ΗΤΑΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΤΟΥ 1992. Είχα μια ιδέα για ένα αφιέρωμα στην πιο ειδυλλιακή εποχή του ελληνικού καλοκαιριού, κάτι που θα ήταν σαν να έβγαινε από παλιό αναγνωστικό του Δημοτικού. Ή μάλλον η ανομολόγητη πλευρά μιας παλιάς -αγνότερης και ένοχης- Ελλάδας. Ζήτησα από αγαπημένους και δημοφιλείς ανθρώπους της τέχνης του λόγου και της εικόνας να ανασύρουν από το παρελθόν τους ιστορίες πάθους. Διάλεξα τέσσερις σημαντικές μορφές που το έργο τους συνδέεται αδιαφιλονίκητα με τον έρωτα. Τον ποιητή των επικίνδυνων ισορροπιών Ντίνο Χριστιανόπουλο, ο οποίος μου αφηγήθηκε την ιστορία του προφορικά κι εγώ κατέγραψα, την συγγραφέα των υποδόρια ερωτικών και αφόρητα καλοκαιρινών Ψάθινων καπέλων αλλά και της Φαίδρας του Ντασέν Μαργαρίτα Λυμπεράκη, η οποία μου παρέδωσε δακτυλογραφημένο κείμενο, τον σκληρό εραστή του κινηματογράφου Νίκου Νικολαϊδη, ο οποίος πιθανολογώ γιατί δε θυμάμαι πια, ότι μου το έστειλε ταχυδρομικώς. Μια ιστορία μου αφηγήθηκε στο μαγνητόφωνο και μια ακόμα σπουδαία Ελληνίδα καλλιτέχνιδα, η οποία γνωρίζοντας ότι μου έλεγε μια καταφανώς ψεύτικη ιστορία με παρακάλεσε να μην την εντάξω, πράγμα που σεβάστηκα. Εκείνη στην πορεία αποδείχτηκε αχάριστη βέβαια.
ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
Το 1959 έκλεινε περίπου η πρώτη δεκαετία των ερωτικών μου εμπειριών. Το είχα πάρει απόφαση, για να μην τρελαθώ, να παραδεχτώ τα βίτσια μου και τη μοίρα μου. Άρχισα λοιπόν δειλά-δειλά, να πηγαίνω στους λαϊκούς σινεμάδες και στο Βαρδάρι, μπας και βρω τίποτα. Που και που λοιπόν βρισκόταν και για μένα κανένα κόκκαλο, αν και όλη αυτή η δεκαετία από το '50 μέχρι το '60 κύλησε περίπου με νηστεία. Αλλά κι αυτό το λίγο που έβρισκα, δεν ήταν ικανό να με ευχαριστήσει και να με χορτάσει. Ο έρωτας, όπως τον λαχταρούσα, ήταν ανύπαρκτος. Εκείνο που έβρισκα ήταν λίγο γλυφό νερό που δεν βοηθούσε να ξεδιψάσω με τίποτα, χώρια οι τύψεις που με έζωναν σα φίδια. Οπότε, ω του θαύματος, τον Αύγουστο του 1959 γνωρίζω ένα θεσπέσιο πλάσμα, ούτε θυμάμαι πια με ποιες συνθήκες, και με παίρνει στα χωράφια πάνω από την Αγία Τριάδα. Και περνούμε μια αξέχαστη ερωτική βραδιά. Δεν έχει σημασία τι κάναμε και τι δεν κάναμε, θα πω όμως τι μου έμεινε σαν ανάμνηση απ'όλη εκείνη την υπέροχη περιπέτεια – το 'χω κάνει μάλιστα και ποίημα αυτό, είναι το «Διάλειμμα χαράς».
Απάνω που έλεγα να πάψω πια τα ερωτικά,
να γράψω κάτι και για τη δυστυχία του διπλανού μου,
γνώρισα εσένα κι αναστατώθηκα ολόκληρος,
και πάν περίπατο όλα μου τα προγράμματα.
