Τζέιμς Τζόυς: κάτι πέρα και πάνω από λογοτεχνία

Τζέιμς Τζόυς: κάτι πέρα και πάνω από λογοτεχνία Facebook Twitter
4

Η μοίρα των καινοτόμων είναι η περιπέτεια. Όχι μονάχα να ζούνε περιπέτειες αλλά να τις προκαλούν. Αναστατώνουν τα πάντα και τους πάντες γύρω τους, ακόμα κι αν δεν το επιδιώκουν. Αλλάζουν το τοπίο της τέχνης τους. Μεταβάλλουν δραστικά τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα. Συνθέτουν ανήκουστες μελωδίες με τις λέξεις, με τα χρώματα, με τις νότες, ακόμα και με το πώς ανάβουν το τσιγάρο τους ή αγγίζουν την αγαπημένη τους. Είναι αυτοί που ανατρέπουν τους κανόνες του παιχνιδιού και επιβάλλουν αναίμακτα τους δικούς τους. Είναι αυτοί που μετά το πέρασμά τους από τούτον τον πλανήτη τίποτα πια δεν είναι όπως ήταν πριν. Είναι αυτοί που παράγουν νέα κριτήρια.

Τέτοιος άνθρωπος, τέτοιος καινοτόμος ήταν ο Τζέιμς Τζόυς. Πάντα Ιρλανδός, μα και πάντα εξόριστος. Πάντα Δουβλινέζος και Παριζιάνος, μα και πάντα Ευρωπαίος, παγκόσμιος, πέρα από τα όρια του χώρου και, μέσα από το πολυσχιδές έργο του, πέρα από τα όρια του χρόνου. Ο Τζόυς μπόρεσε να κάνει κέντρο του κόσμου μια μικρή κάμαρα, και τον ίδιο του τον μεγαλοφυή εαυτό. Κι από κει, βραδυφλεγώς, να αναστατώσει το σύμπαν, να κατακρημνίσει συμπαγείς πεποιθήσεις και στέρεες βεβαιότητες. Κάθε του βιβλίο ήταν κάτι πέρα και πάνω από τυπωμένες σελίδες, κάτι πέρα και πάνω από λογοτεχνία: ήταν ανάσα, βρυχηθμός, σπασμός, ουρλιαχτό, ψίθυρος, εξέγερση, μουσική των κορμιών, κλείσιμο αμετάκλητο ενός κύκλου και υπαινιγμός για το άνοιγμα χιλίων άλλων. «Αυτή η ξέφρενη Σύνοψη των πιο δελεαστικών παιχνιδιών, αυτή η Ποιητική τέχνη σε δέκα χιλιάδες μαθήματα, δεν είναι δημιουργία της τέχνης αλλά αυτοψία του πτώματός της», έγραψε εύστοχα και ανησυχητικά κάποιος θεωρητικός για το περιλάλητο Finnegans Wake. Δεν είναι καθόλου λίγο να καταφέρνεις να συμπυκνώσεις όλο το νόημα, όλο το μεγαλείο και όλη την τραγωδία της Μοντέρνας Τέχνης σε ένα μυθιστόρημα! Καθόλου λίγο!

Στο Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία, ο Τζόυς θα συνοψίσει , με την πάντα συγκλονιστική λιτότητα των ανθρώπων που ξέρουν τι λένε και τι κάνουν, που λένε αυτό που κάνουν και κάνουν αυτό που λένε, το πιστεύω του, το non serviam, το ου δουλεύσω, δεν θα υποταχτώ: «Δεν θα υπηρετήσω κάτι στο οποίο δεν πιστεύω πια, είτε αυτό λέγεται σπίτι μου είτε πατρίδα μου είτε εκκλησία. Θα προσπαθήσω να εκφράσω τον εαυτό μου με κάποιον τρόπο ζωής ή τέχνης όσο μπορώ πιο ελεύθερα και πιο ολοκληρωμένα, χρησιμοποιώντας για άμυνά μου τα μόνα όπλα που επιτρέπω στον εαυτό μου – σιωπή, εξορία, πονηρία»

