«ΕΥΣΩΜΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΖΗΤΕΙΤΑΙ για ακίνδυνο πείραμα, ηλικία αδιάφορη, αλλά με σφιχτό δέρμα. Φωτογραφίες απαραιτήτως». Ποιος θα μπορούσε ν’ αναζητεί γυναίκα με τέτοια προσόντα; Τι είδους πείραμα θ’ απαιτούσε τέτοιες προδιαγραφές;
Καρπός της φαντασίας του Άρθουρ Μίλερ, η παραπάνω αγγελία κρύβεται σ’ ένα από τα διηγήματα που ο σπουδαίος Αμερικανός δραματουργός έγραψε ενώ βάδιζε προς τα ενενήντα και τα οποία δημοσιεύτηκαν το 2007, δυο χρόνια μετά τον θάνατό του.
Αυτά ακριβώς περιλαμβάνονται στη συλλογή «Παρουσία» (μετ. Α. Κορτώ, Καστανιώτης, 2013): έξι ιστορίες χαμηλών τόνων, νοτισμένες από ερωτικούς χυμούς, με γενναίες δόσεις νοσταλγίας και με τον Μίλερ να δείχνει πιο κοντά στον Τσέχοφ παρά στον Ίψεν, πιο εσωστρεφής, λιγότερο μαχητικός.
Ιδού λοιπόν ποιος είναι ο συντάκτης της αγγελίας, όπως αποκαλύπτεται στο «Γυμνό χειρόγραφο», ένα από τα πιο δυνατά διηγήματα της συλλογής: είναι ένας ηλικιωμένος Νεοϋορκέζος συγγραφέας που στα νιάτα του σάρωνε βραβεία αλλά στην πορεία είδε την καριέρα του να παίρνει την κατιούσα, το ταλέντο του να τον εγκαταλείπει και την πίστη που έτρεφε για τον εαυτό του να εξανεμίζεται.
Ένας συγγραφέας που, τώρα, σκυμμένος πάνω από το γεροδεμένο σκαρί μιας δίμετρης, ανοιχτόκαρδης κοπέλας από τις μεσοδυτικές πολιτείες, χαράζει πάνω στο γυμνό της σώμα μια αλυσίδα από προτάσεις που θα μπορούσαν –επιτέλους!– να είναι το πρώτο κεφάλαιο ενός καινούργιου μυθιστορήματος...
Δημιουργός με πάντα ισχυρή δημόσια παρουσία, στηλίτευσε το κυνήγι των μαγισσών επί μακαρθισμού χωρίς να προδώσει κανέναν και παρέμεινε ως το τέλος ένας μετριοπαθής ιδεαλιστής, υποστηρικτής των ανθρώπινων αξιών και θιασώτης ενός κόσμου καλύτερου και δικαιότερου.
Ο ήρωας του Μίλερ έχει γαντζωθεί από την ελπίδα ότι μ’ αυτόν τον τρόπο η έμπνευσή του θ’ απελευθερωθεί. Κι όντως, όπως ρουφάει τις ευωδιές από τη σφιχτή σάρκα που ανασαίνει μπροστά του, σαν να βλέπει ξανά τη ζουμερή και ονειροπαρμένη ύπαρξη που, δεκαετίες πριν, είχε παντρευτεί.
Αλίμονο, η εποχή όπου το σεξ ήταν για τη γυναίκα του ζωτικής σημασίας, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Η σύζυγός του κουβαλά πλέον ένα πρόσωπο παραμορφωμένο από τις ρυτίδες, δυο χείλη σουφρωμένα από την απογοήτευση και τη «σιχαμένη καφετιά αποφορά της νικοτίνης στην ανάσα της».
Αντίστοιχα χαμένες στα βάθη του χρόνου είναι και οι μποέμικες βραδιές που μοιράζονταν με τους φίλους του, συζητώντας για τις ασυνταξίες του Αϊζενχάουερ και την όψιμη εχθρότητα των μαύρων προς τους εβραίους, για τις μαύρες λίστες του Χόλιγουντ και για την παράλογη σιωπή των συμπατριωτών τους απέναντι στην επέλαση του νεοσυντηρητισμού. Τότε που «έβλεπαν τους εαυτούς τους ως νηφάλια μειοψηφία σε μια χώρα όπου η άγνοια της παγκόσμιας επανάστασης ισοδυναμούσε με ευδαιμονία, όπου το χρήμα έβγαινε όλο και πιο εύκολα, ο ψυχαναλυτής ήταν η υπέρτατη αυθεντία και η αμέτοχη προσωπική αποστασιοποίηση κυρίαρχη αρετή...»
Γιος ενός ζεύγους Πολωνοεβραίων μεταναστών, γεννημένος στο Χάρλεμ το 1915, ο Άρθουρ Μίλερ ευτύχησε να ζήσει ενενήντα γόνιμα και γεμάτα χρόνια –έξι από αυτά στο πλευρό μιας από τις πιο ποθητές γυναίκες στον πλανήτη, της Μέριλιν Μονρό–, κι όπως πολλοί από τη γενιά του, πολιτικοποιήθηκε μέσα από τις εμπειρίες της Μεγάλης Ύφεσης.
Δημιουργός με πάντα ισχυρή δημόσια παρουσία, στηλίτευσε το κυνήγι των μαγισσών επί μακαρθισμού χωρίς να προδώσει κανέναν και παρέμεινε ως το τέλος ένας μετριοπαθής ιδεαλιστής, υποστηρικτής των ανθρώπινων αξιών και θιασώτης ενός κόσμου καλύτερου και δικαιότερου. Αυτά υπερασπίστηκε και μέσα από τα θεατρικά του έργα, αντλώντας μέσα από τα διλήμματα της ζωής κι εξερευνώντας τα όρια της ατομικής ευθύνης σε μια κοινωνία που κατακερματίζεται.
Στα διηγήματα της «Παρουσίας», ωστόσο, τον τόνο δεν δίνει τόσο ο κοινωνικός περίγυρος όσο τα σκαμπανεβάσματα της ψυχής, το βάσανο της φθοράς, η επιθυμία για απολογισμούς.
Εδώ ο Μίλερ κοιτάζει προς τα πίσω και μέσα από τις ιστορίες των ηρώων του σαν να δίνει διάφορες εκδοχές του εαυτού του. Το βιβλίο ανοίγει μ’ ένα διήγημα γύρω από την ερωτική αφύπνιση ενός δεκατριάχρονου αγοριού την ημέρα που πάει ν’ αγοράσει ένα κουτάβι («Μπουλντόγκ») και κλείνει με το διήγημα που δίνει τον τίτλο στη συλλογή, όπου ο έρωτας εμφανίζεται πια μόνο σαν οπτασία.
Στη μεγαλύτερη σ’ έκταση ιστορία («Το αποστακτήριο τερεβινθίνης») συναντάμε έναν Αμερικανό που αφιέρωσε τη ζωή του σ’ ένα όνειρο: να στήσει μια βιομηχανική μονάδα στην Αϊτή, να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, να δώσει μια κάποια αξιοπρέπεια στους ντόπιους. Η ιδέα του δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, αλλά η ζωή του μόνο χαμένη δεν πήγε.
Όσο για το πιο αλλόκοτο διήγημα του βιβλίου, δεν είναι άλλο από την «Παρέλαση», μια ιστορία που ακολουθούσε τον Μίλερ επί μισόν αιώνα, από τότε που βιοποριζόταν ως δημοσιογράφος. Πρωταγωνιστής της, ένας Εβραίος χορευτής, δεξιοτέχνης της κλακέτας που –άκουσον, άκουσον!– σε περιοδεία του στην Ευρώπη το 1936 σαγήνευσε ακόμη και τον Χίτλερ. Ψέματα; Αλήθεια; Όπως και να 'χει, το γκροτέσκο εδώ παίρνει όντως τραγικές διαστάσεις.
Στη μέση περίπου της καριέρας του, το 1966, έπειτα από πολλούς θριάμβους –«Ήταν όλοι τους παιδιά μου», «Ο θάνατος του εμποράκου», «Οι μάγισσες του Σάλεμ», «Ψηλά από τη γέφυρα»– σε συνέντευξή του στο Paris Review, ο Μίλερ ομολογούσε πως κυριευόταν από ενοχές όποτε «παραστρατούσε» προς την πεζογραφία. Είχε την αίσθηση πως στον πεζό λόγο υπάρχουν περισσότερα περιθώρια για λάθη απ’ ό,τι στον θεατρικό. «Ίσως πρόκειται για ψευδαίσθηση», συμπλήρωνε, αλλά «όταν γράφω διηγήματα, λέω στον εαυτό μου πως ο μόνος λόγος που το κάνω είναι επειδή εκείνην την ώρα δεν γράφω κάποιο έργο».
Τα ίδια ισχυριζόταν και στα εβδομήντα τρία του, έχοντας ζήσει ακόμη έναν θρίαμβο, άλλης τάξεως, χάρη στην αυτοβιογραφία του («Στη δίνη του χρόνου», Καστανιώτης). «Το θέατρο είναι πολύ απαιτητικό είδος», επέμενε. «Σε κάθε έργο υπάρχουν όσο το δυνατόν λιγότερες λέξεις – η δράση είναι που μετράει».
Κι όμως, με περίσσευμα ευφυΐας, σοβαρότητας και χιούμορ, είχε μόλις αφηγηθεί έναν ωκεανό από προσωπικές αναμνήσεις και ιστορικά γεγονότα, δίνοντας το πορτρέτο μιας Αμερικής ικανής για τα καλύτερα και για τα χειρότερα, μιας χώρας σκληρής, συναρπαστικής, κωμικοτραγικής, γελοίας αλλά και σπουδαίας ταυτόχρονα.
Ο Άρθουρ Μίλερ έγραψε κι άλλα –αμετάφραστα στα ελληνικά– διηγήματα, πέρα από αυτά της «Παρουσίας», ενώ το 1946 είχε δημοσιεύσει το «The hook», ένα από τα πρώτα αμερικανικά μυθιστορήματα γύρω από τον αντισημιτισμό, ευελπιστώντας ν’ αναχαιτίσει το φούντωμα του φαινομένου, καθώς πολλοί χρέωναν στου Εβραίους την εμπλοκή των ΗΠΑ στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο ίδιος, στο ξεκίνημά του φιλοδοξούσε ν’ αλλάξει με τα γραπτά του τον κόσμο, αλλά στο λυκόφως της ζωής του είχε συνειδητοποιήσει πως κάτι τέτοιο είναι σχεδόν ακατόρθωτο. Εξακολουθούσε, ωστόσο, να πιστεύει πως ο ρόλος της τέχνης είναι ν’ αναδεικνύει την αλήθεια, την αλήθεια που το σύστημα φροντίζει να κουκουλώνει. Για τον Άρθουρ Μίλερ ο καλλιτέχνης και το σύστημα δεν μπορούσαν να είναι ποτέ στο ίδιο στρατόπεδο.