Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΤΗΣ Carl Rollyson είναι υπεύθυνος για τους δύο τόμους που καταγράφουν ολόκληρη την ζωή της Σίλβια Πλαθ μέσω των ημερολογίων, των σημειωμάτων και των αφηγήσεών της, και κυκλοφόρησαν πρόσφατα με τίτλο Sylvia Plath Day by Day Volume 1 (1932-1955), και Sylvia Plath Day by Day Volume 2 (1955-1963) αντίστοιχα. Στο παρακάτω κείμενο, ο ίδιος σταχυολογεί τις αναφορές της ποιήτριας στις δύο μεγάλες «αδυναμίες» της: το shopping και (κυρίως) το σεξ.
Στο ευρετήριο του πρώτου τόμου του βιβλίου Sylvia Plath Day by Day (1932-1955), έχω πάνω από εκατό καταχωρήσεις για shopping – μόνη της, με τη μητέρα της, με τους συντρόφους της, με τις φίλες της, με τα παιδιά που πρόσεχε ως babysitter. Τα ψώνια ήταν απολύτως απαραίτητα για την ευημερία της. Ο δεύτερος τόμος, Sylvia Plath Day by Day (1955-1963), που παρακολουθεί τη ζωή της μέχρι τις τελευταίες της μέρες, περιέχει άλλες εκατό και πλέον σχετικές καταχωρήσεις. Τα ψώνια (κατά προτίμηση σε ακριβά μαγαζιά) ανέβαζαν τη διάθεσή της όσο και η ιππασία, η ζαχαροπλαστική και η κηπουρική. Συζητούσε με τους υπαλλήλους των καταστημάτων και δημιουργούσε μια κοινότητα αμοιβαίου ενδιαφέροντος – στη Βοστώνη, στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο αλλά και στο Ντέβον όπου εγκαταστάθηκε με τον Τεντ Χιουζ και όπου ο γάμος τους διαλύθηκε αφού εξόρισε τον άπιστο σύζυγό της από το σπίτι και την οικογενειακή ζωή που πίστευε ότι θα εκτιμούσε όσο και εκείνη.
Απ' όσο μπορώ να διαπιστώσω, ο Τεντ Χιουζ δεν πήγε ποτέ για ψώνια με τη Σίλβια Πλαθ. Θεωρούσε τη ροπή της στη μόδα και τις υλιστικές της επιθυμίες ασυγχώρητα επιπόλαιες και επιφανειακές. «Πρέπει να περιορίσω τη μανία μου να αγοράζω φορέματα», έγραφε στον εαυτό της στις 9 Μαΐου 1958, ενώ το παντρεμένο ζευγάρι ζούσε στο Νορθχάμπτον της Μασαχουσέτης.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, μόνη της στο Λονδίνο στις τελευταίες της μέρες, ψώνιζε σαν τρελή, πέταγε στα σκουπίδια τα ρούχα που φορούσε στην επαρχία, απολάμβανε ένα νέο χτένισμα αλλά και τα σφυρίγματα θαυμασμού στον δρόμο. Είχε καταπιέσει ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού της για να ευχαριστήσει τον άντρα του οποίου την απεριποίητη, συχνά βρόμικη εμφάνιση είχε μάθει να ανέχεται.
Η Πλαθ απολάμβανε το σκληρό δούναι και λαβείν του σεξ και του γάμου της με τον Χιουζ. Τα ημερολόγιά της αφηγούνται καυγάδες και συγκρούσεις, αλλά ποτέ καμία μετάνοια, μέχρι που ο Χιουζ αποσύρθηκε στον εαυτό του, αφού απέκτησε παιδιά, και οι σεξουαλικές επαφές μεταξύ τους ουσιαστικά τερματίστηκαν. Σε ένα γράμμα της έγραφε ότι δεν ήταν διατεθειμένη να υπομείνει τη δυσχερή θέση της «αγάμητης συζύγου».
