ΠAΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑ ΠΡΟΣΦΑΤΑ μια διάλεξη για το web 3.0. Bρίσκεται σε εφηβική ηλικία, αλλά, στην ανάπτυξή του, μπορεί να οδηγήσει σε επικοινωνία χωρίς διάμεσο, σε αυτόνομη και αποκεντρωμένη οργάνωση, στη βάση του blockchain, στην επιβράβευση των χρηστών και των δημιουργών. Θα δοθεί έτσι τέλος στην ολιγαρχία και στην τυραννία των αφεντικών του web 2.0 (διάβαζε Facebook κ.λπ.) που θησαυρίζουν από την εκμετάλλευση των data και της δουλειάς δισεκατομμυρίων ανθρώπων οι οποίοι παράγουν, τζάμπα, περιεχόμενο για τα social media.
Βέβαια, πριν από αρκετά χρόνια οι σημερινοί δαίμονες του web, Ζούκερμπεργκ και Σία, είχαν χαιρετιστεί ως ήρωες, αφού θα απελευθέρωναν την επικοινωνία και θα μας έδιναν μια νέα ελευθερία.
Μόλις έχω ολοκληρώσει την ανάγνωση του συγκλονιστικού, ίσως και αποκαλυπτικού μυθιστορήματος του Γουίλιαμ Γκας (1924-2017) Το τούνελ και βρίσκω τη δική μου πραγματικότητα στον μυθιστορηματικό κόσμο του Αμερικανού συγγραφέα.
«Οι αγαπημένοι μας σύγχρονοι κακοί έγιναν κακοί αφού πρώτα έκαναν την θητεία τους ως ήρωες», γράφει ο Γκας διά του πρωταγωνιστή του Γουίλιαμ Φρέντερικ Κόλερ, διακεκριμένου καθηγητή Ιστορίας-alter ego του συγγραφέα. Κι αυτή η αμφίδρομη λειτουργία του τύραννου, του ηγέτη, του αρχηγού και του διευθύνοντος σύμβουλου είναι από τα βασικά θέματα του μυθιστορήματος.
«Οι μάζες λατρεύουν την τυραννία, την απαιτούν. Χορεύουν στον ρυθμό της. Νιώθουν ότι το χέρι τους σχηματίζει τη Γροθιά του Πρώτου Πολίτη. Έτσι στο μέλλον θα σκοτώνουμε με πιο χαμηλούς τόνους: κάτω από το λάβαρο του Ντούτσε, του Φύρερ, του Γενικού Γραμματέα ή του Προέδρου του Κόμματος ή του Διευθύνοντα Συμβούλου, ας πούμε. Υποψιάζομαι ότι τον πρώτο δικτάτορα αυτής της χώρας θα τον αποκαλούμε Προπονητή».
Ο Γκας έχει γράψει ένα μεγάλο, με όλη τη σημασία της λέξης, δύσκολο, αλλά ελκυστικό και απολαυστικό μυθιστόρημα, που όταν ο αναγνώστης το «ξεκλειδώσει», δεν μπορεί να το αφήσει από τα χέρια του.
Το μυθιστόρημα Το τούνελ εκδόθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1995, μετά από επώαση και προετοιμασία 30 ετών. Δεν θα μπορούσε όμως να υπάρχει καταλληλότερη στιγμή να εκδοθεί και στα ελληνικά (από τον Καστανιώτη, σε εξαιρετική μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή), αφού σήμερα ξαναβλέπουμε μέσα από την εμπειρία της τεχνολογίας τα διαχρονικά θέματά του: το θέμα της ηγεσίας και το θέμα του καθημερινού φασισμού, «του φασισμού της καρδιάς», όπως λέει κάπου ο συγγραφέας.
Ο Γουλιαμ Γκας με το Τούνελ σκάβει βαθιά, όπως ίσως μας προϊδεάζει ο τίτλος, στην Ιστορία, στο παρελθόν, στην ανθρώπινη συνθήκη, στον εαυτό, στην παιδική ηλικία, στις ερωτικές σχέσεις. Σκάβει όμως και στη γλώσσα και στη λογοτεχνική παράδοση. Σκάβει και στην παράδοση της τυπογραφικής τέχνης και στην τυπογραφία, σχεδιάζοντας κάθε σελίδα ως ένα τυπογραφικό παιγνίδι, οργανικά όμως ενταγμένο στην αφήγηση και στην πλοκή. Σκάβει και στην τέχνη του λίμερικ, αυτού του πεντάστιχου ποιήματος με τις ομοιοκαταληξίες και το σκαμπρόζικο θέμα που χρησιμοποιείται στο μυθιστόρημα «σαν εργαλείο, σαν μία από τις σούβλες του Σατανά».