Το Δουβλίνο είναι πια ο Τζόυς, είναι το «Δουβλίνο του Τζέιμς Τζόυς», όπως το Παρίσι είναι το Παρίσι του Ζακ Πρεβέρ. Απαθανάτισε την πόλη όπου είδε, τις 2 Φεβρουαρίου του 1882, το πρώτο φως, όπου περιπλανιόταν ατέρμονες ώρες ρουφώντας το παγερό φως πάνω στη θάλασσα, στην άμμο, στα φουσκωμένα κύματα, παίζοντας ακατάπαυστα με τους λεκτικούς αντικατοπτρισμούς που χόρευαν στο μυαλό του από την εφηβεία και σ’ όλη του τη ζωή. Ταλαιπωρημένος από τους Ιησουίτες του Κολεγίου Κλόνγκουζ Γουντ, όπου τον έστειλε ο πατέρας του για να τον προικίσει με την καλύτερη παιδεία, ο Τζόυς θα τους χαρακτηρίσει « ένα τάγμα άκαρδων ανθρώπων που φέρουν το όνομα του Ιησού κατ’ αντίφρασιν», θα αποφασίσει να αμαρτήσει με μια γυναίκα που θα εκστασιαζόταν μαζί του μέσα στην αμαρτία, θα θελήσει να γίνει ένας περιπλανώμενος τροβαδούρος, ένας ανέστιος ποιητής της ζωής, ένας μεθοδικά ανέμελος παρίας. Το κύριο μέλημά του ήταν να δουλεύει ξανά και ξανά τις συλλαβές μέχρι να μοιάσουν με «αναρίθμητα πολύχρωμα πρίσματα». Ο Ερρίκος Ίψεν και, φυσικά, ο Βάρδος, ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, μαζί με το σύνθημα «Μακριά απ’ το να σε λυπούνται» θα γίνουν οι στύλοι για το γαϊτανάκι των περιπετειών του Τζόυς, θα γίνουν οι προσηλώσεις και τα σημεία αναφοράς του. Η πνευματική νάρκη που άπλωναν τα εκκλησιαστικά δόγματα του ήταν απεχθής. Ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο με σάρκα και οστά, και μετά να τον μετατρέψει σε ένα πολυκύμαντο, βουερό, παλλόμενο έργο τέχνης.

Όπως τόσοι άλλοι λάτρεις των λέξεων και της ζωής, έτσι και ο Τζόυς θα ονειρευτεί το Παρίσι, ναι, κυριολεκτικά, το είδε στον ύπνο του και ήταν «ένα φως μέσα στο δάσος του κόσμου για τους εραστές». Και φυσικά θα πάει στο Παρίσι. Και θα γίνει εκεί ο βαθύτερος εαυτός του. Ο ίδιος του ο μύθος με σάρκα και οστά. Το γαλάζιο θα γίνει το αγαπημένο του χρώμα, θα έχει γι’ αυτόν μαγικές ιδιότητες φυλαχτού. Θα κάνει παρέα με γλεντζέδες φοιτητές, γλεντζές κι ο ίδιος, και θα φωτογραφίζεται μιμούμενος τις πόζες του Αρθούρου Ρεμπώ, σαν άσωτος μποέμ μ’ ένα μακρύ παλτό και αγέρωχο βλέμμα. Είναι ήδη ένας ανυπότακτος, ένας μοναδικός. Στο Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία, ο Τζόυς θα συνοψίσει , με την πάντα συγκλονιστική λιτότητα των ανθρώπων που ξέρουν τι λένε και τι κάνουν, που λένε αυτό που κάνουν και κάνουν αυτό που λένε, το πιστεύω του, το non serviam, το ου δουλεύσω, δεν θα υποταχτώ: «Δεν θα υπηρετήσω κάτι στο οποίο δεν πιστεύω πια, είτε αυτό λέγεται σπίτι μου είτε πατρίδα μου είτε εκκλησία. Θα προσπαθήσω να εκφράσω τον εαυτό μου με κάποιον τρόπο ζωής ή τέχνης όσο μπορώ πιο ελεύθερα και πιο ολοκληρωμένα, χρησιμοποιώντας για άμυνά μου τα μόνα όπλα που επιτρέπω στον εαυτό μου – σιωπή, εξορία, πονηρία».

