Ξαναδιαβάζοντας την σπαρακτική αυτοβιογραφία της Billie Holiday

Ξαναδιαβάζοντας την σπαρακτική αυτοβιογραφία της Billie Holiday Facebook Twitter
Μάγκα μου, μην τη λυπάσαι. Είχε αυτή την καταγωγή. Αυτά τα παιδικά χρόνια. Κι αυτήν τη φωνή. Πήρε και ηρωίνη. Και κράτησε μέχρι τα 44. Έστυψε τη ζωή όσο μπορούσε
1

Διαβάζω την Κυρία που τραγουδάει τα μπλουζ (εκδ. Αγρα, μετφρ. Ιουλία Ραλλίδη) στην κουζίνα, ενώ θα της ταίριαζε κι ένα μπορντέλο του Nότου, εκεί όπου πρωτοάκουσε τζαζ ως παιδί. Ωστόσο, η Lady Day «δεν είχε αυτό το κάτι που θα την έκανε πραγματική πουτάνα».

Αγοράζω ασυναίσθητα μια κονσέρβα κόκκινα φασόλια∙ για να τα φτιάξω με κρέας και σκόρδο, όπως η Μπίλι, όταν δεν άντεχε το βρετανικό φαγητό, σε δωμάτιο λονδρέζικου ξενοδοχείου. Ακούω ό,τι τραγούδησε και δεν τραγούδησε και το αποκαλώ «έρευνα» – λατρεύω την έρευνα. Ανακατεύω μπαχαρικά χορεύοντας το «All of me» με μια γλυκιά καυτερή θλίψη φτιαγμένη από τσίλι και στίχο: «You took the best, so why not take the rest». Τα δίνει όλα στον μάγκα. Σε κάθε νότα, λίγο από το αίμα της. Το σόλο σαξόφωνο σκίζει το χάραμα. Συνέρχομαι με το χαρούμενο «The way you look tonight». Τρώω τα φασόλια.

Να γιατί τραγουδάει σπαραξικάρδια. To «Μy Μan» το τραγούδησε όταν ο man της ήταν στη φυλακή, όπως έκανε αργότερα και η Έιμι, καθώς οι μπάτσοι περίμεναν να τη συλλάβουν: ένας τουλάχιστον του Ηθών εθεάθη να δακρύζει πάνω στο κασμίρ παλτό του καθώς την άκουγε∙ τη συνέλαβε όμως.

Μιλάω με λέξεις της: «Η χώρα ρημάζεται, μας 'φάγαν οι "ασπρουλιάρηδες", θα ξεκουνηθούμε οι "ξεκωλιάρες";». «Ξεκωλιάρες»: Γυναίκες τεμπέλες, φιλάρεσκες, που αράζουν ανάσκελα, μη κουνώντας το δαχτυλάκι τους. «Ασπρουλιάρηδες»: Οι φλώροι που όλα τούς έρχονται εύκολα. Δεν είναι όλοι ασπρουλιάρηδες για την Μπίλι. Μερικοί αξιόλογοι μάγκες είναι «λευκοί». Όταν πέθανε η μαμά της, η Μπίλι έμεινε μόνη, εφόσον οι συγγενείς της εξαφανίστηκαν οριστικά στον «κόσμο των ασπρουλιάρηδων». Στο άλλο σύμπαν, δηλαδή, που εκείνη την εποχή συναντιέται μόνο σε μπαρ όπου ο καλλιτέχνης μπαίνει από άλλη είσοδο και δεν κάθεται ΠΟΤΕ στα τραπέζια των λευκών. Η άλλη αγαπημένη της λέξη είναι «πανάθεμα». Κι έχει λόγους να τη λέει, πανάθεμα.  

