«Έχω τελειώσει την πρώτη γραφή του βιβλίου μου “Μεγάλες προσδοκίες” και είμαι χειρότερα από κάθε άλλη φορά», έγραφε ο Τσαρλς Ντίκενς στον ηθοποιό και φίλο του W.C. Macready τον Ιούνιο του 1861, δυο μήνες πριν το εβδομαδιαίο περιοδικό All year round δημοσιεύσει και το τελευταίο κεφάλαιο αυτού του «πολύ αστείου», όπως το χαρακτήριζε ο ίδιος, μυθιστορήματός του. «Νευραλγίες στο πρόσωπο με ταλαιπώρησαν πολύ, ενώ δούλευα. Ελπίζω, πάντως, πως το βιβλίο θα είναι καλό και ότι πολύ σύντομα θα ξεπεράσω τη ζημιά που μου έκανε…».
Το καλοκαίρι του 1861 ο Ντίκενς ήταν 49 χρονών κι απολάμβανε τον, κερδισμένο προ πολλού, τίτλο του δημοφιλέστερου συγγραφέα της εποχής του. Γεννημένος το 1812 στο ανατολικό Λονδίνο, δευτερότοκος γιος μιας πάμφτωχης οχταμελούς οικογένειας, από μικρός είχε βρεθεί μετέωρος ανάμεσα στην ανερχόμενη μεσαία τάξη και την διαρκώς αυξανόμενη εργατική.
Σ’ άλλον τόπο και σε άλλη χρονική περίοδο, ένα παιδί όπως αυτός, με σχεδόν ανύπαρκτη σχολική μόρφωση, αναγκασμένο να κερδίζει τα προς το ζην από τα δέκα του σε εργοστάσιο βερνικιών και μ’ έναν πατέρα να μπαινοβγαίνει στη φυλακή για χρέη, δεν θα μπορούσε να προσδοκά ένα καλύτερο μέλλον.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που διάβασαν τις «Μεγάλες προσδοκίες» σαν μια αλληγορία για την πορεία της βικτοριανής Αγγλίας προς τον καπιταλισμό, παραλληλίζοντας την ταξική μεταγραφή και τις ηθικές μεταπτώσεις του Πιπ με το τελικό στάδιο της μετάβασης από την αριστοκρατία στην κεφαλαιοκρατία.
Όμως ο Ντίκενς είχε την τύχη να γεννηθεί στη βιομηχανικά αναπτυσσόμενη Βρετανία όπου, επιστρατεύοντας το ταλέντο, την οξυδέρκεια και την παροιμιώδη εργατικότητά του, αναρριχήθηκε κοινωνικά και δημιούργησε μια διόλου ευκαταφρόνητη περιουσία από τα γραπτά του. Και μολονότι δεν συμμεριζόταν το επαναστατικό όραμα του Μαρξ, μαστίγωνε με πάθος την οικονομική ανισότητα, την αδικία και τη βικτοριανή υποκρισία.
Τι πιο φυσικό για κάποιον που, μέσα σε μια τέτοια σπάνια συγκυρία, έγινε όχι απλώς επιτυχημένος, αλλά ζωντανός μύθος, από το να τρέφει μια ακράδαντη πίστη στο τυχαίο;
Πράγματι, σύμφωνα με τον φίλο και βιογράφο του Τζον Φόρστερ, τίποτε δεν ερέθιζε περισσότερο τη φαντασία του Ντίκενς όσο οι συμπτώσεις της ζωής. Κι όπως σε πολλά έργα του, έτσι και στις «Μεγάλες προσδοκίες», η πλοκή στηρίζεται μέσα σ’ ένα κλειστό σύμπαν απίθανων συμπτώσεων.
Πλούσιες σε φιλτραρισμένες προσωπικές αναμνήσεις, γεμάτες σπιρτάδα, με συνεχείς εναλλαγές κωμικών και δραματικών σκηνών και δουλεμένες με μεγάλη προσοχή, οι «Μεγάλες προσδοκίες» παρακολουθούν την πορεία ενός ορφανού φτωχόπαιδου, του Πιπ, που χάρη σε μιαν ανέλπιστη όσο και μυστηριώδους προέλευσης κληρονομιά, εγκαταλείπει το χωριό του, την άξεστη αδελφή του και τον καλόκαρδο άντρα της, προσδοκώντας να κατακτήσει, ως τζέντλεμαν πλέον, τον καλό κόσμο του Λονδίνου.