Τζέιμς Τζόυς: κάτι πέρα και πάνω από λογοτεχνία Facebook Twitter
Πάντα Ιρλανδός, μα και πάντα εξόριστος. Πάντα Δουβλινέζος και Παριζιάνος, μα και πάντα Ευρωπαίος, παγκόσμιος, πέρα από τα όρια του χώρου και, μέσα από το πολυσχιδές έργο του, πέρα από τα όρια του χρόνου. Ο Τζόυς μπόρεσε να κάνει κέντρο του κόσμου μια μικρή κάμαρα, και τον ίδιο του τον μεγαλοφυή εαυτό. Κι από κει, βραδυφλεγώς, να αναστατώσει το σύμπαν, να κατακρημνίσει συμπαγείς πεποιθήσεις και στέρεες βεβαιότητες.

Συνεπής στα λόγια του ήρωά του, ο Τζόυς θα ζήσει εκτός πατρίδας, εκτός εκκλησίας, εκτός οικογένειας, και, κατά πολλές έννοιες, εκτός λογοτεχνίας. Θα καταπιεί τόμους ολόκληρους, θα ελιχθεί στο αχανές ορυχείο της μυθιστοριογραφίας και της ποίησης, θαρρείς για να απορρίψει εντέλει τους πάντες και τα πάντα και να γίνει ο ίδιος ένα έργο τέχνης, ελισσόμενος ανάμεσα στα κολοσσιαία αριστουργήματα χωρίς να γίνει υποτακτικός τους, όπως ακριβώς ελισσόταν στα μπαρ όπου ήταν πασίγνωστος, «ένας υπεροπτικός νεαρός», όπως γράφει όμορφα η Έντνα Ο’ Μπράιεν, «με τριμμένα ρούχα, λαστιχένια παπούτσια και ναυτικό καπέλο, ικανός να ξεγλιστράει και να προσποιείται, να συζητάει για τον Ευκλείδη, τον Ακινάτη και τη Νέλλυ την Πουτάνα και να προειδοποιεί τους εχθρούς του ότι θα τους κουρελιάσει με τους σατιρικούς του στίχους». Είναι καλό να υπενθυμίζουμε ότι, παρ’ όλα όσα λένε, στην  επιστήμη της εξέγερσης η συνείδηση έρχεται πάντα πολύ νωρίς, κι ότι ο Τζόυς από πολύ νεαρός είχε κατασταλάξει σε θέσεις που άλλοι χρειάζονται δεκαετίες για να υιοθετήσουν όταν πια είναι πολύ αργά. Πίστευε, και το έλεγε μεγαλόφωνα, μεθυσμένος από ιρλανδέζικο ουίσκι και σιγουριά, ότι το ταλέντο του θα καίγεται πάντα με την «αρραγή έκσταση μιας ακατέργαστης πολύτιμης πέτρας», ότι η βία και ο πόθος είναι η αναπνοή της λογοτεχνίας, ότι αν κιοτέψεις έστω και μια στιγμή στη ζωή ή στην τέχνη είναι αναπόφευκτη η ολέθρια ολίσθηση στο βδέλυγμα των βδελυγμάτων: στη μετριότητα!

Θα γνωρίσει τη Νόρα Μπάρνακλ, και θα την ερωτευτεί παράφορα, αδιαφορώντας όπως κάθε γνήσιος άντρας αν αξίζει ή όχι τις περιποιήσεις, τις ικεσίες, τις καντάδες, τους καβγάδες, τον πόνο που συνοδεύουν κάθε τρελό έρωτα – καίτοι το «τρελός» όταν μιλάμε για τον Έρωτα είναι ένας φαιδρός πλεονασμός: κάθε έρωτας είναι τρελός ειδεμή πρόκειται για ανώδυνο και άτονο, για άχρωμο και άοσμο προσκοπισμό! Η κρίσιμη συνάντησή τους στις 16 Ιουνίου του 1904, πριν από ακριβώς έναν αιώνα, θα αναχθεί – και ιδού η ακαταμάχητη δύναμη του ερωτευμένου άντρα – όχι μονάχα σε μία από τις πλέον εμβληματικές ημερομηνίες της λογοτεχνίας αλλά και σε παγκόσμια γιορτή: ο Τζόυς την έκανε πρωταγωνίστρια στο αριστούργημά του, τον Οδυσσέα και έκτοτε όλος ο κόσμος ονομάζει «Μπλούμζντεη», «Μέρα του Μπλουμ», τη 16η Ιουνίου, και στο Δουβλίνο συρρέουν κάθε χρόνο πλήθη για να την τιμήσουν! Πρόκειται για μια από τις ευγενέστερες εκδικήσεις της λογοτεχνίας και του έρωτα το να ξεφαντώνει κάθε χρόνο μια πόλη γεμάτη προσκυνητές από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης επειδή ένας συγγραφέας αντάμωσε με την αγαπημένη του!

