυριότερο μέρος της τελετουργίας όμως είναι οι ομιλίες που συνοδεύουν τους συμποσιαστές στο γαστριμαργικό όργιό τους. Σύμφωνα με το έθιμο, η πρώτη και η τελευταία ομιλία έπρεπε να είναι αφιερωμένες στον έρωτα.
Έτσι, η πρώτη ομιλία έχει σχέση με τη σεξουαλικότητα του Γαργαντούα, του γίγαντα-ήρωα στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Ραμπελέ, που ο τεράστιος, σαν κατάρτι ιστιοφόρου φαλλός του, διαρκώς σε στύση, μπορεί να σοκάρει τους νεκροθάφτες, δεν τους εμποδίζει όμως να απολαύσουν τα γλυκάδια του μοσχαριού ή την ανοιξιάτικη τρούφα που συνοδεύει τις ουρές καραβίδας.
Το συμπόσιο κλείνει με ένα τελετουργικό, όπου κάθε νεκροθάφτης εκφέρει μια λέξη που έχει σχέση με τον θάνατο και αδειάζει το ποτήρι του μονορούφι: αποθνήσκω, εκδημώ, ψυχορραγώ, πεθαίνω, εκπνέω, παραδίδω την ψυχή, αφανίζομαι, τελεύω, εκλείπω, τινάζω τα πέταλα…, μια σκυταλοδρομία λέξεων βιολογικού τέλους, που τελικά σου ενισχύουν τη διάθεση για τη ζωή, αυτή την αληθινή ζωή που βρίσκει ο ήρωας Νταβίντ Μαζόν.
Ο Ενάρ χρησιμοποιεί πολύ την παρωδία στο μυθιστόρημά του αυτό, συνομιλώντας τελικά με συγγραφείς και λογοτεχνικά έργα: Ραμπελέ, Πιερ Λοτί, Βικτόρ Ουγκό, Ζοφρέ Ριντέλ (τροβαδούρος του Μεσαίωνα).
ΥΓ.: Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου βρίσκεται στον αστερισμό του περίφημου τραγουδιού του Ανρί Σαλβαντόρ «Συρακούσες». Προτείνω την ακρόασή του πριν ή μετά την ανάγνωση του μυθιστορήματος του Ενάρ.
Henri Salvador - Syracuse