ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΕΝΤΥΠΩΝΟΝΤΑΙ τόσο βαθιά που δεν ξεθωριάζουν με τίποτα. Από μια τέτοια εικόνα πήρε φωτιά ο Ζαν-Μισέλ Γκενασιά κι έγραψε τη «Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων» (μετ. Φ. Βλαχοπούλου, Πόλις).
Μαθητής ακόμη, ο Γάλλος συγγραφέας είχε τύχει να δει τον Ζαν- Πολ Σαρτρ και τον Ζοζέφ Κεσέλ να παίζουν σκάκι στην πίσω αίθουσα ενός παρισινού μπιστρό ντουμανιασμένου απ’ τους καπνούς και ν' αστειεύονται μεταξύ τους σαν γυμνασιόπαιδα.
Τους ήξερε από την τηλεόραση, ήταν διάσημοι. Τι θα μπορούσε, άραγε, να κάνει τον κατεξοχήν φιλόσοφο του υπαρξισμού και τον συγγραφέα της «Ωραίας της ημέρας» να λύνονται στα γέλια; Και ποιοι να 'ταν όλοι εκείνοι οι άντρες γύρω τους που διασκέδαζαν με τις ισχνές τους επιδόσεις στη σκακιέρα, κρυμμένοι κι αυτοί πίσω από την κουρτίνα που χώριζε το μαγαζί στα δυο;
Ένας μαθητής, ονόματι Μισέλ Μαρινί, κρατά το ρόλο του αφηγητή και στη «Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων». Το alter ego του Γκενασιά, εν έτει 1959, είναι ένας συστηματικός κοπανατζής από το φημισμένο γυμνάσιο Henri IV αλλά και φανατικός βιβλιοφάγος –τον συναντάμε στη φάση που έχει ανακαλύψει τον Καζαντζάκη–, ο οποίος καταφεύγει κάθε λίγο και λιγάκι στο “Balto” της πλατείας Ντανφέρ Ροσφό, σε άψογη φόρμα, για μια, και δυο, και τρεις παρτίδες ποδοσφαιράκι, μακριά απ' τις σκοτούρες του σχολείου και του σπιτιού.
Ο Γκενασιά χτύπησε φλέβα. Γιατί, παρότι επικεντρώνεται στην προδοσία των ιδανικών και στα δράματα που προκάλεσαν οι κυρίαρχες ιδεολογίες στον 20ό αιώνα, μοιράζει σοφά τις επτακόσιες σελίδες του βιβλίου ανάμεσα στις πικρές εμπειρίες των θαμώνων του “Balto” και στην –όχι και τόσο ανέμελη καθημερινότητα– του νεαρού ήρωα.
Όμως το ομώνυμο μπιστρό λειτουργεί σαν στέκι και γι' άλλους. Αποτελεί την έδρα μιας παρέας σκακιστών τα μέλη της οποίας είναι πρόσφυγες από κομμουνιστικές χώρες – Ούγγροι, Ρουμάνοι, Ανατολικογερμανοί, Πολωνοί, Σοβιετικοί, Τσεχοσλοβάκοι. Άντρες σαν φαντάσματα, παρίες χωρίς φράγκο και με πτυχία που δεν αναγνωρίζονται στη Δύση, ξεκομμένοι οριστικά από γυναίκα και παιδιά, με μοναδική τους έγνοια την επιβίωση. Άντρες που, όπως πληροφορείται ο πιτσιρικάς, ο Σαρτρ φροντίζει συχνά πυκνά να τους χαρτζιλικώνει.
Άλλοι έχουν εγκαταλείψει τις πατρίδες τους υπό δραματικές συνθήκες, άλλοι με πρόσχημα μια διπλωματική αποστολή ή ένα επιχειρηματικό ταξίδι. Κάποιοι είχαν υπάρξει κομμουνιστές «μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής τους», μέχρι που ανακάλυψαν «πόσο φρικτό ήταν το σύστημα και ότι είχαν πιαστεί στη δική του παγίδα». Ορισμένοι παραμένουν κομμουνιστές κι ας λογαριάζονται τώρα ως αποστάτες απ' το κόμμα.