O πλάνης Τζόυς θα ζήσει στην Τεργέστη, διδάσκοντας και διαβάζοντας, πίνοντας και γράφοντας, όπως έκανε σχεδόν σε όλη του τη ζωή, κι εκεί θα γεννηθεί ο γιος του, ο Τζόρτζιο και η θυγατέρα του, η Λουτσία. Θα συνθέσει τους περίφημους Δουβλιζένους, θα μετακομίσει στη Ρώμη, θα εργαστεί ως τραπεζικός υπάλληλος, θα επιστρέψει στην Τεργέστη, θα δανείζεται διαρκώς, πνιγμένος πάντα στα χρέη, και θα έχει τη φαεινή, πλην παταγωδώς αποτυχημένη ιδέα, να γίνει εισαγωγέας πυροτεχνημάτων και πράκτορας υφασμάτων!

Τζέιμς Τζόυς: κάτι πέρα και πάνω από λογοτεχνία Facebook Twitter
O Τζέημς Τζόυς φωτογραφίζεται από τη Gisèle Freund

Ενώ θα μένει προσηλωμένος στη Νόρα, ο ρομαντικός Τζέιμς Τζόυς δεν έμεινε αλώβητος από τα βέλη του έρωτα (ποιος μένει, άλλωστε; Μονάχα οι δειλοί!) Θα ξετρελαθεί με την Γερτρούδη Κέμπφερ, μια νεαρή γιατρό και συνάμα ασθενή – έπασχε από φυματίωση και βαθιά μελαγχολία. Θα παρασυρθεί σε αφροσύνες για τα μάτια αντιλόπης και τη χαρούμενη τραγουδιστή φωνή της Αμαλίας Πόππερ, μιας φοιτήτριάς του. Θα σαγηνευτεί από την αριστοκρατική ομορφιά της Μάρθας Φλάισμαν, θα την βομβαρδίζει με παθιασμένες ερωτικές επιστολές προτού καν μάθει το όνομά της – τις άφηνε ο ίδιος στο διαμέρισμά της και μετά στεκόταν έξω στο δρόμο  και την απολάμβανε την ώρα που εκείνη διάβαζε τις πυρωμένες και απρεπείς ικεσίες του. Η Φλάισμαν θα απαθανατιστεί,  θα γίνει η Ναυσικά του στον Οδυσσέα, υπέρτατη τιμή για μια γυναίκα που διάβαζε άψυχα μυθιστορήματα, που άλλαζε διάθεση ανάλογα με το φεγγάρι, που κύριο μέλημά της ήταν η ενδυματολογία. Κι ανάμεσα στη Νόρα και τους έρωτές του, ανάμεσα στους κανονιοβολισμούς του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και την καταφυγή του στη Ζυρίχη και στην ουδετερότητα της Ελβετίας,  ο Τζόυς θ’ αρχίσει να συνθέτει τον Οδυσσέα, έχοντας πια την οικονομική υποστήριξη της διορατικής ευεργέτισσάς του, της εύπορης Χάριετ Σω Γουήβερ. Θα τον ολοκληρώσει στο Παρίσι όπου εγκαταστάθηκε το 1920 και έμελλε να μείνει άλλα είκοσι χρόνια, έως λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του. Αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο, κάτι πέραν του μυθιστορήματος, κάτι σχεδόν πέραν της λογοτεχνίας, όπως και ό,τι άλλο θέλησε να συνθέσει ο Τζόυς, είναι συνάμα ιερουργία και βεβήλωση, είναι τραγούδι και ουρλιαχτό, είναι φιλοσοφική πραγματεία και πονεμένες αναμνήσεις, είναι εκ βαθέων εξομολόγηση και πείραμα, οχετός και ψαλμωδία. Στις 2 Φεβρουαρίου του 1922, την ημέρα των τεσσαρακοστών γενεθλίων του, εκδίδεται στο Παρίσι ο Οδυσσέας, από τον εκδοτικό οίκο Shakespeare & Co, της Αμερικανίδας Σύλβια Μπητς. Η έκρηξη έχει συντελεστεί, και η ιστορία της λογοτεχνίας παίρνει άλλη τροπή. Φυσικά, στις πουριτανικές Ηνωμένες Πολιτείες, το βιβλίο απαγορεύεται ως «πορνογράφημα», και θα χρειαστεί να κυλήσουν δύο ολόκληρες δεκαετίες ώσπου ο περίφημος πια δικαστής Γούλζυ με μιαν ακόμα πιο περίφημη αγόρευση αποφασίσει την ανάκληση της απαγόρευσης. Στο ρόλο άριστου λογοτεχνικού κριτικού, ο Γούλζυ θα μιλήσει  για «την οθόνη της συνείδησης με τις διαρκώς μεταλλασσόμενες καλειδοσκοπικές της εντυπώσεις, για πλαστουργημένα παλίμψηστα όχι μόνο της ζωής όπως την παρατηρεί καθένας γύρω του, αλλά και της ζώνης του λυκόφωτος, με τα ιζήματα από προηγούμενες αποτυπώσεις όπου κυριαρχεί το ασυνείδητο».