Και νά που κάθομαι και γράφω πάλι τραγούδια
φλεγόμενος για τα πρασινωπά σου μάτια,
διψώντας το σάλιο σου
κι αναπολώντας τη μοναδική μας τσαϊράδα,
τότε που τα κουνούπια μας τσιμπούσαν σαστισμένα
μ' αυτή την απαράμιλλη προσήλωσή μας,
και τα αγκάθια μπήγονταν στο σώμα μας,
έκπληχτα για την τόση μας αδιαφορία.
Ήταν ένα διάλειμμα χαράς,
ας μου το συγχωρήσουν οι δυστυχισμένοι
δεν πόνεσα ακόμα αρκετά
για να μ΄ αγγίξει ο πόνος του διπλανού μου.
Είχε πάρα πολλά κουνούπια. Πλημμύρα, χιλιάδες! Είχαμε ξεντυθεί εντελώς, τα κουνούπια ορμούσαν επάνω μας, μάς τσιμπούσαν κατά τρόπο φρικτό κι εμείς είμασταν τόσο πολύ δοσμένοι ο ένας στον άλλον, που δεν μας ενδιέφερε. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, διαπίστωσα ότι με τσιμπούσαν τα κουνούπια και δεν με ενοχλούσε καθόλου. Μας έκαναν μαύρους από τα τσιμπήματα, και κανείς μας δεν είπε να βρούμε έναν τρόπο να τα αποφύγουμε ή να ντυθούμε και να του δίνουμε. Τίποτα! Και σαν να μην έφτανε αυτό, πέσαμε σ' εάν μέρος γεμάτο τσουκνίδες, αγκάθια και τριβόλια, που μπήγονταν μες το πετσί μας, έτσι όπως είμασταν πλαγιασμένοι στο χώμα. Τα κουνούπια από πάνω, τα αγκάθια από κάτω, κι εμείς αδιάφοροι, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, ήμασταν αφιερωμένοι ο ένας στον άλλον. Χωρίς να το καταλάβουμε, είχαμε βρει το νόημα του έρωτα. Είχαμε μετουσιωθεί. Από τότε πέρασα πολλές ερωτικές εμπειρίες, αλλά αυτή τη βραδιά δεν μπορώ να την ξεχάσω.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ
Θυμάμαι σαν να τον έχω μπροστά μου κάποιον που δεν ξανάδα ποτέ μα ποτέ. Αύγουστο στον Πόρο μέσα στη μακρόστενη βάρκα του μια σήκωνε τα πανιά και μια τα μάζευε – τίποτ' άλλο- κόβοντας βόλτες με τ' αεράκι, κι αυτό μ'έκανε να τον ερωτευτώ. Δεν μπορώ να πω ότι ήταν ο πρώτος μου έρωτας, ήταν μάλλον πριν από τον πρώτο, ήμουνα ακόμα παιδί, ούτε φιλιά ούτε τίποτα, μόνο κολυμπούσα και πήγαινα βαθιά, ανοιγόμουνα για να κλάψω. Τον κοίταζα όλη μέρα από μακριά κατάμαυρο και λιγνό –μάτια όμως γκρίζα ανοιχτά- μια να σηκώνει τα πανιά και μια να τα μαζεύει. Κι εγώ έκλαιγα από έρωτα. Κι έπαψα να τρώω. Κάθε μέρα λοιπόν με τ' αυγουστιάτικα μελτέμια μια άνοιγε πανιά και μια τα μάζευε και μου ανέβαιναν δάκρυα στα μάτια με το παραμικρό γύρισμα του αέρα, γιατί το 'ξερα πώς αυτή τη στιγμή, να τώρα θα σηκωθεί από το τιμόνι και θα πάει στα πανιά – μαύρη μαϊμού μέσα στο φως, πόδια μαύρα, χέρια μαύρα πάνω στο λευκό πανί- η κίνηση ήταν απλή αλλά έκρυβε μέσα της τον έρωτα, ήταν κάθε φορά σα να μ' αγκάλιαζε μαζί με τα πανιά και να μου 'λέγε πως για μένα, για χάρη μου, έκοβε βόλτες την ημέρα. Για να μπορεί ακριβώς να μ'αγγίζει να με χαϊδεύει και αν με τυλίγει σε κάθε αλλαγή, σε κάθε γύρισμα, ακόμη και το πιο ελάχιστο, του ανέμου.
ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
Ήτανε αρχές Αυγούστου, εγώ ήμουν πέντε χρονών κι η χώρα ήτανε βυθισμένη στον Εμφύλιο πόλεμο και σ' ένα τρομακτικά ζεστό καλοκαίρι που έκανε τις σαύρες να βγαίνουν απ' τις κρυψώνες τους και να ξεψυχάνε άνυδρες πάνω στα καφτά πεζούλια. Ο λόφος με τα στάχυα που ζούσα ήτανε ξερός, σάπιος κι αθέρσιτος, γιατί όλα τ'αντρικά χέρια ήτανε στον πόλεμο και κάτω, μακριά απ'αυτόν, πέρα απ' τις σκουριασμένες γραμμές του τραίνου ξάνοιγε ένα άλλος κόσμος, ένα καταπράσινο λιβάδι με μικρούς λόφους γύρω του.... Εκεί έβγαινε κάθε πρωί ένα μικρό κορίτσι καβάλα σ' ένα άσπρο άλογο και διέτρεχε τους λόφους. Για να την βλέπω καλύτερα σκαρφάλωνα πάνω στην τσίγκινη σκεπή μιας μικρής αποθήκης, ξάπλωνα μπρούμυτα κι από κει την παρατηρούσα να καλπάζει λιγνή και καστανή, να χάνεται πίσω απ' τους λόφους κι έπειτα να ξαναφαίνεται κάτω απ' τις γερτές ιτιές μιας μικρής λίμνης. Η πυρωμένη λαμαρίνα έκαιγε τα γόνατα και τους αγκώνες μου και έβγαινε μια μυρωδιά καμμένου. Δίπλα μου μια στέρνα βακάκιαζε ελονοσία και πρασινωπό νερό, ο ιδρώτας έτρεχε απ' το μέτωπο μου και θόλωνε τα μάτια μου και κάτω απ' τα κάτοπτρα του ιδρώτα, αφήνοντας πίσω του μια μεταλλόπυρη γραμμή. Μια μέρα χώθηκα μέσα στα στάχυα και πλησίασα κρυφά κοντά στις παλιές γραμμές του τραίνου, αλλά αυτή με είδε, φοβήθηκε κι έφυγε καλπάζοντας μακριά, μέχρι που χάθηκε πίσω από ένα μικρό λόφο. Χάθηκε για καιρό κι εγώ παραμόνευα άδικα κάτω απ΄την κάψα και το έγκαυμα. Κάποτε τ' άλλα παιδιά μου είπαν πως ξαναφάνηκε στο απέναντι λιβάδι, δίπλα στις σκουριασμένες γραμμές του τραίνου, πολύ κοντά στο σύνορο με τα πλαγιασμένα στάχυα και για μέρες κοίταζε προς την αποθήκη της πυρωμένης λαμαρίνας, αλλά εγώ ήμουνα τότε πολύ άρρωστος κι εντελώς αδύναμος, για να σκαρφαλώσω πάλι στην καφτή στέγη και να την κοιτάξω. Μετά έπρεπε να φύγουμε, γιατί οι μάχες πλησίαζαν προς το σπίτι μας..... Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια κι εγώ έχασα και κέρδισα πολλά κορίτσια, αλλά κανένα απ' αυτά δεν είχε καλές σχέσεις με τα' άλογα κι όποτε τους έλεγα την ιστορία, μου απαντούσαν κάπως πειραγμένα ότι σίγουρα ήταν μια παραίσθηση του ήλιου και της θέρμης και πως τέτοιο κορίτσι δεν υπάρχει. Όμως εγώ κάθε Αύγουστο την ξαναβρίσκω και την χάνω μέχρι το άλλο καλοκαίρι, ελπίζοντας στο μεγάλο και τελεσίδικο Αύγουστο, που θα περάσω το σύνορο με τα στάχυα και τις παλιές γραμμές του τραίνου.