Η καταγραφή της ζωής της Πλαθ με βοήθησε να κατανοήσω βαθύτερα το γιατί την κέρδισε αυτός ο προβληματικός άνθρωπος. Σε ένα γράμμα της 7ης Μαΐου 1957 προς τον αδελφό της, ανέφερε τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος (που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ) με τον προσωρινό τίτλο Hill of Leopards, το οποίο εξερευνούσε τη «θετική αποδοχή της σύγκρουσης, της αβεβαιότητας και του πόνου ως το έδαφος για την αληθινή γνώση και τη ζωή». Έβλεπε στον Χιουζ, μια πανύψηλη φιγούρα που στεκόταν επιβλητικά ανάμεσα στους κολλητούς του στο Κέιμπριτζ, που τον λάτρευαν, ακριβώς το είδος της πρόκλησης για «θετική αποδοχή» που θα εκπλήρωνε την ίδια ως γυναίκα και καλλιτέχνη, και που κανένας άλλος άνδρας δεν είχε πλησιάσει καν στο να ικανοποιήσει.
Το πρόβλημα με τους άνδρες πριν από τον Χιουζ είναι ότι η Πλαθ τους κυρίευε εύκολα – κάποιες φορές απολάμβανε μια σεξουαλική συμβατότητα μαζί τους, αλλά στο τέλος πάντα αισθανόταν ότι τους είχε χρησιμοποιήσει εξαντλώντας την προοπτική διάρκειας της σχέσης. Ο Ρίτσαρντ Σασούν, ο μόνος υποψήφιος πριν από τον Χιουζ που η Πλαθ πίστευε ότι θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι ισάξιός της, την εγκατέλειψε όταν εκείνη πήγε να τον αναζητήσει στο Παρίσι.
Όταν η Πλαθ διάβασε για πρώτη φορά την ποίηση του Χιουζ στις αρχές του 1956, έμεινε άναυδη από το σθένος και τη βία της – σε τέτοιο βαθμό που όταν τελικά στράφηκε εναντίον του, τον θεωρούσε δολοφόνο με κριτήριο εκείνη την πρώτη ανάγνωση. Η Πλαθ είχε ακούσει ότι ο Χιουζ ήταν μέγας γυναικοκατακτητής, ή όπως τον αποκαλούσε ένας από τους ερωτικούς της συντρόφους στο Κέιμπριτζ, «ο μεγαλύτερος "αποπλανητής" του πανεπιστημίου». Ακόμα και στον αδελφό της καυχιόταν για τους σωματικούς της καβγάδες με τον Χιουζ, αλλά του έλεγε επίσης ότι αν ποτέ προσπαθούσε πραγματικά να τον ξεπεράσει, θα τη χτυπούσε. Μια από τις αγαπημένες της ταινίες ήταν το La Belle et la Bête («Η ωραία και το τέρας») του Κοκτό.
Το 1949, η Πλαθ έγραφε στο ημερολόγιό της: «Λαχταρώ την τυφλή, καυτή και ανεύθυνη απόλαυση του να συνθλίβομαι πάνω στο σώμα ενός άνδρα. Θέλω να αποπλανηθώ... να ακούσω έναν άντρα να βογκάει βραχνά, γιατί εκείνη τη στιγμή είμαι η νικήτρια». Κάποια στιγμή, μετά από θεραπεία με την ψυχίατρο Ρουθ Μπάουσερ, η Πλαθ, εφοδιασμένη με διάφραγμα, άρχισε να κάνει πιο συχνά σεξ, σημειώνοντας για πρώτη φορά στις 7 Αυγούστου 1955 στο ημερολόγιό της ότι έκανε «καλό έρωτα με τον Πίτερ Ντέιβινσον», έναν επιμελητή βιβλίων.
