Υπόσχομαι σαν την Χριστιάνα, για άλλο ένα καλοκαίρι, «με την τσάντα στους ώμους να παίρνω τους δρόμους». Και φέτος λέω θα το κάνω. Μήπως επιτέλους καταφέρω να δω «τη Μανιάνι γκρο πλαν». Παντού διαφημίζουν νέες κόπιες σε παμπάλαιες ταινίες.
«8 ½» στο Άστυ, όταν το πρωτόδα τότε δεν κατάλαβα. Τώρα με κεκαυμένη σοφία ψηλαφίζω την αλφαβήτα του Φελίνι. Η πιστή ιχνογραφία με ανατριχιάζει. Τον διπλανό τον έχουν πάρει τα ζουμιά. Μαζί και μένα.
«Γαλάζιος άγγελος» στον Ζέφυρο, μετρώ πόσες φορές υπήρξα η άκαρδη Ντίτριχ και πόσες ο κακομοίρης Γιάνινγκς. Με μπερδεύει η ηδονή του εξευτελισμού. Κι η Λόλα, το αρχέτυπο των αρχετύπων, να τραγουδά Ich bin von Kopf Bis Fuss auf Liebe eingestellt (σε κόβει σύρριζα) - Falling in love again (πιο μαλακά) και να ξεσκίζει σωθικά επί δικαίων και αδίκων. Ο διπλανός γελάει με τα αστεία της τάξης του ’30.
Κι αργεί να πέσει η νύχτα, να συμμετάσχει κι αυτή στη σκηνοθεσία, να χάσουνε το σχήμα τους οι γύρω πολυκατοικίες, τέλη Ιουνίου γαρ, οι μέρες δεν αποχωρίζονται εύκολα το μπλε.
Στα Παναθήναια, «Λεωφόρος της δύσεως». Κοιτώ χαιρέκακα τη Σβάνσον, η παρακμή σου είναι κι η δική μου ταφόπλακα της λέω και σαδιστικά την εγκαταλείπω. Ο διπλανός λυπάται τον καημένο τον Μαξ κι ας κινηματογραφεί κι αυτός το τέλος. Σε ανυψώνω για να σε σταυρώσω μετά.
Σινέ Ψυρρή, «Οι ομπρέλες του Χερβούργου». Ντρέπομαι που δεν ήταν μέχρι χθες παρά «Οι ομπρέλες του Demy» κατά Ευαγγελάτιον –Μποφίλειον - Καραμουρατίδειον άσμα, που ναι «ανοίγουν πάντα την κατάλληλη στιγμή». Σε ένα, λες, «Το καλοκαίρι θα’ ρθει» μετά 30 έτη. Χάσκω με το κομψοτέχνημα κι ας γελάω με τη μελωδική τους πρόζα, που μπορεί να είναι και η μόνη αληθινή πρόζα αυτή του Λεγκράν. Πως μοιάζει σαν να βαραίνει η πέτρα του χωρισμού πιο πολύ στους άλλους. Κι ο διπλανός με δυσκολία συγκρατεί τη γλώσσα του, να μην αρχίσει βγαίνοντας να κελαηδάει στο περίπτερο «Πιάααααστε μου δυοοο Μαααάρλμποροοο».
Με τούτα και με τ' άλλα ξεχνιέμαι, αλλά αδύνατον να διακτινιστώ στο αγιόκλημα του ’60. Κάπου χάνεται η επαφή. Αλλά διακτινίζομαι ανετότατα σε μια αυλή του ’80 με την ασπρόμαυρη ΕΡΤ και το σήμα της «Κινηματογραφικής λέσχης» να μοιάζει η τέλεια εισαγωγή. Και μου λείπει κι η φωνή του Μπακογιαννόπουλου και το άρωμα απ’ το φιδάκι για τα κουνούπια και το κάλεσμα του Γκιώνη.
Δεν κάνω τίποτε άλλο από το να αναζητώ με λύσσα μιαν επίφαση ζωής, που δεν υπήρξε και ποτέ. Παρά μόνο κάπου την ψυχανεμίστηκα στην εμπύρετη ανίερη μανία του Ξανθούλη, στη νωχελική ηδονοβλεψία του Μοράβια και στην αστική teenage αναίδεια της Σαγκάν. Αλλά μπορεί κανείς να την εφευρίσκει και με πολύ πιο ταπεινά υλικά. Το Vintage πέθανε. Ζήτω το Vintage!
«400 χτυπήματα» μετά, επιστρέφω στον Ζέφυρο. Από που κι ως που μου θυμίζουν κάτι αρχαία coups de foudre, δεν ξέρω. Πότε να πρωτοάκουσα τη λέξη; Ανάβει κερί ο Τρυφώ στον άγιο Μπαλζάκ και πυρπολούμαστε όλοι. Και κοίτα να δεις που όλες οι αποδράσεις καταλήγουν στη θάλασσα. Και το τελειωτικό χτύπημα, ο διπλανός ρωτάει τι είναι νουβέλ βαγκ.
Τρία καλοκαίρια σε στοπ καρέ. Το περσινό τα σινεμά μου χρέωναν απουσία. Έπαιζαν Χέπμπορν, Μπόγκαρτ, Κέλι και χωρίς εμένα. Το φετινό ανοίγουν τις αγκάλες τους. Το επόμενο, ποιος ξέρει αν θα υπάρχουν θερινά… Το μόνο που πετυχαίνω τελικά είναι για scène finale το θερινό να παίζει εμένα που βλέπω θερινό…
σχόλια