Ένα ζευγάρι με αριστερές καταβολές, στα πενήντα και κάτι, ανταλλάσει εντυπώσεις έχοντας μόλις γνωρίσει τον νεαρό φίλο της κόρης τους. «Υπάρχουν πολλοί τρόποι να κάθεσαι», σχολιάζει ο πατέρας. «Όταν όμως κάθεσαι με τα πόδια απλωμένα, το κορμί σου ν’ ακουμπάει στη ράχη της πολυθρόνας και με το κεφάλι γερμένο πίσω, είτε αισθάνεσαι πως είσαι σπίτι σου, είτε πως όλος ο κόσμος είναι δικός σου. Που και τα δύο είναι λάθος».
Το παραπάνω στιγμιότυπο, με την τόσο εύστοχη παρατήρηση, είναι παρμένο από το μυθιστόρημα της Νίκης Αναστασέα «Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι» (Κρατικό Bραβείο Λογοτεχνίας 2012, εκδόσεις Πόλις), και η ενστικτώδης καχυποψία που ζώνει τον μεσήλικα ήρωα, αλίμονο, επιβεβαιώνεται. Πολλά δεινά προκύπτουν στο βιβλίο από τον συγκεκριμένο νεαρό…
Η ίδια η Αναστασέα, πάντως, όσην ώρα είχαμε μοιραστεί σ’ ένα υπαίθριο καφέ της Σόλωνος, με αφορμή τη βράβευσή της, καθόταν αλλιώς: Σκυμμένη μπροστά, με τα χέρια της ν’ αγκαλιάζουν το τραπεζάκι, αμήχανη κάπως, προστατευμένη πίσω από τα μαύρα της γυαλιά. Δεν ήταν συνηθισμένη να δίνει συνεντεύξεις, η φωνή της σκεπαζόταν κάθε τόσο από τα κορναρίσματα και σαν ν’ ανυπομονούσε να πάρει ξανά το λεωφορείο για το ησυχαστήριό της στη Ραφήνα, συντροφιά με το «Καντίς για ένα αγέννητο παιδί» του Κέρτες, που διάβαζε και ξαναδιάβαζε, ανήμπορη να το αποχωριστεί.
Η είσοδός της στο λογοτεχνικό προσκήνιο έγινε το '98 με το «Αυτή η αργή μέρα προχωρούσε», μυθιστόρημα πλημμυρισμένο από νοσταλγία για τη γενέτειρά της, την Ξάνθη, το οποίο της χάρισε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου του «Διαβάζω» και πολύ κουράγιο για τη συνέχεια.
Μια ζωή χωμένη στα βιβλία –ήταν από τους πρώτους υπαλλήλους της Πολιτείας και από το ίδιο βιβλιοπωλείο συνταξιοδοτήθηκε–, η Νίκη Αναστασέα (1947-2019) διεκδίκησε την ιδιότητα του συγγραφέα μετά τα πενήντα της. «Προηγουμένως, γύρω στα τριάντα, είχα ολοκληρώσει ένα μυθιστόρημα, αλλά ήταν τόσο άθλιο που το πέταξα. Κι αμέσως μετά στρώθηκα να μελετήσω τους κλασικούς που… έγραφαν καλά!» Η είσοδός της στο λογοτεχνικό προσκήνιο έγινε το '98 με το «Αυτή η αργή μέρα προχωρούσε», μυθιστόρημα πλημμυρισμένο από νοσταλγία για τη γενέτειρά της, την Ξάνθη, το οποίο της χάρισε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου του «Διαβάζω» και πολύ κουράγιο για τη συνέχεια. Ακολούθησαν το «Επικράνθη» και το «Οι μικρές απολαύσεις του κυρίου Ευαγγελινού», έργα που δεν συνάντησαν ανάλογο ενθουσιασμό από τους κριτικούς. Στα 65 της, όμως, με το τέταρτο βιβλίο της, το «Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι», σάρωσε πολλές διακρίσεις, ενώ στο μεσοδιάστημα πρόλαβε να αποκτήσει και την ιδιότητα της χαζογιαγιάς.