Αφού η Πλαθ έφυγε για την Αγγλία για να σπουδάσει στο Κέιμπριτζ με υποτροφία Fulbright, ο Ντέιβισον ένιωσε χρησιμοποιημένος και προδομένος. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1955, πάνω στο πλοίο με προορισμό την Αγγλία, είχε ένα ειδύλλιο με τον μελετητή Καρλ Σάκιν, το οποίο επίσης κατέγραψε ως «καλό έρωτα». Έφτασε στο Λονδίνο στις 29 Σεπτεμβρίου και λίγο αργότερα σημείωνε ότι «έκανε έρωτα» με τον Τζον Γουάιτσαϊντ, πρώην ερωτικό παρτενέρ της φίλης της, Σου Γουέλερ. Στο Κέιμπριτζ γνώρισε τον Μάλορι Γουόμπερ και απόλαυσαν μαζί, όπως έγραψε στο ημερολόγιό της, στις 20 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, «μουσική & έρωτα».
Οι σεξουαλικές αναζητήσεις συνεχίστηκαν και η ερωτική σχέση της με τον Μάλορι αναβαθμίστηκε σε «καλό, δυνατό έρωτα», όπως έγραφε στις 27 Νοεμβρίου. Στις 8 Ιανουαρίου 1956, πίστευε ότι είχε φτάσει σ’ ένα είδος ερωτικού ζενίθ αφού επισκέφτηκε τον Σασούν στο Παρίσι πριν επιστρέψει στις σπουδές της στο Κέιμπριτζ και έκαναν «καλό αποχαιρετιστήριο έρωτά», μόνο και μόνο για να απογοητευτεί αναζητώντας τον λίγους μήνες αργότερα ενώ εκείνος την απέφευγε.
Ένας Άγγλος φίλος, ο Κρίστοφερ Λέβενσον, εμφανίστηκε στις 9 Φεβρουαρίου για απογευματινό καφέ και «θερμή αγάπη». Ο Γκάρι Χάουπτ, ένας φοιτητής από το Γιέιλ που είχε έρθει για σπουδές στο Κέιμπριτζ, αναφέρεται στις 17 Μαρτίου με τον κρυπτικό προδιορισμό «νυχτερινή αγάπη», ενώ στις 30 Μαρτίου ακολουθεί η τέλεση της «ερωτικής πράξης», όπως γράφει. Για καμία από τις συνευρέσεις της δεν αφιερώνει παρά μερικές λέξεις μόνο.
Στο μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο συναντήσεων με τον Χάουπτ, στις 23 Μαρτίου, στις 5:00 π.μ. στο Λονδίνο, στην γκαρσονιέρα της οδού Rugby όπου έμενε μερικές φορές ο Χιουζ, η Πλαθ ανέφερε στο ημερολόγιό της: «πληγωμένη και ταραγμένη από την αδίστακτη συμπεριφορά του Τεντ που με αποκάλεσε με λάθος όνομα». Την είχε αποκαλέσει Σίρλεϊ, το όνομα της κοπέλας που ήταν μαζί όταν πρωτογνώρισε την Πλαθ σε ένα πάρτι στο Κέιμπριτζ, όπου η βραδιά κατέληξε με την Σίλβια να τον δαγκώνει στο πρόσωπο και τον Τεντ να της τραβά βίαια από το αυτί ένα από τα σκουλαρίκια της.
Η λέξη αγάπη (ή έρωτας) δεν υπάρχει πουθενά στην αφήγησή της για εκείνη την έντονη συνάντηση, την οποία χαρακτήριζε στις 26 Μαρτίου ως «την άγρυπνη νύχτα ολοκαυτώματος με τον Τεντ». Αλλά στις 14 Απριλίου ήταν έτοιμη για περισσότερα: «εξαντλητική νύχτα ερωτικής πράξης», ανέφερε, και «απαίσια όνειρα». Αλλά την επόμενη μέρα, προσθέτοντας μια μόνο λέξη σ’ αυτό που είχε γράψει για κάθε σεξουαλικό σύντροφο πριν από τον Χιουζ, έδωσε το στίγμα ότι είχε βρει επιτέλους τον άνθρωπό της: «καλός βίαιος έρωτας».