Ο μεταφραστής Γιώργος Κυριαζής αποδίδει θαυμάσια και τα λίμερικ. Όπως μας αποκάλυψε ο ίδιος σε podcast της LiFO μαθήτευσε στα λίμερικ ενός άλλου μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα, του Τόμας Πίντσον, τον οποίο έχει μεταφράσει επίσης αριστοτεχνικά.
Ο Γκας έχει γράψει ένα μεγάλο, με όλη τη σημασία της λέξης, δύσκολο, αλλά ελκυστικό και απολαυστικό μυθιστόρημα, που όταν ο αναγνώστης το «ξεκλειδώσει», δεν μπορεί να το αφήσει από τα χέρια του. Έτσι κι αλλιώς, από την πρώτη κιόλας σελίδα ο συγγραφέας μας προειδοποιεί: «Αυτό που έχω να σου πω είναι μεγάλο σαν τη ζωή, αλλά θα τρέξω το ίδιο γρήγορα μ’ αυτήν, κι έτσι, πριν καλά καλά το καταλάβεις, θα τελειώσουμε κι οι δύο».
Ο ήρωας του βιβλίου, το είπαμε ήδη, είναι ο καθηγητής Ιστορίας Γουίλιαμ Φρέντερικ Κόλερ. Έχει μόλις ολοκληρώσει το μείζον έργο του, το έργο στο οποίο είχε αφιερώσει όλη του τη ζωή, ένα μνημείο του νου του με τίτλο Ενοχή και αθωότητα στη χιτλερική Γερμανία. Είναι στο σπίτι του, κάπου στην Αμερική, μάλλον σε μια Μεσοδυτική Πολιτεία, και ετοιμάζεται να γράψει την εισαγωγή. Κάθεται σε μια περιστρεφόμενη καρέκλα που κάποτε ανήκε στον καθηγητή του της Ιστορίας, τον Γερμανό Μάγκους Τάμπορ, που έφτιαχνε την Ιστορία όπως ένας τσαγκάρης φτιάχνει παπούτσια.
Ο Κόλερ σπούδασε στη Γερμανία στα μέσα της δεκαετίας του 1930 και τον είχε συνεπάρει «η κομματική φρενίτιδα εκείνης της ταραγμένης και συνταρακτικής εποχής». Είχε, μάλιστα, πετάξει και μια πέτρα εκείνη τη φοβερή Νύχτα των Κρυστάλλων, παρασυρμένος ίσως από αυτόν τον φασισμό της καρδιάς.
Με τη διατριβή που έγραφε ήθελε μάλλον να κατανοήσει του Γερμανούς, τους έβλεπε με συγκατάβαση σε σχέση με τα εγκλήματα των ναζί και το δικό τους αίσθημα ενοχής. Ως ιστορικός είχε αποκτήσει κακή φήμη εξαιτίας του θέματος. Κι αυτή η φήμη προπορευόταν του γεγονότος της έκδοσης της διατριβής, προκαλώντας του τεράστια αμηχανία.
Όταν κυκλοφόρησε το Τούνελ στις ΗΠΑ, προκαλώντας τεράστια αμηχανία και έκπληξη σε κοινό και κριτικούς ‒για το θέμα, τη γλώσσα, την τυπογραφική εμφάνιση‒, ο Γουίλιαμ Γκας είχε δηλώσει, ανάμεσα σε άλλα, ότι με το μυθιστόρημά του, που ήταν το δικό του έργο ζωής, ήθελε «να εξερευνήσει την εσώτερη ιστορία, την αμφισημία και τη σύγχυση που είναι κρυμμένη κάτω από οποιαδήποτε διανοητική απόπειρα κατανόησης του παρελθόντος». Κι όλο αυτό έχει σχέση με τη γλώσσα, με την ειλικρίνεια της γλώσσας ή με την αλήθειά της, που μπορεί να είναι απατηλή και νοσηρή.
