ΠΟΣΗ ΕΛΛΑΔΑ ΧΩΡΑΕΙ μέσα σε 180 σελίδες; Αν πρόκειται για το βραβευμένο μυθιστόρημα «Το ταξίδι στην Ελλάδα» του Δημήτρη Νόλλα, τόση ώστε να πέφτει στο κεφάλι σου βαριά σαν τσεκουριά.
Έργο πυκνό, που λες κι αγκαλιάζει όλα τα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα, πλημμυρισμένο από αναφορές που σκαλίζουν τις πιο σκοτεινές πλευρές της πρόσφατης ιστορίας μας, το «Ταξίδι στην Ελλάδα» (Ίκαρος, 2013) αποτελεί ένα ψηφιδωτό καταστάσεων και νοοτροπιών απ' όπου πήγασαν πολλά δεινά μας και μια απόπειρα, ταυτόχρονα, συμφιλίωσης με την περίφημη «ελληνική ιδιοπροσωπία», που σήμερα μοιάζει πιο πολύτιμη από ποτέ.
Το ταξίδι του –ξενιτεμένου, υποτίθεται για σπουδές, στη Γερμανία– επίδοξου ποιητή Αρίστου, δεν πρόκειται να διαρκέσει παρά τρεις βδομάδες του 1963, και όσο μπερδεμένα είναι τα συναισθήματα του ήρωα, καθώς καταφθάνει στην πατρίδα, ακόμη πιο μπερδεμένα θα είναι όταν την αφήσει και πάλι πίσω του.
Μέχρι να πάρει τον δρόμο της επιστροφής για κείνη τη γωνιά της Βαυαρίας, όπου μέχρι πρότινος «κοπροσκύλιαζε» ροκανίζοντας το μερίδιό του από την πατρική περιουσία, ο Αρίστος θα 'χει συνειδητοποιήσει πως η εικόνα που εισέπραξε από την Ελλάδα ήταν κόντρα στην εξιδανικευμένη ιδέα που κουβαλούσε μέσα του γι’ αυτήν. Ακόμη και οι πιο δικοί του άνθρωποι –ας όψονται οι κληρονομικές διαφορές– θα τον απογοητεύσουν. Στην προσπάθειά του, δε, να καταλάβει τι σόι άνθρωπος είναι ο ίδιος, θα αντιληφθεί πως μόνο άμεμπτος δεν είναι τελικά.
Κάθε φορά που «η σκεπή από πάνω μας μπάζει», κάθε φορά που ο γενέθλιος τόπος απειλείται από οικεία βέλη, είμαστε καταδικασμένοι να ανασυγκροτούμε τις δυνάμεις μας για να τον σώσουμε. Αυτός ο τόπος μάς έλαχε, σαν να μας λέει, σ' αυτό τον τόπο πρέπει να συμβιώσουμε.
Όλα ξεκινούν στο κουπέ ενός τρένου που διασχίζει την πρώην Γιουγκοσλαβία, με τον Αρίστο να συνοδεύει, βαρυγκομώντας, μια μάλλον σαλεμένη γυναίκα με τα διπλά του χρόνια, «μια κακομοίρα», πρώην εργάτρια σε φάμπρικα της Γερμανίας, και μάλιστα από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Έχει αναλάβει να την παραδώσει στους δικούς της, αλλά με το που φτάνουν στη Θεσσαλονίκη, η «αποσκευή» του, όπως τη χαρακτηρίζει, χάνεται από προσώπου γης. Κι επειδή νιώθει υποχρεωμένος σ' εκείνον που του την έχει εμπιστευτεί, θα επιστρατεύσει ό,τι γνωριμίες διαθέτει στη γενέτειρά του για να εντοπίσει τα ίχνη της. Αυτό είναι το πρόσχημα για να ξετυλιχτεί ο κεντρικός κορμός της ιστορίας και μαζί όλα τα παρακλάδια της.
Πρώτη στάση του ταξιδιού, μια Θεσσαλονίκη υπό «εκσυχρονιστική ανοικοδόμηση», «σπαρμένη χάσματα», όπου ο Αρίστος, στη θέα της πάλαι ποτέ επιβλητικής βίλας του Γάλλου παππού του, εκδότη προπολεμικά τοπικής εφημερίδας, ανασύρει εικόνες από την παιδική του ηλικία, απωθημένες για καιρό: τον τοκογλύφο που άδειαζε επί κατοχής τη βίλα από τα βαριά της έπιπλα, τον αδελφό του που κρυβόταν επί εμφυλίου και από τους κομμουνιστές και από τους κυβερνητικούς.