Η Πλαθ ήξερε ότι βρισκόταν σε ένα σημείο καμπής. Αμφέβαλλε ότι ο Χιουζ την αγαπούσε πραγματικά και έγραφε ότι ένιωθε «μαχαιρωμένη από εκείνον» ενώ συγχρόνως παρακινούσε η ίδια τον εαυτό της: «Άφησέ τον να φύγει. Έχεις τα κότσια». Αλλά εκείνος ήταν ακαταμάχητος.
Μεταξύ 19 Απριλίου και 24 Αυγούστου, το ζευγάρι έκανε έρωτα τουλάχιστον σαράντα φορές, συνευρέσεις τις οποίες η Πλαθ περιέγραφε συνήθως με προσδιορισμούς όπως «καλός» (έρωτας), «ήρεμος» αλλά και κάποιες φορές «εξαντλητικός». Έκαναν έρωτα σε ένα χωράφι, στο δωμάτιό της στο Κέιμπριτζ, στο Λονδίνο, στο Παρίσι και μια φορά σε ένα παγκάκι στο πάρκο. Παντρεύτηκαν στις 16 Ιουνίου 1956 αλλά στις 24 Σεπτεμβρίου η Σίλβια παραπονιόταν: «καθόλου καλός έρωτας από το Παρίσι και μετά, και μια αυξανόμενη αίσθηση ασφυξίας και μοναξιάς».
Η Πλαθ απολάμβανε το σκληρό δούναι και λαβείν του σεξ και του γάμου της με τον Χιουζ. Τα ημερολόγιά της αφηγούνται καυγάδες και συγκρούσεις, αλλά ποτέ καμία μετάνοια, μέχρι που ο Χιουζ αποσύρθηκε στον εαυτό του, αφού απέκτησε παιδιά, και οι σεξουαλικές επαφές μεταξύ τους ουσιαστικά τερματίστηκαν. Σε ένα γράμμα της έγραφε ότι δεν ήταν διατεθειμένη να υπομείνει τη δυσχερή θέση της «αγάμητης συζύγου».
Την τελευταία εβδομάδα της ζωής της, η Σίλβια Πλαθ –που τόσο επιμελώς κατέγραφε την σεξουαλική της δραστηριότητα, δίκην αρχείου ή ως επιμελής «λογίστρια του πηδήματος»– σταμάτησε να κρατάει ημερολόγιο, και ούτε άφησε πίσω της άλλες σημειώσεις, απ' όσο μπορούμε να γνωρίζουμε, καταλήγοντας ίσως στο συμπέρασμα ότι δεν στέρεψαν πια οι «καλοί βίαιοι έρωτες» ή οι ερωτικοί σύντροφοι που θα την βοηθούσαν να κατακτήσει αυτή τη «θετική αποδοχή της σύγκρουσης, της αβεβαιότητας & του πόνου ως το έδαφος για την αληθινή γνώση και τη ζωή».
Η αληθινή γνώση και ζωή δεν μπορούν, φυσικά, να ποσοτικοποιηθούν, και η Πλαθ δεν έζησε αριθμώντας απλώς τις μέρες και τις δραστηριότητές της – διανοητικές, κοινωνικές και σεξουαλικές. Αλλά όταν οι αριθμοί βγαίνουν από την αφήγηση, προκειμένου να εξορκιστεί η ανία της παρουσίασης μιας ζωής ως ευρετήριο, κάτι χάνεται επίσης. Όπως γράφει ο Τομ Στόπαρντ στο θεατρικό του έργο «Ναυάγιο»: «Η φύση δεν περιφρονεί αυτό που ζει μόνο για μια μέρα. Ρίχνει ολόκληρο τον εαυτό της σε κάθε στιγμή».
Με στοιχεία από το Literary Hub