Στον Οδυσσέα οι λέξεις είναι ζωντανές, συνδυάζονται μαγικά, στροβιλίζονται, πάλλονται, σκιρτούν. Ο Σάμιουελ Μπέκετ επεσήμανε ότι, φέρ’ ειπείν , όταν μιλάει ο Τζόυς για μια χοροεσπερίδα, οι λέξεις δεν περιγράφουν το χορό αλλά χορεύουν οι ίδιες, κι αυτό είναι επίτευγμα του ποιητή, είναι απόλυτος σεβασμός αλλά και απέραντη μουσική ευαισθησία προς την πρώτη ύλη σου, τις λέξεις. Ο ίδιος ο Τζόυς, σε μιαν επιστολή του, χαρακτηρίζει τη γραφή του, το στιλ του, «ένα μουδιασμένο, στουμπωμένο, πατικωμένο, γοργονοειδές, μαρμελαδιαστό, νανουριστικό γράψιμο με κάτι από λιβάνι, μαριολατρεία, αυνανισμό, μύδια βραστά, την παλέτα ενός ζωγράφου, παπαρδέλες, κτλ, κτλ». Καινοτόμος δίχως χιούμορ είναι κάτι σαν εσπρέσο ντεκαφεϊνέ! Αλλά οι κακοήθεις και οι εξουσιαστές δεν έχουν χιούμορ, καθώς φαίνεται. Μετά την έκρηξη που προκάλεσε αυτός ο κυκεώνας των λέξεων, αυτός ο ορυμαγδός των συγκινήσεων, θα αρχίσει και η καταλαλιά: ο Τζόυς θα χαρακτηριστεί, ούτε λίγο ούτε πολύ, μισάνθρωπος, κοκαϊνομανής, υποχονδριακός κολεγιόπαις που τον τρώνε τα σπυριά του (αυτό από την Βιρτζίνια Γουλφ!), δευτέρας διαλογής (της ιδίας!!!), κόλακας και με το αζημίωτο συνοδός δουκισσών, μπολσεβίκος προπαγανδιστής, κατάσκοπος στην υπηρεσία της Αυστρίας, ενώ κάποιος παράφρων γραφειοκράτης θα πει ότι το κείμενο του Οδυσσέα ήταν ένας κώδικας για να επικοινωνεί ο Τζόυς με τη βρετανική Ιντέλιτζενς Σέρβις! Πολλοί συνάδελφοί του θα επιτεθούν στο στυλ του, θα το καταγγείλουν ως πεποιημένο, εξεζητημένο, αναληθοφανές. Αλλά όπως σημειώνει η Έντνα Ο’ Μπράιεν, «Από το σχεδόν υπό πολιορκία φυλάκιό του, ο Τζόυς είπε ότι η δεν είχε σημασία αν η τεχνική του ήταν αληθοφανής ή όχι, σημασία είχε ότι του χρησίμευσε ως γέφυρα για να περάσουν από κάτω τα δεκαοκτώ επεισόδια του Οδυσσέα. Τα στρατεύματά του είχαν περάσει, και οι αντίπαλοί του μπορούσαν να τινάξουν τη γέφυρα στον αέρα. Δεν τον ένοιαζε πια».