Βυθίζομαι στον κλαυσίγελο, στη βαθιά ζωή της – ελπίζω να καταφέρω να βγω. Το να είσαι μαύρη, φτωχιά και παρατημένη από μπαμπά στον αμερικανικό Νότο είναι σαν να σε έχουν πετάξει σε ένα άπατο πηγάδι δίχως σκοινί. Η Μπίλι σχεδόν τα κατάφερε. Μέχρι η φορά της ζωής και οι μπάτσοι να την τραβήξουν πάλι στο σκότος, πάνω που μόλις είχε καταφέρει, στα σαράντα, γδέρνοντας και ξύνοντας με τα νύχια της, να βγει και να ξαποστάσει λίγο στην επιφάνεια, τότε που έβγαζε πια χιλιάδες δολάρια και είχε επιτέλους τον άνθρωπό της. Όμως το πάτωμα της φυλακής είναι σκληρό και κρύο, ακόμα κι αν έχεις μια υπέροχη μινκ για να ξαπλώσεις πάνω της. Κι εκείνη το υφίσταται επανειλημμένα. Τι κι αν έχει άσπρες τουαλέτες, άσπρες γαρδένιες και άσπρη πρέζα; Είναι ακόμα μαύρη.

Ξαναδιαβάζοντας την σπαρακτική αυτοβιογραφία της Billie Holiday Facebook Twitter

Η μάνα της τη γέννησε στα δεκατρία – ήταν ένα παιδάκι που προσπαθούσε να μεγαλώσει ένα παιδάκι. Έκανε τα πάντα γι' αυτήν, αλλά έλειπε και πάντα. Ο μπαμπάς τούς εγκατέλειψε για τη ζωή του μουσικού. Η υπέροχη γιαγιά της τη λάτρευε, αλλά πέθανε νωρίς. Η μικρή Μπίλι δούλευε από τα έξι, κοιμόταν με άλλους τρεις σ' ένα δωμάτιο, έτρωγε ξύλο από τη θεία και σεξουαλική παρενόχληση από τον ξάδερφο. Πρωτοάκουσε τζαζ σε μπορντέλο, όπως πολύς κόσμος εκείνη την εποχή: το σφουγγάριζε τσάμπα, πλήρωνε κιόλας για να την αφήνουν ν' ακούει τη μουσική που λάτρευε. Στα δέκα τη βίασε άγρια ένας μαύρος σαραντάρης. Στα δεκατρία έφυγε με ένα κοτόπουλο σε ένα καλάθι για τη Νέα Υόρκη. Εκεί πουλήθηκε για λίγο, παρότι «φοβόταν το σεξ σαν τον θάνατο», με αυστηρό όρο να το κάνει μόνο με λευκούς, διότι δεν άντεχε το μέγεθος των μαύρων: τότε οι μαύροι την έστειλαν φυλακή. Πράγμα που της έμαθε ότι το μεγαλύτερο κακό θα σ' το κάνουν αυτοί που απορρίπτεις.

Να γιατί τραγουδάει σπαραξικάρδια. To «Μy Μan» το τραγούδησε όταν ο man της ήταν στη φυλακή, όπως έκανε αργότερα και η Έιμι, καθώς οι μπάτσοι περίμεναν να τη συλλάβουν: ένας τουλάχιστον του Ηθών εθεάθη να δακρύζει πάνω στο κασμίρ παλτό του καθώς την άκουγε∙ τη συνέλαβε όμως.

Βαριέμαι τις βιογραφίες. Είναι συνήθως κακογραμμένες από άλλον. Αυτή εδώ όμως κυλάει στον ουρανίσκο σαν ψέμα. Και παρότι ζόρικη, σε ζεσταίνει σαν την αλήθεια. Κι ας λένε ότι περιέχει ψέματα. Στον πάτο κάθεται όλη η αλήθεια της τζαζ: μπορείς να τη φας με το κουταλάκι.