Ο ήρωας του Νόλλα δεν μασά τα λόγια του για την «πανούκλα» της πόλης, «τους μαυραγορίτες, τους καταδότες, τους ταγματασφαλίτες, τους άρπαγες εβραϊκών περιουσιών», της ίδιας πόλης που έχει μόλις χρεωθεί ένα κρίμα ακόμη, τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Στις παλιές ανομίες πάντα έρχονται καινούργιες να προστεθούν.
Σ' ένα «κωλάδικο» με το εξωτικό όνομα «Βομβάη», εν μέσω εργολάβων οικοδομών, εμπόρων, μεσιτών, χαφιέδων και θηλυπρεπών «ένστολων βλαχαδερών», ο Αρίστος θα ζητήσει τη βοήθεια ενός σπιθαμιαίου αξιωματικού της Χωροφυλακής, στο πρόσωπο του οποίου διακρίνεται ανάγλυφη «η πείρα ενός αιώνα ανακρίσεων». Η ώρα που θα αντιληφθεί τι τίμημα απαιτείται για τις πληροφορίες που γυρεύει δεν έχει φτάσει. Όμως το σύντομο πέρασμά του από το παράνομο ΚΚΕ και ο συγχρωτισμός του στο Μόναχο με αριστερούς φοιτητές, θα αποδειχτούν η αχίλλειος πτέρνα του.
Επόμενη στάση του ταξιδιού, ένα ορεινό χωριό της Δυτικής Μακεδονίας, όπου μονάζει ο μοναδικός ίσως άνθρωπος που θα ήθελε να συναντήσει η εξαφανισμένη «αποσκευή» του Αρίστου: ένας διανοούμενος-κτηνοτρόφος με μεγάλη περιουσία, που έχει για πρότυπό του τον Τολστόι, κάποιος που πρόλαβε στα νιάτα του τη Δίκη των Τόνων και είδε τον πατέρα του δολοφονημένο από συμμορία βουνίσιων ληστών, ένας άντρας που τώρα αργοπεθαίνει και ο οποίος φλέγεται να δώσει στον Αρίστο συμπυκνωμένη τη δική του εμπειρία από τον αδελφοκτόνο σπαραγμό.
Είμαστε στην καρδιά πια του βιβλίου, εκεί όπου κρύβεται ίσως όλο το ζουμί. Μπορεί να σταθεί κανείς ουδέτερος σε μια εμφύλια διαμάχη; Μήπως εκείνοι που σχεδιάζουν να πάρουν τη θέση των παλιών αφεντικών, τάζοντας στους φτωχούς και στους απόκληρους κατάργηση τάξεων και ανισοτήτων, είναι εξίσου ψεύτες και απατεώνες με τους προηγούμενους επειδή αποκρύπτουν πως οι άνθρωποι θα είναι πάντα σε αναζήτηση ενός ποιμένα; Μήπως ο κάθε νέος «βοσκός», ό,τι και αν πρεσβεύει, δεν φροντίζει με το δικό του τρόπο το ποίμνιο; Μήπως τελειώνει ποτέ το Κακό;
Κωπηλάτες στη γαλέρα της ζωής, οι άνθρωποι είναι έρμαια των περιστάσεων, μοιάζει να υποστηρίζει ο Νόλλας, όμηροι της Ιστορίας αλλά και του «εγώ» τους, αυτής της ανεξάντλητης δεξαμενής που αναζωογονεί τον τρόπο με τον οποίο πορευόμαστε.
Κάθε φορά που «η σκεπή από πάνω μας μπάζει», κάθε φορά που ο γενέθλιος τόπος απειλείται από οικεία βέλη, είμαστε καταδικασμένοι να ανασυγκροτούμε τις δυνάμεις μας για να τον σώσουμε. Αυτός ο τόπος μάς έλαχε, σαν να μας λέει, σ' αυτό τον τόπο πρέπει να συμβιώσουμε.