Παγερά αδιάφορος, ο Τζόυς θα προσηλωθεί στη συγγραφή του περιβόητου Finnegans Wake, διακηρύσσοντας σκασμένος στα γέλια ότι καταπιάνεται με ένα έργο που θα κάνει τους φιλολόγους να σπαζοκεφαλιάζουν τους επόμενους δύο αιώνες. Το έργο αυτό, ένα λεκτικό επίτευγμα άνευ προηγουμένου,  το έφτιαξε από το τίποτα εντελώς, με κεραυνούς και αστροπελέκια, δουλεύοντας εξαντλητικά επί δεκαέξι ολόκληρα χρόνια, δημιουργώντας μια νέα γλώσσα στο χωνευτήρι του μυαλού του, πλάθοντας έναν κυκεώνα από «λεξισκουπίδια», από «γλωσσομολυβδοπελεκήματα» όπως έλεγε ο ίδιος μια λεκτική ροή των όπως έρχονται λέξεων, και γελώντας βροντερά μες στα άγρια χαράματα, καθώς ήξερε πολύ καλά ότι πετυχαίνει να σπάσει το φράγμα ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο, να φέρει στο πεδίο της εγρήγορσης αυτό που άλλοι κάνουν στον ύπνο τους.

Το 1939, θα εκδοθεί το Finnegans Wake, αυτός ο μεγαλειώδης θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ίδιας της ζωής. Την ίδια χρονιά, ο Σάμιουελ Μπέκετ θα τον βοηθήσει να μαζέψει τα χαρτιά και τα μολύβια του, και να εξοριστεί για μιαν ακόμα φορά. Οι ναζί εισέβαλαν στη Γαλλία, το Παρίσι έπεσε, και ο Ιρλανδός βρέθηκε και πάλι στη Ζυρίχη. Ο Τζόυς, σχεδόν τυφλός, με κλονισμένη την υγεία, θα καταρρεύσει στις 13 Ιανουαρίου του 1941, τρεις εβδομάδες πριν κλείσει τα πενήντα εννιά του χρόνια. Στη λιτή κηδεία του, ο τενόρος Μαξ Μιελί τραγούδησε την άρια «Addioterraaddiocielo» του Μοντεβέρντι. Ένα Βρετανός υπουργός είπε ότι η Ιρλανδία θα εκδικείται εις το διηνεκές την Αγγλία γεννώντας μεγαλοφυείς συγγραφείς που παράγουν λογοτεχνικά αριστουργήματα. Πιο μεστή και πιο… τζοϋσική, η Νόρα Τζόυς, μούσα αλλά και θύμα της ασύγκριτης πένας του Τζέιμς Τζόυς, θα του επιφυλάξει τον καλύτερο, και τόσο ζηλευτό, επιτάφιο: «Ο καημένος μου ο Τζιμ», θα γράψει στην αδελφή της, «ήταν σπουδαίος άνθρωπος».

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 13.1.2017

Βιβλίο
4

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Βιογραφίες: Aπό τον Γκαρσία Μάρκες στην Άγκελα Μέρκελ

Βιβλίο / Πώς οι βιογραφίες, ένα όχι και τόσο δημοφιλές είδος στη χώρα μας, κατάφεραν να κερδίσουν έδαφος

Η απόλυτη επικράτηση των βιογραφιών στη φετινή εκδοτική σοδειά φαίνεται από την πληθώρα των τίτλων και το εύρος των αφηγήσεων που κινούνται μεταξύ του autofiction και των βιωματικών «ιστορημάτων».
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
ΕΠΕΞ Λευτέρης Αναγνώστου, ένας μεταφραστής

Λοξή Ματιά / Λευτέρης Αναγνώστου (1941-2024): Ένας ορατός και συγχρόνως αόρατος πνευματικός μεσολαβητής