Η Μπίλι είναι συμβιβασμένη με τις καταστροφές. «Αν το μόνο που περιμένεις είναι μπλεξίματα, ίσως να έρθουν κι ευτυχισμένες μέρες. Αν περιμένεις ευτυχία – πρόσεχε» λέει, σε αντίθεση με τη new age φιλοσοφία, κατά την όποια το σύμπαν συνωμοτεί υπέρ σου όταν είσαι «αισιόδοξος». Δεν συνωμότησε – μόνο τη χαστούκιζε το παλιοσύμπαν. Τέλος, το παίρνει απόφαση, τραβάει και μια καρέκλα: «Καλημέρα πόνε, κάτσε!» λέει.

Ακούω το «Body and Soul» και σε εκτέλεση Έιμι – που όταν τη ρώτησαν αν έχει την Μπίλι για πρότυπο, είπε, «fuck her», πράγμα που δεν τη γλίτωσε από τη μοίρα που προσπαθούσε να ξορκίσει βρίζοντας: πέθανε τσάμπα κι αυτή. Οι δυο τους χρειάστηκαν τη σκοτεινιά για να παράγουν τέτοιο βάθος. Τι κι αν η Γουάινχαουζ είναι ασπρουλιάρα; Η μόνη μας πατρίδα, η παιδική ηλικία, σε βρίσκει∙ και σου δίνει μια στο κεφάλι. Όπως η Έιμι, η Μπίλι ονειρευόταν ένα δικό της κέντρο γεμάτο κόσμο, όπου θα τραγουδούσε ό,τι ήθελε – δεν τα κατάφεραν. Όπως η Ζοζεφίν Μπέικερ, ονειρευόταν να προσφέρει σπίτι σε αδέσποτα παιδιά, επειδή «οι μεγάλοι τα βγάζουνε πέρα με κάποιον τρόπο – τα παιδιά όμως;». Ήταν ένας τρόπος να θεραπεύσουν τα παιδιά μέσα τους. Οι δυο τους είχαν πορείες Σταχτοπούτας σε μια περίοδο που το να γεννηθείς μαύρη ήταν η πιο δυσμενής μετενσάρκωση – λίγο πάνω απ' τα σαλιγκάρια. Αλλά, ενώ οι «ξεκωλιάρες» κουνάν τις κωλάρες, στο παράλληλο σύμπαν η βαθιά εμπειρία ζωής μαγεύει στον αιώνα τον άπαντα.

Βαριέμαι τις βιογραφίες. Είναι συνήθως κακογραμμένες από άλλον. Αυτή εδώ όμως κυλάει στον ουρανίσκο σαν ψέμα. Και παρότι ζόρικη, σε ζεσταίνει σαν την αλήθεια. Κι ας λένε ότι περιέχει ψέματα. Στον πάτο κάθεται όλη η αλήθεια της τζαζ: μπορείς να τη φας με το κουταλάκι. Η ίδια η Μπίλι σου μιλάει με φωνή που τσακίζει. Επειδή είναι τσακισμένη. «Όταν είσαι φτωχός, μεγαλώνεις γρήγορα». «Χωρίς φίλους δεν πας πουθενά». «Έγινα διάσημη – όταν σας συμβεί κάτι τέτοιο, τον νου σας». «Τι θα πει ο κόσμος; Αυτό είναι πρόβλημα στους κύκλους των ασπρουλιάρηδων». Και: «Δεν είμαι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία γκόμενα που παντρεύτηκε προσπαθώντας ν' αποδείξει κάτι σε κάποιον». Ο γαμπρός, ο Τζίμι Μονρό, λοιπόν, γύριζε σπίτι με κραγιόν στο πουκάμισο και τότε η Μπίλι του έλεγε: «Μη μου εξηγείς». Έτσι, συμπυκνώνοντας την πίκρα ολόκληρου γάμου, έγραψε το «Don't Εxplain (just say you 'll remain)», δείχνοντας αδυναμία στην απομίμηση του πατέρα της που αποτελούσε ο σύζυξ. Αυτός, λοιπόν, και όσοι γυρνάνε σπίτι με κραγιόν στα μούτρα τους ευθύνονται που «ένα σωρό βλαμμένες» κλαίν' με αυτό το τραγούδι. Και κάπως έτσι γράφονται οι τραγουδάρες.

