H επιγραμματική ποίηση, που ξεκίνησε ως πρώτη διεκδίκηση της αιωνιότητας εκ μέρους του ανθρώπου, λαξευμένη πάνω στο μάρμαρο για να εξελιχθεί, στη συνέχεια, σε αυτόνομο είδος, είναι συνώνυμη με την ύπαρξη της Παλατινής Ανθολογίας. Πρόκειται για μια τεράστια συλλογή με ποιητικά επιγράμματα από την αρχαιότητα έως τη βυζαντινή περίοδο, που περιλαμβάνει τους πιο σημαντικούς εκφραστές του είδους, δίνοντας μια εικόνα για το πώς αντιλαμβάνονταν οι στιχοπλόκοι σε διαφορετικές εποχές και αιώνες τον θάνατο, την ύπαρξη, τον έρωτα.
Ειδικά η απόδοση ποιημάτων της Παλατινής στα ελληνικά από τον Ανδρέα Λεντάκη, έναν βαθύ γνώστη του αρχαίου κόσμου ο οποίος ξεκίνησε να μεταφράζει τα επιγράμματα ως άσκηση στοχασμού και επιβίωσης στα στρατόπεδα της Λέρου και του Ωρωπού, συνιστά μια τεράστια προσφορά στα ελληνικά γράμματα, καθώς διεισδύει με αγωνία και όρεξη στην καρδιά του ποιητικού έργου, την ώρα ακριβώς που γεννιέται και γίνεται.
Περισσότερο, λοιπόν, από μια ακόμα μετάφραση, η ανθολόγηση των 500 ποιημάτων εκ των 3.700 από τον Ανδρέα Λεντάκη με τον τίτλο 500 ποιήματα από την Παλατινή Ανθολογία, που επανεκδίδεται από τον Gutenberg, αποτελεί μια ουσιαστική επισκόπηση του ποιητικού κόσμου, αποκαλύπτοντας τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην καθημερινή αγωνία και το επικό κλέος, το υψιπετές και το σκωπτικό, ακόμα και το χυδαίο στοιχείο της ποίησης, σε πλήρη, πάντα, αναλογία με το σήμερα. Με άλλα λόγια, η επίκληση του Λεντάκη στην Κύπριδα ή στον Απόλλωνα δεν γίνεται με αρχαιοελληνικούς ή αλεξανδρινούς όρους αλλά με σύγχρονους, κάνοντας τα ποιήματα να ακούγονται σαν να είναι δικά μας λόγια, δικές μας αγωνίες και έριδες, αποδεικνύοντας με περίτρανο τρόπο πως τίποτα ανθρώπινο δεν μας είναι ξένο ‒ και κυρίως πως τίποτα υψηλό δεν γίνεται ή δεν παράγεται έξω από τον ποιητικό λόγο.
Το χειρόγραφο δόθηκε ως δώρο στον Πάπα της Ρώμης από τον Μαξιμιλιανό της Βαυαρίας, μέχρι που ο Ναπολέοντας το πήρε στη Γαλλία, αλλά μετά την ήττα του στο Βατερλό του ζητήθηκε να το επιστρέψει στην αρχική του θέση. Είτε επίτηδες είτε από αμέλεια, στη Γερμανία επεστράφη μόνο ο πρώτος μόνος τόμος του χειρογράφου, με αποτέλεσμα το γνήσιο χειρόγραφο να βρίσκεται σήμερα μοιρασμένο στις δύο χώρες!