Δεν είναι τυχαίο ότι σε κάποια στιγμή του μυθιστορήματος ο Γκας βάζει τον ήρωα του Κόλερ να λέει: «Οι ελεεινοί συγγραφείς δεν είμαστε παρά λέξεις (για να είμαστε ειλικρινείς), όποιοι κι αν είναι οι στόχοι μας: είτε κάποιοι από μας είμαστε ιστορικοί, όπως εγώ, είτε μυθιστοριογράφοι, όπως ο Ζιντ».
Άλλωστε ο Κόλερ, πριν γίνει ιστορικός, ήθελε να γίνει ποιητής. Ως Τοξότης στο ζώδιο, είχε προσπαθήσει σκληρά να βρει έναν στόχο, να ακούσει το κάλεσμα της μούσας. Έβλεπε όμως ότι κάθε λέξη που έγραφε ξηλωνόταν σαν κακοπλεγμένο μανίκι. Αυτόν δεν το εμπόδιζε, βέβαια, να θαυμάζει τον Ρίλκε που έγραφε τι σήμαινε να είναι κανείς εξόριστος πάνω στα βουνά της καρδιάς.
Ο Κόλερ αισθάνθηκε τελικά εξόριστος από το μείζον έργο της ζωής του για του Γερμανούς και πάνω στην περιστρεφόμενη καρέκλα του άρχισε να διακατέχεται από τη σκέψη της εξόδου. Όχι, δεν θα έγραφε την εισαγωγή στο «Ενοχή και αθωότητα στη χιτλερική Γερμανία».
Αναρωτιέται «τι αξίζει όλος αυτός ο μόχθος μου; Τι κάνει το έργο μου παρά να αφαιρεί λίγη από την αρματωσιά, την αίγλη του Κακού; Να ρίχνει λίγη ζάχαρη πάνω στα σκατά;». Και αντί για την εισαγωγή, αρχίζει να σκάβει τη ζωή του. Θυμάται την πόλη όπου μεγάλωσε, φτιαγμένη εκεί όπου διασταυρώνονταν δύο σιδηροδρομικές γραμμές.
Θυμάται την παιδική του ηλικία, το παχύρρευστο μιλκσέικ με βύνη, το χάμπουργκερ με το σενιάν μπιφτέκι και με φέτες τουρσί βαλμένες από πάνω σαν πλάκες σε βεράντα. Μια παιδική ηλικία μάλλον πληκτική και κυρίως δυστυχισμένη. Πήγαινε με τον πατέρα του για ψάρεμα πέστροφας και η αδεξιότητά του τρόμαζε τα ψάρια. Ο πατέρας του εξοργιζόταν, ίσως γιατί έβλεπε ότι ο γιός του είχε πέσει σαν βότσαλο μέσα στη δική του ζωή κι είχε ταράξει τα νερά της.
Σκάβει στα χρόνια των σπουδών και στη βαρετή ακαδημαϊκή ζωή του. Σκάβει στις ερωτικές του αποτυχίες και στον αδιέξοδο γάμο του. Στη μίζερη σεξουαλική ζωή του. Σκάβει στη γλώσσα και στη γραφή, πώς έγραφε ο Προυστ, ο Τόμας Μαν, ο Χάινε, ο Τόμας Χάρντι. Σκάβει στην ιστορία και στη φιλοσοφία. «Η Ιστορία είναι η άβυσσος των αιώνια καταδικασμένων».
Το σκάψιμο δεν είναι όμως μόνο συμβολικό και ψυχολογικό. Το σκάψιμο είναι και πραγματικό. Ο Κόλερ κατεβαίνει στο υπόγειο του σπιτιού του και αρχίζει να σκάβει ένα τούνελ. «Σήμερα άρχισα να σκάβω: πήρα την πρώτη μου δαγκωματιά από το χώμα. Έδωσα το πρώτο μου χτύπημα με την αξίνα». Το χώμα που βγάζει το αποθηκεύει μέσα σε μπαούλα, σε σιφονιέρες, σε συρτάρια. Το τούνελ του μοιάζει σαν την έξοδό του από το δικό του στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Η Ιστορία που έγραφε ο Κόλερ τον σκέπασε. Αλλά οι λέξεις με τις οποίες ο Κόλερ, δηλαδή ο Γκας, αφηγήθηκε τη δική του ζωή και το σκάψιμο του τούνελ του μας περιμένουν μέσα στο μυθιστόρημα, σαν το συσσωρευμένο χώμα. Και περιμένουν, όπως «οι απογοητευμένοι προτού δοκιμάσουν ξανά τη ζωή».