Ο Τζίμι, αλλά και η διάλυση του γάμου τους, έριξαν την Μπίλι στα σκληρά – και στη φυλακή. Ανατριχιάζω όταν δηλώνει: «Κανείς δεν λέει τη λέξη "πείνα" όπως εγώ. Ούτε τη λέξη "αγάπη"... Ίσως γιατί θυμάμαι τι σημαίνουν... Πρέπει να 'χεις φαΐ για να φας, πρέπει να 'χεις λίγη αγάπη στη ζωή». Εκείνη, επειδή τη μοίραζε στο σπίτι της, το κέντρο διερχομένων που μύριζε φαγητό από τα χεράκια της μάμα, είχε λίγη αγάπη. Ευρωπαίοι θαυμαστές, σε εξάρσεις λατρείας, της έστελναν προσκλήσεις φιλοξενίας και χρήματα στη φυλακή. Λένε ότι «το κοινό την αγκάλιασε» – αλλά πόσο να σ' αγκαλιάσει «το κοινό»; Εκλιπαρούσε την αγάπη, όπως τον πατέρα που σ' εγκαταλείπει. Ένιωθε ότι «κανείς στον κόσμο δεν ενδιαφερόταν για 'κείνη». Κι ας ήξερε πια τους πάντες. Sara Vaughan, Έλα Φιτζέραλντ, Τσακ Μπέρι. Παρελαύνουν διάσημοι στο βιβλίο, δεν είναι όμως αυτό το ζουμί. Το ζουμί είναι στη Σταχτοπούτα που της 'κλέψαν το γοβάκι. Εκεί που λες θα γίνει το θαύμα τώρα, πάρ' την κάτω. Και ο πρίγκιπας σκάρτος.

«Ήταν μια τραγική φιγούρα που αισθανόταν, παρά σκεφτόταν», έγραψε συγκαταβατικά μια κριτικός – με δάνειο κι εξοχικό, υποθέτω. Ε, και; Είναι κι αυτός ένας τρόπος να ζήσεις τη ζωή σου. Όχι υποδεέστερος. Πέρα από διεφθαρμένους μπάτσους και άτιμη ζωή, το βιβλίο ξεχύνει στο δωμάτιο τζαζ μαγεία – κολυμπάω μέσα της για μέρες. Πώς οι μουσικοί τζάμαραν και ηχογραφούσαν χωρίς παρτιτούρες; Πώς έστρωναν τους μαύρους κώλους τους και τα πράγματα απλώς γίνονταν –κι ακόμα προσπαθούν να καταλάβουν, οι πιο επιστημονικοί μουσικοί ας πούμε, πώς έβγαινε η ηχογράφηση τόσο τέλεια– πανάθεμα; Υπήρχε ευτυχία στη φωτογραφία της Μπίλι με τους μουσικούς της. Κι όταν είχε στη σκηνή τον αγαπημένο της σαξοφωνίστα, έλαμπε, βρισκόταν σ' ένα ουράνιο μέρος που «θα ψόφαγα» να επισκεφτώ. Και να χορέψω σουίνγκ εκεί που γεννήθηκε, στην 131η Οδό! Μάγκα μου! Παρότι δεν τους επιτρεπόταν να ζήσουν, οι μαύροι ήξεραν να ζουν καλύτερα. Οι ξενέρωτοι ασπρουλιάρηδες συντονίστηκαν επιτέλους στα τέλη της δεκαετίας του '30, όταν «κάνανε σουίνγκ», που το θεωρούσαν το «νέο πράγμα»: αν είχαν κατέβει στην 131η Οδό θα το 'χανε ψυλλιαστεί όχι ένα, αλλά είκοσι χρόνια νωρίτερα. Ώρες-ώρες είναι πολύ ανούσιο να είσαι ασπρουλιάρης!