Όπως γράφει ο αείμνηστος Λεντάκης στην κατατοπιστικότατη εισαγωγή του: «Η Παλατινή ή Ελληνική Ανθολογία είναι μία από τις πολυτιμότερες πηγές για τη γνωριμία μας όχι μόνο με την αρχαία ελληνική ποίηση αλλά με την Ποίηση γενικότερα. Το πι κεφαλαίο. Δεν μας γνωρίζει μονάχα με μια εποχή 17 αιώνων (τόσους καλύπτει, αφού αρχίζει από τον 7ο αιώνα π.Χ και φτάνει στο 950 μ.Χ) αλλά μας διδάσκει. Τα 3.700 ποιήματά της (σχεδόν όλα επιγράμματα, συνολικά γύρω στους 23.000 στίχους) δεν είναι μόνο ποίηση. Είναι και ποιητική. Και νομίζω πως το ποιητικό είδος που 'ναι πιο κοντά στην Ποίηση απ' οποιοδήποτε άλλο είναι το επίγραμμα». Και έχει δίκιο: οι μικρές αυτές ποιητικές κατασκευές, αριστουργηματικές στο στήσιμό τους, επιβεβαιώνουν με τον πιο χυδαίο, κωμικό, λυρικό, τραγικό, όμορφο, πανούργο και κυρίως αυτοσαρκαστικό τρόπο όλο το θάμβος και τον τρόμο του βίου. Από τα επικά επιγράμματα της αρχαιότητας, που σκοπό είχαν να ανυψώσουν την ψυχή στο πλατωνικό άρμα που θα τους οδηγούσε προς το θείο, μέχρι τα ελευθεριακά στιχάκια της αλεξανδρινής εποχής, που αναδείκνυαν τη χαρά της ζωής και των απολαύσεων, όλα αυτά τα μικρά διαμάντια χωρούν σε λίγους μόνο στίχους όλο το εύρος των υπαρξιακών τρόπων. Το καλό είναι πως η ανθολόγηση του Λεντάκη όχι μόνο δεν αποκλείει κανέναν, αντιμετωπίζοντας με τον ίδιο τρόπο τα πρώτα ονόματα, τους ανώνυμους και τους πλέον άγνωστους ποιητές, κρατώντας τα πιο πολύτιμα στοιχεία από τον καθένα. Για παράδειγμα, από τον πιο γνωστό, που είναι ο Σιμωνίδης ο Κείος, κρατάει την τέλεια ακρίβεια και την κομψευμένη τέχνη που κάνει τους στίχους του να μοιάζουν με τις πανέμορφες αττικές επιτύμβιες στήλες, από τον μεγαλοφυή Αλκαίο την ονειρική του διάσταση και την ελευθεροστομία του, που ενέπνευσε τον Οράτιο, από την Ανύτη ‒την οποία ο Λεντάκης αναδεικνύει πολύ περισσότερο και από τη Σαπφώ‒ το βουκολικό της πνεύμα που δημιούργησε ολόκληρη μόδα, από τον Αρχίμαχο, τον οποίο φτάνει να παρομοιάσει με τον Όμηρο, τη μεγαλοπρέπεια, ενώ από τους Αλεξανδρινούς, όπως ο Καλλίμαχος, δηλαδή ο ύψιστος όλων, και ο Παλλαδάς, το ειρωνικό ύφος, τον ερωτισμό, την υπαρξιακή μελαγχολία. Υπερασπίζεται, επίσης, με πάθος τον Στράτωνα, τον οποίον πολλοί πολέμησαν και απαγόρευσαν λόγω της Μούσας Παιδικής, της φημισμένης ανθολογίας του με τα παιδεραστικά επιγράμματα, τονίζοντας τα διαφορετικά ήθη της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου. Άλλωστε, στην απόδοσή των στίχων του Στράτωνα από τον Λεντάκη διακρίνουμε με ακρίβεια το ύφος και τη μετρική του Καβάφη: «Έτσι καθώς περνούσ' από τ' ανθοπωλεία / είδα ένα αγόρι που 'πλεκε στεφάνι για μαλλιά / Δεν πέρασα ασυγκίνητος. Στάθηκα πλάι του / και με φωνή συγκρατημένη ρώτησα: "Πόσο μου δίνεις / το στεφάνι σου;". Απ' τα λουλούδια πιο πολύ / κοκκίνισε / και σκύβοντας ψιθύρισε: "Απομακρύνσου γρήγορα / μήπως σε δει ο πατέρας μου". Αγόρασα λίγα στεφάνια,/ έτσι για πρόφαση, και τους θεούς στεφάνωσα / σαν γύρισα στο σπίτι, ζητώντας να μου τον χαρίσουν».
Η αναλογία του συγκεκριμένου ποιήματος με το «Ρώτησε για την ποιότητα» του Κ.Π. Καβάφη είναι, όντως, εκπληκτική και αυτό οφείλεται εν πολλοίς στην απόδοση του μεταφραστή/ανθολόγου Λεντάκη. Διόλου τυχαία και η αναφορά σε άλλα επιγράμματα στο πρόσωπο κυνικών φιλοσόφων ή σε κάποιον Μοίρι ‒αντί για τον Μύρη του Καβάφη‒, σε αγόρια άγνωστα, όπως αυτό «που ξέρει / και πώς να δίνεται και πώς ν' αγαπιέται» ή σε ανέφικτες, καβαφικού τύπου, ερωτικές περιπτύξεις.