Ξεχωριστή δε περίπτωση ανάμεσά τους, ως προς τον φανατισμό, την κυκλοθυμία και την ευθιξία του, είναι ο Γρηγόρης Πέτρουλας, φυγάς από τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, «επικηρυγμένος από εξτρεμιστές φιλοβασιλικούς». Όλοι τους έχουν συμφωνήσει πως επί γαλλικού εδάφους θα συνεννοούνται στα γαλλικά. Όταν όμως στις συζητήσεις τους αναβιώνουν παλιά πάθη, ανταγωνισμοί και μίση, ξεμένουν από λεξιλόγιο. Κι όσο ο Μαρινί ανακατεύεται μαζί τους, παίρνει μαθήματα που θα τον συντροφεύουν μια ζωή...
Ο Ζαν-Μισέλ Γκενασιά, γεννημένος στο Αλγέρι τo 1950 και δικηγόρος στο επάγγελμα, μολονότι το ΄86 είχε δημοσιεύσει ένα νουάρ για το οποίο μάλιστα είχε βραβευτεί, απομακρύνθηκε για καιρό από το λογοτεχνικό προσκήνιο. Με το που επανεμφανίστηκε, όμως, σηματοδότησε ένα από τα εκδοτικά γεγονότα του 2009. Με πωλήσεις που ξεπέρασαν τα 200.000 αντίτυπα η «Λέσχη...» του τιμήθηκε με το Γκονκούρ που δίνουν οι μαθητές λυκείου στη Γαλλία κι εγκωμιάστηκε σαν ένα λαϊκό μυθιστόρημα, «με την ευγενέστερη έννοια του όρου», που διαφυλάσσει τα συναισθήματα χωρίς να γλιστράει ποτέ στον διδακτισμό.
Πράγματι, ο Γκενασιά χτύπησε φλέβα. Γιατί, παρότι επικεντρώνεται στην προδοσία των ιδανικών και στα δράματα που προκάλεσαν οι κυρίαρχες ιδεολογίες στον 20ό αιώνα, μοιράζει σοφά τις επτακόσιες σελίδες του βιβλίου ανάμεσα στις πικρές εμπειρίες των θαμώνων του “Balto” και στην –όχι και τόσο ανέμελη καθημερινότητα– του νεαρού ήρωα.
Κι όπως διατηρεί αμείωτο το σασπένς, κρατώντας σαν επτασφράγιστο μυστικό γιατί απαγορεύεται δια ροπάλου σ' έναν ρακένδυτο, καλλιεργημένο Ρώσο, να πατήσει το πόδι του στη λέσχη, ο Γκενασιά δεν σταματά στιγμή να παρακολουθεί τον Μαρινί καθώς μεγαλώνει στη Γαλλία του Ντε Γκολ και του πολέμου της Αλγερίας, ανακαλώντας έτσι διλήμματα και καταστάσεις που σημάδεψαν μια ολόκληρη γενιά.
Την ώρα που ο δωδεκάχρονος Μαρινί ανακαλύπτει το ροκ εντ ρολ, τον έρωτα, τη νουβέλ βαγκ, την τέχνη της φωτογραφίας, και μυείται μέσα από τις αφηγήσεις των «αθεράπευτα αισιόδοξων» στις θηριωδίες του σταλινισμού, ο γάμος των γονιών του διαλύεται από αγεφύρωτες ταξικές αντιθέσεις και ο μεγάλος του αδελφός λιποτακτεί από το αλγερινό μέτωπο, έχοντας προηγουμένως στείλει επιστολές σαν κι αυτή: «Πρέπει να τα τινάξουμε όλα στον αέρα... Έγιναν επαναστάσεις και πόλεμοι. Κυβερνήσεις ανατράπηκαν. Τίποτε δεν αλλάζει. Οι πλούσιοι παραμένουν πλούσιοι και οι φτωχοί παραμένουν φτωχοί... Όσο δεν κάνουμε μια νέα επανάσταση και δεν καρατομούμε αυτούς που έχουν σφετεριστεί την οικονομική εξουσία, θα 'μαστε απλώς όλο λόγια...».
Το μυθιστόρημα του Γκενασιά ολοκληρώνεται νωρίτερα, αλλά ο Μάης του '68 δεν είναι μακριά.