Ο Λευτέρης Αναγνώστου, που έτυχε να πεθάνει την ίδια μέρα με τον Θανάση Βαλτινό, ήταν μεταφραστής δύσκολων και σημαντικών κειμένων από τη γερμανική και αυστριακή παράδοση.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Κυκλοφόρησε η πιο διεξοδική μελέτη της δεκαετίας 1910-1920, μια τρίτομη επανεκτίμηση της «μεγαλοϊδεατικής» πολιτικής του Βενιζέλου

Βιβλίο / Κυκλοφόρησε η πιο διεξοδική μελέτη της δεκαετίας 1910-1920, μια τρίτομη επανεκτίμηση της «μεγαλοϊδεατικής» πολιτικής του Βενιζέλου

Ο Ιωάννης Στεφανίδης, καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική του ΑΠΘ και επιμελητής του τρίτομου έργου του ιστορικού Νίκου Πετσάλη-Διομήδη, εξηγεί γιατί πρόκειται για ένα κορυφαίο σύγγραμμα για την εποχή που καθόρισε την πορεία του έθνους.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μανώλης Ανδριωτάκης: «Δεν φοβάμαι τις μηχανές, τους ανθρώπους φοβάμαι»

Βιβλίο / Μανώλης Ανδριωτάκης: «Δεν φοβάμαι τις μηχανές, τους ανθρώπους φοβάμαι»

Με αφορμή το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ο θάνατος του συγγραφέα» ο δημοσιογράφος μιλά για την τεχνητή νοημοσύνη, την εικονική πραγματικότητα και την υπαρξιακή διάσταση της τεχνολογίας.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Άλαν Χόλινγκερστ: «Η γραμμή της ομορφιάς»

Το πίσω ράφι / Η γραμμή της ομορφιάς: Η κορυφαία «γκέι λογοτεχνία» του Άλαν Χόλινγκχερστ

Ο Χόλινγκχερστ τοποθέτησε το βραβευμένο με Booker μυθιστόρημά του στα θατσερικά '80s και κατάφερε μια ολοζώντανη και μαεστρική ανασύσταση μιας αδίστακτης δεκαετίας.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Η συγγραφέας που έδωσε στον Στάινμπεκ το υλικό για «Τα σταφύλια της οργής» καταδικάζοντας το δικό της βιβλίο στην αφάνεια

Βιβλίο / Η συγγραφέας που έδωσε στον Στάινμπεκ το υλικό για «Τα σταφύλια της οργής» καταδικάζοντας το δικό της βιβλίο στην αφάνεια

Η Σανόρα Μπαρμπ είχε περάσει πολύ καιρό στους καταυλισμούς των προσφύγων από την Οκλαχόμα που είχαν πληγεί από την Μεγάλη Ύφεση και την ξηρασία, προκειμένου να γράψει το μυθιστόρημά της. Έκανε όμως το λάθος να δείξει την έρευνά της στον διάσημο συγγραφέα, ο οποίος την πρόλαβε.
THE LIFO TEAM
Μαρξ - Βάγκνερ - Νίτσε: Oι σπουδαιότερες μορφές του 19ου αιώνα

Βιβλίο / Μαρξ - Βάγκνερ - Νίτσε: Oι παρεξηγημένοι του 19ου αιώνα

Το βιβλίο του Γερμανού θεωρητικού και πανεπιστημιακού Χέρφριντ Μίνκλερ αναλαμβάνει να επαναπροσδιορίσει το έργο τους, που άλλαξε τα δεδομένα του αστικού κόσμου από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Νίκος Ψιλάκης: Mια ζωή αφιερωμένη στην καταγραφή της κρητικής παράδοσης και κουζίνας

Βιβλίο / Νίκος Ψιλάκης: Mια ζωή αφιερωμένη στην καταγραφή της κρητικής παράδοσης και κουζίνας

Ο Νίκος Ψιλάκης ερευνά και μελετά την κρητική παράδοση εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Τα βιβλία του είναι μνημειώδεις εκδόσεις για το φαγητό, τις λαϊκές τελετουργίες και τα μοναστήρια της Κρήτης που διασώζουν και προωθούν τον ελληνικό πολιτισμό.
M. HULOT
«Δυστυχώς ήταν νυμφομανής»: Ανασκευάζοντας τα στερεότυπα για τις γυναίκες της αρχαίας Ρώμης

