ΌΛΟΙ ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ έχουν ημερομηνία λήξης, υπακούοντας στον αλγεινό νόμο της εντροπίας, που δεν είναι όμως κοινή για όλους. Κάποια έντομα ζουν λίγες μόλις ώρες, ο καρχαρίας της Γροιλανδίας, πάλι, ξεπερνά τα 400 χρόνια. Οι θαλάσσιες χελώνες φτάνουν τα 150 ενώ η ύδρα (όχι η Λερναία!) και ένα είδος τσούχτρας που έχουμε και στη Μεσόγειο είναι, θεωρητικά, αθάνατα είδη.
Ο άνθρωπος, ωστόσο, η «κορωνίδα της δημιουργίας», έχει μια σχετικά σύντομη ζωή, παρότι τον τελευταίο αιώνα αύξησε σημαντικά το προσδόκιμο της ζωής του χάρη στη άνοδο του βιοτικού επιπέδου που κατάφεραν οι επιστημονικές και τεχνολογικές πρόοδοι – ο παγκόσμιος μέσος όρος σήμερα έχει «σκαρφαλώσει» στα +71 έτη από τα 48 που υπολογιζόταν τη δεκαετία του ’50.
«Οι άνθρωποι διανύουμε πλέον το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας σε πίστωση χρόνου την οποία δεν είχε υπολογίσει η μητριά μας η φύση», γράφει ο βραβευμένος Βρετανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Μπράιαν Άπλγιαρντ. Το ερώτημα του πώς ακριβώς και για ποιον λόγο οι οργανισμοί και ιδιαίτερα οι άνθρωποι γερνούν βασανίζει τους επιστήμονες για αιώνες, χωρίς ωστόσο να έχουν καταλήξει κάπου. «Είναι το γήρας και ο θάνατος αναπόφευκτα ή μήπως αποτελούν γονιδιακά προγραμματισμένες διαδικασίες, μια πάθηση που μπορεί να αντιμετωπιστεί, ακόμα και να θεραπευτεί, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι επιστήμονες;» διερωτάται στην εισαγωγή του τελευταίου της βιβλίου η Sue Armstrong.
Επιστημονική συγγραφέας με ειδίκευση σε ιατρικά θέματα, συνεργάτιδα του ΠΟΥ, του BBC και του «New Scientist», η Armstrong γράφει πολύ σωστά ότι ο κυριότερος παράγοντας κινδύνου για μια σειρά νοσημάτων, από την οστεοπόρωση και την καρδιακή ανεπάρκεια μέχρι το Αλτσχάιμερ και τον καρκίνο, είναι η προχωρημένη ηλικία· ότι η μεγαλύτερη πρόκληση του 21ου αιώνα, μαζί με την κλιματική αλλαγή, είναι η γήρανση του πληθυσμού στον ανεπτυγμένο ειδικά κόσμο και ότι αν πετυχαίναμε να αντιστρέψουμε αυτήν τη διαδικασία και καλύτερη ποιότητα ζωής θα απολαμβάναμε και θα ελαφρύναμε το ολοένα αυξανόμενο κόστος της νοσοκομειακής περίθαλψης.
Γενετιστές, γεροντολόγοι και άλλοι ειδικοί έχουν ριχτεί σε μια επική μάχη που θυμίζει αυτήν του Διγενή με τον Χάρο στα μαρμαρένια αλώνια. Ματαιόδοξη ή μη, η επιθυμία για οριστική νίκη επί των γηρατειών και την επίτευξη της αιώνιας νεότητας είναι πολύ παλιά – αρκεί να θυμηθούμε τον θρύλο του «αθάνατου νερού» αλλά και εκείνον των βαμπίρ.
Επειδή, όμως, η καλύτερη θεραπεία είναι πάντα η πρόληψη, η σωματική καθώς και η πνευματική άσκηση, η σωστή και κατά προτίμηση λιτή διατροφή, η καλή ψυχολογία και η ευζωία μπορούν επίσης να «φρενάρουν» τα γηρατειά, ανανεώνοντας την «πίστωση χρόνου» που μας έχει δοθεί. Διότι καλή και ευπρόσδεκτη η μακροζωία, αλλά τι να την κάνεις άμα κακοπερνάς;
Η συγγραφέας ξεκινά με τη θεώρηση του γήρατος από την αρχαιότητα μέχρι τον ύστερο 19ο αιώνα, οπότε εμφανίστηκε η πρώτη νεωτερική τους επιστημονική προσέγγιση από τον Άνγκους Βάισμαν. Στη συνέχεια παραθέτει διάφορες επιστημονικές και επιστημονικοφανείς θεωρίες που προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τους μηχανισμούς του γήρατος και την πιθανότητα αντιστροφής τους, άλλες με μεγαλύτερη κι άλλες με μικρότερη έως καθόλου επιτυχία, αλλά με μεγάλο οικονομικό όφελος για κάποιους εμπνευστές τους –πρόκειται άλλωστε για ένα πεδίο πολύ κερδοφόρο για τους επιτήδειους–, από τα εμβρυακά βλαστοκύτταρα, τα τελομερή, τη ραπαμυκίνη και τη μετφορμίνη μέχρι τα κληρονομικά χαρακτηριστικά που είναι εγγεγραμμένα στο DNA μας.