Επιστρέφω στο βιβλίο συχνά. Η καταγραφή του Γουίλιαμ Ντάφτι δεν είναι κλαψιάρικη, ηθικοπλαστική ή ξεχειλωμένη, είναι γυμνή. Μάγκα μου, μην τη λυπάσαι. Είχε αυτή την καταγωγή. Αυτά τα παιδικά χρόνια. Κι αυτήν τη φωνή. Πήρε και ηρωίνη. Και κράτησε μέχρι τα 44. Έστυψε τη ζωή όσο μπορούσε. Δεν είχε εφευρεθεί και η ψυχοθεραπεία, ώστε να αποβάλει την αδυναμία στους κακοποιητικούς, όπως εμείς – τότε τους έλεγαν αλήτες. Παρ' όλα αυτά, έζησε περισσότερο από πολλούς από εμάς που «στρώσαμε τις κωλάρες». Και ξεχνάμε να τραγουδήσουμε, πανάθεμα.

1

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σελίν Κιριόλ «Φωνή χωρίς ήχο»

Το πίσω ράφι / «Ένα από τα πιο ιδιοφυώς γραμμένα μυθιστορήματα της σύγχρονης λογοτεχνίας»

Έτσι είχε γράψει ο Πολ Όστερ εξαίροντας τη γραφή της Σελίν Κιριόλ στο «Φωνή χωρίς ήχο» για την οικονομία, τη συμπόνια και τις χιουμοριστικές πινελιές της, για τον τρόπο που προσεγγίζει μια γυναίκα αποξενωμένη σε μια απέραντη μεγαλούπολη.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μαίρη Κουκουλέ

Οι Αθηναίοι / Μαίρη Κουκουλέ (1939-2025): Η αιρετική λαογράφος που κατέγραψε τη νεοελληνική αθυροστομία

Μοίρασε τη ζωή της ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι, υπήρξε σύντροφος ζωής του επίσης αιρετικού Ηλία Πετρόπουλου. Ο Μάης του ’68 ήταν ό,τι συγκλονιστικότερο έζησε. Πέθανε σε ηλικία 86 ετών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Στρατής Τσίρκας και οι Ακυβέρνητες Πολιτείες

Βιβλίο / Ο Στρατής Τσίρκας και οι Ακυβέρνητες Πολιτείες

Σε ποια εποχή γράφτηκε η φημισμένη τριλογία; Πώς διαβάζουμε σήμερα αυτό το σημαντικό μυθιστόρημα; Ποιοι είναι οι ήρωές του; Αυτά και πολλά ακόμα αναλύει με εξαιρετικό τρόπο η Κωνσταντίνα Βούλγαρη σε τρία ηχητικά ντοκιμαντέρ. 
THE LIFO TEAM
Θανάσης Σκρουμπέλος, συγγραφέας

Οι Αθηναίοι / «Δεν μπορεί να κερδίζει συνέχεια το δίκιο του ισχυρού»

Στο Λονδίνο, ο Θανάσης Σκρουμπέλος έλεγε ότι είναι «απ’ τον Κολωνό, γείτονας του Σοφοκλή». Έχοντας βγει από τα σπλάχνα της, ο συγγραφέας που έγραψε για την Αθήνα του περιθωρίου, για τη γειτονιά του και τον Ολυμπιακό, πιστεύει ότι η αριστερά που γνώρισε έχει πεθάνει, ενώ το «γελοίο που εκφράζει η ισχυρή άρχουσα τάξη» είναι ο μεγαλύτερός του φόβος.
M. HULOT
Σπύρος A. Ευαγγελάτος: Μια μεγάλη διαδρομή

Πέθανε Σαν Σήμερα / Σπύρος A. Ευαγγελάτος: Μια μεγάλη διαδρομή στο ελληνικό θέατρο

Το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης κυκλοφόρησε έναν τόμο 535 σελίδων, αφιερωμένο στον σπουδαίο σκηνοθέτη, φιλόλογο, συγγραφέα και ακαδημαϊκό που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Μέριλιν Γιάλομ: «H ιστορία της συζύγου»