Διαβάζοντας κανείς το «Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι», απορεί: πώς η Αναστασέα όπλισε το χέρι του ήρωά της, πώς τον έβαλε να σκοτώνει έστω και κατά λάθος, και στη συνέχεια αφαίρεσε από το μυθιστορηματικό της κάδρο ό,τι οδήγησε στο φονικό; Όταν ξεκινάς την ιστορία σου με ανταλλαγές πυρών μεταξύ μιας ομάδας «μπάτσων» και του οδηγού μιας κλεμμένης μηχανής που βόλταρε ανέμελος στην Καισαριανή με την κοπέλα του, πώς και δεν νιώθεις την ανάγκη να εξηγήσεις στον αναγνώστη αν πρόκειται για απλό κλεφτρόνι ή για μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης; Κι όμως, εξαιτίας αυτού του ανθρώπου σκεπάζει η παγωνιά το σπιτικό που ζωντανεύει εδώ η Αναστασέα, φέρνοντας στην επιφάνεια απωθημένα πάθη και ανεπούλωτες πληγές. Η κοπέλα του νεαρού, προφυλακισμένη κι η ίδια στον Κορυδαλλό, εν ονόματι της αγάπης τους, όπως λέει, κρατάει κλειστό το στόμα της, δεν τον προδίδει. Και οι δικοί της, ακόμα κεραυνοβολημένοι αλλά σε απόσταση πια μεταξύ τους, σπάνε το κεφάλι τους για να καταλάβουν τι πήγε στραβά.
Μην πάει ο νους σας στον κόσμο του περιθωρίου ή σε «Πυρήνες της φωτιάς», μην περιμένετε βαθυστόχαστες κοινωνιολογικές αναλύσεις. «Σπίτι» είναι η λέξη που μετράει εδώ. Η Αναστασέα δίνει φωνή στα μέλη μιας μικροαστικής οικογένειας με φυγόκεντρες τάσεις, ανοίγει φιλόδοξο διάλογο με τον Φόκνερ και απολύτως συνειδητά αφήνει έξω από το βιβλίο την πολιτική:
«Όποτε τα δελτία ειδήσεων αναφέρονται σε παιδιά που σκοτώνουν ή σκοτώνονται, βλέπουμε στην οθόνη για λίγα δευτερόλεπτα τους γονείς τους και μετά πάει, δεν τους ξαναβλέπουμε. Εμένα όμως αυτό με απασχολούσε εξαρχής: Πώς αντιμετωπίζεις ως γονιός μια τέτοια συμφορά; Μήπως δεν συγκαταλέγονται και οι γονείς στις "παράπλευρες απώλειες" για τις οποίες γίνεται λόγος έπειτα από ανάλογα περιστατικά; Έστω και εμμέσως, όμως, δεν αποφεύγω να τοποθετηθώ πολιτικά». Πράγματι, στο ερώτημα που δεσπόζει στην καρδιά του μυθιστορήματος –για κάτι που αγαπάς σκοτώνεις ή σκοτώνεσαι;– η ίδια κλείνει το μάτι στον Σεμπρούν και παίρνει το μέρος της ζωής. «Αν δεν σε νοιάζει η ζωή του διπλανού σου, πώς θα δημιουργήσεις μια καλύτερη κοινωνία; Δεν πιστεύω στη βία ως μαμή της Ιστορίας. Εμείς δημιουργούμε τη μοίρα μας».
Σε αντίθεση με τα προηγούμενα έργα της, όπου οι ήρωες ήταν σταθερά προσηλωμένοι σε μια σχέση, σε ένα ιδανικό, στο «Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι» οι προδοσίες περισσεύουν. Αν εξαιρέσουμε, ωστόσο, τον νεαρό φονιά, όλοι οι υπόλοιποι χαρακτήρες, όσα λάθη κι αν χρεώνονται, στο τέλος βγαίνουν δικαιωμένοι. Η αγάπη συνήθως οδηγεί σε θαύματα, λέει με τον τρόπο της η Αναστασέα, και μας πείθει τελικά.