ΦANTAΣΤΕΙΤΕ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ειδικευμένο στο μυθιστόρημα, που θα υποδέχεται με το σταγονόμετρο τις νέες κυκλοφορίες, που δεν θ’ ανατροφοδοτεί τους πάγκους του από τις λίστες των μπεστ-σέλερ, ούτε θα υποκύπτει στις οικονομικές διευκολύνσεις και τις μεθόδους μάρκετινγκ των μεγάλων εκδοτών.
Ένα βιβλιοπωλείο εξοπλισμένο με αριστουργήματα όλων των εποχών απ’ όλες τις ηπείρους, που θα εξαρτά την επιβίωσή του από την εκτίμηση μιας υποψιασμένης πελατείας, στα μάτια της οποίας η λογοτεχνία δεν είναι μόνο μια ανεξάντλητη πηγή απόλαυσης αλλά κι ένας τρόπος μαθητείας στην τέχνη της ζωής.
Τι περιθώρια υπάρχουν σήμερα για μια τέτοια επιχείρηση; Πόσο θ’ άντεχε μια τέτοια όαση σ’ ένα τοπίο εμπορευματοποίησης των πάντων; Ακόμα όμως κι αν υποθέσουμε ότι βρίσκεται ο μαικήνας με τ’ απαραίτητα κεφάλαια για τη δημιουργία της, τι μας διαβεβαιώνει ότι η ελιτίστικη πολιτική της δεν θα γύριζε σαν μπούμερανγκ εναντίον της έχοντας προκαλέσει την ευθιξία, τον φθόνο, ακόμα και το μίσος των εξοβελισμένων απ’ αυτήν;
Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, τι σημαίνει «καλό» μυθιστόρημα; Ποιος το αποφασίζει; Πώς ιεραρχούνται οι αισθητικές μας προτιμήσεις; Είναι ή δεν είναι το γούστο υποκειμενικό;
Θα περιλαμβανόταν άραγε το μυθιστόρημα της Κοσέ σ’ ένα βιβλιοπωλείο σαν κι αυτό που επινόησε; Όχι απαραίτητα, αποφάνθηκαν ορισμένοι συμπατριώτες της κριτικοί, δυσαρεστημένοι με τις «κοιλιές» της πλοκής, κυρίως. Σε γενικές γραμμές, εντούτοις, υποκλίθηκαν στον ζήλο της να πλέξει το εγκώμιο της λογοτεχνίας, μέσα από ένα προγραμματικό μυθιστόρημα, μεταξύ λιβέλου και ρεπορτάζ, μεταξύ θρίλερ και ρομάντζου, σαν διδακτικό παραμύθι για μεγάλους.
Ιδού μερικά από τα ερωτήματα που θέτει η Γαλλίδα δημοσιογράφος, κριτικός και συγγραφέας Λοράνς Κοσέ στο «Καλό μυθιστόρημα», το δεύτερο βιβλίο της μετά την «Απόδειξη» που κυκλοφόρησε στα ελληνικά (μετ. Α. Κυριακίδης, Πόλις, 2011).
Κι όπως σ’ εκείνο συνδύαζε την αστυνομική πλοκή με την θεολογία και τον πολιτικό στοχασμό, έτσι και σ’ αυτό υιοθετεί τις τεχνικές του σασπένς και του μυστηρίου για να εξερευνήσει τα ήθη του παρισινού λογοτεχνικού μικρόκοσμου και της σύγχρονης βιβλιαγοράς, μέσα από το χρονικό ενός ανάλογου, επινοημένου εγχειρήματος, τόσο αμφιλεγόμενου όσο και ουτοπικού.
Ο τίτλος του μυθιστορήματος της Κοσέ ταυτίζεται με την επωνυμία του μικρού, επιλεκτικού βιβλιοπωλείου που στήνουν στην αριστερή όχθη του Παρισιού οι βασικοί ήρωές της, η Φραντσέσκα και ο Ιβάν – μια αριστοκράτισσα κι ένας μποέμ. Κληρονόμος μιας τεράστιας περιουσίας η πρώτη, είναι μια όμορφη, εσωστρεφής γυναίκα που παλεύει να συμφιλιωθεί με τον πρόωρο θάνατο της κόρης της πλάι σ’ έναν όλο και πιο κυνικό σύζυγο, αποφασισμένη να κάνει κάτι για το κοινό καλό.
Όσο για τον Ιβάν, είναι ένας ιδεαλιστής βιβλιοπώλης, απομεινάρι του Μάη του ΄68, πρώην δάσκαλος, πρώην περιπλανώμενος χίπης με λερωμένο ποινικό μητρώο, που ακολουθεί την Φραντσέσκα από τις Άλπεις στην πρωτεύουσα, αισιόδοξος μεν για το πείραμά τους αλλά κι εντελώς ανύποπτος για τον θρίαμβο που θα γνωρίσουν και για τον λυσσαλέο πόλεμο που θα δεχτούν.