Βιβλίο / «Δυστυχώς ήταν νυμφομανής»: Ανασκευάζοντας τα στερεότυπα για τις γυναίκες της αρχαίας Ρώμης

Ένα νέο βιβλίο επιχειρεί να καταρρίψει τους μισογυνιστικούς μύθους για τις αυτοκρατορικές γυναίκες της Ρώμης, οι οποίες απεικονίζονται μονίμως ως στρίγγλες, ραδιούργες σκύλες ή λάγνες λύκαινες.
THE LIFO TEAM
Γιώργος Συμπάρδης: «Ήθελα οι ήρωές μου να εξαφανίζονται, όπως οι άνθρωποι στη ζωή μας»

Βιβλίο / Γιώργος Συμπάρδης: «Ήθελα οι ήρωές μου να εξαφανίζονται, όπως οι άνθρωποι στη ζωή μας»

Σε όλα τα έργα του πρωταγωνιστούν οι γυναίκες και μια υπόγεια Αθήνα, ενώ ο ίδιος δεν κρίνει τους ήρωές του παρά το αφήνει σε εμάς: Μια κουβέντα με τον χαμηλόφωνο συγγραφέα του «Άχρηστου Δημήτρη» και της «Πλατείας Κλαυθμώνος».
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ρίτα Κολαΐτη: «Με θυμώνει που δεν βλέπεις σχεδόν κανέναν να διαβάζει ένα βιβλίο στο μετρό»   

Βιβλίο / Ρίτα Κολαΐτη: «Με θυμώνει που σχεδόν κανείς δεν διαβάζει βιβλίο στο μετρό»   

Η πολυβραβευμένη μεταφράστρια μιλά για την προσωπική της διαδρομή στον χώρο της λογοτεχνίας, για το στοίχημα της καλής μετάφρασης και εξηγεί τι σημαίνει να δουλεύεις πάνω σε κορυφαία έργα του Φλομπέρ, του Καμί, του Μαρκήσιου ντε Σαντ και της Ανί Ερνό. 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Ρουφιανεύοντας τον εαυτό μου»: Τα απομνημονεύματα του Αλ Πατσίνο

Βιβλίο / «Ρουφιανεύοντας τον εαυτό μου»: Τα απομνημονεύματα του Αλ Πατσίνο

Ο 84χρονος ηθοποιός κοιτάζει προς τα πίσω και βλέπει τα δύσκολα παιδικά χρόνια, την καταθλιπτική μητέρα του, τον Τσέχoφ, τις σχέσεις που δεν έφτασαν ποτέ στον γάμο, τις έντονες αναταράξεις μιας πολυκύμαντης διαδρομής.
THE LIFO TEAM
Πέτρος Τατσόπουλος: «Η οργή σε κάποιες περιπτώσεις επιβάλλεται γιατί είναι απελευθερωτική»

Πέτρος Τατσόπουλος / «Δεν τα έχω με τους πιστούς αλλά με τους απατεώνες ρασοφόρους»

Μια χειμαρρώδης συνέντευξη με τον γνωστό συγγραφέα, δημοσιογράφο, παρουσιαστή και πρώην βουλευτή Πέτρο Τατσόπουλο, με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο «Το παιδί του διαβόλου - Μια αληθινή ιστορία», όπου εστιάζει στη μεγάλη δύναμη της Εκκλησίας στην Ελλάδα, στη διαπλοκή της με την πολιτεία και στις σκοταδιστικές απόψεις που κατά κανόνα πρεσβεύει καθώς και στην ιδιαίτερα επικερδή «μπίζνα» που έχει στηθεί γύρω από ιερά λείψανα, ιερά κειμήλια, «άγιους» γέροντες και «θαύματα» για κάθε χρήση.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

σχόλια

3 σχόλια
Να προτιμήσεις τη μετάφραση του Ανευλαβή απο την έκδοση του κάκτου. Είναι πιο κοντά στο πρωτότυπο και οι σημειώσεις είναι υπερπολύτιμες.Έχοντας διαβάσει και τις δύο εκδόσεις αυτή του κάκτου είναι μακράν πιο κατανοητή.