Ο Ντίκενς πιάνει το νήμα της ιστορίας του από τη στιγμή του συναπαντήματος του Πιπ μ' έναν κατάδικο που έχει μόλις αποδράσει από τα κάτεργα και τον οποίο ο μικρός, υπό το κράτος του φόβου, σπεύδει να προμηθεύσει με λίγη τροφή και μια λίμα που θα τον απαλλάξει από το σίδερο που σέρνει το πόδι του…
Μέχρι όμως να συνειδητοποιήσει τόσο ο αναγνώστης όσο και ο Πιπ πόσο μοιραία ήταν αυτή η συνάντηση, ο Ντίκενς θα έχει φέρει στο προσκήνιο μια πλειάδα χαρακτήρων, με κορυφαίες εκείνες της ζάμπλουτης, ημίτρελης και αφάνταστα πληγωμένης Μις Χάβισαμ και της εκπαιδευμένης στη σκληρότητα νεαρής προστατευομένης της, της Εστέλας. Μιας κοπέλας που θα κλέψει την καρδιά του Πιπ από νωρίς, καλλιεργώντας μέσα του μία ακόμη μεγάλη προσδοκία: να κατακτήσει και την ίδια.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που διάβασαν τις «Μεγάλες προσδοκίες» σαν μια αλληγορία για την πορεία της βικτοριανής Αγγλίας προς τον καπιταλισμό, παραλληλίζοντας την ταξική μεταγραφή και τις ηθικές μεταπτώσεις του Πιπ με το τελικό στάδιο της μετάβασης από την αριστοκρατία στην κεφαλαιοκρατία.
Όπως κι αν έχει, το σίγουρο είναι πως πρόκειται για ένα μυθιστόρημα-γέφυρα ανάμεσα στην παιδική αθωότητα και την σκληρή πραγματικότητα, όπου, στην πλημμυρισμένη από συμπτώσεις πλοκή του, το όραμα συνυπάρχει με την περιπέτεια, η φιλία με την εκδίκηση κι ο πόθος της κοινωνικής αναρρίχησης με τον καημό του δίχως ανταπόκριση έρωτα, έναν καημό που δύσκολα ξεπερνιέται.
Κανείς από τους ήρωες των «Μεγάλων προσδοκιών» δεν μένει απρόσβλητος από τη γοητεία του χρήματος. Ο Ντίκενς, εν τούτοις, αποδεικνύεται ρεαλιστής: αντί να προσδώσει μοιρολατρικά στο χρήμα μια σχεδόν υπερφυσική δύναμη, ικανή να ισοπεδώσει την ανθρωπιά, αφήνει στους χαρακτήρες του κάποια περιθώρια επιλογής.
Στο βιβλίο του δεν είναι οι προσδοκίες αυτές καθ’ αυτές που συνιστούν αμάρτημα, όσο μεγαλεπήβολες ή ανεδαφικές κι αν είναι. Στον κόσμο του Ντίκενς όνειρα μπορεί να τρέφει οποιοσδήποτε, ανεξάρτητα από την καταγωγή του. Για να τα κερδίσει, όμως, χρειάζεται τιμιότητα, υπομονή και κυρίως δουλειά. Αυτά τα όπλα, άλλωστε, είχε επιστρατεύσει και ο ίδιος για την προκοπή του.
*Οι «Μεγάλες προσδοκίες» κυκλοφορούν στα ελληνικά σε διάφορες μεταφράσεις όπως της Παυλίνας Παμπούδη (Πατάκη), της Αγγέλας Βερυκοκάκη (Λιβάνης) και του Αθανάσιου Τζάβαλου (Μίνωας). Μια από τις πιο προσεγμένες εκδόσεις του βιβλίου, σε μετάφραση και με επίμετρο της Άρτεμης Σταμπουλοπούλου (Πόλις, 2013) έχει εξαντληθεί.