Αρκετά χρήσιμα συμπεράσματα βγήκαν και από τις παρατηρήσεις σε αναπάντεχα συγγενικά μας από γενετικής πλευράς είδη όπως ο νηματώδης σκώληκας, η φρουτόμυγα και η κοινή μύγα. Διαβάζω μάλιστα ότι ο Τόμας Χαντ Μόργκαν, που θεωρείται πατέρας της Γενετικής, διατηρούσε για ερευνητικούς λόγους ένα ολόκληρο δωμάτιο με μύγες απ’ όπου εμπνεύστηκε, πιθανότατα, ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ το εμβληματικό κινηματογραφικό θρίλερ «Η Μύγα» (1986).
Στο βιβλίο αναφέρονται διάφορα αντιγηραντικά φάρμακα και θεραπείες που έχουν κατά καιρούς δοκιμαστεί στο πλαίσιο μιας επιστήμης που πλέον αντιμετωπίζει τα γηρατειά ως ασθένεια και μάλιστα ιάσιμη – ακόμα και καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές βλέπω στις ειδήσεις αφενός μια πολλά υποσχόμενη ουσία που παρασκευάζεται από το δέρμα γαϊδουριών, με πολύ αρνητικές συνέπειες δυστυχώς για τον πληθυσμό τους, αφετέρου για τις γενναίες επενδύσεις στον κλάδο μεγιστάνων όπως ο Μπέζος και ο Ζάκερμπεργκ. Τα βαριά νοσήματα επίσης «κόβουν χρόνια», ενδιαφέρον επίσης έχει το πόσο επηρεάζει τον οργανισμό μας το πένθος, που ρίχνει το ανοσοποιητικό – εκεί οφείλονται οι γρήγοροι θάνατοι ανθρώπων που έχασαν προσφιλή τους πρόσωπα και όχι στον καημό τους.
Η Armstrong κάνει, μεταξύ άλλων, εκτενείς αναφορές στην άνοια και στο Αλτσχάιμερ, στο HIV/AIDS και στους παράγοντες που επηρεάζουν το προσδόκιμο ζωής των οροθετικών, στην αξία της ολιστικής αλλά και της εξατομικευμένης ιατρικής καθώς επίσης στο πολλά υποσχόμενο πρόγραμμα δοκιμής αντιγηραντικών φαρμάκων TAME που «τρέχει» από το 2013. Ωστόσο, μη βιάζεστε να ενθουσιαστείτε.
Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει η συγγραφέας, από τις 25.000 χημικές ενώσεις που δημιουργούνται εργαστηριακά κάθε χρόνο στη Βρετανία, μόνο 25 δοκιμάζονται σε ανθρώπους, 5 το πολύ βγαίνουν στην αγορά, ενώ μόλις μία αποσβένει την επένδυση. Ανάλογη είναι η κατάσταση στις ΗΠΑ και άλλες χώρες, όπου οι δοκιμές για νέα φάρμακα έχουν γίνει πολύ απαιτητικές. Το υψηλό κόστος έστρεψε την έρευνα σε ήδη υπάρχοντα φάρμακα που αρχικά σχεδιάστηκαν για συγκεκριμένες παθήσεις, ώστε να διαπιστωθεί πού αλλού θα μπορούσαν να έχουν εφαρμογή – ένα επιτυχημένο παράδειγμα είναι αυτό της σιλδεναφίλης (Viagra) που αρχικά προοριζόταν για τη στηθάγχη, ίσως κάποια άλλη ουσία που δεν υποψιαζόμαστε καν ακόμα να βρεθεί ότι αναστέλλει το γήρας.
Επειδή, όμως, η καλύτερη θεραπεία είναι πάντα η πρόληψη, η σωματική καθώς και η πνευματική άσκηση, η σωστή και κατά προτίμηση λιτή διατροφή, η καλή ψυχολογία και η ευζωία μπορούν επίσης να «φρενάρουν» τα γηρατειά, ανανεώνοντας την «πίστωση χρόνου» που μας έχει δοθεί. Διότι καλή και ευπρόσδεκτη η μακροζωία, αλλά τι να την κάνεις άμα κακοπερνάς; Ακόμα, όμως, κι αν την επιτύχουμε με τους καλύτερους δυνατούς όρους, αναδύεται μια σειρά άλλων προβλημάτων, όπως το εργασιακό, το ασφαλιστικό, ένα τεράστιο «χάσμα των γενεών», μια πιθανή επιδείνωση των ανισοτήτων, το ζήτημα του υπερπληθυσμού κ.λπ. που ακροθιγώς αναφέρονται εδώ, αλλά θα μπορούσαν να αποτελέσουν υλικό για ένα επόμενο βιβλίο, κάτι που ισχύει και για την επικερδέστατη –και όχι πάντα αξιόπιστη– «βιομηχανία νεότητας» που ήρθε να προστεθεί σε αυτήν της ομορφιάς. Στα «συν» του παρόντος πονήματος είναι, τέλος, η ρέουσα, γλαφυρή αφήγηση που συνδυάζει ερευνητικά δεδομένα και τεχνικές λεπτομέρειες με προσωπικές εμπειρίες και συναρπαστικές αφηγήσεις για τα μεγάλα επιστημονικά επιτεύγματα του κλάδου και τους πρωταγωνιστές τους, όπως και η πολύ καλή προσπάθεια να αποδοθούν στα ελληνικά ένα σωρό επιστημονικοί νεολογισμοί από τη μεταφράστρια και επιστημονική επιμελήτρια Ευρυδίκη Κραββαρίτη.