Το Πίσω Ράφι / H ιστορία της συζύγου από την αρχαιότητα έως τον 20ό αιώνα

Η φεμινίστρια συγγραφέας και ιστορικός Μέριλιν Γιάλομ εξερευνά τη διαδρομή της συζυγικής ταυτότητας, αποκαλύπτοντας πώς η έννοια του γάμου μεταλλάχθηκε από θρησκευτικό καθήκον σε πεδίο συναισθηματικής ελευθερίας.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Ο γενναιόδωρα οργισμένος Τζορτζ Όργουελ

Βιβλίο / Ο γενναιόδωρα οργισμένος Τζορτζ Όργουελ

Η έκδοση με τα κριτικά κείμενα του Τζορτζ Όργουελ για τη λογοτεχνία και την πολιτική με τον τίτλο «Ό,τι μου κάνει κέφι» μας φέρνει ενώπιον ενός τρομερά οξυδερκούς και ενίοτε γενναιόδωρα οργισμένου στοχαστή.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Το βιβλιοπωλείο Κάουφμαν και η ανεκτίμητη προσφορά του στην πνευματική ζωή της Αθήνας

Βιβλίο / Το βιβλιοπωλείο Κάουφμαν και η ανεκτίμητη προσφορά του στην πνευματική ζωή της Αθήνας

Μέσα από αφηγήσεις, φωτογραφίες και ντοκουμέντα μιας νέας έκδοσης ζωντανεύει το βιβλιοπωλείο που συνδέθηκε με τις μνήμες χιλιάδων Αθηναίων και έπαιξε ρόλο στην πολιτιστική διαμόρφωση και καλλιέργεια πολλών γενεών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Κάποια στιγμή έμαθα να βάζω στον λόγο μου ένα "ίσως", ένα "ενδεχομένως"»

Οι Αθηναίοι / «Κάποια στιγμή έμαθα να βάζω στον λόγο μου ένα "ίσως", ένα "ενδεχομένως"»

Στην Α’ Δημοτικού τη μάγεψε η φράση «Η Ντόρα έφερε μπαμπακιές». Διαμορφώθηκε με Προυστ, Βιρτζίνια Γουλφ, Γιώργο Ιωάννου και Κοσμά Πολίτη. Ως συγγραφέα την κινεί η περιέργεια για τις ανθρώπινες σχέσεις. Η Αγγέλα Καστρινάκη είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μπρους Τσάτουιν: Ένας αεικίνητος ταξιδιώτης

Πέθανε Σαν Σήμερα / Μπρους Τσάτουιν: Ένας αεικίνητος ταξιδιώτης

Ο αιώνιος ταξιδευτής, μυθιστοριογράφος και ταξιδιωτικός συγγραφέας περιπλανήθηκε στα πιο άβατα σημεία του κόσμου αναζητώντας το DNA των νομάδων και έζησε μια μυθιστορηματική ζωή που υπερβαίνει αυτήν που κατέγραψε στα βιβλία του.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
10 σημαντικά βιβλία που θα κυκλοφορήσουν το πρώτο τρίμηνο του 2025

Βιβλίο / Δέκα σημαντικά βιβλία που θα κυκλοφορήσουν το πρώτο τρίμηνο του 2025

Το πιο πρόσφατο Booker, επανεκδόσεις μυθιστορημάτων με θέμα τον Εμφύλιο, το τελευταίο βιβλίο του Μάριο Βάργκας Λιόσα, η νέα Αμάντα Μιχαλοπούλου και μια συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Αργύρη Χιόνη είναι μερικές μόνο από τις πολυαναμενόμενες προσεχέις εκδόσεις.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ

σχόλια

1 σχόλια
Εύγε. Το βιβλίο αξίζει. Και όταν το διαβάσετε, ψάξτε το αδερφάκι του, το Beneath The Underdog του Charles Mingus. Στα Ελληνικα: Χειρότερα Κι Από Σκυλιά, Εκδόσεις Εξάντας.