Όλα αυτά ο αναγνώστης τ’ ανακαλύπτει καθ’ οδόν και αναδρομικά, στο πλαίσιο μιας άτυπης αστυνομικής έρευνας που διεξάγεται υπό το βλέμμα ενός βιβλιοφάγου ανακριτή. Αφορμή γι’ αυτήν, οι βίαιες επιθέσεις που δέχονται τρεις φιλήσυχοι πολίτες, σε διαφορετικά σημεία της χώρας, κι ενώ το βιβλιοπωλείο έχει συμπληρώσει έναν χρόνο ζωής. Κοινό χαρακτηριστικό των θυμάτων είναι η συγγραφική τους ιδιότητα. Κι ακόμα, η συμμετοχή τους, μέσα σε συνθήκες άκρας μυστικότητας, στην οχταμελή επιτροπή που είχαν συστήσει ο Ιβάν και η Φραντσέσκα, προκειμένου να καταλήξουν στη βασική συλλογή των «καλών» μυθιστορημάτων του καταστήματος.
Μέσα σ’ έναν χρόνο κι έπειτα από μια σοφά σχεδιασμένη και πανάκριβη διαφημιστική εκστρατεία, το βιβλιοπωλείο των παραπάνω έχει γίνει το αγαπημένο θέμα συζήτησης των Παριζιάνων, έχει πυροδοτήσει ένα σωρό άρθρα στον τύπο και στο διαδίκτυο, και μολονότι έχει διευρύνει σημαντικά το πιστό κοινό του, όχι μόνο έχει αποκτήσει ανταγωνιστές στον ίδιο δρόμο αλλά βλέπει να πολλαπλασιάζονται γύρω του και εκείνοι που λατρεύουν να το μισούν.
Ποιος είναι άραγε ο ιθύνων νους των επιθέσεων; Σε τι αποσκοπεί; Είναι ο ίδιος που τροφοδοτεί τον τύπο με τα προσωπικά δεδομένα της Φραντσέσκα και του Ιβάν; Η Κοσέ κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον –ακόμα και το ποιος αφηγείται την ιστορία, μόνο προς το τέλος διευκρινίζεται–, αλλά η ουσία του βιβλίου της, προφανώς, βρίσκεται αλλού.
Μυθιστόρημα που ανατέμνει τους μηχανισμούς της εκδοτικής βιομηχανίας υπογραμμίζοντας τις συνέπειες της πληθωρικής προσφοράς, το «Στο καλό μυθιστόρημα» μας καλεί να είμαστε πιο επιφυλακτικοί με τις σειρήνες της επικαιρότητας και με τους ενορχηστρωμένους ύμνους για βιβλία «γραμμένα στο πόδι», «φτιαγμένα για ν’ αρέσουν», άψογα λανσαρισμένα στην αγορά. Μας καλεί να επιστρέψουμε σ’ έργα δοκιμασμένα στο χρόνο, διαδεδομένα στόμα με στόμα, καρδιά με καρδιά, τα οποία «δεν παραγνωρίζουν τίποτα από την ανθρώπινη τραγωδία, τίποτα από τα καθημερινά θαύματα», αλλά θάβονται κάτω από έργα του συρμού, αν δεν εξαφανίζονται οριστικά από τα ράφια.
Η Κοσέ είναι γενναιόδωρη σε παραδείγματα. Εξού και το πολυσέλιδο λεξικό τίτλων και ονομάτων που συνοδεύει την ελληνική έκδοση του βιβλίου της, κι όπου συναντά κανείς από τον Θορό και τον Σταντάλ ως τον Ναμπόκοφ και τον Πίντσον, κι από την Αντόνια Μπάιατ ή τον Πίτερ Κάρεϊ ως την Αγκότα Κρίστοφ, τον Τζον Μπέργκερ, τον Ρομπέρτο Μπολάνιο, τον Πιερ Μισόν.
Κι ενώ αναφέρεται άλλοτε ευθέως κι άλλοτε υπαινικτικά σε δεκάδες εκπροσώπους της λογοτεχνικής και δημοσιογραφικής σκηνής της πατρίδας της, δεν μνημονεύει ούτε έναν ομότεχνό της από εκείνους που διατηρούν πόστα εξουσίας στον τύπο, σε εκδοτικούς οίκους, σε επιτροπές βραβείων ή σε άλλους ακαδημαϊκούς θεσμούς. Λογικό. Όσο ανθούν οι σχέσεις διαπλοκής στον χώρο, τόσο περισσότερο θολώνονται τα λογοτεχνικά νερά.
Θα περιλαμβανόταν άραγε το μυθιστόρημα της Κοσέ σ’ ένα βιβλιοπωλείο σαν κι αυτό που επινόησε; Όχι απαραίτητα, αποφάνθηκαν ορισμένοι συμπατριώτες της κριτικοί, δυσαρεστημένοι με τις «κοιλιές» της πλοκής, κυρίως.
Σε γενικές γραμμές, εντούτοις, υποκλίθηκαν στον ζήλο της να πλέξει το εγκώμιο της λογοτεχνίας, μέσα από ένα προγραμματικό μυθιστόρημα, μεταξύ λιβέλου και ρεπορτάζ, μεταξύ θρίλερ και ρομάντζου, σαν διδακτικό παραμύθι για μεγάλους. Περιττό να πούμε ότι κάθε ομοιότητά του μ’ όσα συμβαίνουν στη δική μας βιβλιαγορά μόνο συμπτωματική δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.