Γενικότερα, ο έρωτας μεταξύ ανδρών δεσπόζει στα επιγράμματα των ελληνιστικών χρόνων, όπως και η αισθησιακή ατμόσφαιρα, απότοκος της συναίσθησης του εφήμερου χαρακτήρα του βίου που ένιωθε ο κάτοικος της αχανούς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στα ελληνιστικά ή κατόπιν βυζαντινά επιγράμματα που δέσποζαν έξω από γυμναστήρια ή τους ιπποδρόμους εντοπίζει έτσι κανείς την υπαρξιακή αγωνία αλλά και την ειρωνεία και την κομψότητα του Εκκλησιαστή, των στίχων του Έλιοτ ή του δικού μας Καρυωτάκη, ο οποίος είχε επηρεαστεί τα μάλα από την Παλατινή. Χαρακτηριστικό το ΧΙΙ 32 του Θυμοκλή:
Θυμήσου, θυμήσου, όταν σου πα
τον ιερό στίχο
"Τα νιάτα είν' ωραιότατα
τα νιάτα είν' γοργοδιάβατα".
Ούτε το γρηγορότερο πουλί στον αέρα
θα ξεπεράσει τη νιότη.
Και τώρα δες: τ' άνθη σου όλα
σκόρπισαν στη γη.
Πολλές φορές ο Λεντάκης παρεκκλίνει από τους κανόνες και την ανθολόγηση της Παλατινής, συμπεριλαμβάνοντας, για παράδειγμα, το εγκώμιο του Σιμωνίδη στους 300 του Λεωνίδα προκειμένου να καταδείξει την υψηλή ποίηση που αφορμώνταν από τους ήρωες των Θερμοπυλών, ή περιλαμβάνει ανώνυμους ποιητές, αφήνοντας έξω πιο γνωστά, αλλά πιο κοινότοπα επιγράμματα. Η ελευθεριακή οδός κατευθύνει τους άξονες της μετάφρασης, όπως και η βαθιά γνώση των λεπτών αναλογιών που διαμόρφωσαν μύθους, αναφορές και πηγές έμπνευσης σε διαφορετικούς ποιητές ή φιλοσόφους (που πολλές φορές ταυτίζονται).
Αξίζει να θυμίσουμε τον μυθιστορηματικό τρόπο με τον οποίο διασώθηκε η Παλατινή, η οποία ξεκίνησε ως ανθολόγηση των κορυφαίων συλλογών της αρχαιότητας ‒του Μελεάγρου, του Φιλίππου και του Αγαθία‒ από τον λόγιο και κληρικό Κωνσταντίνο Κεφαλά κατά τη βυζαντινή περίοδο για να καταλήξει στο Παλατινάτο της Χαϊδελβέργης και στην περίφημη βιβλιοθήκη της, χάρη στον κώδικα που διαμόρφωσαν οι περίφημοι φιλόλογοι του Βυζαντίου, οι οποίοι πρόσθεσαν ή αφαίρεσαν κομμάτια. Σε ένα σενάριο που μοιάζει βγαλμένο από βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο, το πολύτιμο αυτό χειρόγραφο εντοπίστηκε στην παλατινή βιβλιοθήκη της Χαϊδελβέργης από έναν νεαρό 22χρονο Γάλλο λόγιο, τον Σαλμάσιο, ο οποίος ωστόσο δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την κριτική του έκδοση, αφού η βιβλιοθήκη λεηλατήθηκε από τα στρατεύματα των καθολικών.
Το χειρόγραφο δόθηκε τότε ως δώρο στον Πάπα της Ρώμης από τον Μαξιμιλιανό της Βαυαρίας, μέχρι που ο Ναπολέοντας το πήρε στη Γαλλία, αλλά μετά την ήττα του στο Βατερλό του ζητήθηκε να το επιστρέψει στην αρχική του θέση. Είτε επίτηδες είτε από αμέλεια, στη Γερμανία επεστράφη μόνο ο πρώτος μόνος τόμος του χειρογράφου, με αποτέλεσμα το γνήσιο χειρόγραφο να βρίσκεται σήμερα μοιρασμένο στις δύο χώρες!
Εννοείται πως επιγράμματα έχουν μεταφράσει πολλοί Έλληνες, οι οποίοι έχουν εμπνευστεί από την απέριττη ομορφιά της Παλατινής Ανθολογίας, από τον Κωνσταντίνο Τρυπάνη και τον Γιάννη Δάλλα, τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Αλέπη έως τον Νίκο Παναγιώτου, τον Βασίλη Λαζανά, τον Γιώργο Ιωάννου, τον Άρη Δικταίο και τον Ηλία Πετρόπουλο, ενώ διάσημη είναι η αμερικανική Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ, άμεσα εμπνευσμένη από την Παλατινή, που επηρέασε καθοριστικά τη σύγχρονη αγγλόφωνη ποίηση.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια