Ανάμεσα στις ερωτήσεις παρατίθενται αποσπάσματα από τα βιβλία του Γκουτιέρες «Ο βασιλιάς της Αβάνας», «Η βρόμικη τριλογία της Αβάνας» και «Η μελαγχολία των λιονταριών» που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση της Κλεοπάτρας Ελαιοτριβιάρη. Ευχαριστούμε θερμά την κ. Ελαιοτριβιάρη για τη μετάφραση της συνέντευξης από τα ισπανικά.
_______________
«...Αυτοί είναι οι πεδρίτο που επιπλέουν. Οι άλλοι όμως είναι πιο μουλωχτοί. Πόσοι πεδρίτο να κατοικούν μέσα στον πέδρο; [...] Το χειρότερο είναι ότι ο μεγάλος πέδρο συνεχίζει να γεννά καθημερινά και νέους πεδρίτο, ενώ οι υπόλοιποι πεδρίτο δεν πεθαίνουν. Προς το παρόν δεν έχει πεθάνει ούτε ένας. [...] Στην πραγματικότητα τους σιχαίνομαι όλους και ξέρω ότι χωρίς αυτούς δεν είμαι κανένας». («Σοδειά από πέδρο», Η μελαγχολία των λιονταριών)
_______________
Τι συμβαίνει με τους εαυτούς (μας) που σκοτώνουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας;
Πιστεύω πραγματικά ότι όλοι αλλάζουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Έχω πια χάσει το λογαριασμό των «πτωμάτων» του Πέδρο Χουάν που έχω αφήσει θαμμένα κατά καιρούς σε διάφορα μέρη. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι είμαι κατά κάποιον τρόπο αυτό-δολοφόνος. Και από κάθε Πεδρίτο που αφήνω πίσω μου, ξεπηδά ένας καινούργιος. Εκείνος ο Πεδρίτο, ο πιτσιρικάς των τεσσάρων ή πέντε χρονών, δεν έχει καμία σχέση με τον σημερινό Πέδρο Χουάν στα 62 του χρόνια. Είναι τρομακτικό όταν το συνειδητοποιείς. Αλλά έτσι είναι. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Συμβαίνει σε όλους μας.
_______________
«Αδύνατο να αντισταθείς στη διάβρωση της λήθης. Το ηχείο της μνήμης είναι πάντα εκεί και αποκαλύπτει τους μηχανισμούς του τη στιγμή που δεν το περιμένεις». («Ξεκίνημα του τρέμουλου», Η μελαγχολία των λιονταριών)
_______________
Μπορεί να γράψει κανείς, εάν δεν είναι στοιχειωμένος;
Αυτό είναι το μεγάλο μου πρόβλημα όταν γράφω. Αυτή τη στιγμή έχω στο μυαλό μου τρία μυθιστορήματα. Ξέρω πώς ξεκινά και πώς τελειώνει το καθένα τους, και τι συμβαίνει ενδιάμεσα στο περίπου, αλλά μου λείπει αυτό το στοιχείο, το ξόρκι, η ποιητική στιγμή, εκείνη η ανεξήγητη μαγεία που μου δίνει την ενέργεια για να ξεκινήσω και να γράφω πυρετωδώς μέχρι να φτάσω στο τέλος, θαρρείς και δεν είμαι εγώ, θαρρείς και ένα φάντασμα, ένα πνεύμα γράφει για λογαριασμό μου. Αλλά καλύτερα να περιμένω να εμφανιστεί. Θέλω να πω, δεν μπορώ να γράψω εν ψυχρώ. Δεν ξέρω να γράφω εν ψυχρώ, μόνο με το μυαλό. Γι’ αυτό και μπορώ να περάσω χρόνια ολόκληρα χωρίς να γράψω.
_______________
«Ο έρωτας είναι φονικό δηλητήριο. Θέλω να πω είναι κάτι πολύ σοβαρό. Το καλύτερο και το χειρότερο που εξακοντίζει η ζωή. Μας διαβρώνει, μας σφυροκοπάει, μας εκμηδενίζει, μας τσακίζει σαν να 'μαστε σκυλιά του δρόμου, αλλά συνεχίζουμε, με τον έρωτα να μας διαπερνά ακατάπαυστα και τη Λίνα να ’χει γίνει καπνός». («Και η Λίνα έγινε καπνός», Η μελαγχολία των λιονταριών)
_______________
Υπάρχει αντίδοτο για το φονικό δηλητήριο του έρωτα;
Όποιος έχει ερωτευτεί, ξέρει ότι ο έρωτας είναι ανεξήγητος. Εγώ έχω ερωτευτεί κάμποσες φορές στη ζωή μου. Ερωτεύτηκα σα σκυλί. Και σχεδόν πάντα ερωτεύομαι τη λάθος γυναίκα. Την πιο παράξενη, την πιο δύσκολη, την πιο απίθανη. Υποφέρω και γλεντάω ταυτόχρονα και διαδοχικά. Αλλά ο έρωτας είναι η πηγή των πάντων. Από εκεί πηγάζει ό,τι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε στη ζωή. Είναι λειψή η ζωή χωρίς έρωτα.
_______________
«Έτσι είναι οι άνθρωποι, δύσπιστοι. Αμφισβητούν τα πάντα. Δεν έχουν εμπιστοσύνη ή το λιγότερο που κάνουν είναι να μη δίνουν σημασία. Πολλές φορές ο φθόνος έχει το πάνω χέρι. [...] Ο γείτονάς σου φωνάζει ουρλιάζοντας να κάνεις κάτι, για τ' όνομα του θεού. Κι εσύ σκέφτεσαι ότι το νερό για το τσάι βράζει και κλείνεις ήρεμα το τηλέφωνο και το βράδυ τρως τα νύχια σου από την αγωνία βλέποντας τάφους να ανοίγουν με πτώματα από αποσυντεθειμένο καουτσούκ κι έναν ηλίθιο να τραγουδάει κάτι στα αγγλικά. Έπειτα επιστρέφει η πλήξη στο σπίτι, κι αυτό ήταν όλο, ποτέ δεν συμβαίνει τίποτα. Η αγάπη απομακρύνεται και εξαφανίζεται. Τι πληκτική αυτή η ζωή!». («Μακριά κι απρόβλεπτοι», Η μελαγχολία των λιονταριών)
_______________
Πώς μπορείς να εξουδετερώσεις την αδιαφορία (σου);
Οι πολιτικοί, είτε είναι δεξιοί είτε αριστεροί, χρειάζονται πρόβατα. Αναισθητοποιούν τον κόσμο με το ποδόσφαιρο, την τηλεόραση, την ακατάσχετη λαχτάρα για κατανάλωση, το αλκοόλ και τώρα τελευταία και με το ίντερνετ. Οι πολιτικοί μισούν το κριτικό πνεύμα. Τους σοβαρούς διανοούμενους. Προτιμούν έναν ηλίθιο συγγραφέα που παράγει ευχάριστα μπεστ-σέλερ, από μια δυνατή πένα που σε κάνει να σκεφτείς, να στοχαστείς. Προτιμούν έναν κινηματογραφιστή που παράγει κωμωδίες και σαχλαμάρες, και όχι εκείνον που δημιουργεί σκληρές ταινίες που συγκινούν.
_______________
«Μερικές φορές σκέφτομαι ότι στον φτωχό ταιριάζει καλύτερα να είναι ηλίθιος παρά έξυπνος. Λίγο ηλίθιος και πολύ σκληρός (ένας φτωχός με διαύγεια πνεύματος είναι ένας λαμπρός υποψήφιος αυτόχειρας ή ένας επίδοξος μαχητής της παγκόσμιας Επανάστασης. Ή και τα δύο). [...] Άμα φας πολλές κλοτσιές στον πισινό και στ' αχαμνά, τελικά μαθαίνεις να είσαι λίγο σκληρός και να επιτίθεσαι κατά μέτωπο και να αγωνίζεσαι για το καθετί. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Υπάρχει άλλος τρόπος να ζει κανείς;». («Η βρόμικη τριλογία της Αβάνας»)
_______________
Υπάρχει άλλος τρόπος να ζει κανείς;
Αυτό ακριβώς είναι το θέμα. Πρέπει να πολεμάς, να μην κάθεσαι με το στόμα κλειστό και τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στον υπολογιστή, με μια αίσθηση απογοήτευσης και παραίτησης. Όχι. Πρέπει να βγεις στο δρόμο και να παλέψεις, να φωνάξεις, να διεκδικήσεις. Πρέπει να απαιτήσεις και όχι να αφήσεις τους πολιτικούς να κάνουν ό,τι θέλουν.
_______________
«Ο χρόνος για τους φτωχούς είναι αλλιώτικος. Δεν έχουν λεφτά, που σημαίνει ότι δεν έχουν αυτοκίνητο, ούτε μπορούν να κάνουν βόλτες ή να ταξιδεύουν, δεν έχουν καλά ηχοσυστήματα, ούτε πισίνες, δε μπορούν να πάνε το Σάββατο στον ιππόδρομο, ούτε να μπουν στα καζίνο. Ο φτωχός σε μια φτωχή χώρα μπορεί μόνο να περιμένει το χρόνο να περάσει και να έρθει η ώρα του». («Ο βασιλιάς της Αβάνας»)
_______________
Τι άλλο είναι αλλιώτικο -πέρα από το βιοτικό επίπεδο- όταν είσαι φτωχός;
Το χειρότερο όταν είσαι φτωχός είναι ότι η ζωή σε προσπερνάει και δεν το συνειδητοποιείς. Δεν αντιλαμβάνεσαι πόσο υπέροχη είναι η ζωή, γιατί για σένα δεν είναι υπέροχη. Μερικές φορές, η ζωή γίνεται καταδίκη, εάν είσαι υπερβολικά φτωχός. Πιστεύω ότι αυτή είναι η ουσία όλου του έργου μου. Η φτώχεια. Και το πώς η φτώχεια καταστρέφει τον άνθρωπο και του στερεί κάθε δυνατότητα να δημιουργήσει το παραμικρό. Ξοδεύει τη ζωή του χωρίς να κάνει τίποτα.
_______________
«Τα λιοντάρια του τσίρκου -εξαιρετικοί γευσιγνώστες- μπορούν να τρώνε μόνο ωμό κρέας, φρέσκο και, κατά προτίμηση, ζωντανό. [...] Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει άλλη λύση, γιατί μόνο έτσι τα λιοντάρια διατηρούν σε εγρήγορση τους μυς και τα άγρια ένστικτά τους, που τόσο γοητεύουν το ευυπόληπτο κοινό. Διαφορετικά, τα λιοντάρια κοιμούνται και ο θηριοδαμαστής δεν μπορεί να κάνει το κομμάτι του και να επιδείξει την αξία του». («Η μελαγχολία των λιονταριών», Η μελαγχολία των λιονταριών)
______________
Θα μπορούσατε να παρομοιάσετε το νεοφιλελευθερισμό και τις αγορές του με λιοντάρι που τρέφεται με ανθρώπινο κρέας;
Ναι, αυτήν τη στιγμή βλέπουμε μια άγρια κατάσταση στην Ευρώπη, με όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία. Έτσι είναι. Η δεξιά είναι αδυσώπητη. Θρέφεται με τους φτωχότερους, τους πλέον στερημένους. Αυτός είναι ο νόμος της ζούγκλας. Το τραγικό είναι ότι αποδεικνύεται ότι εξακολουθούμε να ζούμε σαν ένα κοπάδι μανδρίλων, με ένα αρσενικό που μπαίνει μπροστά και σέρνει πίσω του όλους τους υπόλοιπους κατά εκεί που του κάνει κέφι. Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό που συμβαίνει. Είναι θλιβερό.
_______________
«Φαίνεται ότι θα πρέπει να συνηθίσω να ζω με αυτές τις διαλείπουσες κρίσεις μελαγχολίας και θλίψης. Είναι σα να ζεις με ένα παλιό τραύμα από σφαίρα που πονάει όταν έχει υγρασία. Αλλά δεν πρέπει. Η ζωή μπορεί να είναι μια γιορτή ή μια αγρύπνια. Ο καθένας αποφασίζει. Γι΄αυτό η δυστυχία είναι μια μαλακία στη ζωή μου. Και την ξορκίζω». («Η βρόμικη τριλογία της Αβάνας»)
«Αλλά ο άνθρωπος δε ζει μόνο με έρωτες και μοναξιές. Κάτι πρέπει να κάνει για να βγάζει λεφτά, να τρώει και να πίνει και καμιά μπύρα το βράδυ. Είχα χάσει τη δουλειά μου στο σφαγείο, με τον κιμά σόγιας, και δεν έπαιζε τίποτα. Η κρίση χτύπαγε κόκκινο το 1995. Τα πάντα περνούσαν κρίση: οι ιδέες, οι τσέπες, το παρόν. Για το μέλλον ούτε λόγος». («Η βρόμικη τριλογία της Αβάνας»)
_______________
Πώς μπορεί κανείς να υπερνικήσει, να υπερβεί την «κρίση των πάντων» και να καταφέρει να ονειρευτεί (ξανά);
Πιστεύω ότι πρέπει να στηρίξουμε τα κόμματα της αριστεράς, να απαιτήσουμε να δράσουν και να οργανωθούν ως ομάδες πολιτών. Να μην συνεχίσουμε να λειτουργούμε σαν πρόβατα. Πρέπει να βγούμε στους δρόμους, για να μάθουν ότι είμαστε εκατομμύρια, πολλά εκατομμύρια και ότι δε θα μείνουμε σιωπηλοί, ούτε θα ζήσουμε μέσα στη θλίψη.
_______________
«Στη γωνία είχε ένα τεράστιο πανό. Με μεγάλα γράμματα και φωτεινά χρώματα έγραφε: “Κούβα: Χώρα σπουδαίων ανθρώπων, υψηλού επιπέδου”». («Η βρόμικη τριλογία της Αβάνας»)
_______________
Είναι η Κούβα μια ουτοπία;
Η Κούβα είναι μια απλή χώρα, με πολύ ωραίες γυναίκες και ωραίους ανθρώπους. Ανθρώπους ζεστούς και περήφανους. Η ίδια η χώρα είναι επίσης πολύ όμορφη. Εξίσου όμορφη όσο και η Κολομβία ή η Βραζιλία ή η Ινδονησία. Δεν πιστεύω λοιπόν ότι πρόκειται περί ουτοπίας. Είναι μια χώρα σαν όλες τις άλλες, που προσπαθεί να συνεχίσει και να προχωρήσει σε αυτή τη διαδικασία εκπολιτισμού, που τόσο μοιάζει με λαβύρινθο, στον οποίο κινούμαστε όλοι μας.
*«Κι εγώ και όλοι», Τσαρλς Μπουκόφσκι στο «Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ΄ την κόλαση», μετ: Γιώργος Μπλάνας, εκδ. Απόπειρα
σχόλια